Γεώργιος ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ
Οι πραγματολογικές προϋποθέσεις για τη μετακένωση της ελληνικής γραμματείας στη Δυτική Ευρώπη
1. Ελληνική γραμματεία και ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα
Η γενικώς κρατούσα άποψη υποστηρίζει ότι η ανακάλυψη της ελληνικής γραμματείας από τη δυτική Ευρώπη έγινε κάποια στιγμή περίπου χωρίς αποχρώσα αιτία, μόνο και μόνο επειδή η κρίση του Βυζαντίου έφερε τους έλληνες λογίους και τα ελληνικά κείμενα στη δυτική Ευρώπη . Η ίδια άποψη ισχυρίζεται ότι η Αναγέννηση της δυτικής Ευρώπης οφείλεται εν πολλοίς στην ανακάλυψη της ελληνικής γραμματείας, υπήρξε όμως επί της ουσίας αυτοφυής. Συναφές προς τις ανωτέρω παραδοχές είναι και το επιχείρημα περί της ακινησίας του Βυζαντίου, περί της μεσαιωνικής του ιδιοσυστασίας και, ως εκ τούτου, της διάσωσης της ελληνικής γραμματείας σ’ αυτό για λόγους μουσειακούς. Με απλούστερη διατύπωση η κατάρρευση του (δυτικού) ρωμαϊκού ιμπέριουμ σηματοδοτεί το τέλος του Αρχαίου κόσμου και την είσοδο στο Μεσαίωνα.
Οι ανωτέρω απόψεις δημιουργούν εύκολα τη σύγχυση ως προς το κατά πόσον η δυτική Ευρώπη αποτελεί συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού, ή εάν το Βυζάντιο οδήγησε στη διάρρηξη της σχέσης του ελληνισμού με την ελληνική αρχαιότητα. Η λύση που προκρίθηκε, να αναγνωρίζεται η οφειλή στο Βυζάντιο αποκλειστικά για τη διάσωση της ελληνικής γραμματείας, διευκόλυνε χωρίς άλλο τη διαχείριση του αφορισμού ότι η Αναγέννηση έγινε εφικτή επειδή ακριβώς η Δύση διέφυγε από το Βυζάντιο. Σε επίρρωση προβάλλει το παράδειγμα της Ρωσίας, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που λυπούνται διότι η ελληνική κοινωνία δεν βίωσε την Αναγέννηση, τη Μεταρρύθμιση, το Διαφωτισμό, αλλά ακολούθησε με συνέπεια τη βυζαντινή τροχιά στη μετα-βυζαντινή ιστορία της .
Θα υποστηρίξω το ακριβώς αντίθετο, ότι δηλαδή το Βυζάντιο εγγράφεται οργανικά και αναπόσπαστα στο ελληνικό κοσμοσύστημα, ότι ο χριστιανισμός ως η πρώτη μείζων ιδεολογική απειλή της ασιατικής δεσποτείας δεν έθιξε ούτε κατ’ ελάχιστο τη φύση του, αλλά αντιθέτως τον αφομοίωσε στις ανθρωποκεντρικές δομές και λειτουργίες του. Θα επιχειρηματολογήσω επομένως υπέρ της άποψης ότι η ελληνική γραμματεία αποτέλεσε καταστατικό ερμηνευτικό εργαλείο για τον βυζαντινό κόσμο και ότι περαιτέρω η μεταφορά της στη δυτική Ευρώπη υπήρξε ένα απλώς επακόλουθο συμβάν μιας ευρύτερης διαδικασίας που προηγήθηκε και οδήγησε στην ανα- μετακένωση των παραμέτρων του ελληνικού ανθρωπο-κεντρισμού σ’ αυτήν.
Υιοθετώντας το συλλογισμό αυτό θα καταλήξουμε αναπόφευκτα στη διαπίστωση ότι η Αναγέννηση δεν υπήρξε ούτε αυτοφυές δημιούργημα της Δύσης, ούτε έστω απόρροια της «ανακάλυψης» της ελληνικής γραμματείας αλλά άμεσο αποτέλεσμα της επανενσωμάτωσης της δυτικής παρειάς του πρώην ρωμαϊκού «ιμπέριουμ» στο ελληνικό κοσμοσύστημα. Θα υποστηρίξω εντέλει ότι ο ελληνικός και ο νεότερος κόσμος εγγράφονται σε ένα ενιαίο κοσμοσυστημικό περιβάλλον ανθρωποκεντρικού τύπου, ότι ο νεότερος ανθρωποκεντρισμός αποτελεί οργανική προέκταση του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού και ότι ο πρώτος διαφοροποιείται από τον δεύτερο ως προς την κλίμακα και το τυπολογικό του στάδιο.
Δεν προτίθεμαι να ασχοληθώ εδώ με τα ευρύτερα επιστημολογικά προβλήματα που εγείρει η νεοτερική ανάγνωση του ελληνικού κόσμου και γενικότερα της ιστορίας. Θα εισέλθω απευθείας στον πυρήνα του επιχειρήματος, ότι δηλαδή ο ελληνισμός δεν συγκρότησε ένα απλώς εθνοκεντρικό παράδειγμα αλλά ένα πλήρες κοσμοσύστημα. Ορίζω το κοσμοσύστημα ως τη συνολικά αυτάρκη κοινωνική σφαίρα, που συγκροτείται από ένα σύνολο κοινωνιών και της οποίας όλες οι παράμετροι (οικονομία, κοινωνία, πολιτική, επικοινωνία, πολιτισμός, ιδεολογία κλπ.) έχουν κοινό θεμελιακό υπόστρωμα και ζητούμενο ως προς το ιδιοσυστασιακό περιεχόμενο του ανθρώπου .
Μέχρι τη γένεση του ελληνικού παραδείγματος είχαμε ένα μόνο κοσμοσύστημα στον πλανήτη, το δεσποτικό. Το δεσποτικό κοσμοσύστημα επιφυλάσσει στο άτομο ένα καθεστώς κοινωνίας «υποκειμένων». Το άτομο, η κοινωνία ως ολότητα, είναι αντικείμενο ιδιοκτησίας και, επέκεινα, η πολιτική, η δικαιοσύνη, ο πολιτισμός κλπ. Ανώτερο στάδιο στην εξέλιξη του δεσποτικού κοσμοσυστήματος αποτέλεσε η «κρατική» δεσποτεία (η φαραωνική Αίγυπτος κλπ.), η οποία αντιδιαστέλλεται προς το πρώιμο στάδιό της, την «ιδιωτική» δεσποτεία.
Το ελληνικό παράδειγμα εγγράφεται στον αντίποδα του δεσποτισμού. Ήρθε να συγκροτήσει, για πρώτη φορά, ένα νέο κοσμοσύστημα ανθρωποκεντρικού τύπου, που προτάσσει ως αξία ‘εκ των ων ουκ άνευ’ τον ελεύθερο άνθρωπο και συνεπώς ένα νέο είδος κοινωνίας, βασισμένο στην αυτονομία του ατόμου. Το άτομο στο ελληνικό κοσμοσύστημα υποστασιοποιείται ως ελεύθερη οντότητα, της οποίας το περιεχόμενο εξελίσσεται τυπολογικά, δηλαδή κατ’ουσίαν, ως προς τις διαστάσεις της, κι όχι απλώς μορφολογικά, ως προς τα εξωτερικά της γνωρίσματα.
Πρέπει να υπογραμμίσω ότι ο ανθρωποκεντρισμός ορίζει τη φύση ενός κοινωνικού φαινομένου, δεν το μεταβάλλει από μόνο του σε κοσμοσύστημα. Στοιχεία ή θύλακες ανθρωποκεντρισμού απαντώνται και στο δεσποτικό κοσμοσύστημα, ιδίως στην «κρατική» δεσποτεία, χωρίς όμως αυτοί να μεταβάλουν τη φύση της. Το κοσμοσύστημα αποτελεί έναν σύνολο κόσμο στον οποίο εγγράφεται μια κοινωνία, σύμφωνα με την ιδιοσυστασία της.
Ο ελληνισμός συγκροτήθηκε σε κοσμοσύστημα από τη στιγμή που αναπτύχθηκε σε μια πλειάδα κοινωνιών, με διαφοροποιημένο από τη δεσποτεία και συναφές μεταξύ τους ιδιοσυστατικό περιεχόμενο, βασισμένο στον ανθρωποκεντρισμό. Η Ελλάδα σήμερα αποτελεί μια ανθρωποκεντρική κοινωνία, δεν συγκροτεί από μόνη της κοσμοσύστημα. Εγγράφεται στο ευρύτερο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα που έγινε πια πλανητικό .
Το ελληνικό κοσμοσύστημα διακρίνεται σε δύο μείζονες τυπολογικές περιόδους: την κρατοκεντρική και την οικουμενική. Και στις δύο, καταστατικό κοινωνικο-πολιτειακό θεμέλιο αποτελεί η «πόλις». Η «πόλις» ως ανεξάρτητο κράτος, στην πρώτη περίοδο. Η «πόλις» ως αυτόνομη πολιτεία ή ‘κοινό’ ή ‘κοινότητα’ όπως επικράτησε τελικά να λέγεται, στη δεύτερη περίοδο. Η διαφορά έγκειται κυρίως στο ότι ο κοσμοσυστημικός χώρος, με τη μετάβαση στην οικουμένη, αποκτά μια επιπλέον πολιτειακή παράμετρο, εναρμονιστική στο σύνολο, τη μητροπολιτική πολιτεία, η οποία όμως δεν αναιρεί την θεμελιώδη πολιτειακή συνιστώσα της κρατοκεντρικής περιόδου, την «πόλη», αντιθέτως μάλιστα την προϋποθέτει. Η κοσμοπολιτεία, το συνολικό πολιτικό σύστημα της οικουμένης, συγκροτεί εντέλει ένας είδος συμπολιτείας, που έχει στην κεφαλή της μια επίσης «πόλη», τη μητρόπολη.
Η οικουμενική μετάβαση, στην ανατολική παρειά του ελληνικού κοσμοσυστήματος, θα πραγματοποιηθεί υπό την αιγίδα μιας έως τότε περιθωριακής δύναμης του ελληνισμού, των Μακεδόνων. Στη Δύση, η οικουμενική αυτή μετάλλαξη θα συντελεσθεί αργότερα από τους Ρωμαίους, οι οποίοι θα ενοποιήσουν ουσιαστικά και τις δυο παρειές του ελληνικού κοσμοσυστήματος των «πόλεων» και θα το επεκτείνουν στη βορειοδυτική δεσποτική του ενδοχώρα κατά το προηγούμενο του Αλεξάνδρου, που ενσωμάτωσε στον ελληνικό ανθρωποκεντρισμό την ανατολική δεσποτική του ενδοχώρα.
Είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί από τώρα ότι το ελληνικό κοσμοσύστημα με τη μορφή της οικουμένης θα δεσπόσει με τον ένα (στις μητροπολιτικές του εστίες) ή τον άλλο (στις περιφερειακές του ενδοχώρες) τρόπο έως τον 19ο αιώνα.
Τρία είναι τα θεμελιώδη γνωρίσματα της ρωμαϊκής επέμβασης, που μας ενδιαφέρουν εν προκειμένω:
Πρώτον, ότι μολονότι λειτούργησε αρχικά κατά τρόπο λεηλατικό, δηλαδή ως περιφερειακή δεσποτεία, εντούτοις σταδιακά ενσωματώθηκε στη λογική του ελληνικού κοσμοσυστήματος και το διακίνησε.
Δεύτερον, ουδέποτε η ενσωμάτωση αυτή θα γίνει πλήρης, γεγονός που εξηγεί τον εξελληνισμό του ρωμαϊκού «ιμπέριουμ».
Τρίτον, η πέραν της Ρώμης και της δυτικής ελληνικής κρατοκεντρικής περιμέτρου ευρωπαϊκή ενδοχώρα, ενσωματώθηκε μεν στην ανθρωποκεντρική κοσμόπολη, λειτούργησε όμως σταθερά ως (εσωτερική) περιφέρεια. Το γεγονός αυτό εξηγεί, υπό μίαν έννοια, και τη ραγδαία υποχώρηση του ανθρωποκεντρισμού στη Δύση.
Ώστε, η άλωση της δυτικής ρωμαϊκής κοσμοπολιτείας θα οδηγήσει στη δημιουργία όχι μιας διαφοροποίησης ενδο-κοσμοσυστημικού τύπου, που θα αφορά, όπως μέχρι τότε, στο βαθμό της ενσωμάτωσής της στο ανθρωποκεντρικό κεκτημένο, αλλά ενός κοσμοσυστημικού χάσματος. Η ελληνική Ανατολή θα συνεχίσει να είναι ανθρωποκεντρική και μάλιστα να βιώνει τη μετακρατοκεντρική ή οικουμενική της φάση, ενώ η λατινική Δύση θα περιέλθει σε ένα δεσποτικό κοσμοσύστημα, και μάλιστα σε μια εντελώς πρώιμη μορφή του, στην «ιδιωτική» δεσποτεία. Η δυτική εκκλησία θα εκφεουδαλισθεί επίσης, όμως, εν αντιθέσει προς τις κοσμικές «ιδιωτικές» κοινωνίες, θα επιζητήσει να αναλάβει ορισμένους ρόλους που προσιδιάζουν στην «κρατική» δεσποτεία.
Εκείνο που χαρακτηρίζει την «ιδιωτική» δεσποτεία είναι η αποπνικτικά αντιπνευματική της φύση . Αν λοιπόν χάθηκε κάθε ίχνος πνευματικής κίνησης, αν έπαψε να λειτουργεί στη δυτική Ευρώπη η ελληνική γλώσσα και γραμματεία , αυτό οφείλεται στο ότι χάθηκε ουσιαστικά κάθε ίχνος ανθρωποκεντρικής κοινωνίας. Η «ιδιωτική» δεσποτεία δεν χρειάζεται ούτε το κλίμα της επιτρέπει την όσμωσή της με μιαν ανθρωποκεντρική γραμματεία. Η πολιτική, η δικαιοσύνη, η παραγωγή ανήκουν εξ ολοκλήρου, εν είδη ιδιοκτησίας, στον φεουδάρχη. Το σύστημα της «πόλης», ο φυσικός χώρος που υποστασιοποιεί ανθρωποκεντρικά το άτομο στο ελληνικό κοσμοσύστημα, έχει εκλείψει .
Στην Ανατολή αντιθέτως το ελληνικό κοσμοσύστημα όχι μόνον θα συνεχίσει την ανθρωποκεντρική του τροχιά, όπως είδαμε, αλλά και θα αναδείξει ορισμένες νέες σημαίνουσες διαστάσεις που μας επιτρέπουν να ισχυρισθούμε ότι αποδίδουν την πλέον ολοκληρωμένη του έκφραση, με τη μορφή της κοσμοπολιτειακής οικουμένης. Το σύστημα των ‘‘πόλεων’/ ‘κοινών» ή θα βρει ένα ισχυρό πεδίο ισορροπίας με το κεντρικό πολιτικό σύστημα, το οποίο με υπόβαθρο τη Μητρόπολη, θα οικοδομηθεί, για πρώτη φορά, σε ένα καθαρά ανθρωποκεντρικό πολιτειακό περιβάλλον .
Η πολιτεία της Κωνσταντινούπολης και όχι ο Βασιλεύς, συγκροτεί το κεντρικό πολιτικό σύστημα της κοσμοπολιτείας, η οποία ορίζεται, με τη σειρά της, ως το σύνολο πολιτειακό σύστημα της κοσμόπολης. Η κοσμοπολιτεία΄, επομένως, περιλαμβάνει τη Μητρόπολη και το σύνολο των ‘πόλεων/κοινών’ της κοσμόπολης. . Υπογραμμίζεται μάλιστα ο πολυσυστημικός χαρακτήρας των «πόλεων» στο Βυζάντιο, με την επισήμανση ότι είναι εντυπωσιακή η προσήλωσή τους στις προ-οικουμενικές πολιτείες, συμπεριλαμβανομένης και της δημοκρατίας. Η επισήμανση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς δεν διευκολύνει καθόλου τη σύγχρονη παραδοχή για τον χαρακτήρα και την φεουδαλική προέλευση των λεγομένων «κοινοτήτων» αλλά και για τη νεοτερική βεβαιότητα ότι η (άμεση) δημοκρατία υπήρξε υπόθεση μόλις δύο αιώνων και όχι μια σταθερά, συνακόλουθα προς το σύστημα των ‘πόλεων’, του ελληνικού κοσμοσυστήματος, που απαντάται και στην τελευταία του φάση, στη διάρκεια της οθωμανοκρατίας .
Προστίθεται στα ανωτέρω το γεγονός της κατάργησης των ρωμαϊκών νομοκατεστημένων τάξεων – κατεξοχήν γνώρισμα της δεσποτείας – και, περαιτέρω, της ώνιας δουλείας/εργασίας ως κυρίαρχης λειτουργικής παραμέτρου της ‘χρηματιστικής’ οικονομίας και της αντικατάστασής της από την εταιρική εργασία. Η εταιρική εργασία, που αρχίζει σταδιακά να γενικεύεται από τους ελληνιστικούς χρόνους ως απάντηση στην επανένταξη της εργασίας στο οικονομικό γίγνεσθαι, θα υποκαταστήσει τελικά στο Βυζάντιο την ώνια δουλεία/εργασία ως σύστημα παραγωγής .
Γνωρίζουμε ότι έχει δαπανηθεί πολύ μελάνι για να θεμελιωθεί το επιχείρημα της ρήξης του Βυζαντίου με το ελληνικό ή ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα, ότι δηλαδή το Βυζάντιο εγγράφεται στο μεσαίωνα, και, ως εκ τούτου, ήταν φεουδαρχία. Επισημαίνεται επίσης η εμμονή στον πολυεθνικό του χαρακτήρα – ωσάν η ελληνιστική ή η ρωμαϊκή κλπ. περίοδοι δεν ήσαν πολυεθνικές – προκειμένου να υποβαθμισθεί η λειτουργία του ως ολοκληρώματος της οικουμενικής φάσεως του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού και, συγχρόνως, να αφεθεί χώρος για το εθνοκεντρικό εγχείρημα. Οι διαφοροποιήσεις αυτές στην προσέγγιση του ελληνικού κοσμοσυστήματος, σε ότι αφορά την προ- και στη μετα-βυζαντινή του φάση, συνδέονται με το ευρύτερο γνωσιολογικό και μεθοδολογικό πρόβλημα που κατατρύχει τη νεοτερική ιστορική επιστήμη και, ιδίως, με τις διατακτικές του νεότερου εθνοκεντρικού κόσμου, ο οποίος προβάλλοντας το εθνοκεντρικό του πρόταγμα στο παρελθόν επιχειρεί να το προικίσει με ιστορικό υπόβαθρο . Ωστόσο, η ίδια η επικέντρωση της προσπάθειας αυτής στο Βυζάντιο, μολονότι οδηγεί στην αποδόμηση του κοσμοσυστημικού χαρακτήρα του ανθρωποκεντρικού ελληνισμού, συνομολογεί, συγχρόνως, την κομβική του θέση στη διαμόρφωση του νεότερου εθνοκεντρικού κόσμου.
Εντούτοις, μόνον η προσέγγιση του Βυζαντίου υπό το πρίσμα του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού με όχημα την «πόλη», μπορεί να εξηγήσει την ιδιαίτερη φύση του και, στο πλαίσιο αυτό, τη ζωντανή μαρτυρία της ελληνικής γραμματείας και, περαιτέρω, της γνωστικής διαδικασίας. Πιο συγκεκριμένα, σε ότι αφορά την ελληνική γραμματεία, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, η τελευταία διασώθηκε στο Βυζάντιο όχι ως μουσειακό είδος αλλά ως οργανική συνιστώσα του συστήματος . Το σύστημα της «πόλης» γέννησε την ελληνική γραμματεία, στο σύστημα της «πόλης» έδιδε αυτή απαντήσεις, το σύστημα της «πόλης» βίωνε καταστατικά το Βυζάντιο. Θα προσέθετα μάλιστα ότι αυτός είναι και ο λόγος της μακροημέρευσης της ελληνικής γραμματείας στον ελληνικό κοσμοσυστημικό χώρο, η οποία έκαμε επιπροσθέτως χωρίς αντικείμενο την παραγωγή νέας σκέψης, στα πεδία του ενδιαφέροντός της. Έτσι, η παραγωγή πολιτικής σκέψης στο Βυζάντιο είναι ουσιαστικά ασήμαντη, αφού, ιδίως μετά την ανθρωποκεντρική μετάλλαξη της Μητρόπολης, η κλασική γραμματεία κάλυπτε εξ ολοκλήρου τις ερμηνευτικές ανάγκες του. Στο Βυζάντιο αφθονεί, ωστόσο, η ιστορία ή οι σχολές σκέψης που κινούνται στη βάση του επιχειρήματος της ελληνικής γραμματείας και, οπωσδήποτε, ο στοχασμός που ανάγεται στην οικοδόμηση του νέου θρησκευτικού δόγματος και της σχέσης του με την (ανθρωποκεντρική) κοινωνία.
Η ‘νέα σκέψη’ θα δημιουργηθεί στις περιοχές και, μάλιστα, στην εποχή της ευρωπαϊκής μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό, καθώς εκεί οι άνθρωποι θα διερωτηθούν εξαρχής για το ‘νέο κόσμο’, για το ‘νέον άνθρωπο’, που διέκριναν ενώπιόν τους και του οποίου το περιβάλλον καλούνταν να οικοδομήσουν. Η μετάβαση αυτή από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό και, μάλιστα, υπό το πρίσμα μιας δυναμικής που προανήγγειλε τη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα, ήγειρε ένα ζήτημα κατανόησης και, περαιτέρω, συγκρότησής του σε όλα τα επίπεδα. Το γεγονός ότι αναζήτησαν τις απαντήσεις στην ελληνική γραμματεία, τούτο επικυρώνει δεν αναιρεί την άποψη ότι ο νέος αυτός κόσμος συγκροτούνταν με βάση το «πραγματολογικό» υλικό του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας και, κυρίως, ότι για τον άνθρωπο του ελληνικού κοσμοσυστήματος της βυζαντινής και της μετα-βυζαντινής περιόδου , ήταν ήδη πολύ παλαιός στα θεμέλιά του.
2. Ελληνική γραμματεία και δυτικο-ευρωπαϊκή Αναγέννηση
Έως εδώ προσπάθησα να απαντήσω στο πρώτο σκέλος της προβληματικής μου για τις πραγματολογικές προϋποθέσεις της σταδιοδρομίας της ελληνικής γραμματείας στον ιστορικό χρόνο και χώρο. Εξήγησα, ελπίζω, γιατί υποχώρησε στη Δύση, εν αντιθέσει προς το Βυζάντιο, όπου συνέχισε να αποτελεί δεσπόζον ερμηνευτικό εργαλείο του συστήματος.
Οι ανωτέρω επισημάνσεις προϊδεάζουν, επίσης, για την απάντηση στο δεύτερο σκέλος της προβληματικής μου, που αφορά στο ερώτημα πώς έγινε εφικτή η επάνοδος της ελληνικής γραμματείας στη δυτική Ευρώπη. Στο ερώτημα αυτό, η κοινωνική επιστήμη απαντά με γνώμονα την κρίση που επισυνέβη στο Βυζάντιο και τη μαζική έξοδο στην Εσπερία των λογίων του.
Εντούτοις, η απάντηση αυτή δεν είναι, από τη φύση της επαρκής. Πρωταρχικά διότι το επιχείρημα ότι οι Έλληνες λόγιοι έφεραν την Αναγέννηση στη Δύση είναι σαθρό εξ ορισμού, καθώς αποδίδει στη γνώση ιδιότητες που δεν διαθέτει. Υπονοεί, συγκεκριμένα, ότι ολίγοι στοχαστές, κάτοχοι της ελληνικής γραμματείας, με τη μετάβασή τους στην Εσπερία, κατόρθωσαν να διαρρήξουν την πνιγηρή δομή της φεουδαρχίας και να κινήσουν τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ανθρωποκεντρικής μετάβασης. Το ερώτημα που τίθεται, εν προκειμένω, είναι γιατί τη στιγμή αυτή κι όχι νωρίτερα, όταν μάλιστα το Βυζάντιο βρισκόταν στο απόγειό του. Και γιατί, εν πάσει περιπτώσει, παρόλη την καθόλα πιο ισχυρή παρουσία της ελληνικής γραμματείας στον λατινικό ρωμαϊκό κόσμο, επήλθε στη Δύση ο Μεσαίωνας.
Συμφωνούμε, επομένως, ότι η ελληνική γραμματεία, ως ανθρωποκεντρική, προϋποθέτει τη συνδρομή ενός ελάχιστου ανθρωποκεντρικού περιβάλλοντος για να ευδοκιμήσει. Το γεγονός αυτό διευκρινίζει, οπωσδήποτε, ότι υπό συνθήκες δεσποτείας και, μάλιστα, «ιδιωτικής» δεσποτείας, η επιστημονική γνώση ενδιαφέρει ελάχιστα τους συντελεστές της και, συνακόλουθα, μια γραμματεία που απαντά σε ζητήματα ανθρωποκεντρικού τύπου δεν την αφορά. Συνομολογεί, επομένως, ότι η Αναγέννηση και η μετέπειτα εξέλιξη της ευρωπαϊκής κοινωνίας υποδεικνύει όντως την ανάδυση μιας δυναμικής ανθρωποκεντρικού τύπου, στο πλαίσιο του δεσποτικού κοσμοσυστήματος.
Παρόλ’αυτά, διαπιστώνουμε ότι ενώ αναγνωρίζεται το χρέος προς το Βυζάντιο για τη μετακένωση της ελληνικής γραμματείας στη Δύση, το ερώτημα που τέθηκε προ ολίγου, «γιατί την περίοδο αυτή κι όχι νωρίτερα» ή, «γιατί αυτή και όχι μια άλλη γραμματεία», δεν φαίνεται να απασχολεί. Με άλλα λόγια, το ζήτημα των πραγματολογικών αιτίων της Αναγέννησης σπανίως απασχολεί και, οπωσδήποτε, ελάχιστα συνδέεται με το Βυζάντιο .
Όπως ήδη προανέφερα, η επάνοδος της δυτικής Ευρώπης σε ανθρωποκεντρική τροχιά, η συνολική διαδικασία της μετάβασής της από το δεσποτικό στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα, δεν υπήρξε αυτοφυής. Δεν ανάγεται σε εγγενή αίτια, δεν μπορεί να εντοπισθεί ο εσωτερικός ‘σπινθήρας’ που προκάλεσε τη διάρρηξη της «ιδιωτικής» δεσποτείας. Αντιθέτως, όλα δείχνουν ότι η μετάβαση αυτή είναι εξ ολοκλήρου οφειλέτης της επανένταξής της στην τροχιά του ελληνικού ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος. Εάν αυτό είχε, για κάποιο λόγο εκλείψει, ο μετέπειτα κόσμος θα συνέχιζε, καθόλες τις ενδείξεις, να ζει στο περιβάλλον του δεσποτικού κοσμοσυστήματος.
Υπογραμμίζεται συχνά η συμβολή των Αράβων στη γνωριμία της δυτικής Ευρώπης με την ελληνική γραμματεία. Όμως, η επιρροή αυτή ξεπέρασε οριακά την Ισπανία και πάντως δεν μετέφεραν αυτοί την ανθρωποκεντρική δυναμική στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα. Εάν παρ’ όλα αυτά, συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν θα ανετρέπετο η βάση του επιχειρήματος, καθόσον η αραβική διείσδυση στη νότια παρειά του ελληνικού κοσμοσυστήματος, δεν μετέβαλε τα πραγματολογικά του δεδομένα. Οι Άραβες ενσωματώθηκαν, σε τελική ανάλυση, στο ελληνικό ή ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας και, μάλιστα, διαχειρίσθηκαν τις νότιες και ανατολικές περιοχές του ανταγωνιστικά προς τον ελληνισμό, τουλάχιστον για μια ορισμένη περίοδο. Εξού και η παραδειγματική θητεία της ελληνικής γραμματείας σ’αυτούς.
Ώστε, η μετακένωση των παραμέτρων του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού στη δυτική Ευρώπη θα γίνει κυριολεκτικά δια του Βυζαντίου και, ως προς τον χρόνο, πρέπει να θεωρηθεί ότι υπήρξε απόρροια μιας συνολικής – εσωτερικής και εξωτερικής – στρατηγικής ανασύνταξης του ελληνισμού.
Η εσωτερική ανασύνταξη θα ακολουθήσει τη νίκη της εικονολατρίας, η οποία υποδεικνύει, αφενός, την οριστική κυριαρχία του κοσμικού κράτους επί της μοναστικής πολιτείας και της Εκκλησίας· και αφετέρου, τον ιστορικό συμβιβασμό του χριστιανισμού με τον ελληνισμό, την τελική επικράτηση της ελληνικής εκδοχής του χριστιανισμού, που θα αφήσει ένα γόνιμο έδαφος για την ελληνική ‘παιδεία’ και, επέκεινα, στην αυτοτελή καλλιέργεια της ελληνικής γραμματείας .
Η εξωτερική ανασύνταξη θα καταστεί αναγκαία λόγω της δυσκολίας του Βυζαντίου να διατηρήσει υπό έλεγχο τις νότιες και ιδίως τις νοτιοανατολικές παρειές του ελληνικού κοσμοσυστήματος, που του επέτρεπαν να επικοινωνεί με την ασιατική ενδοχώρα. Ο εκχριστιανισμός των σλάβων απέβλεπε ακριβώς στη δημιουργία ενός νέου ζωτικού χώρου, δηλαδή νέων αγορών έως τη Σκανδιναβία, που θα χρησιμοποιούσαν ως οδούς επικοινωνίας τις ποτάμιες φλέβες των χωρών αυτών. Η ίδια ανάγκη θα επαναφέρει τη βυζαντινή κοσμοπολιτεία στην Ιταλία, η οποία θα συντελεσθεί συστηματικότερα, με την επανεμφύτευση του συστήματος των πόλεων σ’ αυτήν. Η επανενσωμάτωση, αυτή καθ’ εαυτή, της Ιταλίας στο ελληνικό κοσμοσύστημα και ιδίως η στρατηγική προτεραιότητα προς τη βόρεια Ιταλία, καταδεικνύει ότι στόχευε στη χρησιμοποίησή της ως γέφυρας για τη διείσδυση της ελληνικής επιρροής και του εμπορίου στην πέραν των Αλπεων δυτικο-ευρωπαϊκή ενδοχώρα.
Οπωσδήποτε, η στρατηγική αυτή ανασύνταξη του Βυζαντίου θα μεταβάλλει ξανά το σύνολο της Ευρώπης σε ζωτική του περιφέρεια, σε ένα είδος «τρίτου κόσμου» του ελληνικού κοσμοσυστήματος. Η στροφή αυτή του βυζαντινού ενδιαφέροντος στην Ευρώπη και, ιδίως, στην Ιταλία θα αποδειχθεί καταλυτική, καθώς θα δημιουργήσει το πρώτο ισχυρό ρήγμα στον ερμητικά κλειστό χαρακτήρα της δυτικο-ευρωπαϊκής ιδιωτικής δεσποτείας.
Το δεύτερο και συνάμα καίριο πλήγμα θα επέλθει ως αποτέλεσμα της προσπάθειας των βυζαντινών να καρπωθούν τη χριστιανική «θρησκοληψία» των φεουδαλικών πληθυσμών της δυτικής Ευρώπης, προκειμένου να ανακτήσουν τον έλεγχο των στρατηγικών κόμβων της Εγγύς Ανατολής, που θα τους επανέφεραν στις αγορές της Ασίας.
Ανεξαρτήτως του αποτελέσματος, οι σταυροφορίες θα επιταχύνουν την αποσύνθεση της «ιδιωτικής» δεσποτείας στη δυτική Ευρώπη, θα φέρουν σε επαφή τις μάζες των δουλοπαροίκων και τους φεουδάρχες με το ελληνικό (βυζαντινό) ανθρωποκεντρικό κεκτημένο, θα εδραιώσουν την ηγεμονία και, συνακόλουθα, την όσμωση των ιταλικών πόλεων με τον ζωτικό χώρο του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού και, εντέλει, θα δημιουργήσουν μια οργανική διασύνδεση του συνόλου δυτικοευρωπαϊκού περιβάλλοντος μ’ αυτόν.
Συγχρόνως, η μετατόπιση ισχύος από το μητροπολιτικό βυζαντινό χώρο στην ιταλική χερσόνησο, θα ανακόψει την ανθρωποκεντρική μετάλλαξη της σλαβικής ενδοχώρας και θα θέσει τις βάσεις για μια μακρόχρονη απομόνωσή της, η οποία θα ολοκληρωθεί με την επιβολή της οθωμανικής κυριαρχίας στο ιστορικό ζωτικό πεδίο του ελληνικού κοσμοσυστήματος και την επικράτηση των μογγόλων στη ρωσική ενδοχώρα.
Τα ανωτέρω υποδεικνύουν ότι η μεν ιταλική Αναγέννηση αποτελεί καθόλα μια εσωτερική υπόθεση της βυζαντινής κοσμοπολιτειακής οικουμένης, η δε δυτικο-ευρωπαϊκή μετάβαση από την «ιδιωτική» δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό, με ενδιάμεσο σταθμό την «κρατική» δεσποτεία, το αποτέλεσμα της επανένταξής της, εν είδει ζωτικής περιφέρειας, στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα και της μετακένωσης των παραμέτρων του σ’αυτήν.
Η διαπίστωση αυτή ανατρέπει τη γενική παραδοχή ότι οφειλέτης του Βυζαντίου είναι η σλαβική Ανατολή και όχι η λατινική Δύση. Η σλαβική Ανατολή, μολονότι θα εγγραφεί αμεσότερα στη βυζαντινή ζωτική περιοχή, θα απομονωθεί όπως προείπα στη συνέχεια και τελικά θα εξελιχθεί σε μια τυπική κρατική δεσποτεία . Η όσμωσή της με την ελληνική ανθρωποκεντρική εκδοχή του χριστιανισμού – την ορθοδοξία – δεν αποτελεί από μόνη της ισχυρό επιχείρημα, αφού, και αυτή, αποστερημένη από τις πραγματολογικές της βάσεις, θα προσαρμοσθεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στις συνθήκες της κρατικής δεσποτείας, για να την υπηρετήσει με συνέπεια. Αντιθέτως, η Δύση θα παραλάβει τα πραγματολογικά δεδομένα του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού, τα οποία με τη σειρά τους θα επιβάλλουν την ομόλογη ελληνική γραμματεία, όπως και στο Βυζάντιο, ως μοναδικό ερμηνευτικό εργαλείο των φαινομένων που συνέθεταν την έννοια του «νέου ανθρώπου».
Ο «νέος» αυτός άνθρωπος του δυτικο-ευρωπαϊκού διαφωτισμού ήταν ασφαλώς «νέος» σε σχέση με τον φεουδαλικό άνθρωπο, όχι με τον «έλληνα άνθρωπο». Θα λέγαμε, μάλιστα, ότι υπό το πρίσμα του συνολικού αναπτύγματος του ελληνικού κοσμοσυστήματος, προσιδιάζει στον «έλληνα άνθρωπο» της εποχής των Νομοθετών, αλλά επ’ουδενί με εκείνον της αμέσως επομένης περιόδου, της κλασικής εποχής ή τον «οικουμενικό άνθρωπο» αλεξανδρινού, του ρωμαϊκού ή του βυζαντινού και μεταβυζαντινού κλίματος των «πόλεων’/‘κοινών».
Σε κάθε περίπτωση, η Ιταλία θα στηρίξει την ανθρωποκεντρική της μετάβαση στο σύστημα των «πόλεων». Οι «πόλεις» αυτές, συντοχρόνω με την εξασθένιση της βυζαντινής μητρόπολης, θα αναδειχθούν σε πλήρως ή σχετικά ανεξάρτητες πολιτειακές οντότητες, όπως ακριβώς και οι αντίστοιχες ελληνικές, της κυρίως ελληνικής παρειάς του Βυζαντίου. Η δυτική Ευρώπη θα μετεξελιχθεί σταδιακά σε ένα είδος κρατικής δεσποτείας, μεταβατικού τύπου, που, όπως είδαμε, αντιπροσωπεύει μια ανώτερη δεσποτική φάση – καθώς θα εδραιώνονται σ’ αυτήν οι παράμετροι του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού: η «χρηματιστική» οικονομία μικρής κλίμακας, το σύστημα των «πόλεων»/«κοινών», μεταλλαγμένα σε «κοινότητες», οι συντεχνίες, ένα ανθρωποκεντρικό εκπαιδευτικό σύστημα (το πανεπιστήμιο κλπ), το τυπικό της βασιλείας, προσαρμοσμένο, εντούτοις, στην απόλυτη ή δεσποτική εκδοχή του, το σύνολο, αξιακό, πνευματικό και ιδεολογικό περιβάλλον του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού και πολλά άλλα.
Θα επικαλεσθώ, δίκην παραδείγματος, δύο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα ικανά, νομίζω, για να καταδειχθεί η σημασία του ελληνικού κοσμοσυστήματος της βυζαντινής και της μεταβυζαντινής περιόδου για την ανθρωποκεντρική μετάβαση της δυτικής Ευρώπης. Το ένα αφορά στην επανεμφύτευση του συστήματος των «πόλεων» στην Ιταλία, προκειμένου να αποτελέσουν εκεί την ανθρωποκεντρική πολιτειακή εστία. Στις «πόλεις», που θα συγκροτηθούν κατά το πρότυπο της βυζαντινής οικουμένης, θα αναπτυχθεί η «χρηματιστική» οικονομία που θα υπονομεύσει και θα συμπαρασύρει σε σχετική ανθρωποκεντρική τροχιά και την φεουδαλική ενδοχώρα. Το νέο σύστημα θα δημιουργήσει εγγράμματα επαγγέλματα, όπως συμβολαιογράφους, δικηγόρους, τραπεζίτες, εμπόρους, γραμματείς του «κοινού» κλπ. Από τον κύκλο των εγγραμμάτων αυτών θα αναδειχθούν τελικά οι νέοι στοχαστές και οι φορείς των σχολών σκέψης που θα διακινήσουν την ελληνική γραμματεία. Το σύστημα των «πόλεων’/‘κοινών» θα αποτελέσει, επίσης, το πολιτειακό όχημα για την εστίαση των μη φεουδαλικών στρωμάτων στην πέραν των Άλπεων δυτικο-ευρωπαϊκή Αναγέννηση. Ενώ, όμως, το σύστημα των κοινοτήτων (και των συντεχνιών) θα παίξει έναν ρόλο καταλύτη στη διαδικασία οικοδόμησης του ανθρωποκεντρισμού έως τον 19ο αιώνα, εντούτοις, δεν θα σταθεί ικανό, από μόνο του, να αποτελέσει το συστατικό πολιτειακό υπόβαθρο της κοινωνικής ολότητας και να απορροφήσει έτσι τα κοινωνικοπολιτικά και ιδεολογικά θεμέλια της ελληνικής μητρόπολης. Θεμελιώδης αιτία της αδυναμίας αυτής αποτέλεσε το γεγονός ότι η «πόλη», εστεγασμένη στο εσωτερικό του φέουδου, θα μεταβληθεί σε προσάρτημά του και θα μεταλλαχθεί σε κοινότητα.
Το δεύτερο παράδειγμα αφορά στη συντεχνία. Το γεγονός ότι το σύνολο της δυτικής Ευρώπης θεμελίωσε τη νέα, εν προκειμένω, «χρηματιστική» οικονομία και, ως εκ τούτου, τη σχέση εργασίας και κεφαλαίου στην έννοια της εταιρικής πολιτείας, που παρέλαβε από το Βυζάντιο, εξηγεί ευρέως γιατί ο νεότερος κόσμος διέφυγε τελικά από το ώνιο δουλοκτητικό σύστημα. Όπως όμως και το «κοινό», η εταιρική ή, όπως επικράτησε να λέγεται, η «συντεχνιακή» πολιτεία, αν και θα λειτουργήσει ως καταλύτης για τη συγκρότηση μιας «κοινωνίας της εργασίας» με βάση την ελευθερία, δεν παύει να αποτελεί παραφθορά του ελληνικού προτύπου, που ανέδειξε η μετα-κρατοκεντρική περίοδος και συνέχισε με τους ίδιους όρους να υπηρετεί την ελληνική ανθρωποκεντρική οικουμένη έως και το τέλος της οθωμανοκρατίας. Στον ελληνικό κοσμοσυστημικό χώρο θα αποτελέσει ένα πολιτειακό σύστημα, προορισμένο να διασφαλίσει την μη εξάρτηση της εργασίας από την εργοδοσία ή το κεφάλαιο. Στη δυτική του περιφέρεια, θα αποτελέσει θεσμό της δεσποτικής «δημόσιας» σφαίρας και θα απολήξει σε μέσον χειραγώγησης της εργασιακής δυναμικής από το κεφάλαιο .
Η απόρριψη της μικρής ανθρωποκεντρικής κλίμακας και η οικοδόμηση των νεοτέρων κοινωνιών στη μεγάλη κλίμακα του ενθοκεντρικού περιβάλλοντος, θα συντελεσθεί – συγχρόνως με την εξάλειψη των θεμελιωδών παραμέτρων της φεουδαρχίας – στη ζώνη της νεοτερικής πρωτοπορίας, μόλις προς το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, ιδίως δε στη διάρκεια του 20ου αιώνα. Θα συμπέσει μάλιστα με την αποδόμηση του ελληνικού κοσμοσυστήματος στο μητροπολιτικό του χώρο, η οποία θα διαρκέσει από το 1821 έως το 1922 .
Η μετάβαση από τη μικρή στη μεγάλη ανθρωποκεντρική κλίμακα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως τυπολογική μεταβολή στο εσωτερικό ενός ενιαίου κοσμοσυστημικού γίγνεσθαι, υπό την έννοια ότι ο νεότερος ανθρωποκεντρισμός αποτελεί οργανική προέκταση του ελληνικού ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος. Ομως, οι ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες συντελέσθηκε η μετάβαση αυτή θα οδηγήσουν τελικά στην εκκίνηση του νεότερου ανθρωποκεντρικού κόσμου από μηδενική αφετηρία, σε ότι αφορά την οικοδόμηση των θεμελιωδών του παραμέτρων (τη «χρηματιστική» οικονομία, το επικοινωνιακό σύστημα κλπ) και, επέκεινα, του κοινωνικο-πολιτικού και ιδεολογικού του περιβάλλοντος.
Έτσι, για παράδειγμα, η μετάλλαξη του «κοινού» σε κοινότητα δεν θα επιτρέψει την επιβίωση της δημοκρατικής πολιτείας, την οποία, εντούτοις, βίωνε ο ελληνικός κόσμος έως τον 19ο αιώνα, με θεμέλιο την κοινωνική και πολιτική ελευθερία, ούτε μιαν ανάλογη «πολιτειακή» δόμηση των σχέσεων εργασίας και κεφαλαίου. Η λογική του συνόλου κοσμοσυστήματος θα επανέλθει σε μια εντελώς πρώιμη κρατοκεντρική τροχιά, εγκαταλείποντας τη μετα-κρατοκεντρική ή οικουμενική του άρθρωση.
Η αστική τάξη, από την πλευρά της, μακράν του να προσλάβει το οικουμενικό υπόβαθρο του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού της περιόδου, θα οικοδομηθεί σε «εθνικές» βάσεις, καθώς πρωταρχική της επιδίωξη θα είναι η πρωταρχική συσσώρευση σε ένα ασφαλές, δηλαδή ενδο-κρατικό περιβάλλον. Η κοινωνία, που μόλις εξέρχεται από τη φεουδαρχία, θα επικεντρώσει το ενδιαφέρον της στην απλή πρωταρχική ανθρωποκεντρική της υποστασιοποίηση, που διέρχεται από την απλή ατομική ελευθερία και την έννοια της κοινωνίας της εργασίας. Σε τελική ανάλυση, η μηδενική ανθρωποκεντρική αφετηρία, από την οποία εκκινεί η νεότερη κοσμοσυστημική τάξη, την κάνει να προσομοιάζει, εξ επόψεως ολοκλήρωσης, αναλογικά, με εκείνη της «πόλης», της πρώιμης προκλασικής περιόδου.
Εντούτοις, η μετάβαση του νεότερου κόσμου από τη μικρή στη μεγάλη ανθρωποκεντρική κλίμακα, θα επιφέρει μια δραματική μεταβολή στον τρόπο πρόσληψης και στις χρήσεις της ελληνικής γραμματείας. Έως τον 19ο αιώνα, η ελληνική γραμματεία αποτελούσε τον θεμελιώδη μοχλό κάθε προβληματικής για την ιδεολογική συγκρότηση του νέου ανθρωποκεντρικού κόσμου. Στη συνέχεια, θα αρχίσει να προσεγγίζεται ολοένα και περισσότερο ως ένα ιστορικό κεκτημένο, ιδίως από τη στιγμή που το πραγματολογικό του υπόβαθρο θα αντιμετωπισθεί ως μακρινό και καταστατικά διαφορετικό, ώστε να μην είναι διανοητή η σύγκριση μαζί του.
Ήδη η μετάβαση στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα, θα δημιουργήσει το νέο εστιακό περιβάλλον για τον άνθρωπο, το οποίο, όμως, θα απαιτήσει την κινητοποίηση πολλαπλάσιας ενέργειας, προκειμένου να γίνει εφικτή η διατήρηση σε λειτουργία της ανθρωποκεντρικής δυναμικής μέσα σ’αυτό. Όντως, οι παράμετροι της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας (της οικονομίας, της επικοινωνίας κλπ), καλούνται να παραβληθούν με τις ομόλογές τους στο πλαίσιο της μικρής κλίμακας, όχι ευθέως με ποσοτικούς όρους, αλλά σε σχέση με το ανθρωποκεντρικό αποτέλεσμα που αποδείχνονται ικανές να παραγάγουν στον φυσικό τους χώρο.
Εντούτοις, αυτή καθεαυτή η πραγματικότητα της μεγάλης κλίμακας, απαιτεί μια γνωστική προσπάθεια διαφορετικού τύπου από εκείνη της μικρής κλίμακας. Το παράδειγμα του επικοινωνιακού συστήματος είναι όλως ξεχωριστό. Πράγματι, στην «πόλη» το επικοινωνιακό σύστημα εδράσθηκε στην άμεση ή φυσική συνάντηση των μελών του κοινωνικού σώματος. Επομένως, η δυναμική της κοινωνίας παρακολούθησε, εκ του σύνεγγυς, την εξέλιξη των παραμέτρων που υπαγόρευαν την ανάπτυξη της φυσικής επικοινωνίας. Οι κοινωνίες της μεγάλης κλίμακας, προκειμένου να τεθούν σε εξελικτική τροχιά ανθρωποκεντρικού τύπου, χρειάζονται ένα επικοινωνιακό σύστημα, σαφώς διαφορετικό από εκείνο της «πόλης», ικανό να συναρθρώσει οργανικά το κοινωνικό σώμα, χωρίς ωστόσο να απαιτηθεί η φυσική του συνάντηση. Με άλλα λόγια, η απαίτηση της μεγάλης κλίμακας για ένα νέο επικοινωνιακό σύστημα θέτει νέα ερωτήματα στην επιστήμη, τα οποία καλείται να επιλύσει. Ανάλογα θα είχε να πει κανείς και για τις ‘άλλες παραμέτρους του κοσμοσυστήματος αυτού.
Το γεγονός αυτό μας επιτρέπει να κατανοήσουμε το αιτιολογικό των κατακτήσεων που έχει να επιδείξει η σύγχρονη επιστήμη και να συμπεράνουμε γιατί δεν έχουν το ανάλογό τους στο επίπεδο του ανθρωποκεντρικού αναπτύγματος των νεοτερικών κοινωνιών. Κάνει εφικτή, επίσης, την ανατοποθέτηση της θέσης της ελληνικής γραμματείας στην εποχή μας. Από θεμελιώδης, για την οικοδόμηση των παραμέτρων του νέου ανθρωποκεντρισμού, γίνεται καταστατικό εργαλείο για την κατανόηση της εξέλιξης. Η λειτουργία της αυτή, όμως, συναρτάται από την πρόσληψή της ως παραγώγου ενός κοσμοσυστήματος, που πραγματοποίησε μια εξελικτική διαδρομή με ολοκληρωμένο ανθρωποκεντρικά περιεχόμενο.
Το πρόβλημα, στο πλαίσιο αυτό, για την εποχή μας, δεν είναι η ασυμβατότητα μεταξύ δύο διαφορετικών κοσμοσυστημικών παραδειγμάτων, αλλά η σύγχυση που προκαλεί η διαφορά της κλίμακας για την κατανόηση της εξελικτικής τυπολογίας ενός ενιαίου θεμελιακά ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος στο σύνολό του. Υπό την έννοια αυτή, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πραγματολογικές βάσεις (η κοινωνία της εργασίας, το προ-αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα, οι όροι βίωσης της ατομικής ελευθερίας) του νεότερου ανθρωποκεντρικού παραδείγματος, είναι πλέον ολοκληρωμένες και οι παράμετροι που το συγκροτούν σαφώς ανώτερες, από εκείνες της «πόλης». Όμως, η σύγκριση δεν αφορά στο σύνολο μιας εκάστης κλίμακας αλλά στο στάδιο που αυτές αντιπροσωπεύουν. Το γεγονός αυτό δεν αναιρεί, επομένως, τη διαπίστωση ότι η σύγχρονη κοινωνία παράγει συστήματα, κατά βάση, οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής εξουσίας, τα οποία δεν έπονται, προηγούνται της πολιτικής κοινωνίας, της οποίας πολιτειακό ανάπτυγμα αποτελεί η σύνολη ελευθερία, δηλαδή η δημοκρατία. Κατά την ίδια έννοια, η μετα-κρατοκεντρική οικουμένη, συνθέτει ένα πλέον εξελιγμένο στάδιο ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης σε σχέση με το προγενέστερό της, τον κρατοκεντρισμό .
Το επιχείρημα περί της ανωτερότητας του νεότερου κόσμου μπορεί από την άποψη αυτή να προσληφθεί ως σύμπτωμα της αδυναμίας του να συγκροτήσει ένα σφαιρικό και ολοκληρωμένο σύστημα σκέψης για την κατανόηση του ιστορικού γίγνεσθαι ή ενδεχομένως και της αγωνίας του να χειραφετηθεί από το ελληνικό κεκτημένο. Δεν εξαντλεί όμως τα όρια και το ως εκ τούτου διαρκώς ανανεούμενο ενδιαφέρον για την ελληνική γραμματεία, το οποίο προκύπτει όχι από μια απλή ιστορική ανάγκη, όπως νομίζεται, αλλά διότι τα πραγματολογικά δεδομένα του ελληνικού κοσμοσυστήματος που τη γέννησε δεν έχουν ξεπερασθεί. Θα έλεγα μάλιστα ότι η παραδοχή πως ο νεότερος κόσμος ακολουθεί με όρους αναλογίας, στη μεγάλη κλίμακα, τον ανθρωποκεντρικό βηματισμό που διένυσε η μικρή ελληνική κλίμακα, και στο πλαίσιο αυτό προσομοιάζει με το κεκτημένο των πρώιμων προ-κλασικών χρόνων, μας επιτρέπει να καταλήξουμε με ασφάλεια για μια γόνιμη σε ιστορικό βάθος θητεία της ελληνικής γραμματείας.
Σε τελική ανάλυση, η αναγεννώμενη Δύση προσέφυγε την ελληνική γραμματεία, αφενός, διότι η διαδικασία της ανθρωποκεντρικής της μετάβασης έγινε με την εγγραφή της στην τροχιά του ελληνικού κοσμοσυστήματος και, αφετέρου, επειδή ήταν η μόνη γραμματεία που έδινε απαντήσεις στο ανθρωποκεντρικό κοινωνικό γίγνεσθαι.
- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -