Aπό το 1984 μέχρι το 1990 υπήρξε Πρύτανης της Παντείου ΑΣΠΕ. Σύνδεσε το όνομά του με τη μεταρρύθμιση του πανεπιστημιακού συστήματος, ιδίως σε ότι αφορά στην πανεπιστημιοποίηση των πέντε Ανώτατων Σχολών της χώρας (Παντείου, ΑΣΟΕΕ, ΑΒΣΠ, ΑΒΣΘ, Γεωπονικής) και αιχμή του δόρατος τη μετεξέλιξη της Παντείου ΑΣΠΕ σε πλήρες Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών με οκτώ ολοκληρωμένα τμήματα, καλύπτοντας το μεγαλύτερο φάσμα των κοινωνικών επιστημών, με νέους ερευνητικούς θεσμούς (Κέντρα Ερευνών, δίκτυα συνεργασίας κ.λπ.), με άνοιγμα του Πανεπιστημίου στην κοινωνία και την παραγωγή, με διεθνείς συνεργασίες, παρεμβάσεις και αναγνώριση. Υπήρξε από τους πρώτους που εισήγαγε τα ευρωπαϊκά προγράμματα (Erasmus, επιμορφωτικά κ.λπ.) στο ελληνικό πανεπιστήμιο, ενώ ήταν επίσης υπεύθυνος γι’ αυτά και για τη διεθνοποίηση του Ινστιτούτου Πολιτικών Επιστημών (I.E.P.) του Παρισιού στο οποίο δίδασκε. Υπό την ιδιότητά του αυτή εισηγήθηκε την ιδέα και συμμετείχε ως μέλος της Διοίκησης (1996-2002) στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Δικτύου Πολιτικής Επιστήμης (EPSNET), που εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη ένωση ευρωπαϊκών πανεπιστημίων με αντικείμενο την πολιτική επιστήμη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης. Στο πλαίσιο αυτό το 1989 οργάνωσε στο Παρίσι την πρώτη πανευρωπαϊκή συνδιάσκεψη για την κατάσταση της πολιτικής επιστήμης στην Ευρώπη.
Μέλος ελληνικών και ξένων επιστημονικών ενώσεων έχει διδάξει σε πολλά ξένα Πανεπιστήμια.
Υπήρξε ιδρυτικός συντελεστής (με τον Ι. Κίννα) και για τα πρώτα χρόνια ο Γεν. Γραμματέας της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης. Διετέλεσε ή εξακολουθεί να είναι μέλος ευρωπαϊκών ακαδημαϊκών και ερευνητικών θεσμών, όπως του Ανωτάτου Συμβουλίου και του Συμβουλίου Ερευνών του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας (και μέλος της επιτροπής που πραγματοποίησε τη συνταγματική του μεταρρύθμιση), της Γ.Σ. του Πανεπιστημίου της Ευρώπης, των Επιστημονικών Συμβουλίων του Κέντρου Ευρωπαϊκών Σπουδών του Άαχεν, του Κέντρου Περιφερειακών Πολιτικών (OPPES/CEPEL) του Πανεπιστημίου του Μονπελλιέ και του Centro di ricerca sull’integrazione europea (CRIE) του Πανεπιστημίου της Σιένα, εμπειρογνώμονας της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε θέματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, υπεύθυνος Ευρωπαϊκών πανεπιστημιακών και ερευνητικών προγραμμάτων, επιστημονικός εταίρος της Revue Internationale de Politique Comparée, της συντακτικής/επιστημονικής επιτροπής της Revue de science politique Pôle Sud, της συντακτικής επιτροπής του Journal Southeastern Europe, επίτιμο μέλος του επιστημονικού συμβουλίου του περιοδικού Eurolimes, μέλος του επιστημονικού συμβουλίου των Analele Universitatii din Oradea, δημιουργός και επί σειρά ετών επιστημονικός υπεύθυνος ενός Master Européen en Science Politique με έδρα το Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού, ιδρυτικός εταίρος, μέλος του επιστημονικού συμβουλίου και καθηγητής του Master in European Studies με έδρα το Πανεπιστήμιο της Σιένα και εταίρους δώδεκα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Υπήρξε επίσης μέλος του επιστημονικού συμβουλίου των επιστημονικών περιοδικών Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών και Τετράδια Πολιτικής Επιστήμης, Επιθεώρηση κοινωνικών ερευνών κ.α.
Συγχρόνως, διετέλεσε Τιτουλάριος της έδρας Franqui στο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών και Διευθυντής Ερευνών (Directeur de Recherche) στο γαλλικό CNRS.
Τέλος είναι επίτιμος διδάκτωρ του πανεπιστημίου της Οραντέα, επίτιμο μέλος του Διεπιστημονικού Κέντρου Αριστοτελικών Μελετών (ΔΙΚΑΜ) του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αντεπιστέλλων μέλος της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών, και αντεπιστέλλων μέλος της Διεθνούς Ακαδημίας του πολιτισμού της Πορτογαλίας
Το Φθινόπωρο του 1985 διατέλεσε επί δίμηνο Γενικός Διευθυντής της ΕΤ 1 και το 1989 (από 1ης Ιουλίου έως την 31η Δεκεμβρίου 1989) Πρόεδρος-Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΡΤ ΑΕ. Η περίοδος αυτή συμπίπτει με τον εκδημοκρατισμό της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, με τη δημιουργία της Διεύθυνσης Αρχείου Μουσείου που διέσωσε τον οπτικό/ακουστικό/ψηφιακό πολιτισμό της χώρας, την εξυγίανση των οικονομικών της και τη δημιουργία με εισήγησή του της πρώτης ανεξάρτητης αρχής στη χώρα, του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης. Στις εθνικές εκλογές του Οκτωβρίου 1993 διατέλεσε υπηρεσιακός υφυπουργός Τύπου και ΜΜΕ.
Έχει δημοσιεύσει 45 βιβλία και περισσότερα από 500 επιστημονικά άρθρα στην Ελλάδα και σε πολλές άλλες χώρες, ενώ αρθρογραφεί τακτικά σε έντυπα/ιστολόγια γνώμης με παρεμβάσεις του στα δημόσια πράγματα. Ο ερευνητικός προσανατολισμός του Γ.Κοντογιώργη εστιάζεται στην οικοδόμηση της κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας και στη διαμόρφωση μιας εκ βάθρων νέας κοινωνικής επιστήμης που καλύπτει τα θεμέλια πεδία του κοινωνικού βίου: από την εννοιολογία και την τυπολογία των κοινωνικών φαινομένων έως την εξελικτική βιολογία του σύνολου κοινωνικού γίγνεσθαι.Aπό το 1984 μέχρι το 1990 υπήρξε Πρύτανης της Παντείου ΑΣΠΕ. Σύνδεσε το όνομά του με τη μεταρρύθμιση του πανεπιστημιακού συστήματος, ιδίως σε ότι αφορά στην πανεπιστημιοποίηση των πέντε Ανώτατων Σχολών της χώρας (Παντείου, ΑΣΟΕΕ, ΑΒΣΠ, ΑΒΣΘ, Γεωπονικής) και αιχμή του δόρατος τη μετεξέλιξη της Παντείου ΑΣΠΕ σε πλήρες Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών με οκτώ ολοκληρωμένα τμήματα, καλύπτοντας το μεγαλύτερο φάσμα των κοινωνικών επιστημών, με νέους ερευνητικούς θεσμούς (Κέντρα Ερευνών, δίκτυα συνεργασίας κ.λπ.), με άνοιγμα του Πανεπιστημίου στην κοινωνία και την παραγωγή, με διεθνείς συνεργασίες, παρεμβάσεις και αναγνώριση. Υπήρξε από τους πρώτους που εισήγαγε τα ευρωπαϊκά προγράμματα (Erasmus, επιμορφωτικά κ.λπ.) στο ελληνικό πανεπιστήμιο, ενώ ήταν επίσης υπεύθυνος γι’ αυτά και για τη διεθνοποίηση του Ινστιτούτου Πολιτικών Επιστημών (I.E.P.) του Παρισιού στο οποίο δίδασκε. Υπό την ιδιότητά του αυτή εισηγήθηκε την ιδέα και συμμετείχε ως μέλος της Διοίκησης (1996-2002) στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Δικτύου Πολιτικής Επιστήμης (EPSNET), που εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη ένωση ευρωπαϊκών πανεπιστημίων με αντικείμενο την πολιτική επιστήμη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης. Στο πλαίσιο αυτό το 1989 οργάνωσε στο Παρίσι την πρώτη πανευρωπαϊκή συνδιάσκεψη για την κατάσταση της πολιτικής επιστήμης στην Ευρώπη.
Μέλος ελληνικών και ξένων επιστημονικών ενώσεων έχει διδάξει σε πολλά ξένα Πανεπιστήμια.
Υπήρξε ιδρυτικός συντελεστής (με τον Ι. Κίννα) και για τα πρώτα χρόνια ο Γεν. Γραμματέας της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης. Διετέλεσε ή εξακολουθεί να είναι μέλος ευρωπαϊκών ακαδημαϊκών και ερευνητικών θεσμών, όπως του Ανωτάτου Συμβουλίου και του Συμβουλίου Ερευνών του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας (και μέλος της επιτροπής που πραγματοποίησε τη συνταγματική του μεταρρύθμιση), της Γ.Σ. του Πανεπιστημίου της Ευρώπης, των Επιστημονικών Συμβουλίων του Κέντρου Ευρωπαϊκών Σπουδών του Άαχεν, του Κέντρου Περιφερειακών Πολιτικών (OPPES/CEPEL) του Πανεπιστημίου του Μονπελλιέ και του Centro di ricerca sull’integrazione europea (CRIE) του Πανεπιστημίου της Σιένα, εμπειρογνώμονας της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε θέματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, υπεύθυνος Ευρωπαϊκών πανεπιστημιακών και ερευνητικών προγραμμάτων, επιστημονικός εταίρος της Revue Internationale de Politique Comparée, της συντακτικής/επιστημονικής επιτροπής της Revue de science politique Pôle Sud, της συντακτικής επιτροπής του Journal Southeastern Europe, επίτιμο μέλος του επιστημονικού συμβουλίου του περιοδικού Eurolimes, μέλος του επιστημονικού συμβουλίου των Analele Universitatii din Oradea, δημιουργός και επί σειρά ετών επιστημονικός υπεύθυνος ενός Master Européen en Science Politique με έδρα το Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού, ιδρυτικός εταίρος, μέλος του επιστημονικού συμβουλίου και καθηγητής του Master in European Studies με έδρα το Πανεπιστήμιο της Σιένα και εταίρους δώδεκα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Υπήρξε επίσης μέλος του επιστημονικού συμβουλίου των επιστημονικών περιοδικών Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών και Τετράδια Πολιτικής Επιστήμης, Επιθεώρηση κοινωνικών ερευνών κ.α.
Συγχρόνως, διετέλεσε Τιτουλάριος της έδρας Franqui στο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών και Διευθυντής Ερευνών (Directeur de Recherche) στο γαλλικό CNRS.
Τέλος είναι επίτιμος διδάκτωρ του πανεπιστημίου της Οραντέα, επίτιμο μέλος του Διεπιστημονικού Κέντρου Αριστοτελικών Μελετών (ΔΙΚΑΜ) του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αντεπιστέλλων μέλος της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών, και αντεπιστέλλων μέλος της Διεθνούς Ακαδημίας του πολιτισμού της Πορτογαλίας
Το Φθινόπωρο του 1985 διατέλεσε επί δίμηνο Γενικός Διευθυντής της ΕΤ 1 και το 1989 (από 1ης Ιουλίου έως την 31η Δεκεμβρίου 1989) Πρόεδρος-Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΡΤ ΑΕ. Η περίοδος αυτή συμπίπτει με τον εκδημοκρατισμό της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, με τη δημιουργία της Διεύθυνσης Αρχείου Μουσείου που διέσωσε τον οπτικό/ακουστικό/ψηφιακό πολιτισμό της χώρας, την εξυγίανση των οικονομικών της και τη δημιουργία με εισήγησή του της πρώτης ανεξάρτητης αρχής στη χώρα, του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης. Στις εθνικές εκλογές του Οκτωβρίου 1993 διατέλεσε υπηρεσιακός υφυπουργός Τύπου και ΜΜΕ.
Έχει δημοσιεύσει 45 βιβλία και περισσότερα από 500 επιστημονικά άρθρα στην Ελλάδα και σε πολλές άλλες χώρες, ενώ αρθρογραφεί τακτικά σε έντυπα/ιστολόγια γνώμης με παρεμβάσεις του στα δημόσια πράγματα. Ο ερευνητικός προσανατολισμός του Γ.Κοντογιώργη εστιάζεται στην οικοδόμηση της κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας και στη διαμόρφωση μιας εκ βάθρων νέας κοινωνικής επιστήμης που καλύπτει τα θεμέλια πεδία του κοινωνικού βίου: από την εννοιολογία και την τυπολογία των κοινωνικών φαινομένων έως την εξελικτική βιολογία του σύνολου κοινωνικού γίγνεσθαι.
Μάθετε περισσότερα: Βικιπαίδεια