Είναι ο Καποδίστριας ο «ρωσόφιλος», ικανός μεν στους διπλωματικούς χειρισμούς και στην άσκηση εξουσίας πλην όμως «απολυταρχικών πεποιθήσεων και μεθόδων», πρώτος κυβερνήτης του Ελληνικού Κράτους, όπως σε γενικές γραμμές διδάσκουν τα επίσημα σχολικά εγχειρίδια όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων και επιμελώς φροντίζουν να τονίζουν με ποικίλες λεκτικές αποχρώσεις οι πλείστοι ιστορικοί της νεοτερικότητας, ακολουθώντας κατά πόδας τούς σε βάρος του λίβελους του Κοραή και τις συκοφαντίες του Μαυροκορδάτου και των επιγόνων του; Ή μήπως είναι ο «θεοφοβούμενος» κάτοχος τίτλου ευγενείας και εκ της καταγωγής, της παιδείας και των θέσεών του στα υψηλά κλιμάκια της τσαρικής διπλωματίας «συντηρητικός» και «αντιδραστικός» πολιτικός, πορτρέτο που εν πολλοίς τού επιφύλαξε η θεωρούμενη προοδευτική εγχώρια διανόηση του 20ου αιώνα και ως διακηρυγμένη ή υφέρπουσα άποψη καλά κρατεί μέχρι τις μέρες μας;
Στα ερωτήματα αυτά μάς δίνει την ευκαιρία να ενσκήψουμε και να αναζητήσουμε απαντήσεις συναγόμενες, όχι από την οποιαδήποτε ιδεολογική σκόπευση αλλά από τα ίδια τα κείμενα, τα προϊόντα δηλαδή της σκέψης, του Καποδίστρια, η έκδοση του βιβλίου «Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας από την Εποχή της Αλώσεως της Ανατολικής Αυτοκρατορίας υπό Ιακωβάκη Ρίζου Νερουλού και Ιωάννη Καποδίστρια», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις «Αρμός» και γνωρίζει ήδη αξιοσημείωτη για το είδος εμπορική επιτυχία. Ο τόμος αποτελεί εκδοτικό επίτευγμα της Ακαδημίας Κοσμοσυστημικής Γνωσιολογίας, της οποίας σεμνύνομαι να αποτελώ ιδρυτικό μέλος.
Τη σημασία της Έκδοσης την αντιλαμβάνεται κανείς αν αναλογιστεί ότι από το Μάρτη του 1828, που το έργο κυκλοφόρησε στη γαλλική γλώσσα, μέχρι το Δεκέμβρη του 2024, για σχεδόν 197 δηλαδή χρόνια, παρέμενε αμετάφραστο και ανέκδοτο, δηλαδή αποσιωπημένο, σε πείσμα της επιθυμίας του Καποδίστρια «το πόνημα γραφόμενο Γαλλιστί, ήθελε συγχρόνως μεταφρασθή και Ελληνιστί, η δε μετάφρασις ήθελε λάβει την πρώτην θέσιν αντί του πρωτοτύπου», όπως αυτή διατυπώθηκε ρητώς στην επιστολή του προς τον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο και παρατίθεται σε παράρτημα του βιβλίου μαζί με το απόκομμα της εφημερίδας «Αιών», στην οποία δημοσιεύτηκε στις 30 Σεπτεμβρίου του 1850. Πέραν τούτου, γίνεται εύλογα αντιληπτό ότι πρόκειται για την πρώτη ιστοριογραφική κατάθεση στην Νεοελληνική Γραμματεία και κατά ένα μεγάλο μέρος αποτελεί πρωτογενή ιστορική πηγή, με δεδομένο ότι οι δύο συγγραφείς ιστορούν γεγονότα και εξελίξεις που βιώνουν και των οποίων την άμεση εποπτεία έχουν, ο μεν Καποδίστριας ως ενεργός πολιτικός παράγοντας των προεπαναστατικών χρόνων και Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας πριν και κατά την έναρξη της Επανάστασης, ο δε Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός ως Μέγας Ποστέλνικος στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, εμβριθής μελετητής της ελληνικής φιλολογίας, παραγωγικός λογοτέχνης και βαθύς γνώστης των οθωμανικών και ευρωπαϊκών πραγμάτων.
Η ιστορική προσέγγιση των Νερουλού – Καποδίστρια καλύπτει την περίοδο 1300 – 1823 με σκοπό, όπως τον θέτει ο δεύτερος στην επιστολή του προς τον Μητροπολίτη Ιγνάτιο, «να αποδειχθή ότι η ενεστώσα κατάστασις της Ελλάδος είναι συνέπεια αναγκαία όλων των καταστάσεων, δι’ ων εξήλθεν η Ελλάς από της πτώσεως της Αυτοκρατορίας (εννοεί το Βυζάντιο) μέχρι των ημερών μας». Την έκδοση προλογίζει διαυγώς ο πρωτεργάτης της Πολυχρόνης Καρσαμπάς, πρώην Πρόεδρος και νυν συνδιαχειριστής της Ακαδημίας Κοσμοσυστημικής Γνωσιολογίας, Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο και στο Συμβούλιο Επικρατείας, ενώ την άρτια φιλολογική επιμέλειά της έχει η επίσης εκ των ιδρυτικών μελών της Ακαδημίας Φιλόλογος και Πολιτική Επιστήμων Βανέσα Ντόμη. Την επιστημονική ευθύνη του έργου φέρει ο εισηγητής και θεμελιωτής της Κοσμοσυστημικής Γνωσιολογίας καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης, στη διεξοδική εισαγωγή του οποίου ο αναγνώστης δύναται να λάβει μια πλήρη και τεκμηριωμένη ανάλυση του τρόπου και του βαθμού συμμετοχής του Καποδίστρια στη διαμόρφωση του πονήματος και μια εκτενή όσο και οξυδερκή διαύγαση του τι συνάγεται από τη σκοπούμενη ιδέα της Ιστορίας του Κερκυραίου πολιτικού, καθώς και από την αντιδιαστολή της οπτικής του προς εκείνη του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και του εν Ελλάδι εκφραστή του Αδαμάντιου Κοραή.
Ωστόσο, στο παρόν άρθρο δεν θα σταθούμε στο βιβλίο αυτό καθ’ αυτό – μια εμπεριστατωμένη κριτική αποτίμησή του ίσως αποτελέσει αντικείμενο ενός άλλου άρθρου, πλην όμως μέχρι τότε σας συνιστώ να το προμηθευτείτε και να το μελετήσετε προκειμένου να σχηματίσετε ιδία άποψη –, αλλά θα αξιοποιήσουμε το πραγματολογικό υλικό που μας παρέχει για να στρέψουμε, με καθυστέρηση δύο αιώνων, τα φώτα της Ιστορίας στην ίδια την προσωπικότητα του Καποδίστρια προκειμένου να την ατενίσουμε απαλλαγμένοι από τις ιδεολογικά προσημασμένες ιστορικές και παραϊστορικές αφηγήσεις. Με άλλα λόγια, θα αφήσουμε τον Καποδίστρια να μιλήσει αδιαμεσολάβητα για τον εαυτό του. Για το σκοπό αυτό, εκτός από την ιστορική αφήγηση – η οποία βέβαια φέρει κατά παραγγελία του Καποδίστρια την υπογραφή του Νερουλού, αλλά τόσο οι κατευθυντήριοι άξονές της όσο και το πνεύμα της είναι πέραν κάθε αμφιβολίας καθορισμένα από τον μετέπειτα κυβερνήτη του νεοσύστατου ελληνικού κράτους – και την προαναφερθείσα επιστολή του προς τον Ιγνάτιο Ουγγροβλαχίας – που αποτελεί το αδιαφιλονίκητο τεκμήριο της καθοριστικής και ταυτοτικά κρίσιμης συμβολής του στη τελική μορφή του έργου -, θα σταθούμε ιδιαίτερα στο άκρως αποκαλυπτικό των πολιτικών του θέσεων, της γεωστρατηγικής του αντίληψης και της σύνολης οπτικής του Υπόμνημα προς τους αγωνιζόμενους Έλληνες (γνωστό ως Β΄ Υπόμνημα) και τη διαβιβαστική αυτού επιστολή της 20ης Αυγούστου του 1822, η οποία είναι αποδεικτική της γνησιότητάς του. Αμφότερα τα δύο τελευταία παρατίθενται στο καταληκτικό παράρτημα του βιβλίου, αντλημένα από το αρχείο του αγωνιστή, νομομαθή και πολιτικού της εποχής Ιωάννη Βαπτιστή Θεοτόκη.
Επισημαίνει, λοιπόν, στην αρχή του Υπομνήματός του προς τους αγωνιζόμενους Έλληνες ο μέχρι πριν λίγο Υπουργός Εξωτερικών της τσαρικής Ρωσίας ότι «Η εις πολλά αξιομίμητος και θαυμάσιος τούτη χώρα [εννοεί την Ευρώπη], ήτις υπερβαίνει όλον τον άλλον κόσμον κατά την σοφίαν, ανδρείαν, τας τέχνας και πολλώτατα άλλα έντιμα προτερήματα, δεν κατώρθωσεν ακόμη να τελειοποιήση την πολιτικήν της … όθεν πηγάζει η σημερινή μεγάλη διχόνοια μεταξύ των (Ευρωπαίων) διοικούντων και των διοικούμενων αλλ’ οι πρώτοι είναι ωργανισμένοι, ενωμένοι, έχουν χρήματα και στρατεύματα και εσυνδέθησαν προ επτά ή οκτώ ετών τόσον σφοδρά, ώστε επεδίωξαν κάθε μερικήν πλεονεξίαν, και καταγίνονται όλαις δυνάμεσι να περιορίσουν τον φωτισμόν των ανθρώπων, και να οπισθοδρομήσουν την Ευρώπην εις την προ αιώνος απεριέργειαν και αταραξίαν της», για να συνεχίσει «Με αυτάς τας αρχάς εμβήκαν εις την Νεάπολιν και το Τουρίνον και έκαμαν τρομεράς εκδικήσεις κατά των τολμησάντων να διορθώσουν τα σκουριασμένα και μωρά πολιτικά των συστήματα», ολοκληρώνοντας αυτή του την αποτίμηση της ευρωπαϊκής πολιτικής τάξης των αρχών του 19ου αιώνα με τη διαπίστωση ότι «Ο σύνδεσμος τούτος των δυνάμεων ωνομάσθη αντιφραστικώς Ιερά Συμμαχία, και αι Καλιφικαί αρχαί της Πολιτικής των λέγεται νομιμότης, κατά την οποία θυσιάζεται ολόκληρον έθνος, δια να φυλαχθή ακέραιος η δεσποτική και ανυπεύθυνος εξουσία κάθε Βασιλικής φαμίλιας».
Διερωτάται, λοιπόν, κανείς πώς είναι δυνατόν να αποκαλείται «απολυταρχικών πεποιθήσεων» και «συντηρητικός» κάποιος ο οποίος, σε κείμενό του, που προορίζεται για δημόσια διακίνηση, χαρακτηρίζει απερίφραστα τα πολιτικά συστήματα της Ευρώπης «μωρά» και «σκουριασμένα», τη δε εξουσία τους «δεσποτική» και «ανυπεύθυνη», και αυτό εν έτη 1822, χρονική στιγμή κατά την οποία οι ευρωπαϊκές απολυταρχίες φαντάζουν και είναι παντοδύναμες. Τουναντίον, η ανοικτή αυτή τοποθέτησή του μας αποκαλύπτει, κατά τρόπο μη επιδεκτικό αμφισβήτησης, ότι οι πεποιθήσεις του, όχι μόνο δεν ήταν απολυταρχικές, αλλά διέπονταν από ένα δημοκρατικό ήθος ασύλληπτο για τα δεδομένα της εποχής, όπως βέβαια ασύλληπτο εξακολουθεί να παραμένει εν πολλοίς και επί των ημερών μας. Και αυτό μπορεί να το αντιληφθεί κάθε καλοπροαίρετος και απροκατάληπτος αναγνώστης του Υπομνήματος, αρκεί να προσέξει ότι, όταν αναφέρεται στην «προ αιώνος απεριέργεια και αταραξία των Ευρωπαίων» έχει απόλυτη γνώση του σκοταδιστικού μεσαιωνικού τους παρελθόντος και, όταν χαρακτηρίζει την εξουσία των βασιλικών οίκων «δεσποτική», το κάνει από τη θέση του ανθρώπου που έχει πλήρη αίσθηση ότι ο ίδιος και οι ομοεθνείς του είναι κληρονόμοι μιας άλλης, κοσμοσυστημικά προηγμένης, παράδοσης και διαδρομής, της ανθρωποκεντρικής, που ως μέτρο αξιολόγησης των ανθρώπινων πράξεων και των κοινωνικών φαινομένων έχει την ελευθερία. Με άλλα λόγια, αντιπαραθέτει το ελληνικό ανθρωποκεντρικό συνεχές στον μεσαιωνικό δεσποτισμό της Δύσης και του υπόλοιπου κόσμου, από τον οποίο η Ευρώπη μόλις εξερχόταν.
Ακριβώς το ίδιο υποδηλώνει και η ρητή αναφορά του στην έννοια του «έθνους», το οποίο οι δεσποτικές ευρωπαϊκές αυλές θυσιάζουν προς διαιώνιση της αυθαίρετης εξουσίας τους, την ίδια στιγμή που το ελληνικό έθνος, έχοντας διατηρήσει μια αδιάλειπτη συνέχεια μέσα στο χρόνο, διεκδικεί πρώτο αυτό – επειδή μόνο αυτό διαθέτει το συγκεκριμένο κοσμοσυστημικό δεδομένο – ανεξάρτητη πολιτική ύπαρξη, δείχνοντας το δρόμο της υπέρβασης της απολυταρχίας στον υπόλοιπο κόσμο με όχημα ακριβώς εκείνη την μορφή συλλογικής αυτοσυνείδησης και αυτοπροσδιορισμού, την εθνοτική, η οποία εκδηλώνεται αποκλειστικά και μόνο σε ανθρωποκεντρικό περιβάλλον. Έτσι, ο Καποδίστριας, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Κοντογιώργης στην εισαγωγή του βιβλίου, «εξ αποστάσεως μπροστά από τις ιδεολογικές αγκυλώσεις που κυριαρχούν και σήμερα στις πανεπιστημιακές αίθουσες θα υποστηρίξει ότι στην ελληνική περίπτωση δεν έχουμε παλλιγγενεσία, και μάλιστα εθνογένεση όπως στην Ευρώπη (και στον κόσμο) που εξήρχετο από τη δεσποτεία, αλλά πολιτική παλινόρθωση, δηλαδή απελευθέρωση ενός υπόδουλου έθνους».
Κι αν κανείς, παρόλα αυτά, σκεφτεί ότι ίσως ο Καποδίστριας αντιμετωπίζει επιλεκτικά και μεροληπτικά τα ανελεύθερα ευρωπαϊκά καθεστώτα της εποχής του, θα διαψευσθεί πάραυτα. Όχι μόνο τα αποκηρύσσει συλλήβδην, αλλά πολιτικά τα ταυτίζει ομαδόν με την καθυστερημένη και πνιγηρή, μέσα στην παρακμή της, Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τονίζει σχετικά στους επαναστατημένους Έλληνες: «Κατ’ αυτάς λοιπόν τας αρχάς (εννοεί τα ευρωπαϊκά καθεστώτα που συνθέτουν την Ιερή Συμμαχία) ο Σουλτάνος είναι το πρότυπο της Νομιμότητος, και η παραμικρή μεταβολή εις την έκτασιν της επικράτειάς του ή της εξουσίας του θεωρείται ως αμάρτημα καθοσιώσεως». Για τη δε Ρωσία ξεκαθαρίζει χωρίς περιστροφές: «Ο Αυτοκράτορας Αλέξανδρος είναι ο αρχηγός της Ιερής Συμμαχίας, και έδειξε ποικιλοτρόπως ότι όχι μόνο δεν ενέκρινε το επιχείρημά μας, αλλά και συνέτρεξεν εμμέσως δια να αποτύχει ο Υψηλάντης εις την Βλαχίαν».
Άρα, τι κάνει μέχρι σήμερα τους πάσης φύσεως νεωτερικούς σχολιαστές του Καποδίστρια, ειδικούς και μη, να εξακολουθούν να τον θωρούν ως φιλομοναρχικό ρωσόφιλο και να τον κατατάσσουν ασμένως στην πλευρά της «συντήρησης», ενώ τα πραγματολογικά δεδομένα μάς διαβεβαιώνουν για το ακριβώς αντίθετο; Μα, φυσικά, το γεγονός ότι τους υπερβαίνει και τώρα όσο σχεδόν και τότε, όχι γιατί ο Καποδίστριας ήταν μπροστά από την εποχή του – εκείνος υπήρξε απλά πλήρως εναρμονισμένος με το κοσμοσυστημικό ανάπτυγμα του ελληνισμού των ημερών του -, αλλά επειδή σύσσωμη η ελληνική διανόηση από τον Κοραή και ένθεν εγκιβωτίστηκε στο πρωτοανθρωποκεντρικό ιδεολογικό φάσμα του Διαφωτισμού, το οποίο πολιτικά διακινεί την εκλόγιμη μοναρχία, και κάθε τι έξω από αυτό το ταξινομεί αυτόχρημα στη «συντήρηση», διαστρέφοντας βάναυσα τις έννοιες που το ελληνικό κοσμοσύστημα κληροδότησε στη Δύση και στον υπόλοιπο πλανήτη, βαφτίζοντας ετσιθελικά «δημοκρατία» την ολιγαρχία, «πολίτη» τον υπήκοο και «ελευθερία» το στοιχειώδες ατομικό δικαίωμα. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο της γενικευμένης φαλκίδευσης των εννοιών, ετέθη και η ιστορική περσόνα του Καποδίστρια πίσω από τον παραμορφωτικό φακό του κυρίαρχου νεωτερικού αφηγήματος, που στην ελληνική του εκδοχή φιλοτεχνήθηκε στο επίπεδο της θεωρίας από τον Κοραή και σε εκείνο της πολιτικής πράξης από τον Μαυροκορδάτο, τον Κωλέττη και τους επιγόνους τους, έτσι ώστε, ενώ ο Κερκυραίος ευπατρίδης προέταξε λόγω και έργω την ελευθερία, την αυτοδυναμία, την τιμή και την αξιοπρέπεια της ελληνικής κοινωνίας, ο ανυποψίαστος υπήκοος της σύγχρονης μοναρχευομένης φαυλοκρατίας να συνδέει συνειρμικά το όνομά του με τις ακριβώς αντίθετες έννοιες.
Την τελευταία αυτή διαπίστωση θα τη δικαιώσει και ο πλέον επιφυλακτικός αναγνώστης του Υπομνήματος του Καποδίστρια προς τον αγωνιζόμενο ελληνισμό, αρκεί να επικεντρώσει την προσοχή του στο πώς η στρατηγική του ιδιοφυία αντιλαμβάνεται τη σχέση των επαναστατημένων Ελλήνων με τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής και συνακόλουθα το μέλλον του επικείμενου ελληνικού κράτους. Διευκρινίζει, λοιπόν, στους Έλληνες, προεξοφλώντας την έκπληξή τους: «Ηξεύρω ότι όλων σας οι οφθαλμοί είναι γυρισμένοι προς τον Δούναβιν, και προσμένετε ως οι Εβραίοι τον Μεσσίαν την εκραγήν του μεταξύ Ρουσσίας και Τουρκίας πολέμου· αλλ’ ηξεύρετε τα εκ τούτου άφευκτα κακά; Συγχωρήσατέ μοι να σας τα εκθέσω. Πρώτον. Όλοι οι πολυάριθμοι Χριστιανοί, όσοι ευρίσκονται άοπλοι υπό την εξολοθρευτικήν μάχαιραν των Τούρκων θέλουν κατασφαγή εις την πρώτην είδησιν του πολέμου και πριν φθάσουν οι Ρούσσοι να πατήσουν τα Τουρκικά χώματα. Δεύτερον. Εμβαίνοντες οι Ρούσσοι εις την Τουρκίαν και φθάνοντες εις την Κωνσταντινούπολιν, εν εκ των δύο πρέπει να ακολουθήση‧ ή γινόμεθα Ρουσσογραικοί, και τούτο δεν διαφέρει πολύ από το να εμέναμεν ως είμεθα πρότερον υπό τους Τούρκους. Το κεφάλαιον τούτο είναι πολύ δεινόν. Όθεν δεν μπορώ να εξηγηθώ ως θέλω». Και αξίζει στο σημείο αυτό να προσέξει ιδιαίτερα κανείς πώς με δύο λόγια σπάνιας διαύγειας και απαράμιλλης ελευθεροφροσύνης ελεεινολογεί το πολιτικό καθεστώς και την κοινωνική κατάσταση της τσαρικής Ρωσίας ο τέως Υπουργός Εξωτερικών της: «Σας παρακινώ μόνον να ερωτήσετε τους περιελθόντας την Ρωσσίαν ομογενείς, δια να μάθετε ποιαν κατάστασιν έχει ο Ρουσσικός Λαός, εάν το πωλούν εις τα πανηγύρια ως ημείς τα άλογα, και πώς ενεργείται η Ρουσσική δικαιοσύνη‧ Αι αποκρίσεις των φιλαληθών ομογενών θέλουν σας δείξη εάν είναι επιθυμητή η Ρουσσογραικία».

Για όσους, δε, διατηρούν την υποψία ότι ίσως ο Καποδίστριας προτιμούσε τη σύνδεση με κάποια άλλη Δύναμη της εποχής, σε άλλο σημείο του ίδιου πάντα κειμένου δηλώνει ρητώς: «Από τους Φράγκους βέβαια μήτε ελπίζομε, μήτε συμφέρει να ελπίζωμε βοήθειαν». Για να συνοψίσει: «Όσον το κατ’ εμέ όχι μόνον δεν φοβούμαι την εγκατάλειψη της Ευρώπης, αλλά και την επιθυμώ». Ξεκαθαρίζει δε, εν τέλει, στους επαναστατημένους ομοεθνείς του: «Από τα ανωτέρω βλέπετε ότι η ελευθερία μας κρέμαται από ημάς τους ίδιους, και εάν δεν την αποκτήσωμεν μέλλομεν να κατηγορηθή και να καταφρονηθή από όλον τον κόσμον». Κάθε σημερινός Έλληνας που δεν έχει χάσει εντελώς το φιλότιμο και την αξιοπρέπειά του μπορεί να συναισθανθεί την προβλεπτική διεισδυτικότητα αυτής της τελευταίας πρότασης που συμπυκνώνει με εκπληκτική διαύγεια την τρέχουσα κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας, παρότι διατυπώθηκε δύο αιώνες πριν. Ο Καποδίστριας απέρριψε απερίφραστα τη Ρωσογραικία όσο και τη γαλλογραικία, αναλογικά βεβαίως και την αγγλογραικία και, αντ’ αυτού, οι πολιτικοί του αντίπαλοι, αφού πρώτα τον δολοφόνησαν, επέλεξαν την τριπλή υποτέλεια η οποία, παραλλάσσοντας απλώς συσχετισμούς και ταυτότητες μέσα στο χρόνο, μας συνοδεύει μέχρι σήμερα και εξηγεί πλήρως την ελεεινή θέση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα εξαιτίας της καταστατικής αυτής επιλογής καθολικής υποταγής, που αψήφησε επιδεικτικά την ελευθεριακή υπόδειξη πλήρους ανυποταξίας του ανδρός.
Για όσους, τέλος, προσάπτουν στον Καποδίστρια θρησκοληψία για να επιτείνουν έτι περαιτέρω τη στρέβλωση της εικόνας του, την απάντηση τη δίνει ο ίδιος τόσο με την καθαυτή ιστόρηση του βίου της Νεότερης Ελλάδας, στην οποία η Εκκλησία παρουσιάζεται απλά ως ένας από τους παράγοντες που συμβάλλουν, εμπράκτως και ουχί μεταφυσικά, στη διατήρηση της συνέχειας του Ελληνισμού, όσο και με την επιστολή του προς τον Ιγνάτιο Ουγγροβλαχίας, όπου δεν ζητά απλά την ευχή του αλλά πρωτίστως τον καλεί να τον εφοδιάσει με ιστορικές πληροφορίες. Επισημαίνεται χαρακτηριστικά σε ένα σημείο του δια χειρός Νερουλού έργου και, πιο συγκεκριμένα, στο Β΄ κεφάλαιο του Πρώτου Μέρους: «Τα μοναστήρια αυτά και πολλά άλλα ανά την Ελλάδα διατήρησαν άσβεστη την ιερή φλόγα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, καθώς πήραν τη μορφή σχολείων». Όπως ευθύβολα το θέτει ο Κοντογιώργης στην εισαγωγή του βιβλίου: «Τόσο ο Καποδίστριας όσο και ο Νερουλός αντιμετωπίζουν την μεν εκκλησία υπό το πρίσμα του κοσμικού της ρόλου, τη δε θρησκεία δυνάμει της πολιτισμικής της εισφοράς στο ταυτοτικό γινόμενο του έθνους». Για αυτό και στην επιστολή του προς τον υψηλόβαθμο εκπρόσωπο του κλήρου ο Καποδίστριας αξιώνει τη συνδρομή του στην προσπάθειά του να τεκμηριώσει ιστορικά την εθνική συνέχεια «… θέλω αποδείξει ότι ουδέποτε έπαυσαν να αποτελώσιν ό,τι καλείται εν έθνος …», γιατί πίστευε βαθιά πώς «οι Έλληνες μανθάνοντες να σέβονται αυτοί εαυτούς, θέλουσιν επιτύχει και το σέβας των ξένων». Έτσι, καθιστά σαφές και μη επιδεκτικό οποιαδήποτε ερμηνείας το αίτημά του στον Ιγνάτιο γράφοντάς του: «Δια να φανερώσω με ακρίβειαν και αλήθειαν τη φύσιν και την επιρροήν της Εκκλησιαστικής εξουσίας εις τα κοσμικάς αυτής σχέσεις, επεθύμουν πληροφορίας τινάς μη ευρισκομένας εις τα βιβλία, τας οποίας μόνη η παράδοσις δύναται να παράσχη. Απόκειται εις την Υμετέραν Πανιερότητα να με τας δώση».
Το συμπέρασμα που συνάγεται αβίαστα από όλο αυτό το πρωτογενές υλικό είναι ότι η ιστορική φυσιογνωμία του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας δεν χωράει σε καμία από τις τρέχουσες ταξινομήσεις, τις φέρουσες ιδεολογικό, κομματικό ή οποιοδήποτε άλλο συναφές πρόσημο. Με απλά λόγια, ο Καποδίστριας δεν είναι ούτε δεξιός, ούτε κεντρώος , ούτε αριστερός. Είναι Έλληνας ελευθεριακός, γνήσιο τέκνο του ελληνικού ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, το οποίο διέγραψε έναν πλήρη εξελικτικό βίο στη μικρή κοσμοσυστημική κλίμακα από τον 8ο αιώνα π.Χ. μέχρι το τέλος της Οθωμανοκρατίας, διατρέχοντας, με τις ποικίλες όσες διακυμάνσεις του, όλα τα στάδια ωρίμανσής του από τη βασιλεία έως τη δημοκρατία, από την απλή εγχρήματη μέχρι την εταιρική οικονομία και από την ατομική μέχρι την καθολική ελευθερία. Ο Καποδίστριας υπήρξε ο ιστορικός παραλήπτης και ο συνειδητός εκφραστής αυτής της παράδοσης, που του έλαχε ο κλήρος να αναλάβει το τιτάνιο έργο της μετάγγισής της στον ταλαιπωρημένο από την πολυετή υποτέλεια νεώτερο ελληνισμό, μέσα στο δυσμενές περιβάλλον της πρωτοανθρωποκεντρικής οικοδόμησης του ευρωπαϊκού κόσμου, ο οποίος έπαιρνε τα ηνία της ανθρωποκεντρικής συνέχειας στη μεγάλη κλίμακα, χωρίς δυστυχώς να αξιοποιήσει και να εγκολπωθεί το ελληνικό κεκτημένο της μικρής κλίμακας, παρά λειτουργώντας ανταγωνιστικά προς αυτό.
Με τη δολοφονία του Καποδίστρια, ο ελληνισμός αντί να επανακτήσει την ελευθερία του και να εναρμονιστεί με την πρόοδο του δικού του κοσμοσυστημικού χρόνου, υπέστη μεθάρμοση ηγεμόνα και από την υποτέλεια στο Σουλτάνο πέρασε στην τριπλή κηδεμονία των απολυταρχικών ευρωπαϊκών δυνάμεων. Εξ ου και η παραμόρφωσή του, καθώς αναγκάστηκε να απαρνηθεί το παρελθόν του και με βιολογικούς όρους είναι σαν να υποχρεώθηκε, όντας ενήλικο υποκείμενο, να υιοθετήσει συμπεριφορά βρέφους εκδηλώνοντας όλες τις δυσαρμονίες μιας τέτοιας οπισθοδρόμησης. Υπό αυτή την οπτική, ο Καποδίστριας είναι ο άνθρωπος του μακρινού μας μέλλοντος και αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη δυσκολία της νεωτερικής σκέψης να τον προσεγγίσει, να συλλάβει όλο του το εκτόπισμα, να τον κατανοήσει και να τον αποτιμήσει.
Κι αν παρόλα αυτά υπάρχει κάποιος ο οποίος διατηρεί επιφυλάξεις για την ελευθεριακή πολιτική υπόσταση του Καποδίστρια, καλείται να αναλογιστεί ένα ακόμη εύγλωττο πραγματολογικό δεδομένο, το οποίο άπαντες πλέον γνωρίζουν, αλλά καμώνονται πως δεν το βλέπουν ή προσπερνούν τη σημασία του αποδίδοντάς το στην τυχαιότητα ή σε κάποια ανεξιχνίαστη ιδιαιτερότητα. Μιλάμε φυσικά για την περίπτωση της Ελβετίας όπου, όταν ο Καποδίστριας διορίστηκε από τον τσάρο Αλέξανδρο έκτακτος απεσταλμένος του και πληρεξούσιος υπουργός για την κατακερματισμένη αυτή περιοχή του ευρωπαϊκού κέντρου, εκείνος από τη συγκεκριμένη θέση έφτιαξε ένα νέο ομοσπονδιακό πολιτειακό σύστημα, με ένα Σύνταγμα που ήταν και εξακολουθεί να παραμένει το πιο δημοκρατικό – ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, το μόνο στοιχειωδώς δημοκρατικό – που έχει φτιαχτεί στην Ευρώπη και τον κόσμο. Είναι αδύνατο, στην αλληλουχία των σκέψεων που διεγείρει αυτή η πραγματικότητα, να μην μπει κανείς στον πειρασμό να αναλογιστεί τι θα μπορούσε να συμβεί στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος αν … . Ναι, το γνωρίζω, με «αν» δεν φτιάχτηκε ποτέ δυστυχώς Ιστορία!
Ο Βαγγέλης Κάλιοσης είναι Φιλόλογος – Συγγραφέας
https://www.periou.gr/vangelis-kaliosis-iakovaki-rizou-neroulou-kai-ioanni-kapodistria-istoria-tis-neoteris-elladas-ekd-armos/
Δημοσιεύθηκε στο Περί Ου στις 24/05/2025
- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -