Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗΣ (4ος π.Χ. – 4ος μ.Χ. αιώνες)
Η ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΚΟΣΜΟΠΟΛΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ ΕΩΣ ΤΙΣ ΠΑΡΥΦΕΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Ένα βιβλίο του Γιώργου Κοντογιώργη,

(Απόσπασμα από την Εισαγωγή του βιβλίου)

«Διακρίνουμε τέσσερις μείζονες περιόδους στην κοσμοϊστορική εξέλιξη των ανθρωπίνων κοινωνιών: της πρωτόγονης βαρβαρότητας, της δεσποτείας, του δυισμού ανάμεσα στη δεσποτεία και τον ανθρωποκεντρισμό που εμφανίζεται με την είσοδο του ελληνικού κόσμου στο ιστορικό προσκήνιο, και τέλος της προέκτασής του, την οποία στοιχειοθετεί η ανασυγκρότηση του ελληνικού ή ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος στη μεγάλη κλίμακα, η οποία θα σημάνει την ολοκληρωτική επικράτησή του στο σύνολο του πλανήτη γη.
​ Η κοσμοσυστημική ιστορία εξετάζει ειδικότερα την φύση, την ιδιοσυστασία, την εξέλιξη ενός εκάστου κοσμοσυστήματος -του δεσποτικού και του ανθρωποκεντρικού-, τη διαλεκτική τους σχέση, τις καταστατικές αρχές και τα παραγωγικά τους αίτια, την εσωτερική τους τυπολογία κλπ. Διαπιστώσαμε, ήδη, ότι κάθε κοσμοσύστημα έχει τις δικές του θεμέλιες παραμέτρους, που υποστασιοποιούν το κοινωνικό γεγονός και κινούν την εξέλιξή του. Με άλλα λόγια, εάν ο κόσμος θα συγκροτηθεί δεσποτικά ή ανθρωποκεντρικά, εάν ο άνθρωπος θα προσεγγισθεί ως ελεύθερη οντότητα ή όχι, ο βαθμός ή το εύρος της ελευθερίας του, δεν αποφασίζεται από αυτόν, δεν είναι αποτέλεσμα διανοητικής επεξεργασίας, αλλά των συνθηκών, της φύσης και της φάσης που διέρχεται αυτός διέρχεται ως κοινωνική οντότητα. Ο κοινωνικός άνθρωπος είναι τελικά πρωταγωνιστής -αλλά και υποκείμενο- σε μια κοσμοϊστορική διαδικασία, την οποία συγκροτούν οι δυναμικές συνιστώσες των παραμέτρων, που καθορίζουν, με τη σειρά τους, την ιδιοσυστασία του κοινωνικού γεγονότος. Ο ενγένει δεσποτικός κόσμος, αλλά και, ειδικότερα, το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα (στην εκδοχή της μικρής και της μεγάλης κλίμακας), προσφέρουν ακριβώς μοναδικά παραδείγματα, ικανά να διακριβώσει κανείς την αιτιολογική βάση του κοινωνικού γεγονότος και των μεταλλάξεών του.
​ Σε ό,τι αφορά στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα, που μας απασχολεί εδώ, από την ελληνική εκδοχή της μικρής κλίμακας έως τη νεότερη μετάβασή του στη μεγάλη κλίμακα, είχαμε την ευκαιρία να διαγνώσουμε ήδη τις θεμέλιες προδιαγραφές της φυσιογνωμίας του κοινωνικού ανθρώπου, που συγκροτείται με όρους ελευθερίας, να διαμορφώσουμε, εντέλει, το πανόραμα της εξέλιξής του, τα στάδια που προόρισται να διανύσει ο “βιολογικός” του χρόνος. Ο ανθρωποκεντρικός χρόνος παρουσιάζει ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον, ιδίως για την εποχή μας, στο μέτρο που η ανθρωπότητα στο σύνολό της έχει εισέλθει στην τροχιά του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, ζει δηλαδή καθ’ολοκληρίαν στο κλίμα του. Είναι σημαντικό, επομένως, να γνωρίζουμε τι τον δημιουργεί, τι κινεί την εξέλιξη, προς ποια κατεύθυνση. Να διαγνώσουμε, κατ’επέκταση, σε ποιο στάδιο βρίσκεται η εποχή μας, ποιά είναι τα επόμενα στάδια που θα διανύσει ο νεότερος κόσμος, σε τελική ανάλυση, ποιές αδήριτες διαδρομές θα γνωρίσει στην ιστορική του πορεία. Η διαπίστωση ότι ο σύγχρονος κόσμος βιώνει μια πρώιμη ανθρωποκεντρικά φάση υπό συνθήκες μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας, μας επιτρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στο μεγαλειώδες των επιτευγμάτων που αυτή φέρνει με την κινητοποίηση της ανθρώπινης δημιουργίας και την ασφυκτικά βρεφική ανθρωποκεντρική του κατάσταση.
​ Η αδυναμία του νεότερου ανθρώπου να συλλάβει την θεμελιώδη, εντούτοις, αυτή διαφορά, εξηγείται από το γεγονός ότι απουσιάζει από τον γνωσιολογικό του ορίζοντα το “παράδειγμα”. Έτσι, ενώ ο άνθρωπος ως ατομική οντότητα γίνεται κατανοητός (ως προς την φύση του, την εξελικτική του “δικαιοταξία” κλπ), μέσα από το πλήθος των βιούμενων, στον καθένα ορατών και καθόλα χειροπιαστών, καθημερινών παραδειγμάτων, σε ό,τι αφορά στον κοινωνικό άνθρωπο, δεν διαθέτουμε αντίστοιχα εμφανή όσο και πολλαπλά κοσμοσυστημικά παραδείγματα. Θα λέγαμε, ορθότερα, ότι η γνωστική δυνατότητα του πρώιμου ανθρωποκεντρικά ανθρώπου, αδυνατεί να συλλάβει στην ολότητά του και να αποκωδικοποιήσει το μοναδικό, ούτως ή άλλως, παράδειγμα του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος. Γι’αυτό και αναλώνεται σε αποσπασματικές αναγνώσεις του φαινομένου, με αποτέλεσμα η “επιστημονική” του δυνατότητα να υπολείπεται καταφανώς των απαιτήσεων που επιβάλει το διακύβευμα της οικοδόμησης μιας καθολικής γνωσιολογίας που να αφορά στο κοινωνικό του γίγνεσθαι.
​Το εγχείρημα της ανασυγκρότησης του ιστορικού βίου του κοινωνικού ανθρώπου υπό το πρίσμα της κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας σ’αυτό ακριβώς αποβλέπει. Το εγχείρημα αυτό, μας επιτρέπει να εγκαθιδρύσουμε το γνωστικό πλαίσιο της κοσμοϊστορίας του ανθρωπίνου γένους και, συγχρόνως, τις κοσμοσυστημικές του διαδρομές ή, αλλιώς, τους ιδιαίτερους τύπους κοινωνικής (οικονομικής και πολιτικής) οργάνωσης, από τους οποίους διήλθε στον ιστορικό χρόνο. Είναι προφανές, επομένως, ότι η κοσμοσυστημική γνωσιολογία, δεν στοχεύει απλώς στη γνώση του παρελθόντος, αλλά στην άντληση από αυτό του γνωστικού επιχειρήματος, που θα αποκωδικοποιήσει την κοινωνική φύση του ανθρώπου και, κατ’επέκταση, το σταδιακό του γίγνεσθαι στο χρόνο. Υπό την έννοια αυτή, αφορά κυρίως στο παρόν και στο μέλλον του νεότερου, ανθρωποκεντρικά διατεταγμένου εφεξής κόσμου.
Ώστε, η κοσμοσυστημική γνωσιολογία διδάσκει ότι το κοινωνικό περιβάλλον του ανθρώπου (η ίδια η κοινωνική του ιδιοσυστασία, το αξιακό του σύστημα, η ενγένει συμπεριφορά του), διαμορφώνεται όχι υπό το πρίσμα της τυχαιότητας, αλλά σε στενή συνάφεια με το (δεσποτικό ή ανθρωποκεντρικό) κοσμοσύστημα, στο οποίο εγγράφεται και, μάλιστα, με την φάση που αυτό διανύει στον υπό εξέταση χρόνο. Το οποίο (δεσποτικό ή ανθρωποκεντρικό) κοσμοσύστημα, αναδεικνύεται, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, που είναι δυνατόν να τις “συλλάβουμε”, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς την δυναμική τους. Κατά τούτο, η κοσμοσυστημική γνωσιολογία, ανασυγκροτώντας το παρελθόν με γνώμονα το διατακτικό της, φιλοδοξεί να διευκρινίσει την ιδιοσυστασία του παρόντος και την κατεύθυνση του μέλλοντος, τα επόμενα στάδια του κοινωνικού ανθρώπου. Η υπογράμμιση της αυτονόητης προϋπόθεσης ότι η κατεύθυνση αυτή, τελεί υπό τον όρο της μη ανατροπής των θεμελίων του κοσμοσυστήματος, στο οποίο αφορά, ή μέρους του, δεν αναιρεί το γεγονός ότι η εποχή μας έχει εισέλθει, κατά τρόπο κοσμοϊστορικά αναπότρεπτο, στη φάση της καθολικής ανθρωποκεντρικής μετάβασης του κοινωνικού ανθρώπου. ​
Στο νέο αυτό γνωσιολογικό περιβάλλον, μπορούμε να γνωρίζουμε ότι, όπως το άτομο άνθρωπος από τη στιγμή που θα έρθει στον κόσμο θα διανύσει με “γραμμικό” τρόπο μια συγκεκριμένη “βιολογική” διαδρομή, έως ότου τελευτήσει, έτσι και ο κοινωνικός άνθρωπος, θα αναπτυχθεί σε συνάφεια με τον κοσμοσυστημικό του χρόνο. Το άτομο άνθρωπος δεν δύναται να υπερβεί τα στάδια της προδιαγεγραμμένης βιολογίας του. Για παράδειγμα, ο δεκαετής νέος δεν θα γίνει, εξ αποφάσεως, όσο και εάν το επιθυμεί, εξήντα ετών, κατ’απομίμηση των γονέων του, επειδή τους θαυμάζει, ή να σταματήσει την εξέλιξή του, μετά από μια στιγμή, να επιστρέψει πίσω κλπ. Δύναται, ωστόσο στο πλαίσιο της βιολογίας του, να επιλέξει, εφόσον είναι κοσμοσυστημικά εφικτό, τη μια ή την άλλη ενασχόληση, τόπο κατοικίας ή διανοητική διαδρομή. Ομοίως, και ο κοινωνικός άνθρωπος, ιδίως ο ανθρωποκεντρικός άνθρωπος, βαρύνεται με μια “βιολογική” πορεία, που δεν δύναται να υπερβεί. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, από το στάδιο της μετάβασης, από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό, να εισέλθει απευθείας στην περίοδο της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης, που αντιπροσωπεύει η δημοκρατία ούτε στην μετα-κρατοκεντρική οικουμένη. Μια κοινωνία θα κινηθεί, οπωσδήποτε, με διαφορετική ταχύτητα, προς την ολοκλήρωση, απ’ότι μια άλλη, εάν οι πραγματολογικές προϋποθέσεις και ο χρόνος της συμμετοχής της στο ενλόγω κοσμοσυστημικό γίγνεσθαι είναι διαφορετικοί.
​Η επισήμανση αυτή, αποκτά καίρια σημασία στις μέρες μας, καθώς, όπως έχουμε επισημάνει αλλού, ο νεότερος κοινωνικός άνθρωπος, μολονότι τοποθετείται μόλις στην πρώιμη ανθρωποκεντρική φάση, έχει φαντασιωθεί ότι βιώνει ήδη την ανθρωποκεντρική του ολοκλήρωση. Η συνάντηση των “νεοτέρων” με τον ελληνικό κόσμο, μέσω της γραμματείας του, και αργότερα, η μετάβασή τους στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα, τους οδήγησε σε μια απίστευτη σύγχυση. Περιέβαλαν εντέλει τις πρωτο-ανθρωποκεντρικές πραγματικότητες του κοινωνικού τους βίου (τους θεσμούς, τις αξίες και τα ενγένει κοινωνικά φαινόμενα) με σημειολογικές και εννοιολογικές επικαλύψεις, άσχετες με το ουσιαστικό τους περιεχόμενο. Έτσι, το προ-αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα ταξινομήθηκε στη δημοκρατία, το δικαίωμα εξομοιώθηκε με την ελευθερία, ο κρατοκεντρισμός ενδύθηκε την τελειωτική φάση της κοσμοσυστημικής “δικαιοταξίας”, η κοσμοπολιτειακή οικουμένη ταυτίσθηκε με τις δεσπιτικές αυτοκρατορίες. Και πολλά άλλα. Με τον τρόπο αυτόν, η νεοτερικότητα αφενός βιώνει την ψευδαίσθηση του μέλλοντος με όρους νομιζόμενης πραγματικότητας, και αφετέρου, αποτρέπει τον εαυτό της από του να αποτιμήσει στην ολότητά του το διακύβευμα της προόδου που στοιχειοθετεί η μετάβαση στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα.
Με απλούστερη διατύπωση, η μετάβαση αυτή, αξιολογείται από την κοσμοσυστημική γνωσιολογία ως κοσμοϊστορικό γεγονός, το οποίο όμως από ανθρωποκεντρική άποψη, δηλαδή υπό το πρίσμα της εξελικτικής τυπολογίας, τοποθετείται σε μια πρώιμη εποχή. Ώστε, η κοσμοσυστημική κλίμακα της εποχής μας, συγκρινόμενη με εκείνη του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας, είναι καταφανώς ανώτερη. Εντούτοις, η νεότερη εποχή, δεν έχει διέλθει ακόμη το κατώφλι της πρώιμης ανθρωποκεντρικής φάσης, αγνοεί τα επόμενα στάδια της ανθρωποκεντρικής εξέλιξης, στο πλαίσιο της κρατοκεντρικής εποχής, πολλώ δε μάλλον εκείνα της οικουμένης. Η σύγκριση, επομένως, με το εξελικτικό αυτό μέρος του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, ενέχει μόνον το στοιχείο της διαπίστωσης της φάσης που βιώνει ο νεότερος κόσμος και, επέκεινα, της επίγνωσης των εξελικτικών σταδίων που μέλλεται να ακολουθήσει.
Με άλλα λόγια, η κοσμοσυστημική γνωσιολογία διδάσκει ότι για να φθάσει ο νεότερος κόσμος στην οικουμένη (που βίωσε ο ελληνικός κόσμος από την είσοδο στην ελληνιστική εποχή), οφείλει πρώτα να διέλθει από τα στάδια εκείνα που ανάγονται στον κρατοκεντρισμό και τα οποία αφορούν στην εξέλιξη των θεμελίων κοινωνιών, εντός του κράτους. Στον πρώτο τόμο του παρόντος έργου παρακολουθήσαμε διεξοδικά την ανθρωποκεντρική “βιολογία” του κοινωνικού ανθρώπου στην κρατοκεντρική του φάση. Στον παρόντα τόμο, θα επικεντρωθούμε στην φάση της οικουμένης, που ακολουθεί τον κρατοκεντρισμό, στους όρους της μετάβασης, της παγίωσης και της αποκρυστάλλωσής της, ενώ στους επόμενους δύο τόμους θα διεξέλθουμε την περαιτέρω εξελικτική της πορεία. Σημείο αναφοράς για την οικοδόμηση του γνωστικού αυτού παραδείγματος θα αποτελέσει προφανώς ο κοσμοσυστημικά ιδωμένος ελληνισμός.
​Οι αναγνωστικές αυτές διαδρομές, διευκρινίζουν τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ της οικουμένης και της πολιτειακής της συνιστώσας, της κοσμόπολης, ως κοσμοσυστημικού σταδίου, και της ουτοπίας της παγκόσμιας διακυβέρνησης, της ιδέας ενός κοσμοκράτους. Η οικουμενική κοσμόπολη, αποτελεί στάδιο στην ανθρωποκεντρική εξέλιξη των κοινωνιών. Η κοσμοκρατική ουτοπία εγγράφεται ως διανοητική άσκηση ή κατασκευή. Η μια, μπορεί να εγερθεί ως πρόταγμα σε χρόνο ανεπίκαιρο. Η άλλη, απλώς δεν συνέχεται με τον κοσμοϊστορικό ή τον κοσμοσυστημικό χρόνο.
​ Οπωσδήποτε, στη φάση της οικουμένης συντελούνται κοσμογονικές μεταβολές στο ανθρωποκεντρικό γίγνεσθαι, οι οποίες συμπληρώνουν και, εν πολλοίς, ολοκληρώνουν εκείνες της κρατοκεντρικής περιόδου. Οι μεταβολές αυτές, μπορούν να καταγραφούν ως εξίσου σημαντικές και, ως προς πολλά, ανώτερες, από τις κρατοκεντρικές ομόλογές τους. Μεταβολές, που υπήρξαν καίριες, επίσης, ως προς τις ευρύτερες επιπτώσεις τους, στο μέτρο που αποτέλεσαν τον καταλύτη για την ανθρωποκεντρική μετάβαση του σύνολου κόσμου, και μάλιστα, για τη μετάλλαξη του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, στη βάση της μεγάλης κλίμακας. Το γεγονός ότι η νεοτερική γνωσιολογία τις αγνοεί δεν επιμαρτυρεί την μη ύπαρξή τους, αλλά την αδυναμία της να συλλάβει κοινωνικά φαινόμενα, που δεν έχει βιώσει.
Το ιδιαίτερο, επομένως, του ελληνικού ή ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας, έγκειται στην εξελικτική του ολοκλήρωση. Στο γεγονός ότι μας παρέχει το πανόραμα των σταδίων που προόρισται να διέλθει ο κοινωνικός άνθρωπος, από τη στιγμή που συγκροτείται ανθρωποκεντρικά, δηλαδή με όρους ελευθερίας. Πανόραμα, στο οποίο παρελαύνουν οι έννοιες -οι αξίες, οι θεσμικές τους αναγωγές και τα συστήματα που τις υποστασιοποιούν-, οι παραγωγικές τους παράμετροι, αλλά και η τυπολογία των εξελικτικών του μεταλλαγών.
​Η ακριβής αποτύπωση των σταδίων του ελληνικού κοσμοσυστήματος, δεν αποβλέπει στην επιστροφή σ’αυτό, όπως το υπέθεσε, υπό άλλο πρίσμα, η αναγεννώμενη Ευρώπη. Δεν δηλώνει, επίσης, ότι ο νεότερος ανθρωποκεντρικός κόσμος θα ακολουθήσει κατά γράμμα τις πραγματολογικές λύσεις που προκρίθηκαν από τον ελληνικό κόσμο. Και τούτο διότι συντρέχουν δύο τουλάχιστον ουσιώδεις διαφορές: Η συνύπαρξη του ελληνικού κοσμοσυστήματος με το δεσποτικό κοσμοσύστημα και η διαφορά κλίμακας. Η μικρή κοσμοσυστημική κλίμακα, το συνακόλουθο “φυσικό” επικοινωνιακό περιβάλλον και η συνύπαρξη με την δεσποτεία, αποτέλεσαν παραμέτρους, οι οποίες άσκησαν σημαντική επιρροή στη διαμόρφωση των αξιακών, κοινωνικο-οικονομικών και θεσμικών προϋποθέσεων του ελληνικού ανθρωποκεντρικού παραδείγματος.
Εντούτοις, το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα της περιόδου της μικρής κλίμακας, μπορεί να λειτουργήσει ως πάροχος της γενικής γνωσιολογίας (του κόσμου των εννοιών, των αξιών, των θεσμικών συνιστωσών, της τυπολογίας της εξέλιξης και των παραγωγικών τους παραμέτρων) του κοινωνικού ανθρώπου. Θα επικαλεσθούμε ένα μόνο παράδειγμα: στον ανθρωποκεντρισμό, η ελευθερία αποτελεί το θεμέλιο διακριτικό του γνώρισμα. Η ελευθερία, όμως, δεν αποτελεί μια στατική έννοια. Εγγράφεται σε μια δυναμική διεύρυνσης του πεδίου της, η οποία συναρτάται με το ενγένει σύστημα που θα την εμπραγματώσει. Η καθολική (ατομική, κοινωνική, πολιτική) ελευθερία, που υποστασιοποιεί η πολιτεία της δημοκρατίας, έγινε εφικτή στην πόλη με το μέσον της φυσικής επικοινωνίας. Στην μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα, ωστόσο, η προσφυγή στην “φυσική” επικοινωνία είναι αδιανόητη. Η λύση, θα αναζητηθεί προφανώς στο επίπεδο της τεχνολογίας της επικοινωνίας. Εάν, επομένως, η καθολική και, κατ’επέκταση, η πολιτική ελευθερία/αυτονομία της κοινωνίας των πολιτών θα επιτευχθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είναι ένα μείζον ζήτημα. Δεν αναιρεί, εντούτοις, το γνωσιολογικό διακύβευμα -τη σωρευτική συνάρθρωση της ελευθερίας- που διδάσκει η ανθρωποκεντρική λογική του πράγματος. Ανάλογα θα είχε να πει κανείς για τον χρόνο των πολιτειών, που συνάδουν με την αντίστοιχη εξέλιξη της ελευθερίας. Ο χρόνος αυτός είναι άρρηκτα συνυφασμένος με τις πραγματολογικές παραμέτρους που κινούν την εξέλιξη και αποφασίζουν για το ή τα πεδία στα οποία θα αναπτυχθεί η ελευθερία. Τούτο σημαίνει ότι η έλευση της μιας ή της άλλης πολιτείας ή η σειρά της διαδοχής τους (λχ της προ-αντιπροσώπευσης, της αντιπροσώπευσης ή της δημοκρατίας), δεν εξαρτάται από την διανοητική μας επιλογή. Κάθε πολιτεία έχει τον δικό της χρόνο. Το ερώτημα είναι εάν διαθέτουμε τα γνωσιολογικά εργαλεία να τον διαγνώσουμε και, περαιτέρω, να διαλογισθούμε για την επίσπευση των εξελίξεων.
Σε κάθε περίπτωση, το ιδιαίτερο του ελληνικού παραδείγματος έγκειται στο ότι είναι μοναδικό. Είναι μοναδικό, επειδή είναι το πρώτο, το γενεσιουργό ανθρωποκεντρικό παράδειγμα στην κοσμοϊστορία. Είναι μοναδικό, επίσης, διότι μας προσφέρει, όπως προείπαμε, το πανόραμα μιας ολοκληρωμένης ανθρωποκεντρικής διαδρομής με κοσμοσυστημικές προϋποθέσεις. Είναι τέλος αυτό, από το οποίο αναδύθηκε η φάση της επόμενης ανθρωποκεντρικής σταδιοδρομίας του κοινωνικού ανθρώπου, εκείνη της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας.
Η επισήμανση ότι το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα στο σύνολό του είναι ιστορικά μοναδικό, υποδηλώνει σε τελική ανάλυση ότι η κοσμοϊστορία δεν έχει να επιδείξει ένα προγενέστερο ή παράλληλο ανθρωποκεντρικό παράδειγμα. Ως υπόθεση, επομένως, το ενδεχόμενο αυτό, ανάγεται στον κόσμο πέραν της γνωστής σ’εμάς κοσμικής ιστορίας.
Το γεγονός αυτό δεν αναιρεί ούτε μειώνει την σημασία και την αποκαλυπτική ακρίβεια του ελληνικού παραδείγματος και των προεκτάσεών του στην εποχή της μεγάλης κλίμακας. Πρώτον, διότι η μοναδικότητά του ελληνικού παραδείγματος εγγράφεται, όπως νομίζουμε, στην εξελικτική λογική της κοσμοϊστορίας. Δεύτερον, επειδή το ελληνικό ή ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας, αναδεικνύει ένα σχήμα εξελικτικής “βιολογίας” του κοινωνικού ανθρώπου, η οποία δύναται να υποβληθεί ανά πάσα στιγμή σε πραγματολογικό έλεγχο».

- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -

Κοινοποίηση: