«Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας» των Ιακωβάκη Ρίζου Νερουλού και Ιωάννη Καποδίστρια

Ο ομότιμος καθηγητής και πρώην πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου Γιώργος Κοντογιώργης μιλά για την ιστοριογραφική κληρονομιά του Ιωάννη Καποδίστρια στον Χρήστο Κατσέα (Vima365.gr), με αφορμή το βιβλίο «Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας» των Ιακωβάκη Ρίζου Νερουλού και Ιωάννη Καποδίστρια, από τις εκδόσεις Αρμός.

Μ’ αφορμή την πρόσφατη έκδοση του ιστορικού έργου, το οποίο παρέμεινε αμετάφραστο επί 196 έτη, θα ήθελα να σας υποβάλω τις εξής ερωτήσεις:

— Ποια θεμελιώδη αρχή και ποιο ιδεώδες προσανατολίζουν και διαμορφώνουν την πολιτική πορεία του Καποδίστρια;

Σε μια εποχή κατά την οποία η φεουδαρχική απολυταρχία κυριαρχεί στην Ευρώπη και τον κόσμο, ο Ιωάννης Καποδίστριας προαναγγέλλει το μέλλον, την εποχή που η Ευρώπη θα προσεγγίσει μόλις τον 20ό αιώνα. Υπήρξε, σε πολλά επίπεδα, πρωτοπόρος. Αντιπαραθέτει στην Ιερά Συμμαχία την αρχή των εθνοτήτων, προβάλλοντας το κράτος-έθνος ως θεμελιώδη αρχή, εμφορούμενο από την καθολική ψήφο και τη δημοκρατία. Αρκεί να συλλογιστεί κανείς ότι στη Μεγάλη Βρετανία της εποχής, όπου επικρατεί απόλυτη μοναρχία, το δικαίωμα ψήφου κατέχει μόλις το 7% των ανδρών. Έτσι, ο Καποδίστριας αντιπαρατίθεται στους Ευρωπαίους απολυτάρχες αλλά και στους διαφωτιστές, διακηρύσσοντας ότι οι Έλληνες συνιστούν έθνος —ένα έθνος που υφίσταται αδιάλειπτα από την αρχαιότητα και, ως εκ τούτου, δικαιούται να διεκδικήσει την εθνική του ελευθερία.

Ο Μέτερνιχ και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι ηγέτες, με τους οποίους συγκρούστηκε, δηλώνουν παντελή άγνοια της έννοιας του έθνους, ισχυριζόμενοι ότι δεν υπάρχουν έθνη, αλλά μόνο υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επικεφαλής της οποίας βρίσκεται ο σουλτάνος. Η Γαλλική Επανάσταση ήταν πρωτίστως μια κοινωνική επανάσταση, που αποσκοπούσε στην απελευθέρωση των δουλοπαροίκων και, κατά προέκταση, στην αμφισβήτηση του απολυταρχικού χαρακτήρα της μοναρχίας.

Σε επιστολή του προς τον μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο, ο Καποδίστριας αποσαφηνίζει τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ του δυτικού κοινωνικού και πολιτικού συστήματος και του οθωμανικού, αντιπαραθέτοντας τη μοναδική ανθρωποκεντρική διαδρομή του ελληνικού κόσμου, η οποία οδηγεί στο εθνικό όραμα των Ελλήνων. Επισημαίνει ότι οι ευρωπαϊκοί λαοί εκκινούν από την ανάγκη αποτίναξης της φεουδαρχίας, ενώ οι Έλληνες δεν εντάσσονται σ’ αυτήν την κατηγορία· έχουν ήδη συγκροτήσει έθνος, δηλαδή ελεύθερη κοινωνία, η οποία βρίσκεται υπό εθνική και δεσποτική κατοχή. Ο Καποδίστριας αντιλαμβάνεται αυτό που ακόμη και σήμερα πολλοί νεωτερικοί στοχαστές αδυνατούν να κατανοήσουν: το έθνος δεν είναι τεχνητό κατασκεύασμα ούτε δημιούργημα του κράτους της νεωτερικότητας, αλλά φυσικό ιδίωμα των ελεύθερων κοινωνιών. Η ταυτότητα ενός έθνους αναδύεται όταν το ίδιο είναι ελεύθερο.

Οι ευρωπαϊκοί λαοί της εποχής του Καποδίστρια ήταν μεν εθνότητες, με διακριτή πολιτισμική φυσιογνωμία, πλην όμως δεν είχαν ακόμη αποκτήσει πολιτική υπόσταση ως έθνη, καθώς στερούνταν του πολιτικού προτάγματος της εθνικής ελευθερίας. Βίωναν την ύπαρξή τους πρωτίστως ως υπήκοοι του απολυταρχικού μονάρχη και όχι ως πολιτικά συνειδητοποιημένες πολιτισμικές συλλογικότητες. Ο Καποδίστριας ήδη από το 1820 διατυπώνει ένα θεμελιώδες συμπέρασμα, το οποίο και ο ίδιος έχω διαπιστώσει μέσα από διαφορετική επιστημονική διαδρομή: ο Ελληνισμός συνιστά έθνος, ενώ οι Ευρωπαίοι της εποχής του αποτελούσαν μόνον εθνότητες, που σταδιακά, στο βάθος του 19ου και 20ού αιώνα, θα μετασχηματίζονταν σε έθνη.

Είναι, επίσης, κρίσιμη μια ακόμη διευκρίνιση αναφορικά με το πολιτικό πρόταγμα των Ελλήνων. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η Ελληνική Επανάσταση υπήρξε φιλελεύθερη. Αυτό είναι ακριβές, στον βαθμό που δεν ήταν κομμουνιστική. Ωστόσο, η έννοια του φιλελευθερισμού για τους Έλληνες και τον Καποδίστρια διαφοροποιείται ριζικά από τον φιλελευθερισμό της νεωτερικότητας. Ο ελληνικός φιλελευθερισμός ήταν εθνικός και συνδεδεμένος με το ιδεώδες της κοσμόπολης —του κράτους της οικουμένης— στο οποίο συνυπήρχαν η οικονομική και η πολιτική δημοκρατία. Αντίθετα, ο νεωτερικός φιλελευθερισμός ταυτίζεται με το πολιτικό σύστημα της συνταγματικής ή εκλόγιμης μοναρχίας, το οποίο ενσαρκώνεται στο κράτος και περιθωριοποιεί την κοινωνία, μετατρέποντάς τη σε παθητικό θεατή της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας.

Στον ελληνικό κόσμο, το έθνος ενσαρκώνεται ως κοσμοσύστημα μέσω των πόλεων, των κοινών και της δημοκρατικής πολιτείας. Πρόκειται για μια αδιάσπαστη εξελικτική πορεία, που εκτείνεται από την εποχή του Σόλωνα μέχρι και την Οθωμανική περίοδο —μια πλήρης κοσμοσυστημική βιολογία. Συγκριτικά, ο Ευρωπαίος της νεωτερικότητας βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της πολιτικής και κοινωνικής βρεφικότητας, ενώ ο Έλληνας, μέσα από την ιστορική του διαδρομή, έχει ήδη φθάσει στην ωριμότητα. Ο Έλληνας άνθρωπος, ως συλλογικότητα, δεν αποξενώνεται από τους θεσμούς του, αλλά τους ενσαρκώνει· δεν εκχωρεί την πολιτική του υπόσταση σε μια απολυταρχική εξουσία.

Το ελληνικό έθνος αποτελεί αντικείμενο διαχείρισης από τις πόλεις και, αργότερα, στην περίοδο της οικουμένης, από τη Βασιλεύουσα Πόλη. Ο Πολύβιος, στη συνέχεια του Αριστοτέλη, επισημαίνει ότι η ελευθερία του έθνους ταυτίζεται με την ελευθερία των πόλεων· όταν οι πόλεις είναι αφρούρητες και ανεξάρτητες, τότε το έθνος είναι ελεύθερο. Αντίθετα, οι νεωτερικοί αντιφρονούντες  επιμένουν ότι η δημοκρατία στον ελληνικό κόσμο εξέλειψε με τον Αλέξανδρο. Αγνοούν, όμως, ή εσκεμμένα παραβλέπουν το γεγονός ότι ο Αλέξανδρος διέταξε την εγκαθίδρυση δημοκρατιών παντού στον δρόμο του.

Η δημοκρατία, μάλιστα, στη συγκροτημένη της μορφή —χωρίς την ύπαρξη δουλείας και με εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής τόσο στην οικονομία όσο και στην πολιτική— διατηρήθηκε στον ελληνικό κόσμο μέχρι το τέλος του Βυζαντίου και ακόμη περισσότερο, έως το τέλος της Οθωμανικής κυριαρχίας. Οι πρώτοι που κατήργησαν με νόμο τη δημοκρατία στην Ελλάδα ήταν οι Βαυαροί απολυτάρχες, οι οποίοι, στο όνομα του «εκσυγχρονισμού», επιδίωξαν να μας μετατρέψουν σε πιστό αντίγραφο της ελέω Θεού απολυταρχικής Ευρώπης.

Η ιστορική επίγνωση αυτής της συνέχειας του Ελληνισμού καθιστά το επιχείρημα του Καποδίστρια επαναστατικό. Και δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η Ιστορία του Καποδίστρια-Νερουλού αποτελεί την πρώτη Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας.

— Ποια θα ήταν η απάντησή σας σ’ εκείνους που αποδίδουν στον Καποδίστρια αυταρχικές τάσεις στη διακυβέρνησή του ή που τον χαρακτηρίζουν φιλορώσο;

Ποιος κατηγόρησε τον Καποδίστρια για αυταρχική διακυβέρνηση; Οι επικριτές του παραβλέπουν ότι εξελέγη από την Εθνοσυνέλευση, η οποία του ανέθεσε την εξουσία αναστέλλοντας το Σύνταγμα για δύο βασικούς λόγους: πρώτον, διότι δεν υπήρχε κράτος ικανό να το εφαρμόσει και η Επανάσταση είχε περιέλθει σε δεινή κατάσταση, από την οποία την είχαν οδηγήσει ακριβώς αυτοί που τον κατηγορούσαν. Δεύτερον, διότι η απολυταρχική Ευρώπη αντιδρούσε σφοδρά σε κάθε σκέψη περί μη μοναρχικού ή μη απολυταρχικού πολιτεύματος. Δεν επιθυμούσε καν να ακούσει για Σύνταγμα και αντιαπολυταρχική διακυβέρνηση, καθώς η Ελληνική Επανάσταση είχε ήδη πυροδοτήσει ένα γενικότερο κίνημα αμφισβήτησης των απολυταρχικών καθεστώτων στην Ευρώπη. Εξάλλου, οι Μεγάλες Δυνάμεις έθεταν ως όρο, για οποιαδήποτε συζήτηση περί αναγνώρισης ενός ελληνικού κράτους, την προσήλωσή του σε μοναρχικές αρχές.

Οι πολέμιοι του Καποδίστρια ήταν εκείνοι που συνωμοτούσαν, εκλιπαρώντας τους Ευρωπαίους ηγεμόνες να τους απαλλάξουν από την παρουσία του. Δεν τον εχθρεύονταν επειδή ήταν αυταρχικός, αλλά επειδή η πολιτική του περιθωριοποιούσε τα προσωπικά τους συμφέροντα. Δεν δίστασαν να υποκινήσουν αιματηρές εξεγέρσεις εναντίον του κυβερνήτη, τον οποίο λάτρευε ο λαός. Παρότρυναν τους αγωνιστές να απαιτούν μισθούς, τους Μανιάτες και τους Υδραίους να ζητούν αποζημιώσεις για τη συμμετοχή τους στην Επανάσταση, ενώ κατακρατούσαν τα δημόσια έσοδα προς ίδιον όφελος. Ο επικεφαλής όλων αυτών έφτασε στο σημείο να ωθήσει τον Μιαούλη να πυρπολήσει τον ελληνικό στόλο. Στη σημερινή εποχή, ακόμα και μια απλή διαδήλωση αντιμετωπίζεται με δακρυγόνα και καταστολή. Τι έπρεπε, λοιπόν, να κάνει ο Καποδίστριας;

Είναι ο ίδιος που αρνήθηκε κατηγορηματικά να καταργήσει την καθολική ψήφο, παρά τις πιέσεις εκείνων που τον κατηγορούσαν για αυταρχισμό. Εισήγαγε δημοκρατικούς θεσμούς στην τοπική αυτοδιοίκηση, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση των κοτζαμπάσηδων και των πολιτικών του αντιπάλων, όπως ο Μαυροκορδάτος. Είναι ο ίδιος που θεμελίωσε την Ελβετική Πολιτεία, την οποία σήμερα θαυμάζουν όλοι, και που είχε κατηγορηθεί στην Ιόνια Πολιτεία από τον Ρώσο προβλεπτή για υπερβολικό φιλελευθερισμό. Τους πολιτικούς του αντιπάλους τους προειδοποιούσε να μην συνωμοτούν με τις ξένες Δυνάμεις, διότι αυτές θα τους επέβαλαν ως ηγέτη κάποιον ανώριμο πρίγκιπα από τις ευρωπαϊκές αυλές, και τότε θα αντιλαμβάνονταν τι σημαίνει πραγματική απολυταρχία. Ήταν ο ίδιος που επικοινωνούσε με τον Λεοπόλδο, προτείνοντάς του να ζητήσει την έγκριση του ελληνικού λαού για να κυβερνήσει.

Στο κρίσιμο σημείο όπου είχε περιέλθει η Επανάσταση, υπήρχαν δύο επιλογές: ο δρόμος του Καποδίστρια και ο δρόμος των Μαυροκορδάτου και Κοραή. Με τη δολοφονία του Καποδίστρια επικράτησε ο τελευταίος, με τα γνωστά αποτελέσματα για τον ελληνισμό: την αποδόμηση του μεγάλου ελληνικού κόσμου και, εντέλει, τη σημερινή λεηλασία και πτώχευση της χώρας. Στην Ιστορία του ο Καποδίστριας αναλύει με εξαιρετική ακρίβεια γιατί η Επανάσταση απέτυχε τόσο στη Μολδοβλαχία όσο και στην Πελοπόννησο. Προτείνει δε τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να επιτύχει: αντί της αποσπασματικής εξέγερσης, έπρεπε να μετατραπεί σε οργανωμένο διακρατικό πόλεμο, με μια συγκροτημένη πολιτική και στρατιωτική δομή. Το κεντρικό κράτος δεν συγκροτήθηκε ποτέ, με αποτέλεσμα να ξεσπούν συνεχώς εμφύλιες διαμάχες και να υπονομεύεται ο Αγώνας.

Για να κατανοήσει κανείς την Ελληνική Επανάσταση, αρκεί να μελετήσει τον Θουκυδίδη και τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Όπως και τότε, έτσι και το 1821, έλειψε η κεντρική ηγεσία. Δεν μπορεί να υπάρξει επιτυχημένη επανάσταση χωρίς ηγεσία. Ο Καποδίστριας, με διορατικότητα, ανέλυσε στο υπόμνημά του γιατί η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν καταδικασμένη να καταρρεύσει: η κρίση της ήταν εγγενής και αναπόφευκτη, καθώς αποτελούσε έκφανση της ασιατικής δεσποτείας. Η αλλαγή του οθωμανικού καθεστώτος θα ήταν δυνατή μόνο αν ο Τούρκος έπαυε να είναι Τούρκος, κάτι που, όπως προέβλεπε, δεν θα συνέβαινε ποτέ.

Ο Καποδίστριας δεν έθετε το δίλημμα «Ανατολή ή Δύση», αλλά υποστήριζε έναν ελληνικό δρόμο. Αναλύοντας τη Ρωσία, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι μια απελευθέρωση των Ελλήνων από τους Ρώσους θα είχε καταστροφικές και μη αναστρέψιμες συνέπειες. «Αλλοίμονό μας αν μας ελευθερώσουν οι Ρώσοι» έλεγε, «θα γίνουμε ρωσσογραικοί και τότε δεν θα ελευθερωθούμε ποτέ». Περιέγραφε με γλαφυρότητα την κατάσταση στη Ρωσία, όπου οι άνθρωποι πωλούνταν στα παζάρια όπως τα άλογα. Αυτή η στάση του απαντά ευθέως σε όσους τον κατηγορούσαν για φιλορωσική πολιτική.

Ο Κοραής, από την άλλη, κατηγόρησε τον Καποδίστρια επειδή αρνήθηκε να μετατρέψει την Ελλάδα σε γαλλικό προτεκτοράτο. Μαζί με τους κοτζαμπάσηδες, υπονόμευσε τον κυβερνήτη, οδηγώντας τελικά στη δολοφονία του. Σήμερα, η ελλαδική πολιτική και πνευματική τάξη συνεχίζει την παράδοση αυτής της υποτέλειας, αποεθνικοποιώντας την παιδεία και πανηγυρίζοντας για τη διάλυση της εθνικής ταυτότητας. Ο Καποδίστριας είχε πλήρη επίγνωση ότι η δύναμη του ελληνισμού βρισκόταν στην οικουμενική του διάσταση, όχι στην υποταγή σε ξένες δυνάμεις.

Το χάσμα μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, που εδραιώθηκε από την εποχή της βαυαρικής μοναρχίας, παραμένει μέχρι σήμερα. Η κομματοκρατία που εγκαθιδρύθηκε από τότε εξακολουθεί να κατατρώει τον ελληνισμό. Οι πολίτες, άλλοτε φορείς της πολιτικής βούλησης μέσω των κοινοτήτων, έχουν μετατραπεί σε πελάτες των πολιτικών. Η μακραίωνη ελληνική δημοκρατική παράδοση αντικαταστάθηκε από ένα συγκεντρωτικό, αποκομμένο από την κοινωνία σύστημα εξουσίας, που διαιωνίζει την εξάρτηση και την υποτέλεια.

— Εάν η ελληνική σύλληψη της πολιτικής ελευθερίας εύρισκε εφαρμογή στον ιστορικό χρόνο, ποιο θα ήταν το «πρόσωπο» και το ήθος της;

Υπάρχουν, θεμελιωδώς, δύο διακριτές οδοί προς τη νεωτερικότητα. Η μία είναι η ελληνική, η οποία διεκόπη βιαίως από τη σύμπραξη της δυτικής και της ασιατικής βαρβαρότητας, με αποκορύφωμα την άλωση του Βυζαντίου. Κατά την περίοδο μεταξύ των Ισαύρων και των Μακεδόνων αυτοκρατόρων διαμορφώθηκαν στο εσωτερικό της Βυζαντινής Οικουμένης οι προϋποθέσεις για τη μετάβαση στη «μεγάλη κλίμακα», δηλαδή στο εδαφικά συγκροτημένο κράτος. Η κοσμοσυστημική αυτή μετάβαση, η οποία εκινείτο προς έναν ανθρωποκεντρικό μεταβυζαντινό κόσμο, μεταφέρθηκε έκτοτε στη Δύση, όπου και άρχισε να εξελίσσεται μέσα από έναν μακροϊστορικό ανταγωνισμό —από το 1204 και ιδίως μετά το 1453, η πρωτοβουλία του ιστορικού γίγνεσθαι πέρασε πλέον στα δυτικά χέρια.

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 υπήρξε η τελευταία, ύστατη απόπειρα ανάκτησης και ανοικοδόμησης του ελληνικού οικουμενικού δρόμου προς τη νεωτερικότητα —ενός δρόμου που, εφόσον είχε επικρατήσει, θα θεμελιωνόταν εξ υπαρχής στη δημοκρατική αρχή. Αν ανατρέξει κανείς στο πολιτειακό όραμα του Ρήγα Βελεστινλή, διαπιστώνει ότι η δημοκρατία παρουσιάζεται ως βιωματικό στοιχείο της ελληνικής κοινωνίας, το οποίο αναδύεται μέσα από τα κοινά, τις κοινότητες και τις πόλεις καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αλλά και πολύ πριν από αυτή.

Στην Ελληνική Δημοκρατία του Ρήγα, η δημοκρατία δεν περιορίζεται σε ένα συγκεντρωτικό μοντέλο εξουσίας· αντιθέτως, αποτελεί καθολικό πολίτευμα εντός των τοπικών κοινών, ενώ η κεντρική εξουσία ασκεί μόνον νομοπαρασκευαστικές αρμοδιότητες, χωρίς κυριαρχική εξουσία στη λήψη αποφάσεων. Σε ευθεία αντίθεση με το μοντέλο της εκλόγιμης μοναρχίας των νεοτέρων χρόνων, το πολίτευμα του Ρήγα εγγράφεται στον ανθρωποκεντρικό κανόνα της βάσης και όχι της κορυφής. Αρκεί, δε, μια σύγκριση με τις πολιτικές αντιλήψεις του Ρουσσώ, για να αντιληφθεί κανείς πόσο αρχαϊκός φαντάζει ο Ελβετός διανοητής έναντι του ώριμου πολιτειακού λόγου του Ρήγα.

Ο Ρήγας και ο Καποδίστριας, αμφότεροι, μας υπενθυμίζουν ότι οι ελληνικές κοινότητες της Τουρκοκρατίας δεν ήταν παραρτήματα εξουσίας αλλά συνεχίζουσες των πόλεων-κρατών της ελληνιστικής και βυζαντινής οικουμένης· με την ίδια αξιακή και θεσμική υποδομή. Όταν, όμως, κατέφθασαν οι Βαυαροί μετά την Επανάσταση, κατήργησαν τις τοπικές συνελεύσεις και μαζί με αυτές τη δημοκρατία, επιβάλλοντας ένα τιμοκρατικό σύστημα διοίκησης, όπου οι δήμαρχοι επιλέγονταν όχι βάσει δημοκρατικών διαδικασιών αλλά με γνώμονα την αποδοχή της «ελέω Θεού» μοναρχίας.

Παρά ταύτα, οι Έλληνες, αν και τελούν υπό εθνική δεσποτική κατοχή, επιμένουν να αυτοοργανώνονται σύμφωνα με τα πρότυπα της δημοκρατικής αυτοκυβέρνησης. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η Κάλυμνος, το νησί των σφουγγαράδων, το οποίο, στο σύνταγμά του του 1894, θεσμοθετεί τη βιωμένη δημοκρατία που ήδη ασκούσε.

Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς: πώς εξηγείται ότι η Οθωμανική, ασιατικής κοπής, δεσποτεία ανεχόταν τις ελληνικές κοινότητες και τη λειτουργία της δημοκρατίας, ενώ η ευρωπαϊκή «φωτισμένη» δεσποτεία τις κατήργησε με συνοπτικές διαδικασίες; Η απάντηση είναι απλή: οι Οθωμανοί, αν και δεσποτικοί, παρέμειναν μέχρι τέλους δηωτικοί κατακτητές· δεν ενδιαφέρονταν για την εσωτερική οργάνωση των υποτελών, εφόσον εισέπρατταν τον φόρο. Αντιθέτως, η δυτική απολυταρχία —και κυρίως η πρώιμη αστική τάξη που αναδύθηκε εντός της— δεν κατέλυσε μόνον την απολυταρχία αλλά και υφάρπαξε το κράτος, υποτάσσοντας τις κατώτερες τάξεις σε μια νέα, οικονομική δουλεία: εκείνη της εργασιακής εξάρτησης και της ιδιωτικής απορρόφησης του κοινωνικού πλούτου.

— Πώς ερμηνεύετε την έννοια της εκλόγιμης μοναρχίας; Σε ποια θεμελιώδη χαρακτηριστικά διαφοροποιείται το σημερινό πολιτειακό σύστημα από την ουσιαστική δημοκρατία;

Κατ’ αρχάς, η διάκριση μεταξύ άμεσης και έμμεσης δημοκρατίας είναι παραπλανητική. Υπάρχει η δημοκρατία, η αντιπροσώπευση και η μοναρχία. Οι Δυτικοί, επηρεασμένοι από τον Διαφωτισμό, προκειμένου να εντάξουν τη συνταγματική μοναρχία στα δημοκρατικά πολιτεύματα, την αποκάλεσαν «έμμεση δημοκρατία». Εγείρω λοιπόν ένα ερώτημα: Το πολίτευμα αποτελεί αντικειμενική πραγματικότητα, ένα φαινόμενο όπως ο άνθρωπος ή το τραπέζι. Αν δεν υφίσταται «έμμεσος άνθρωπος» ή «έμμεσο τραπέζι», πώς είναι δυνατόν να υπάρχει «έμμεσο πολίτευμα»; Ή είναι Δημοκρατία ή δεν είναι.

Το κοινοβουλευτικό πολίτευμα συνιστά εκλόγιμη μοναρχία, περιβαλλόμενη από θεσμούς που, παρότι επηρεάζουν τη λειτουργία της, δεν αλλοιώνουν τη φύση της. Στον σύγχρονο κόσμο, η εκλόγιμη μοναρχία κυριαρχεί, και το γεγονός αυτό αντανακλά την ιστορική πορεία της πολιτικής εξέλιξης. Πουθενά δεν απαντάται η Δημοκρατία. Ο πρωθυπουργός συγκεντρώνει υπερεξουσίες: διορίζει και παύει αξιωματούχους, κυβερνά και νομοθετεί, αποφασίζει περί εθνικών ζητημάτων, βρίσκεται υπεράνω του νόμου, δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, ενώ η κοινωνία, στερημένη από τον ρόλο του εντολέα, δεν έχει τη δυνατότητα να τον ανακαλέσει.

Αναρωτιέμαι: Ήταν οι αρχαίοι τόσο αφελείς, από τον Σόλωνα ως τον Θουκυδίδη και τον Αριστοτέλη, ή οι Έλληνες της Βυζαντινής και Οθωμανικής περιόδου, που χαρακτήριζαν το πολίτευμα αυτό ως αιρετή μοναρχία; Είναι λογικό να πιστεύουμε ότι μπορούμε να ορίζουμε τις πολιτειακές μορφές κατά το δοκούν, αγνοώντας τη φύση και την ιστορική τους διαδρομή;

Ας αναλογιστούμε: Υπερηφανευόμαστε ότι οι Ευρωπαίοι μας επανέφεραν στην εποχή του Σόλωνα, ο οποίος, αρχικώς, εκλέχθηκε με πρωθυπουργικές εξουσίες, αλλά στη συνέχεια μετέβαλε την εκλόγιμη μοναρχία σε αντιπροσωπευτικό πολίτευμα, αποδίδοντας στην κοινωνία τον ρόλο του εντολέα. Μετέτρεψε το άθροισμα των ιδιωτών σε πολιτικό σώμα, καθιστώντας τον δήμο ικανό να εκλέγει και να ανακαλεί, να ζητά λογοδοσία, να προσάγει πολιτικούς στη δικαιοσύνη και να ορίζει το πλαίσιο άσκησης της εξουσίας. Αυτό συνιστά την ουσία της αντιπροσώπευσης.

Μήπως οι Έλληνες τότε ήσαν πολιτικά ανώριμοι και γι’ αυτό προχώρησαν σε αντιπροσώπευση και έπειτα σε δημοκρατία, ενώ τώρα ξαφνικά «ωριμάσαμε» και παραδώσαμε την ελευθερία μας σε έναν ανεξέλεγκτο ηγεμόνα; Δεν είναι αυτό αποκαλυπτικό της πολιτικής μας παρακμής;

Στο ισχύον σύστημα της «ελεύθερης εντολής», η κοινωνία έχει ρητώς παραιτηθεί από τον ρόλο του εντολέα. Αυτή η ίδια η αρχή πιστοποιεί τον μοναρχικό χαρακτήρα του πολιτεύματος. Μας λένε δηλαδή ότι εάν συναινέσω να γίνω δούλος κάποιου, θα παραμείνω ελεύθερος όσο εφαρμόζω τη συμφωνία!

Ας το ξεκαθαρίσουμε: Δημοκρατία σημαίνει η κοινωνία να ενσαρκώνει την πολιτεία. Οι εξουσίες που σήμερα κατέχει ο πρωθυπουργός πρέπει να αποδοθούν στον δήμο. Η κοινωνία να γίνει εντολέας και εντολοδόχος, ενώ οι πολιτικοί να λειτουργούν ως θεράποντες της λαϊκής βούλησης. Επιμένω σε αυτό όχι γιατί σήμερα ο χρόνος της ιστορίας υπαγορεύει την αντιπροσώπευση, αλλά διότι ακόμη και η ελάχιστη προσομοίωση προς αυτήν συνιστά ζήτημα επιβίωσης για την ελληνική κοινωνία.

Ο Ιωάννης Καποδίστριας, αν και εγκαθίδρυσε προσωρινό πολίτευμα, γνώριζε ότι η απελευθέρωση της Ελλάδας προηγείτο της πολιτειακής της συγκρότησης. Ήταν αντίθετος στην απολυταρχία, και από τα πεπραγμένα του προκύπτει ότι το όραμά του για το ελληνικό κράτος ήταν η κοσμόπολη, όπου τα κοινά θα διέπονταν από δημοκρατικούς όρους. Όταν ανέλαβε την εξουσία, η πρώτη του κίνηση ήταν να επανιδρύσει τη δημοκρατία και να αναθέσει στον δήμο τη λήψη αποφάσεων.

Οι κοτζαμπάσηδες, έχοντας τη σφραγίδα των κοινών, αντέδρασαν, διότι η συμμετοχή της κοινωνίας σήμαινε απώλεια εξουσίας και πόρων. Έτσι ξέσπασε η μεγάλη σύγκρουση. Στην αλληλογραφία του με τον Λεοπόλδο, ο Καποδίστριας προσπαθεί να τον πείσει για την ανάγκη συγκυβέρνησης, διεύρυνσης των συνόρων και, κυρίως, εκλογής του ηγεμόνα από τον λαό, αντί του διορισμού του από τις ξένες δυνάμεις.

Ο Καποδίστριας μιλούσε για έθνος, διότι για εκείνον έθνος και ελευθερία ήταν αλληλένδετα. Εξηγούσε στους Ευρωπαίους ηγεμόνες ότι τα καθεστώτα τους δεν αντιπροσώπευαν έθνη, αλλά δεσποτείες. Οι Δυτικοί διαφωνούσαν ριζικά με το ελληνικό όραμα και επέβαλαν δύο όρους: περιορισμένα σύνορα, ώστε το ελληνικό κράτος να παραμείνει εξαρτημένο, και απολυταρχικό πολίτευμα, αρνούμενοι να αναγνωρίσουν την Ελλάδα έως ότου της επιβάλουν μονάρχη της επιλογής τους.

— Ποια ήταν η πορεία που μας οδήγησε στη σημερινή κατάσταση, όπου οι επιδιώξεις που περιγράφετε έχουν πλέον εκλείψει;

Οφείλουμε να αποδεχθούμε την πικρή αλήθεια. Η Επανάσταση δεν απέτυχε λόγω αδυναμίας του εγχειρήματος ούτε εξαιτίας της αντίδρασης των ευρωπαϊκών απολυταρχικών δυνάμεων, αλλά πρωτίστως για λόγους εσωτερικής φύσεως. Εάν ο Καποδίστριας είχε επιβιώσει, το ελληνικό κράτος θα είχε διαμορφωθεί διαφορετικά, ακόμα και μέσα από τα ερείπια της Επανάστασης. Θα είχε ευρύτερη εδαφική έκταση, καθώς, αν γινόταν αποδεκτό το όραμά του, σε συνδυασμό με το κενό εξουσίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο ελληνισμός θα είχε ενσωματώσει το ευρωπαϊκό τμήμα της καθώς και πιθανώς ένα μέρος της Μικράς Ασίας. Δεν υπήρχε καμία ουσιαστική δύναμη που θα μπορούσε να ανακόψει αυτή την πορεία. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς, πως ένας Κολοκοτρώνης, επικεφαλής ολιγάριθμων ατάκτων και εξαθλιωμένων χωρικών, συνέτριψε μια ολόκληρη στρατιά.

Στο έργο μου «Ελληνισμός και ελλαδικό κράτος» αναλύω διεξοδικά τις προϋποθέσεις της επιτυχίας και τους όρους της καταστροφικής ήττας μας. Η Ιστορία του Νερουλού-Καποδίστρια αποτυπώνει γλαφυρά αυτή την πραγματικότητα. Εκεί καθίσταται σαφής ο μοιραίος-θανατηφόρος ρόλος του Μαυροκορδάτου και των ομοίων του, οι οποίοι, ενώ αρχικά εγκωμίαζαν τον Καποδίστρια, αργότερα υπονόμευσαν την Επανάσταση προς ίδιον όφελος. Ήταν αυτός που, αφού συνέβαλε καθοριστικά στην καταστροφή, μερίμνησε ώστε να παραδώσει την Ελλάδα στους Άγγλους προστάτες του.

Το αποτέλεσμα ήταν να επικρατήσει η εκδοχή της Επανάστασης και του Κράτους που προωθούσαν ο Κοραής και ο Μαυροκορδάτος. Είναι αποκαλυπτικό ότι, κατά τους εορτασμούς για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση, οι προσκεκλημένοι που ανέλαβαν τη διαχείριση των πανηγυρισμών ήταν αυτοί που εξέφραζαν ακριβώς αυτή την αντίληψη. Έτσι, προβλήθηκε η εικόνα ότι ο ελληνισμός δεν υπήρξε μια δύναμη της εποχής, έστω και υπό καθεστώς κατοχής, αλλά μια ολιγάριθμη και ανοργάνωτη ομάδα γύρω από την Πελοπόννησο και τη Στερεά, αγνοώντας τι εστί κράτος, πολιτική, ελευθερία ή δημοκρατία. Και βεβαίως, κατά το αφήγημα αυτό, χρειάστηκε η επέμβαση των Ευρωπαίων προκειμένου να τους «εκπολιτίσουν» και να τους συστήσουν στους προγόνους τους.

Έτσι, αποθεώθηκαν οι Μαυροκορδάτοι, ενώ ο Κολοκοτρώνης και ο Καποδίστριας παρουσιάστηκαν ως αρνητικοί παράγοντες της Επανάστασης. Προφανώς, οι θιασώτες αυτής της αντίληψης δεν μπήκαν στον κόπο να ανατρέξουν στις πηγές, οι οποίες καταδεικνύουν ότι ο Μαυροκορδάτος ήταν ικανός να διχάσει ακόμα και ένα χωριό με δύο κατοίκους. Οι δεσμοί του με τους Άγγλους ήταν βαθιοί και υπόγειοι. Με τους όμοιούς του, φυλάκισε τον Κολοκοτρώνη και, όταν πλέον η κατάσταση έφθασε σε αδιέξοδο, τον ανακάλεσαν για να τη διασώσει. Έπειτα, παρέδωσε με υπόμνημα την Ελλάδα στην αγγλική προστασία.

Ενώ ο Κολοκοτρώνης μαχόταν κατά του Ιμπραήμ, ο Μαυροκορδάτος και οι συνοδοιπόροι του είχαν καταφύγει στην Αίγινα, αναμένοντας την επέμβαση του Κάνιγγα. Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης αναφέρει ότι, αν τους είχαν αφήσει, θα είχαν ελευθερώσει τη Θράκη, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, και ίσως να είχαν φθάσει μέχρι την Κωνσταντινούπολη, δεδομένου ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν σε πλήρη αποδιοργάνωση. Αυτή η θέση επιβεβαιώνεται και από τον Καποδίστρια, ο οποίος αναλύει τους δύο βασικούς λόγους για τους οποίους η Επανάσταση ήταν εφικτή: την αδυναμία ανασυγκρότησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τον δυναμισμό του ελληνικού στοιχείου.

Το εγχείρημα του Καποδίστρια ξεκίνησε με μια εμπεριστατωμένη αποτίμηση της κατάστασης του ελληνισμού της εποχής, τόσο δημογραφικά όσο και οικονομικά, πολιτισμικά και κοινωνικά. Ο ίδιος μας πληροφορεί ότι το 1815 οι Έλληνες αριθμούσαν περίπου εννέα εκατομμύρια· περισσότεροι από τους τότε Άγγλους. Σήμερα, οι Άγγλοι έχουν φθάσει τα 70 εκατομμύρια, οι Τούρκοι τα 85, ενώ οι Έλληνες παραμένουν εννέα. Ποιος ευθύνεται γι’ αυτό; Εκείνος που ουδέποτε επέτρεψε στην αστική τάξη να εισέλθει στο ελληνικό κράτος. Εκείνος που διέλυσε την πνευματική τάξη του Ελληνισμού, η οποία, κατά την Τουρκοκρατία, είχε παράξει τεράστια βιβλιογραφία. Εκείνος που μετέβαλε την Εκκλησία από εκκλησία του δήμου σε θεσμό παπικού τύπου, κατάργησε τα κοινά και τη δημοκρατία. Όλες οι μεγάλες συμφορές που υπέστη ο Ελληνισμός οργανώθηκαν από το ελλαδικό κράτος, από την Αθήνα.

Η σύγχρονη άρχουσα τάξη μπορεί να περιγραφεί με την αλληγορία του υποταγμένου που λατρεύει τον καταπιεστή του, θεωρώντας τον αφέντη και υπακούοντάς τον δουλικά, ενώ παράλληλα στρέφεται με μίσος κατά των ιδρυτών του έθνους. Το ζήτημα δεν είναι να απορρίψουμε συλλήβδην τις διεθνείς μας επιλογές, αλλά να διαμορφώνουμε αυτές βάσει του εθνικού συμφέροντος. Εφόσον το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα δεν εδράζεται στις αυθεντικές πηγές του ελληνισμού και στη δημοκρατική του κληρονομιά, η επιβίωσή του θα συνοδεύεται διαρκώς από απώλειες για τον ελληνισμό.

Ο Άγγλος ιστορικός Μπήτον, στο βιβλίο του «Οι Έλληνες», δεν αναφέρεται στους Έλληνες ως έθνος, αλλά ως ελληνόφωνους. Αντιθέτως, ο Καποδίστριας διακηρύσσει ρητώς ότι η Ιστορία του αφορά το ελληνικό έθνος. Το να προσεγγίζουμε τον ελληνισμό με εργαλεία αντλημένα από τη μεσαιωνική, προεθνική Ευρώπη συνιστά μια τραγωδία της οποίας το τίμημα καλείται να πληρώσει ο ελληνισμός. Ο Καποδίστριας δεν εφηύρε το ελληνικό έθνος· οι Έλληνες της Τουρκοκρατίας το δήλωναν ρητά, και οι ιστορικές πηγές το επιβεβαιώνουν αδιάψευστα. Όποιος μελετήσει τον τρίτο και τέταρτο τόμο του Κοσμοσυστήματός μου θα διαπιστώσει ότι οι πηγές αφθονούν και μαρτυρούν το αναμφισβήτητο αυτό γεγονός. Εφόσον οι ίδιοι οι Έλληνες το βεβαιώνουν, ποιος έχει το δικαίωμα να τους το αρνείται;

— Θα επιθυμούσαμε να μας παρουσιάσετε εκτενέστερα την Ακαδημία Κοσμοσυστημικής Γνωσιολογίας· ποιο είναι το όραμα και οι βασικοί της στόχοι;

Η Ακαδημία Κοσμοσυστημικής Γνωσιολογίας ιδρύθηκε το 2019 από ενεργούς πολίτες, με σκοπό τη συστηματική μελέτη και διάδοση της Κοσμοσυστημικής Γνωσιολογίας —μιας ολοκληρωμένης επιστημονικής πρότασης ερμηνευτικού, μεθοδολογικού και αναλυτικού χαρακτήρα, που φιλοδοξεί να ανασυγκροτήσει τις κοινωνικές επιστήμες, επανεγγράφοντας την κοσμοϊστορία υπό το πρίσμα του Κοσμοσυστήματος ως θεμελιώδους ερμηνευτικού μέτρου.

Η πρόταση αυτή, όπως διατυπώνεται στο έργο μου, τοποθετεί τη νεοτερικότητα στον πραγματικό της ιστορικό χρόνο, καθιστώντας δυνατή την κατανόηση των μελλόντων της ανθρωπότητας. Εξαγνισμένη από τις ιδεολογικές προσμείξεις της νεοτερικότητας, εδράζεται στους ακρογωνιαίους λίθους της επιστημονικής γνώσης: την εννοιολόγηση των φαινομένων, την τυπολογική τους διάταξη, τις ιστορικές και κοινωνικές παραμέτρους, καθώς και στην εξελικτική βιολογία του κοινωνικού ανθρώπου. Όλα αυτά συνθέτουν ένα ενιαίο μεθοδολογικό πλαίσιο, ικανό να αποδώσει καθολικά και διαχρονικά πορίσματα.

Η Ακαδημία έχει αναπτύξει ενεργή παρουσία στα επιστημονικά δρώμενα, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς. Έχει διοργανώσει τέσσερα επιστημονικά συμπόσια με έμφαση στη συμμετοχή νέων επιστημόνων, έχει πραγματοποιήσει πλήθος σεμιναρίων και έχει ήδη εκδώσει τρία βιβλία, ενώ επίκειται η έκδοση των πρακτικών των συμποσίων και μιας νέας μονογραφίας.

Η διαδικτυακή της παρουσία είναι ζωντανή και ανοιχτή, μέσω της ιστοσελίδας και των κοινωνικών δικτύων, και απευθύνεται σε κάθε ενδιαφερόμενο. Παρά την ενεργό επιστημονική της δράση, η Ακαδημία δεν μετέχει σε πολιτικές αντιπαραθέσεις ή σε καθημερινές διενέξεις, διαφυλάσσοντας την αυτονομία του επιστημονικού στοχασμού.

Αποτελεί, τέλος, σημείο αναφοράς για κάθε σκεπτόμενο πολίτη που επιθυμεί να αποκτήσει τα κατάλληλα εργαλεία ερμηνείας της πραγματικότητας και να συμβάλλει ενεργά στη διαμόρφωση ενός μέλλοντος θεμελιωμένου στην ελευθερία, τη χειραφέτηση και την πρόοδο του κοινωνικού ανθρώπου.

— Σας ευχαριστούμε!

  1. Συνέντευξη: Ο πρώην πρύτανης Γιώργος Κοντογιώργης μιλάει για την Ιστοριογραφική Κληρονομιά του Ιωάννη Καποδίστρια στον Χρήστο Κατσέα
  2. Συνέντευξη του κ. Γιώργου Κοντογιώργη, πρώην Πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου, στον Χρήστο Κατσέα – [Α μέρος]
  3. Συνέντευξη του κ. Γιώργου Κοντογιώργη, πρώην Πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου, στον Χρήστο Κατσέα – [Β μέρος]

- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -

Κοινοποίηση: