(Το κείμενο αυτό απαντά στο ζήτημα του ακαδημαϊκά και θεσμικά απαράδεκτου της επιλογής θέματος διδακτορικής διατριβής στο οποίο η “Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας” αποκαλείται “Δημοκρατία της Μακεδονίας” και μάλιστα της αξίωσης των καθηγητών του τμήματος πολιτικής επιστήμης και ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου να χρηματοδοτηθεί από το ελληνικό κράτος).
“Κατά τη σχετική συνεδρία της Γενικής Συνέλευσης του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου οι συνάδελφοι (όλοι πλην ενός) υποστήριξαν ότι αποτελεί στοιχείο της επιστημονικής ελευθερίας να αποκαλούν μια χώρα όπως αυτοί κρίνουν ή να επιλέγουν γι’αυτήν το όνομα που τους αρέσει. Λογικά ως καθηγητές πανεπιστημίου θα έπρεπε να είχαν αντιληφθεί ότι υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά μεταξύ επιστημονικής ελευθερίας και ιδεολογικής ή πολιτικής επιλογής που ο καθένας μπορεί να έχει ως πολίτης. Εάν το θέμα της διατριβής ήταν η σπουδή της άποψης που θέλει η συγκεκριμένη χώρα να ονομάζεται Δημοκρατία της Μακεδονίας, ουδείς θα είχε αντίρρηση. Το θέμα όμως της διδακτορικής διατριβής αφορά στις εθνοτικές διαιρέσεις στη χώρα αυτή και όχι στο όνομα. Επομένως το όνομα της χώρας δεν εμπεριέχεται στην επιστημονική διερεύνηση, λαμβάνεται ως δεδομένο. Συμβαίνει λοιπόν η ενλόγω χώρα να έχει όνομα που το συμφώνησε ομόφωνα ο ΟΗΕ (και η ίδια) και να βρίσκεται σε εξέλιξη διαπραγμάτευση για τη οριστική ονομασία της. Η παράκαμψη του ΟΗΕ και η υιοθέτηση του επιχειρήματος της μιας ή της άλλης πλευράς (“Δημοκρατία της Μακεδονίας” ή “Δημοκρατία των Σκοπίων”) αποτελεί πολιτική πράξη και, ως εκ τούτου, είναι επιστημονικά και ακαδημαϊκά απαράδεκτη.
Μάλιστα, στο μέτρο που το όνομα “Δημοκρατία της Μακεδονίας” εμπλέκεται υπό τις παρούσες συνθήκες στον λόγο του εθνικισμού της γειτονικής χώρας, η υιοθέτησή του μεταβάλλει τους συμπαραστάτες σε τυπικούς εθνικιστές. Εθνικιστής δεν είναι ο εκφραστής του εθνικισμού της χώρας που ανήκει, αλλά ο φορέας εθνικιστικών ιδεών, οποιασδήποτε χώρας και μορφής. Αυτά όμως συμβαίνουν όταν η ιδεολογία έχει καταλάβει τη θέση της επιστήμης στο πανεπιστήμιο. Όταν δηλαδή ο καθηγητής δεν διακρίνει ανάμεσα στις επιστημονικές σχολές σκέψης, που εμπεριέχουν αναπόφευκτα και την “επιλογή” επιχειρήματος και στην ιδεολογικο-πολιτική δράση που υπαγορεύει η σκοπιμότητα της πολιτικής. Εξού και ακούστηκε το επιχείρημα ότι αφού πολλές χώρες υιοθέτησαν το “συνταγματικό” όνομα της ενλόγω χώρας είναι εν δικαίω! Να υποθέσω ότι ένας καθηγητής πανεπιστημίου αδυνατεί να διακρίνει ότι οι πολιτικές στις διεθνείς σχέσεις διαμορφώνονται με γνώμονα τους συσχετισμούς δύναμης που υπαγορεύουν οι ηγεμόνες; Γιατί άραγε, αντί να σπεύδουν τόσο πρόθυμα να στεγασθούν στη θαλπωρή του ηγεμόνα και να υπηρετήσουν το συμφέρον του, δεν διερωτώνται τι επέβαλε την παράκαμψη της ψήφου τους στον ΟΗΕ (δηλαδή του κανόνα που αυτοί διαμόρφωσαν) και την παραβίαση της “ενδιάμεσης συμφωνίας”;
Η προσήλωση αυτή των συναδέλφων στο συμφέρον του ηγεμόνα και στην εθνικιστική υστερία της γείτονος, εξηγεί από την άλλη γιατί στο καλάθι της πολιτικής -κι όχι φυσικά της επιστημονικής- τους ευαισθησίας, δεν υπεισέρχεται ένας στοιχειώδης σεβασμός προς την ελληνική κοινωνία που χρηματοδοτεί πλουσιοπάροχα τον βίο τους. Η οποία, καλώς ή κακώς, με συντριπτική πλειοψηφία δεν αποδέχεται την ολοκληρωτική εκχώρηση του ονόματος αυτού στην γείτονα, αφού εκτιμά ότι έτσι θα αποστερήσει από την ίδια ένα μέρος της δικής της ταυτότητας; Για ποιο λόγο η “ευαισθησία” ως προς το δικαίωμα στην ταυτοτική επιλογή να βαραίνει μονοσήμαντα προς την μια πλευρά και όχι, έστω, ισομερώς; Επιπλέον, παρακάμπτουν, προσποιούμενοι την επιστημονική ελευθερία, το γεγονός ότι εργάζονται σε δημόσιο πανεπιστήμιο μιας χώρας που αυτή τη στιγμή διαπραγματεύεται την τελική ονομασία. Μάλιστα δε, παρόλον ότι υπονομεύουν την ομόφωνη ως προς αυτό στρατηγική της χώρας, αξιώνουν να στεγάσουν την πολιτική τους επιλογή σε πρόγραμμα που χρηματοδοτεί η ελληνική πολιτεία δαπάναις της κοινωνίας. Θα ανέμενε κανείς η ευαισθησία τους να τους παρότρυνε να απευθυνθούν στην γειτονική χώρα, της οποίας τον εθνικισμό διακινούν, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την ενλόγω διδακτορική διατριβή. Ώστε, η βαθιά αντιδημοκρατική τους συμπεριφορά συνοδεύεται από μια εξίσου υψηλή περιφρόνηση της κοινωνίας που τους στεγάζει. Διότι μήπως δεν είναι η ελληνική κοινωνία που αποτελεί τον λόγο ύπαρξης της χώρας, του κράτους, των πανεπιστημίων, αλλά και αυτών των ιδίων; Έχοντας όμως εθισθεί στο δόγμα της νεοτερικότητας που ορίζει τη δημοκρατία όχι ως το ταυτοτικό ισοδύναμο της κοινωνίας των πολιτών, αλλά ως το κράτος που την κατέχει, αντιλαμβάνονται την τελευταία ως το υποζύγιό τους.
Αλλά γιατί άραγε τόση αγωνία να προκαταλάβουν τις εξελίξεις; Τι θα πράξουν οι συνάδελφοι εάν πριν από την υποστήριξη της διδακτορικής διατριβής επιτευχθεί μια συμφωνία μεταξύ των μερών; Θα μας πουν ότι έσφαλαν και θα ζητήσουν να αλλάξουμε τον τίτλο της; Δεν αντιλαμβάνονται ότι έτσι ευτελίζουν την επιστήμη, το ελληνικό πανεπιστήμιο, τη χώρα, αλλά και αυτούς τους ιδίους; Επιλέγοντας να διακινήσουν τον λόγο του εθνικισμού της άλλης πλευράς και, ουσιαστικά, τα σχέδια της υπερδύναμης στην περιοχή, μεταβάλλουν το πανεπιστήμιο σε οργανικό μέρος του προβλήματος και την επιστήμη σε πρόσχημα. Κατανοώ την επιλογή αυτή, στο μέτρο που απλώς αποκαλύπτει την σταθερά όσο και βαθιά αντιδημοκρατική λογική που διακρίνει τη συμπεριφορά των κρατούντων στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Ακριβώς γι’αυτό, αντί να απαντούν στα ζητήματα που εγείρουν οι επιλογές τους, αντί να απολογηθούν για την προσήλωσή τους στο συμφέρον του ηγεμόνα και στην εθνικιστική υστερία της γείτονος, μετατοπίζουν το επίκεντρο του ερωτήματος στο δικαίωμά τους να διακινούν ελεύθερα τις απόψεις τους. Στην πραγματικότητα, κρύβονται πίσω από ένα ανύπαρκτο ερώτημα (είναι καταφανές ότι ουδείς τους αμφισβητεί το δικαίωμα αυτό) προκειμένου να το καταστρατηγήσουν, όπως ακριβώς πράττουν και με την επίκληση της επιστημονικής ελευθερίας την οποία υποτάσσουν σε πολιτικές σκοπιμότητες.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι ίδιοι αυτοί κύκλοι προσέρχονται στις Συνεδρίες των πανεπιστημιακών οργάνων για να νομιμοποιήσουν αποφάσεις που ήδη έχουν “επεξεργασθεί” προηγουμένως και όχι με την πρόθεση να διεξαγάγουν μια αυθεντική δημοκρατική διαβούλευση; Ο δημοκρατικός διάλογος προϋποθέτει επιστημονική επιφάνεια, συνειδησιακή διαφάνεια, προσήλωση σε κανονιστικές αρχές και, μάλιστα, στον λόγο ύπαρξης του θεσμού που είναι, αναντιρρήτως, το συμφέρον της κοινωνίας. Ώστε, η παγίωση του “ετσιθελισμού” της διατεταγμένης πλειοψηφίας των κατόχων του θεσμού δεν αποτελεί κεκτημένο δικαίωμα, αλλά ιδιοποίηση. Επειδή ακριβώς το γνωρίζουν, διακινούν ανερυθριάστως το επιχείρημα ότι η πλειοψηφία της κοινωνίας των πολιτών αποτελεί την μείζονα απειλή των δικαιωμάτων και όχι η δική τους αυτόνομη, δηλαδή ολιγαρχική συνιστώσα. Εξού και όπου “δεν τους βγαίνει”, η ανοχή στον λόγο του άλλου υποκαθίσταται από την ύβρη και το επιχείρημα από την συκοφαντία προς όποιον παραμένει πιστός στην ακαδημαϊκή τάξη και στην επιστήμη. Οι ίδιοι αυτοί που επιλέγουν να διακινούν τον τυπικά λαϊκιστικό εθνικισμό της γείτονος, απομεινάρι του σταλινικού ολοκληρωτισμού, και τον νεοφιλελεύθερο ιμπεριαλισμό, που προσημειώνει στο σκοπό του τα ανθρώπινα δικαιώματα, εγκαλούν τον λόγο της ελευθερίας και την επιστήμη για εθνικισμό. Προσποιούμενοι ότι δήθεν έτσι καταπολεμούν τον ελληνικό εθνικισμό, συμπεριφέρονται ως τυπικοί διακινητές της “νέας τάξης”. Χρειάζεται άραγε να υποσημειώσω ότι όταν ολίγοι από εμάς παλεύαμε για έναν συμβιβασμό στο θέμα του ονόματος, πολλοί από αυτούς που τώρα επιλέγουν την “ιδεολογική” αντί της “εθνικής” αλληλεγγύης είτε “διαπραγματεύονταν” στις πλατείες τον οδυρμό τους είτε κρύβονταν πίσω από τη σιωπή τους;
Σε κάθε περίπτωση, ένα είναι βέβαιο: καμία χώρα δεν μπορεί να ονειρεύεται το μέλλον εάν η κοινωνία της τελεί υπό ένα κράτος κατοχής. Και η ελληνική κοινωνία κατέχεται κυριολεκτικά από τους νομείς των θεσμών του κράτους.
- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -