Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Κοντογιώργη “Η δημοκρατία ως ελευθερία. Δημοκρατία και αντιπροσώπευση” (Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2007, σελ. 713-744)

α. Πολιτική ευθύνη και πολιτική τυπολογία

Θεμελιώδης αφετηρία των υποθέσεων που διατυπώνονται παρακάτω είναι ότι το ζήτημα της πολιτικής ευθύνης συναρτάται με την ιδέα της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, με το περιεχόμενο της ελευθερίας που βιώνει μια συγκεκριμένη εποχή. Τούτο σημαίνει ότι η έννοια της πολιτικής ευθύνης διαφοροποιείται σε στενή συνάφεια με την τυπολογία των πολιτικών συστημάτων, τα οποία με τη σειρά τους αντανακλούν τη φύση και το εξελικτικό στάδιο του συνολικού κοσμοσυστήματος .

Πρόθεσή μας είναι να προσανατολίσουμε την προβληματική στο παράδειγμα του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος και, συγκεκριμένα, στους δυο κυριότερους τύπους πολιτειών που του αναλογούν, τον αντιπροσωπευτικό και τη δημοκρατία. Σ’αυτούς θα προσθέσουμε τον προ-αντιπροσωπευτικό τύπο, που προσιδιάζει στην πρωτο-ανθρωποκεντρική εποχή της μετάβασης στο ομόλογο κοσμοσύστημα. Η από κοινού συνεκτίμηση των τύπων αυτών σε ό,τι αφορά στη σχέση τους με την πολιτική δικαιοσύνη, κρίνεται αναγκαία για λόγους κατανόησης του φαινομένου, κυρίως όμως επειδή, όπως είδαμε, η νεοτερικότητα κατέληξε να ορίσει τη δημοκρατία με γνώμονα τον ακριβώς αντίποδά της, δηλαδή το προ-αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα. Το σύστημα αυτό, είναι απλώς πρώιμο, ως προς το αντιπροσωπευτικό του πρόσημο, έμμεσο ή συναγόμενο και στο βάθος του μη αντιπροσωπευτικό , εάν το συγκρίνει κανείς με την ουσία της αντιπροσωπευτικής αρχής.

Όντως, η διευκρίνιση της διαφοράς μεταξύ αντιπροσώπευσης –ιδίως δε της προ-αντιπροσωπευτικής της εκδοχής- και δημοκρατίας είναι θεμελιώδης. Η τελευταία, αποδίδει το άμεσο μετα-δεσποτικό στάδιο, που υποστασιοποιεί την ατομική ελευθερία στο περιβάλλον του ιδιωτικού βίου και, αργότερα, ένα σώμα κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Η άλλη, ανταποκρίνεται σε ένα σύστημα, στο οποίο εγκαθίσταται η καθολική ελευθερία, δηλαδή σωρευτικά η ατομική, κοινωνική και πολιτική ελευθερία.

Η προσέγγιση που επιχειρούμε της πολιτικής ευθύνης είναι, κατά τη γνώμη μας, επιδεκτική να διαλευκάνει τις καταστατικές διαφορές των δυο συστημάτων και, μάλιστα, του προ-αντιπροσωπευτικού πολιτικού συστήματος της νεοτερικότητας. Υπό το πρίσμα αυτό, θα συμφωνήσουμε, επίσης, εξαρχής ότι η δικαιοσύνη ως έννοια δεν έχει ένα σταθερό και ανεξίτηλο περιεχόμενο. Συνδέεται με το γεγονός της κοινωνικής συμβίωσης και, επομένως, με την ανάγκη της διαμόρφωσης μιας κοινωνικής σχέσης που θα λαμβάνει υπόψη τη διαθεσιμότητα των «αγαθών», σε συνδυασμό με τις κρατούσες πτυχώσεις της ελευθερίας και το μέτρο της έννομης τάξης που καλείται να την εγχαράξει. Κατά τούτο, η δικαιοσύνη δεν αφορά γενικώς τη ρύθμιση της κοινωνικής συμβίωσης, αλλά το συγκεκριμένο περιεχόμενό της, το οποίο ανάγεται τελικά στο ανθρωποκεντρικό της στάδιο. Ώστε, η απόφανση εάν η πολιτική ευθύνη θα ορισθεί ως δικαιϊκή ή απλώς πολιτική αρμοδιότητα, συνέχεται με τη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής και, επέκεινα, με τη θέση του ατόμου στο πολιτικό σύστημα, που υπαγορεύει το περιεχόμενο της βιούμενης ελευθερίας.
Θα αντιμετωπίσουμε, στο πλαίσιο αυτό, το ζήτημα της πολιτικής ευθύνης, σε τρία επίπεδα: (α) της πρώιμης, έμμεσης ή συναγόμενης αντιπροσώπευσης, (β) της πλήρους, δηλαδή της αντιπροσώπευσης αυτής καθεαυτής, και (γ) της δημοκρατίας.

β. Το διακύβευμα της πολιτικής ευθύνης στα πολιτικά συστήματα

Το ζήτημα της πολιτικής ευθύνης μπορεί να τεθεί δυνητικά για διερεύνηση σε τρία επίπεδα:
α. Ως προς το περιεχόμενό της.
β. Ως προς τους εμπλεκόμενους φορείς, τον υπόχρεο και τον δικαιούχο της πολιτικής ευθύνης.
γ. Ως προς τον φορέα της πολιτικής ευθύνης.

Το περιεχόμενο της πολιτικής ευθύνης συναρτάται ευθέως με το αντικείμενο της πολιτικής και είναι επακόλουθο της πολιτικής αρμοδιότητας που ενυπάρχει δυνάμει σε μια πολιτειακά συντεταγμένη κοινωνία. Η πολιτική αρμοδιότητα εμπεριέχει εξορισμού την πολιτική ευθύνη ως σύνδρομο φαινόμενο της πολιτικής λειτουργίας. Το φάσμα της πολιτικής ευθύνης όμως ποικίλει: εκτείνεται από το περιεχόμενο της ασκούμενης πολιτικής (αν είναι επωφελής, ορθή ή βλαβερή για τον δικαιούχο) έως τον τρόπο λειτουργίας της πολιτικής (εάν κινείται εντός ή εκτός της έννομης τάξης) ή την ιδιοποίησή της (το φαινόμενο της διαφθοράς, της ταξικής της προσέγγισης κτλ.).

Από την άλλη, η πολιτική ευθύνη εμπερικλείει αφενός, μια υπό στενή έννοια πολιτική διάσταση, η οποία συνδέεται με την εμπιστοσύνη στο πολιτικό προσωπικό που προώρισται να διαχειρίζεται τις κοινές υποθέσεις και αφετέρου, μια δικαιϊκή διάσταση, η οποία καλύπτει την ευθύνη αυτή καθ’εαυτή, δηλαδή ενώπιον του νόμου. Η μία, η πολιτική ευθύνη υπό στενή έννοια, είναι συνυφασμένη με την εντολή που δίδεται ή που συνάγεται ότι αυτό εισπράττει στο πολιτικό προσωπικό. Η άλλη, η δικαιϊκή ευθύνη, αφορά στο περιεχόμενο της εφαρμοζόμενης πολιτικής, συμπεριλαμβανομένου και του ερωτήματος της αρμονίας της με τη βούληση του εντολέα.

Το ζήτημα της πολιτικής ευθύνης εγείρεται καταρχήν εκεί όπου συντρέχει μια διαφοροποίηση μεταξύ κατόχου ή λειτουργού της πολιτικής και δικαιούχου του αποτελέσματος της πολιτικής λειτουργίας. Θεμελιώδης αρχή είναι ότι η πολιτική ευθύνη συντρέχει υπέρ του δικαιούχου της πολιτικής και επομένως τίθεται σε σχέση με τον κάτοχο ή λειτουργό της πολιτικής που δεν είναι όμως ταυτόχρονα και νομέας της, δηλαδή «κύριος» της πολιτικής αρμοδιότητας. Εφόσον αντιθέτως ο φορέας της πολιτικής λειτουργεί και ως νομέας της -ή με διαφορετική διατύπωση είναι ουσιαστικά κάτοχος της πολιτικής κυριαρχίας- δεν υπέχει πολιτική ευθύνη έστω και αν δεν είναι αυτός ο άμεσος δικαιούχος της πολιτικής.

Κατά λογική ακολουθία αρμόδιος να ασκήσει την πολιτική ευθύνη είναι καταρχήν ο δικαιούχος της πολιτικής (ως αποτελέσματος). Η παραδοχή αυτή ωστόσο εμπλέκεται σε θεωρήσεις συναφείς με τη θέση του στην πολιτική λειτουργία, όπερ υποδηλώνει ότι η τεκμηρίωση της αρμοδιότητας του «ευθύνειν» προϋποθέτει γενικώς, τη σύμπτωση στο πρόσωπο του δικαιούχου της πολιτικής και της ιδιότητας του νομέα (και, κατ’ελάχιστον, του εντολέα).

Η εισαγωγή εξαρχής της υπόθεσης ότι η πολιτική ευθύνη αφορά στον εντολοδόχο και όχι στο νομέα (ή, εν προκειμένω, «κύριον») της πολιτικής, συνδέει ευθέως τη βάση του επιχειρήματος με το περιεχόμενο της ελευθερίας. Όντως, και οι δυο, η πολιτική ευθύνη υπό στενή έννοια και η δικαιϊκή ευθύνη, είναι άρρηκτα συνυφασμένες με το ανάπτυγμα της ελευθερίας, καθώς παραπέμπουν στη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής και, συνακόλουθα, στη θέση του ατόμου στο πολιτικό σύστημα. Πράγμα που μας επαναφέρει στην αρχική παραδοχή ότι το ζήτημα της πολιτικής ευθύνης διαφέρει ως προς την πρόσληψή του ανάλογα με το πολιτικό σύστημα.
Σύμφωνα με την κοσμοσυστημική θεωρία διακρίνουμε δύο θεμελιώδεις τύπους πολιτικών συστημάτων: Τον δεσποτικό και τον ανθρωποκεντρικό.

Ο δεσποτικός τύπος εισάγει ως δικαιούχο, νομέα και καταρχήν λειτουργό της πολιτικής το δεσπότη. Ο ιδιοκτήτης των «Μέσων» της παραγωγής και της κοινωνίας συμπίπτει στο ίδιο πρόσωπο που, εν προκειμένω, τοποθετείται εξορισμού και ως ιδιοκτήτης της πολιτικής. Στο δεσποτικό σύστημα, πολιτικά υπόλογο είναι το μέλος της κοινωνίας που δεν διαχειρίζεται τις υποθέσεις, οι οποίες εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του, σύμφωνα με το συμφέρον ή τη βούληση του δεσπότη ή που ιδιοποιείται μέρος των αγαθών του, αμφισβητεί αυτόν ή το σύστημά του κτλ. Οίκοθεν νοείται ότι ο τρόπος διαχείρισης της πολιτικής από τον δεσπότη ή διάθεσης των αγαθών που περιέρχονται σ’ αυτόν δεν υπόκειται σε έλεγχο. Ο δεσπότης είναι φιλάνθρωπος, σπάταλος, οικονόμος ή αυταρχικός. Όμως, δεν ευθύνεται και, συνεπώς, δεν δίδει λογαριασμό των πράξεών του.

Τυπικό παράδειγμα αποτελεί η απόλυτη μοναρχία των νεοτέρων χρόνων, στην οποία οι αξιωματούχοι του δεσποτικού κράτους ήσαν εξολοκλήρου υπεύθυνοι ενώπιον του μονάρχη. Ώστε, στην αρμοδιότητα του κατόχου του δεσποτικού κράτους ανήκουν τόσο η υπό στενή έννοια πολιτική ευθύνη όσο και η δικαιϊκή ευθύνη.

Ο ανθρωποκεντρικός τύπος -αυτός που εδράζεται στην ελευθερία του κοινωνικού ανθρώπου-, αναγνωρίζει καταρχήν ως δικαιούχο της πολιτικής την κοινωνία. Τούτο σημαίνει ότι η πολιτική ευθύνη ως δικαίωμα ανήκει σ’ αυτήν ενώ υπόλογος της πολιτικής λειτουργίας ενώπιον της είναι ο εντεταλμένος για την άσκησή της. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η αρχή αυτή διαφοροποιείται ανάλογα με την ανάπτυξη των ανθρωποκεντρικών παραμέτρων της κοινωνίας. Άλλοτε, η διάκριση μεταξύ δικαιούχου της πολιτικής (ως αποτελέσματος) και νομέα της πολιτικής (ως διαδικασίας) είναι καταστατική και άλλοτε οι δύο αυτές ιδιότητες συμπίπτουν στο «πρόσωπο» του δικαιούχου, δηλαδή της κοινωνίας.

Το πρώιμο ανθρωποκεντρικά σύστημα εισάγει ως καταστατική αρχή τον λεγόμενο καταμερισμό των κοινωνικών έργων και, πράγματι, τη διχοτομία μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. Δικαιούχος της πολιτικής ορίζεται τυπικά η κοινωνία. Νομέας όμως της πολιτικής παραμένει ο κάτοχος της πολιτικής λειτουργίας, η οποία συγκροτείται ως κυρίαρχη εξουσία με απλώς συναγόμενο αντιπροσωπευτικό πρόσημο. Το κράτος στη φάση αυτή εμφανίζεται ως μια τρίτη αυτόνομη παράμετρος που απορροφά το πολιτικό σύστημα και, ως εκ τούτου, μονοπωλεί την πολιτική στο όνομα του δικού του συμφέροντος, το οποίο συγκαλύπτεται συχνά πίσω από αφηρημένες έννοιες (π.χ. το «εθνικό», το «γενικό» ή το «δημόσιο» συμφέρον), αντιτιθέμενες στην ιδέα του «κοινού συμφέροντος», που ανάγεται ευθέως στην κοινωνία και τις οποίες οικειοποιείται. Επομένως, η φύση της πολιτικής δεν αλλάζει, σε σχέση με το προηγούμενο δεσποτικό σύστημα, αν και υπεισέρχεται η αρχή του επιμερισμού των λειτουργιών της πολιτικής στο πλαίσιο της εξουσίας του κράτους. Αποκτά όμως μια διαφορετική νομιμοποίηση και αναφορά ως προς το σκοπό της.
Στο περιβάλλον του συστήματος αυτού ο πολιτικός έλεγχος -όπως και το σύνολο της πολιτικής διαδικασίας-, παραμένει εγκιβωτισμένος στο κράτος και, μάλιστα, στους μηχανισμούς της πολιτικής εξουσίας, τους φορείς της οποίας υποτίθεται ότι εγγράφει στην αρμοδιότητά του. Σε κάθε περίπτωση, ο δικαιούχος της πολιτικής διατηρείται αποκλεισμένος από την αρμοδιότητα αυτή.

Συγχρόνως, η έννοια του πολιτικού ελέγχου διαφοροποιείται ως προς το περιεχόμενο, το οποίο ορίζεται περιοριστικά. Περιλαμβάνει αποκλειστικά την υπό στενή έννοια πολιτική του πτύχωση, η οποία συνοψίζεται εντέλει στη λειτουργία εναλλαγής στην εξουσία. Ο φορέας της πολιτικής εξουσίας αξιολογείται πολιτικά, δηλαδή εκλογικά, με την έννοια ότι εναπόκειται στον δικαιούχο της πολιτικής να αποφανθεί κατά τη λήξη της εντολής εάν θα ανανεώσει την εμπιστοσύνη του σ’ αυτόν.
Το γεγονός αυτό συνάδει με μια περιοριστική πρόσληψη της αντιπροσωπευτικής λειτουργίας, σύμφωνα με την οποία ο δικαιούχος της πολιτικής εκχωρεί στον αντιπρόσωπο το σύνολο του περιεχομένου της εντολής (εξελεγκτικό, εναρμονιστικό, ανακλητικό κτλ.), δηλαδή της ιδιότητας του εντολέα. Κατά τούτο, η λεγόμενη εκλογική αρμοδιότητα εκλογής του πολιτικού προσωπικού, δεν περιέχει αντιπροσωπευτικό πρόσημο, συνοψίζεται τελικά σε μια απλή νομιμοποιητική λειτουργία. Το κοινωνικό σώμα, μην κατέχοντας την ιδιότητα του εντολέα, δεν αρθρώνεται σε δήμο –σε συστατική αρχή της πολιτείας-, παραμένει τυπικά στην ιδιωτική σφαίρα. Στο πλαίσιο αυτό, ο φορέας της πολιτικής είναι πράγματι νομέας και όχι απλός εντολοδόχος της πολιτικής λειτουργίας. Μοναδική εξαίρεση από τον κανόνα αυτό αποτελούν το εγχείρημα της ανατροπής της έννομης τάξης ή της προδοσίας και, ενδεχομένως, το αδίκημα της οικονομικής ιδιοποίησης. Όμως και οι εξαιρέσεις αυτές τελούν, κατά το μάλλον ή ήττον, υπό την αίρεση της συγκατάνευσης του φορέα της πολιτικής λειτουργίας (ή μάλλον της κυρίαρχης πτυχής του), όπως ακριβώς και ο ενγένει ιδιωτικός και κοινωνικός βίος (η αρχή της ασυλίας), και συνήθως κρίνονται από ειδικά συγκροτημένο δικαιοδοτικό όργανο.

Με άλλα λόγια, ο φορέας της πολιτικής λειτουργίας δεν ελέγχεται, δηλαδή δεν «κρίνεται» από τον δικαιούχο της πολιτικής για το περιεχόμενο της δράσης του. Η πολιτική λειτουργία της εξουσίας τοποθετείται υπεράνω του νόμου και κατά τούτο διαφεύγει από την δικαιϊκή αρμοδιότητα, με την έννοια ότι δεν υπόκειται στη δικαιοδοτική αρμοδιότητα του δικαιούχου της πολιτικής ή, έστω, μιας τρίτης πολιτειακής παραμέτρου που θα ενεργούσε για λογαριασμό του.

Η δικαιοσύνη στο προ-αντιπροσωπευτικό σύστημα εγγράφεται ως μη πολιτική λειτουργία τόσο ως θεσμός όσο και εξ επόψεως περιεχομένου. Ως θεσμός ανήκει στο κράτος, συνιστά όμως διοικητική και όχι πολιτική αρχή. Γι’ αυτό και δεν απαιτείται η νομιμοποίησή της ούτε και είναι διανοητός ο έλεγχός της από τον δικαιούχο της πολιτικής, εν προκειμένω το κοινωνικό σώμα. Εξάλλου, η αρμοδιότητα της δικαιοσύνης εστιάζεται περιοριστικά στο πεδίο της ιδιωτικής ή κοινωνικής σφαίρας (εγκλήματα κατά της ζωής, της ιδιοκτησίας κτλ.), εξικνούμενη έως την περιοχή της διασφάλισης της πολιτικής έννομης τάξης (λ.χ. στην ασφάλειά της, σε παρεκκλίνοντα ζητήματα πολιτικής, στην αμφισβήτηση των επιλογών του φορέα της πολιτικής κτλ).

Ώστε, εν απουσία της έννοιας του πολιτικού δικαίου και, περαιτέρω, της πολιτικής δικαιοσύνης, ούτε ο φορέας της πολιτικής λειτουργίας, ούτε οι πολιτικές του αλλά ούτε και ζητήματα που συνάπτονται με τη φύση του πολιτικού συστήματος υπόκεινται στη δικαιοσύνη του κράτους και ασφαλώς ούτε στην αρμοδιότητα του δικαιούχου της πολιτικής.

Η ολοκληρωμένη εκδοχή του αντιπροσωπευτικού συστήματος διακρίνεται από την πρώιμη ή συναγόμενη αντιπροσώπευση κατά τούτο: το κοινωνικό σώμα αναλαμβάνει, πέραν της νομιμοποιητικής ή εκλογικής λειτουργίας των φορέων της πολιτικής και άλλες αρμοδιότητες που συνάδουν με την ιδιότητα του εντολέα, όπως η εξελεγκτική, η εναρμονιστική, η ανακλητική. Η σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής που προηγουμένως διαμορφωνόταν θεμελιωδώς σε ένα περιβάλλον συσχετισμών δύναμης, το οποίο υπαγόρευαν οι ομάδες πίεσης (η έννοια της υπηκόου κοινωνίας πολιτών), συγκροτείται τώρα εμφανέστερα στο πλαίσιο του πολιτικού συστήματος, όπου έχει τη φορά αυτή προσαρτηθεί και η κοινωνία. Η τελευταία, εφεξής, προσλαμβάνεται ως δήμος, δηλαδή ως πολιτειακά συντεταγμένη οντότητα, προικισμένη με πρωτογενή πολιτική λειτουργία.

Στην ολοκληρωμένη αντιπροσώπευση, επομένως, η πολιτική υπόκειται στη διακριτική αρμοδιότητα του δικαιούχου της, ο οποίος εφεξής μεταλλάσσεται σε εντολέα, αντί να νομιμοποιεί (ή να επιλέγει) απλώς τον φορέα της. Ως εντολέας, η κοινωνία κυρίως κρίνει τον εντολοδόχο, με την έννοια ότι αφού δικαιούται να ορίζει αυτή το περιεχόμενο της εντολής, είναι αρμοδία να τον εγκαλεί για τις επιλογές του, να τον ελέγχει, να τον τιμωρεί ή να αξιώνει την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη συνεπεία της πολιτικής που εφήρμοσε. Κατά το στάδιο μεταξύ της πρώιμης ή συναγόμενης και της ολοκληρωμένης αντιπροσωπευτικής θέσμισης της πολιτικής , ο έλεγχος του φορέα της, σε ό,τι αφορά στην πολιτική της λειτουργία, αποσπάται σταδιακά από την αρμοδιότητα του αυτόνομου δικαιοδοτικού οργάνου που λειτουργεί στο περιβάλλον της κρατικής εξουσίας και περιέρχεται στον εντολέα. Η πολιτική λειτουργία και οι φορείς της δεν υπέρκεινται εφεξής του νόμου.
Στον αντίποδα, στο πολίτευμα που συνάδει με τον ολοκληρωμένο ανθρωποκεντρισμό και, εν προκειμένω, στη δημοκρατία, η πολιτική απορροφάται από το κοινωνικό σώμα, το οποίο συγκροτείται σε πολιτικό σύστημα αντί του κράτους, οπότε κάτοχος ή νομέας της πολιτικής λειτουργίας και δικαιούχος της πολιτικής ως αποτελέσματος ταυτίζονται.

Η μετάλλξη της αντιπροσώπευσης από πολιτικό σύστημα σε απλό θεσμό της δημοκρατίας, μεταβάλλει άρδην την πολιτειακή πυραμίδα. Στην πρώιμη ή συναγόμενη και πάντως εξωθεσμική αντιπροσώπευση είδαμε ότι η πολιτική συγκροτεί αυτόνομη, σταθερά όσο και κυρίαρχη πολιτειακή παράμετρο, προσαρτημένη στο κράτος. Η αρχή της διχοτομίας μεταξύ του κοινωνικού και του πολιτικού υποδηλώνει πρωταρχικά ότι η κοινωνία προσλαμβάνεται βασικά ως «ιδιωτικός» χώρος και πάντως ότι συγκροτεί ένα στιγμιαίο πολιτειακό σώμα, αρμόδιο μόνο για τη νομιμοποίηση του φορέα της πολιτικής. Στο μέτρο επομένως που ο φορέας της πολιτικής νομιμοποιείται (ή έστω επιλέγεται) από το κοινωνικό σώμα αλλά δεν ελέγχεται από αυτό, διαφεύγει επίσης και από την αρμοδιότητα της πολιτειακής δικαιοσύνης. Η τελευταία υπόκειται, ως μέρος του κράτους, στην πολιτική εξουσία και, οπωσδήποτε, δεν διαθέτει την αναγκαία λαϊκή νομιμοποίηση ώστε να επιληφθεί της πολιτικής.

Στη δημοκρατία, η κατάλυση της αυτονομίας της πολιτικής, ως απόρροια της απορρόφησής της από το πολιτειακά συντεταγμένο κοινωνικό σώμα, μεταβάλλει τους φορείς της αντιπροσωπευτικής λειτουργίας σε «θεράποντές» του. Το κράτος δεν ενσαρκώνει πια το πολιτικό σύστημα, το οποίο ταυτίζεται με το δήμο. Οπότε και ο αντιπρόσωπος παύει να είναι φορέας της πολιτικής λειτουργίας, παρά μόνο στο μέτρο που αναλαμβάνει να εκπληρώσει μια συγκεκριμένη εισηγητικού ή εκτελεστικού χαρακτήρα αρμοδιότητα, όχι όμως και κυβερνητικό ή νομοθετικό έργο.

Κατά τούτο, ο εντολοδόχος της πολιτικής αρμοδιότητας, που στο μεταξύ αποβαίνει συνοδικός, ελέγχεται ως προς όλα, καθόλη τη διάρκεια της πολιτικής του λειτουργίας και βεβαίως απολογιστικά, δηλαδή ως προς την αξία των εισηγήσεών του, το αποτέλεσμα της δράσης του και, οπωσδήποτε, την αρμονία της με το κοινωνικώς βουλόμενο συμφέρον. Ο χρόνος της εντολής είναι περιορισμένος και απλώς ενδεικτικός, με την έννοια ότι υπόκειται στην άνευ όρων ανακλητική βούληση του εντολέως.

Ο Αριστοτέλης σε μια αποστροφή του επιστημονικού του λόγου επισημαίνει ότι το «πολιτικό έγκλημα» –η βλάβη που προκαλεί στο δικαιούχο της πολιτικής ο εντολοδόχος του– επισύρει μεγαλύτερες ποινές στη δημοκρατία, αφού προκαλεί συλλογική βλάβη, εν αντιθέσει προς το «ιδιωτικό» έγκλημα που βλάπτει συνήθως μόνον το θύμα . Η επισήμανση αυτή θα λέγαμε ότι αποκτά καίρια σημασία εάν συνδυασθεί με το γεγονός ότι η «πολιτική ευθύνη» αρμόζει μόνον στον εντολοδόχο της πολιτικής ή στον έχοντα την πρωτοβουλία της αμφισβήτησης της πολιτικής, όχι όμως και στον «κύριον» της πολιτικής λειτουργίας, που εν προκειμένω είναι το κοινωνικό σώμα.

Ώστε, η θέση της δικαιοσύνης στο πολιτικό σύστημα και ως προς τα τρία επίπεδα που επικαλεσθήκαμε στην αρχή, καθορίζεται με αφετηρία τον νομέα ή κάτοχο της πολιτικής κυριαρχίας. Ο «κύριος» της πολιτικής κατέχει την εξελεγκτική ή δικαιοδοτική αρμοδιότητα, δεν υπόκειται σε αυτήν.

γ. Τα στάδια της πολιτικής ευθύνης στο ανθρωποκεντρικό ολοκλήρωμα της πόλης

Η αναδίφηση στη νεότερη και σύγχρονη βιβλιογραφία οδηγεί στη διαπίστωση ότι το ζήτημα της πολιτικής ευθύνης και γενικότερα της σχέσης που συνδέει τη δικαιοσύνη με την πολιτική, τίθεται κατά τρόπο μονοσήμαντο υπό την οπτική γωνία του κρατούντος προ-αντιπροσωπευτικού συστήματος. Προβάλλει μάλιστα, όπως είδαμε, ως αξίωμα η άποψη για την ανωτερότητα των συγχρόνων ρυθμίσεων, οι οποίες ως εκ τούτου δεν υπόκεινται σε σύγκριση με οποιοδήποτε ιστορικό παράδειγμα.
Εκτιμήσαμε ήδη αλλού ότι η άποψη αυτή όχι μόνον δεν ευσταθεί επιστημονικά αλλά και είναι ιστορικά αυθαίρετη. Θα επικαλεσθούμε, για πολλοστή φορά, προκειμένου να καταδείξουμε τον ισχυρισμό μας, το παράδειγμα της ελληνικής πόλης, δεδομένου ότι παρουσιάζει, κατά την κρίση μας, ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον για τη μελέτη του φαινομένου, λόγω της κοσμοσυστημικής της ιδιοσυστασίας και του εξελικτικού της διαμετρήματος εξ επόψεως τυπολογίας. Στη συνέχεια θα επιχειρήσουμε μια συγκριτική αποτίμηση της αξίας του νεοτέρου πολιτειακού παραδείγματος.

Διακρίνουμε πράγματι τα εξής στάδια στην εξέλιξη της πόλης, σε ό,τι αφορά το ζήτημα της πολιτικής ευθύνης .
Πρώτον, το στάδιο της προ του Δράκοντος και υπό μίαν έννοια της έως τον Σόλωνα εποχής (7ος αιώνας π.Χ.). Στην «προ του Δράκοντος» … «αρχαία πολιτεία» , η οποία περιλαμβάνει την ισόβια και την αιρετή βασιλεία , η πολιτική στο σύνολό της ανήκε στην «ευγένεια».

Η μετάβαση στην αιρετή βασιλεία φέρεται ωστόσο ότι σηματοδοτεί μια περίοδο ανακατατάξεων στο εσωτερικό της τάξης των ευγενών, καθώς η αποδυνάμωση της βασιλείας αναδεικνύει συλλογικούς θεσμούς δια των οποίων καθιερώνεται η πολιτική κυριαρχία των μελών της. Οι θεσμοί των «Θεσμοθετών» και του Αρείου Πάγου που εισάγονται κατά τη φάση αυτή επιβεβαιώνουν τη νέα πραγματικότητα, η οποία διαμορφώθηκε στη σχέση μεταξύ της μοναρχίας και της βασικά γαιοκτητικής τάξης των ευγενών.
Οι «Θεσμοθέτες» και ο Άρειος Πάγος συγκροτούν συνοδικά σώματα ευγενών, προικισμένα είτε με κυβερνητικές, είτε με νομοθετικές, είτε με δικαστικές αρμοδιότητες ή, ακόμη και μεικτές αρμοδιότητες. Η φύση των σωμάτων αυτών αποδίδει μια κατά βάση «δεσποτική» (δηλαδή εδρασμένη στη λογική του κράτους-συστήματος) πολιτειακή πραγματικότητα μεταβατικού τύπου. Συνομολογείται όμως ότι συγχρόνως με την τάξη της ευγένειας συντρέχει και μια ήδη ισχυρή τάξη ελευθέρων -ιδιοκτητών χωρικών και εμπορομεταποιητικών στρωμάτων- που η πολιτική τους αξίωση αποδεικνύεται ικανή ώστε να προκαλέσει αναταράξεις στο πολιτικό σκηνικό.

Η εποχή των Νομοθετών, που διατρέχει το σύνολο του ελληνικού κόσμου (ο Δράκων στην Αθήνα κτλ.) ορίζει τη μετάβαση από το καταρχήν δεσποτικό σύστημα σε μια τυπολογικά διαφορετική τροχιά, όπου προέχει η ανθρωποκεντρική δυναμική. Το πρόταγμα της περιόδου αυτής εστιάζεται στην αντικειμενικοποίηση του δικαίου και της απονομής της δικαιοσύνης, η οποία αποτυπώνεται στην ανακάλυψη και, μάλιστα, στην αποθέωση του νόμου (η έννοια της πολιτείας δικαίου). Το πρόταγμα αυτό αξιώνει τη θεσμική αναγνώριση του ατόμου ως υποκειμένου δικαίου και ως εκ τούτου την εστίαση της αρχής της ισότητας ενώπιον του νόμου στο πρόσωπό του. Στο μέτρο που αναγνωρίζεται ότι κάθε άτομο έχει έναντι του νόμου ίση αξία, ο τελευταίος οφείλει να είναι σαφής και απρόσωπος –δηλαδή εκ των προτέρων καταγεγραμμένος– και η άσκηση της δικαιοσύνης να ανήκει σε ανεξάρτητο πολιτειακό όργανο.

Με τη διατύπωση ο «Δράκων τους θεσμούς έθηκεν» ο Αριστοτέλης αναφέρεται ακριβώς στη δημιουργία ενός πολιτειακού περιβάλλοντος δικαίου – ενός «κράτους» δικαίου – στο οποίο υπήγοντο εφεξής περιοριστικά η ιδιωτική ζωή και η κοινωνικο-πολιτική λειτουργία του ατόμου. Ωστόσο, το «κατά νόμους άρχωσιν» , που επικαλείται ο Σταγιρίτης, και το δικαίωμα ενός εκάστου να προσφεύγει στη δικαιοσύνη εφόσον αδικείται δεν εισάγουν την αρχή της πολιτικής ευθύνης των κατόχων της πολιτικής εξουσίας. Η δικαιοσύνη ορίζεται περιοριστικά σε συνάρτηση με την ιδιωτική σφαίρα της ελευθερίας και τις κοινωνικές της διασφαλίσεις (η ατομική ελευθερία). Η πολιτική εγγράφεται ως δικαίωμα όχι ως ελευθερία. Μάλιστα, ως επιχειρησιακή έννοια προικίζεται με ένα «σωτηριακό» χαρακτήρα, ιδίως για τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Γι’ αυτό και η πολιτική τάξη, μολονότι νομιμοποιείται εκλογικά στην πολιτική εξουσία, τοποθετείται υπεράνω του νόμου, τουλάχιστον ως προς την άσκηση της πολιτικής λειτουργίας.

Η περίοδος αυτή, που εστιάζεται στην εποχή του Σόλωνα, συμπίπτει με τη σταδιοδρομία του πολιτικού συστήματος της έμμεσης ή, μάλλον, συναγόμενης αντιπροσώπευσης (6ος αιώνας π.Χ.), η οποία μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η πρώτη συνολικά ανθρωποκεντρική έκφανση της κοινωνίας της πόλης. Κατά τον χρόνο που προηγήθηκε, ο διφυής χαρακτήρας της κοινωνίας (η συνύπαρξη δεσποτικών και ανθρωποκεντρικών στοιχείων στην πόλη) δημιουργεί ένα πλέγμα δυναμικών που κατατείνουν σε μια εκρηκτική αντιπαράθεση. Το πρόταγμα της πολιτείας δικαίου (της αντικειμενικοποίησης του δικαίου και της εφαρμογής της δικαιοσύνης, με πρόταγμα την ισότητα ενώπιον του νόμου) που μόλις προηγήθηκε καταγράφεται ως θεμελιώδες, όχι όμως πια επαρκές για την ανθρωποκεντρική οικοδόμηση της κοινωνίας. Διότι, πρώτον, τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα που κυρίως αφορά δεν διαθέτουν την αναγκαία κοινωνική υποστήριξη, την οποία προϋποθέτει η υλοποίηση της ισότητας ενώπιον του νόμου. Και δεύτερον, η μη υπαγωγή στη δικαιοσύνη (το «ελέγχειν») του φορέα της πολιτικής εξουσίας τού παρέχει όλη την ευχέρεια να αναπροσαρμόζει το «διατακτικό» της πολιτικής και αναλόγως να κατευθύνει ταξικά ή να ιδιοποιείται το «κοινό» αγαθό.
Το κοινωνικό πρόβλημα θα τεθεί άλλοτε υπό μια επαναστατική άλλοτε υπό μια μεταρρυθμιστική οπτική. Σε κάθε περίπτωση, η ισότητα ενώπιον του νόμου θα κριθεί ότι δεν παρέχει τις αναγκαίες εγγυήσεις για την κατοχύρωση της ατομικής ελευθερίας –που αποτελεί την πρωταρχική συνιστώσα του ανθρωποκεντρισμού– εάν δεν συνοδεύεται από ένα ελάχιστο κοινωνικής εγγύησης ή πρόνοιας (πολιτεία προνοίας).

Η πραγματοποίηση όμως του κοινωνικού προτάγματος εισάγει ως προαπαιτούμενο τη μεταβολή του πολιτικού συστήματος, καθώς δι’ αυτού, δηλαδή δια της πολιτικής, διέρχεται η εφαρμογή του στο επίπεδο της συνολικής κοινωνίας. Το πολιτικό πρόβλημα θα τεθεί κατά την πρώιμη αυτή ανθρωποκεντρική φάση ως αίτημα αποϊδιοποίησης της πολιτικής εξουσίας. Στο πλαίσιο αυτό, θα επιδιωχθεί η απόδοση της πολιτικής λειτουργίας σε μια τρίτη, ουδέτερη, θεσμική οντότητα, το «κράτος», του οποίου ο φορέας ήταν, όχι πια τυπικός ή ουσιαστικός ιδιοκτήτης, αλλά εκλεγμένος «διαλλακτής», από το σύνολο του κοινωνικού σώματος και, κατ’επέκταση, συναγόμενος αντιπρόσωπος.

Το πολιτικό σύστημα της αισυμνητείας , που εμφανίζεται την εποχή των Νομοθετών (6ος αιώνας π.Χ.), ορίζει ακριβώς την εκλόγιμη, αλλά προσωποπαγή αρχή που λειτουργεί ως καταρχήν αντιπρόσωπος του συνόλου κοινωνικού σώματος. Η δικαιοσύνη στο σύστημα της «αισυμνητείας» συγκροτείται ως αρχή στο πλαίσιο του κράτους. Εξ επόψεως περιεχομένου, εστιάζεται στην εφαρμογή της έννομης τάξης, δηλαδή στη διασφάλιση της ατομικής ελευθερίας και των καταστατικών θεμελίων του κοινωνικού συστήματος στα οποία παραπέμπει. Δεν περιλαμβάνει επομένως στις αρμοδιότητές της την πολιτική, παρά μόνον σε περίπτωση καταχρηστικής άσκησης της πολιτικής λειτουργίας (το παράδειγμα της διαφθοράς) ή ανατροπής της πολιτείας . Η ευθύνη της πολιτικής εξουσίας παραμένει πολιτική, αντιμετωπίζεται στο στενό πολιτικό της πλαίσιο, ως ζήτημα εναλλαγής, δηλαδή ανανέωσης ή μη της εντολής για το μέλλον . Δεν προκύπτει ότι η αρμοδιότητα του κοινωνικού σώματος εμπεριέχει επίσης την ανάκληση της εντολής, η οποία ούτως ή άλλως αφορούσε σε συγκεκριμένο χρόνο .

Ο Αριστοτέλης επισημαίνει στο σημείο αυτό ως καταλυτικής σημασίας, για την τυπολογική μεταβολή του πολιτικού συστήματος, την εισαγωγή της καθολικής και μάλιστα σε εξαιρετικές συνθήκες, της υποχρεωτικής ψήφου , καθώς και την κατ’ έφεσιν δικαιοδοτική αρμοδιότητα του δήμου. Με άλλα λόγια, η καθιέρωση της ατομικότητας και της καθολικότητας της ψήφου και, επέκεινα, η εδραίωση του ανθρωποκεντρικού υποβάθρου της πολιτικής λειτουργίας, θα υπαγορεύσουν καθ’οδόν την πολιτική ευθύνη του φορέα της. Η αναφορά στην «εφετική» δικαιοδοτική αρμοδιότητα του δήμου αφήνει να εννοηθεί ότι η δικαιοσύνη του «κράτους» τίθεται πια, τουλάχιστον ως προς ορισμένες υποθέσεις, υπό τον δευτεροβάθμιο έλεγχο του συντεταγμένου ήδη πολιτειακά κοινωνικού σώματος, δηλαδή του δήμου. Μια τρίτη αρμοδιότητα, υπέρ του πολίτη –η δυνατότητά του να προσφεύγει στη δικαιοσύνη όχι για να μην αδικείται, όπως επί Δράκοντος, αλλά μηνύοντας τον αδικούντα – θα ανοίξει ουσιαστικά το δρόμο για την υπαγωγή αργότερα της πολιτικής εξουσίας στη λαϊκή δικαιοδοτική κρίση.

Τέλος, επισημαίνεται ότι ακόμη και όταν ο φορέας ή κάτοχος της πολιτικής εξουσίας, στο προ-αντιπροσωπευτικό σύστημα, αξιολογείται ως νομικά ανεύθυνος για την πολιτική του λειτουργία, δεν απολαμβάνει εντούτοις ασυλίας σε ό,τι αφορά στον ιδιωτικό και κοινωνικό του βίο. Ακόμη και ο τύραννος της περιόδου αυτής, παρόλον ότι συχνά δεν εκλέγεται τυπικά από το λαό, εγγράφεται στην κατηγορία της συναγόμενης αντιπροσώπευσης, δηλαδή της αισυμνητείας. Ο Πεισίστρατος προσήλθε να δικασθεί, εναχθείς από πολίτη και, μάλιστα, όχι σε ειδικό δικαστήριο, αλλά ενώπιον του καθ’ύλην αρμοδίου πολιτειακού δικαστηρίου.
Η μετακύλιση της αρμοδιότητας ως προς «τας αρχαιρεσίας και τας ευθύνας» στο κοινωνικό σώμα και η καθιέρωση της συνοδικότητας των αντιπροσωπευτικών αρχών, που εισάγεται σταδιακά μετά την πρώιμη περίοδο της προσωποπαγούς «έμμεσης» αντιπροσώπευσης, δεν αναιρούν το γεγονός ότι η σχέση κοινωνίας και πολιτικής λειτουργεί υπέρ της πολιτικής εξουσίας. Η πολιτική εξουσία εξακολουθεί να είναι «κυρία» και ο φορέας της να κατέχει ως νομέας την πολιτική διαδικασία –αν και μεταλλάσσεται από την απλώς πλήρη στη σχετικά κυρία κάτοχο της καθολικής πολιτικής αρμοδιότητας–, τουλάχιστον κατά το ουσιώδες. Όμως, η ανάδειξη τους κοινωνίας σε δικαιούχο της πολιτικής πράξης, ήδη από την πρώιμη ανθρωποκεντρική περίοδο, και ιδίως η συγκρότησή της σε πολιτειακή παράμετρο του συστήματος (σε δήμο) –με αρμοδιότητα πέραν της εκλογής, στον έλεγχο και, κατ’ επέκταση, στην ανάκληση και στη δικαιοδοτική απόφανση επί των αντιπροσωπευτικών αρχών– θα σηματοδοτήσουν τη μετάβαση στην άμεση, δηλαδή ολοκληρωμένη ή πλήρη αντιπροσωπευτική πολιτεία.

γ. Πολιτική ευθύνη και δημοκρατία

Η τομή, ως προς το ζήτημα της πολιτικής ευθύνης, θα δημιουργηθεί με τη μετάβαση από τα συστήματα (αντιπροσωπευτικής ή μη) εξουσίας στη δημοκρατία. Εφεξής, πολιτικά ανεύθυνος είναι ο δήμος, το πολιτειακά συγκροτημένο σώμα της κοινωνίας -όπως και στην πλήρη αντιπροσώπευση-, ο οποίος εξ αυτού του λόγου τοποθετείται υπεράνω του νόμου, αφού αυτός είναι ο κύριος της καθολικής πολιτικής αρμοδιότητας. Η δικαιοσύνη επίσης, συνακόλουθα προς την πολιτική λειτουργία, από κρατική (δηλαδή διοικητική) αρχή, μεταβάλλεται σε δημοσία (δηλαδή του δήμου) αρχή, περιερχόμενη εξολοκλήρου στο πολιτειακά συντεταγμένο κοινωνικό σώμα. Η πολιτική ευθύνη αφορά στις λειτουργίες της αντιπροσωπευτικής αρχής, η οποία από πολιτικό σύστημα υποβαθμίζεται, όπως είδαμε, σε απλό θεσμό ενός άλλου πολιτικού συστήματος, της δημοκρατίας.

Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτική ευθύνη τίθεται ως προς όλες της τις διαστάσεις και, γι’ αυτό, παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τις λειτουργίες της αντιπροσωπευτικής αρχής. Η «πολιτεία» του πολιτικού προσωπικού αξιολογείται επομένως συνολικά, δηλαδή ως προς τις επιλογές ή τις εισηγήσεις του (τη «ρητορική» λειτουργία), την αντιστοίχισή τους με το συμφέρον του δήμου, αλλά και ως προς την αποτελεσματικότητα της πολιτικής του διαχείρισης.

Η ευθύνη αυτή, δεν συνάπτεται, ωστόσο, με μια περιοριστική προσέγγιση της ελευθερίας (του πολιτικού λόγου και της πολιτικής πράξης), αλλά με την εναρμόνιση της πολιτικής, κατά το μέρος που ασκείται από τις αντιπροσωπευτικές αρχές, με την πολιτική βούληση του δήμου. Η αντιπροσώπευση ως θεσμός της δημοκρατίας έχει αυστηρά καθορισμένη εντολή, περιοριστικά οροθετημένη, ελέγχεται σε καθημερινή βάση, ανακαλείται απεριορίστως, ενώ οι αρχές της συνοδικότητας, της ομοφωνίας στο εσωτερικό του «σώματος» των αντιπροσώπων και της σύντομης χρονικής διάρκειας της εντολής, λειτουργούν αποτρεπτικά στη φυσική τάση της εξουσίας να ενισχύει την ισχύ της και να αυτονομείται.

Ώστε, σε αντίθεση με την κυρίαρχη αντιπροσώπευση, την αντιπροσώπευση ως πολιτικό σύστημα όπου η πολιτική εξουσία ενσαρκώνει την καθολική πολιτική αρμοδιότητα και, ως εκ τούτου, ενσωματώνει μια «εν λευκώ» πολιτική εντολή και λειτουργία, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο κάποιου εντολέα, στη δημοκρατία ο θεσμός της αντιπροσώπευσης επιτελεί μια αυστηρά περιορισμένη εντολή, εκτελεστικού τύπου, για την οποία επιπλέον συντρέχει η απόλυτη, προληπτική και κατασταλτική, δηλαδή καθολική πολιτική αρμοδιότητα του δήμου. Το πολιτικό προσωπικό, εν προκειμένω, υπόκειται στο νόμο, σε ό,τι αφορά την πολιτική του λειτουργία και, οπωσδήποτε, δεν απολαμβάνει ασυλίας. Είναι εξολοκλήρου υπεύθυνο τόσο από στενά πολιτική όσο και από δικαιϊκή άποψη.

Στον αντίποδα, ο δήμος, το πολιτειακά συντεταγμένο κοινωνικό σώμα, υπέρκειται του νόμου, όπερ σημαίνει ότι δεν δίδει λογαριασμό για τις επιλογές του. Αποτελεί το «κύριον» σώμα της πολιτείας.

Ο Αριστοτέλης αναφέρεται στη διάκριση των λειτουργιών εξ επόψεως θεματικών πεδίων («μορίων») της πολιτικής διαδικασίας, για να επισημάνει ιδίως ότι η σύνθεσή τους αποδίδει ένα διαφορετικό πολιτειακό αποτέλεσμα. Ο Σταγιρίτης γνωρίζει σαφώς τη φύση της διαφοράς μεταξύ «κυβέρνησης», «νομοθεσίας» και «δικαιοσύνης», την οποία άλλωστε παραλαμβάνει από τα βιούμενα πολιτικά συστήματα της πόλης. Η διάκριση όμως αυτή καθεαυτή έχει αξία ως θεσμική διαρρύθμιση στο εσωτερικό ενός συγκεκριμένου πολιτικού συστήματος, προκειμένου να διαγνωσθεί η μορφολογική του ιδιοσυστασία. Έτσι, η διάκριση των λειτουργιών σε ένα προ-αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα, όπως αυτό της νεοτερικότητας, συμπυκνώνεται, όπως ήδη διαπιστώσαμε, στη διάκριση των εξουσιών στο εσωτερικό του κράτους/συστήματος, δεν επηρεάζει τη δομή της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, δηλαδή τη φύση της πολιτείας. Αντιθέτως, στη δημοκρατία η διάκριση των λειτουργιών αφορά αποκλειστικά τη διαρρύθμιση της πολιτικής διαδικασίας που διεκπεραιώνει ο δήμος, ως κάτοχος της καθολικής αρμοδιότητας. Οι λειτουργίες της πολιτικής δεν συνέχονται με την εξουσία, αφού η τελευταία στην πολιτεία αυτή έχει «μαρανθεί».

Ώστε, η τυπολογική μετεξέλιξη του πολιτικού συστήματος πραγματοποιείται μόνο με την μεταβολή του «κυρίου» εκ των «μορίων» (ή φορέων) της πολιτείας. Η αναφορά, στα Πολιτικά, στα «τρία μόρια της πολιτείας», ανταποκρίνεται ακριβώς στο σχήμα της εξέλιξης στο εσωτερικό της πόλης, από τα συστήματα (κρατικής) εξουσίας στα συστήματα δημοκρατίας.

Ο Σταγιρίτης διακρίνει πράγματι (α) «το βουλευόμενον περί των κοινών» (β) «το περί τας αρχάς» και (γ) «το δικάζον». Στο πλαίσιο αυτό, «κύριον» είναι το μόριο εκείνο που αποφασίζει «περί πολέμου και ειρήνης και συμμαχίας και διαλύσεως, και περί νόμων, και περί θανάτου και φυγής και δεσμεύσεως, και περί αρχήν αιρέσεως και των ευθυνών». Το ζήτημα, επομένως, είναι αν τις αρμοδιότητες αυτές, στις οποίες εμπλέκονται και οι τρεις θεματικές λειτουργίες της πολιτικής, κατέχει ο δήμος, το συντεταγμένο πολιτειακά κοινωνικό σώμα, ή οι αρχές, η διαφοροποιημένη εξουσία.

Αναφερόμενοι στο σχήμα αυτό, διαπιστώσαμε ότι στο πρώιμο, έμμεσο ή συναγόμενο εξωθεσμικά αντιπροσωπευτικό σύστημα, η κατανομή των λειτουργιών της πολιτικής αποτελεί εσωτερική υπόθεση της κρατικής εξουσίας. Το κράτος συγκεντρώνει το μονοπώλιο των λειτουργιών της πολιτικής (τις αρμοδιότητες τόσο του εντολοδόχου όσο και του εντολέα), επιχειρείται όμως η κατανομή τους σε τρεις αυτόνομους φορείς εξουσίας, προκειμένου να αποφευχθεί η ολοκληρωτική του μετάλλαξη. Γι’αυτό και ο λόγος εστιάζεται στη «διάκριση των εξουσιών», αντί στη διάκριση των πολιτικών λειτουργιών. Αν ωστόσο το σύστημα της κατ’εξουσίαν διάκρισης των λειτουργιών συνέβαλε σημαντικά στην αποδεσποτοποίηση του κράτους δεν κατόρθωσε τελικά να αποφύγει τη σύγχυση αρμοδιοτήτων καθώς η κοινωνία μετεξελισσόταν σε ανθρωποκεντρικά ομοιογενή οντότητα. Ο φορέας της πολιτικής λειτουργίας με τη μεσολάβηση της αρχής της πλειοψηφίας, οδήγησε στην ουσιαστική ενοποίηση της «νομοθετικής» και της «εκτελεστικής» (και όντως κυβερνητικής) λειτουργίας («το βουλευόμενον») και εντέλει στην πλήρη ενσάρκωσή της από «τας αρχάς» (την εξουσία του κράτους. Ομοίως, και η δικαστική λειτουργία, η οποία, ως διοικητική πτυχή του κράτους, βρέθηκε υποταγμένη στη βούληση του φορέα της πολιτικής του εξουσίας.

Ανεξαρτήτως όμως αυτού, η θεσμική διαρρύθμιση των λειτουργιών της πολιτικής στο πλαίσιο του κράτους/συστήματος δεν μεταλλάσσει ένα αυστηρά εξουσιαστικό σύστημα με εντελώς πρώιμες παραδοχές «έμμεσης» ή συναγόμενης αντιπροσώπευσης σε δημοκρατία . Η δημοκρατία θέτει, ως προαπαιτούμενο, την πολιτειακή συγκρότηση του κοινωνικού σώματος, ώστε να βουλεύεται, όπως υπογραμμίζει ο Αριστοτέλης , δυνάμει της καταστατικής αρχής της «περί απάντων» , δηλαδή της καθολικής πολιτικής αρμοδιότητας.

Η καθολική πολιτική αρμοδιότητα του δήμου και κατ’ επέκταση η μετατόπιση του επικέντρου της αρχής της ισότητας από το κοινωνικό (ιδίως ενώπιον του νόμου) και οικονομικό πεδίο (ενώπιον της ιδιοκτησίας) στο πολιτικό, οδηγούν σε μια ανάλογη θεσμική διαρρύθμιση των λειτουργιών της πολιτικής στο πλαίσιο του πολιτειακά συντεταγμένου κοινωνικού σώματος. Ώστε, το «ευθύνειν» ως αρμοδιότητα στη δημοκρατία ανήκει στον «κύριον», εκ των «μορίων» της πολιτικής, όπως και στην πρώιμη αντιπροσώπευση. Εν προκειμένω, το «κύριον» αλλάζει, με τη μεταβολή της φύσεως του πολιτικού συστήματος, όχι η λογική του «ευθύνειν». Ενώ όμως στο πρώιμο ή, μάλλον, προ-αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα ο «έλεγχος» της πολιτικής είναι άγνωστος, στην πλήρη αντιπροσώπευση αναδεικνύεται σε μείζον διακύβευμα της πολιτικής διαδικασίας, περιερχόμενος, τουλάχιστον ενμέρει, στο πολιτειακά συντεταγμένο κοινωνικό σώμα. Στη δημοκρατία ακολουθείται η «αρχή» της πλήρους αντιπροσώπευσης, με μια διαφορά: το «κύριον» της πολιτικής, η καθολική πολιτική αρμοδιότητα ανήκει πια στον δήμο και όχι στη διαφοροποιημένη εξουσία του εντολοδόχου.
Συναφές προς τα ανωτέρω είναι και το ζήτημα της πρόσληψης της πολιτικής. Όταν η πολιτική εξομοιώνεται με την εξουσία, ο σκοπός της πολιτικής είναι «επιχειρησιακός» και επομένως και οι τρεις «λειτουργίες» της πολιτικής –και στο πλαίσιο αυτό το «ευθύνειν»– οφείλουν να αποδίδονται σ’ αυτόν που έχει την καθύλην γνώση του αντικειμένου. Το οποίο αντικείμενο, όμως, εστιάζεται αποκλειστικά στα ζητήματα που συνάπτονται με την ατομική ελευθερία και την υλική ευημερία της ιδιωτικής, κατά τα άλλα, κοινωνίας. Όπως ο ιατρός κρίνεται από τον ιατρό, έτσι και οι άλλοι ελέγχονται από τους ομοίους τους. Υπό την έννοια αυτή, ο δήμος, μη όντας ο πλέον αρμόδιος για τη διαχείριση των πολιτικών πραγμάτων, δεν θα έπρεπε να έχει την αρμοδιότητα ούτε της εκλογής ούτε του ελέγχου , ούτε τη βουλευτική λειτουργία (τη διακυβέρνηση, τη νομοθεσία κτλ.). Εντούτοις, ο Αριστοτέλης διαπιστώνει ότι άρχων, εν προκειμένω, δεν είναι ούτε ο δικαστής ούτε ο βουλευτής, ούτε ο εκκλησιαστής, αλλά το δικαστήριον, η βουλή και η εκκλησία του δήμου. Και η γνώμη των πολλών, κατά τον Σταγιρίτη, έχει αποδειχθεί ότι είναι ανώτερη και πλέον συμφέρουσα για την πολιτεία από εκείνη των ολίγων ή του ενός.

Όμως, η πολιτική και, συνακόλουθα, το ζήτημα της δικαιοσύνης, δεν εξαντλούνται στο πεδίο της (οικονομικής βασικά) «παραγωγικότητας» και, περαιτέρω, της συγκρότησης ενός προτάγματος που θα επιχειρεί να επιλύσει το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ ελευθερίας και ισότητας με γνώμονα τον ιδιωτικό ή ατομικό και τον κοινωνικό βίο. Η πορεία προς την ανθρωποκεντρική ολοκλήρωση, με εστιακό υπόβαθρο τον κρατοκεντρισμό, που σηματοδοτεί η μετάβαση στη δημοκρατία, φιλοδοξεί να απαντήσει στο ερώτημα της καθολικής ελευθερίας, η οποία αναδεικνύει σε προνομιακό πεδίο την κοινωνική και την πολιτική της διάσταση. Όπως διαπιστώσαμε αλλού, η ελευθερία στο κοινωνικό επαγγέλλεται, το μέγιστο, την απεξάρτηση από την εργασία και το ελάχιστο, τη διαμόρφωση σχέσεων εργασίας που θα αποκλείουν την εξάρτηση . Η ελευθερία στο πολιτικό συνεπάγεται την εξουσιαστική απεξάρτηση του ατόμου, η οποία όμως δεν θεραπεύεται με την τεκμαιρόμενη ή ρητή εκχώρηση της αυτονομίας του στον εντολοδόχο φορέα της πολιτικής, αλλά με την απορρόφηση της ολότητας της πολιτικής από την κοινωνία. Ελευθερία και εξουσία είναι έννοιες ασύμβατες, είτε αυτές ανάγονται στο ατομικό, είτε στο κοινωνικό, είτε στο πολιτικό πεδίο, καθώς η ελευθερία έχει ως μέτρο στάθμισης του περιεχομένου της την αυτονομία.

Ο τρόπος που θα επιτευχθεί η ελευθερία στο κοινωνικό αναδεικνύει ένα μείζον ζήτημα σχετικά με το πώς θα επιτευχθεί τελικά η συμμετοχή του ατόμου στην αναδιανομή του οικονομικού προϊόντος χωρίς να απαλλοτριωθεί ολόκληρη η αυτονομία του ή μέρος της με τη μορφή της οικονομικής εργασίας και ακόμη περισσότερο της εξαρτημένης εργασίας. Το ζήτημα της κοινωνικής ελευθερίας θα συνδεθεί άρρηκτα, κατά την περίοδο της πόλης – κράτους, με την πολιτική ελευθερία στο μέτρο που η άσκηση της τελευταίας κρίθηκε ότι διήρχετο υποχρεωτικά από τη λογική της ‘σχολής’ . Η απάντηση στο διπλό αυτό δίλημμα, που θα οδηγήσει στην πολιτική μισθοφορία, δηλαδή στην αναδιανομή του οικονομικού προϊόντος δια της συμμετοχής του δήμου στην πολιτική λειτουργία (ή εργασία), θα αποτελέσει το καίριο πρόταγμα της δημοκρατίας κατά την κρατοκεντρική φάση του ελληνικού κοσμοσυστήματος.

Κατά τούτο, στο ερώτημα της ποιοτικής αρμοδιότητας και κατ’ επέκταση της επιχειρησιακής διάστασης της πολιτικής, η δημοκρατική πολιτεία δεν αφήνει περιθώρια για δισταγμούς: ο δήμος, θα υπογραμμίσει ο (Ψευδο-)Ξενοφών, προτιμά να είναι ελεύθερος, δηλαδή να αυτοκυβερνάται, παρά να εκχωρήσει την πολιτική λειτουργία σε μια διαφοροποιημένη εξουσία, την οποία θα κατέχουν οι πλέον αρμόδιοι να λάβουν τις ορθότερες αποφάσεις. Διότι εντέλει το ερώτημα αφορά στην οπτική της «ορθότητας» μιας απόφασης, στο γινόμενο της σύγκλισής της με τα επιμέρους συμφέροντα.

δ. Πολιτική ευθύνη και νεοτερικότητα. Το διακύβευμα στην πρωτο-ανθρωποκεντρική εποχή

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το ελληνικό κρατοκεντρικό παράδειγμα της πόλης, καθώς διάνυσε μια πλήρη εξελικτική διαδρομή από τη δεσποτεία στα ανθρωποκεντρικά συστήματα, με κορυφαία τη δημοκρατική ολοκλήρωση, μας επιτρέπει να διαμορφώσουμε μια συνολική εικόνα του ζητήματος της πολιτικής ευθύνης, εν συναρτήσει προς το είδος του πολιτικού συστήματος. Η παραδοχή αυτή κάνει εφικτή επίσης μια διαφορετική, ‘εξ αποστάσεως’, εκτίμηση της πρόσληψης του ζητήματος αυτού στο περιβάλλον του νεότερου ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος.

Όντως, το ζήτημα της πολιτικής ευθύνης εγγράφεται στο σύγχρονο πολιτικό σύστημα μόνο ως προς την ιδιοποίηση του «δημοσίου» (ιδίως οικονομικού) αγαθού και, εξαιρετικά, σε ό,τι αφορά στην έννομη τάξη (π.χ. στο εγχείρημα της ανατροπής του πολιτεύματος) ή στην ακεραιότητα της επικράτειας. Η πολιτική λειτουργία καθεαυτή και συνακόλουθα η πολιτική πράξη τοποθετούνται υπεράνω του νόμου. Ειδικότερα, η πολιτική τάξη δεν υπέχει ευθύνη και ως εκ τούτου δεν κρίνεται για την πολιτική της δράση ενώ και ως προς τον ενγένει βίο της περιβάλλεται καταρχήν από ασυλία. Η έννοια της πολιτικής ευθύνης, ιδωμένη από την πλευρά της κοινωνίας, είναι αποκλειστικά εκλογική, αξιολογείται δηλαδή μόνον ως προς το πολιτικό της σκέλος (απο- ή επι-δοκιμασία προσώπων ή πολιτικών επιλογών), όχι όμως και εξ απόψεως δικαιοσύνης.

Ομοίως, ο πολιτικός έλεγχος, ο οποίος αποτελεί επίσης μια αρμοδιότητα των φορέων της εξουσίας, δεν έχει ουσιαστική αξία, διότι, αφενός, αφορά αποκλειστικά στην κυβέρνηση, καθώς η νομοθετική λειτουργία τού διαφεύγει, και αφετέρου, η πραγματική σύγχυση των «εξουσιών» του κράτους (της «εκτελεστικής», της νομοθετικής», της «δικαστικής»), με όχημα την κομματική πλειοψηφία, τον ακυρώνει. Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, που προβάλει ως καταστατικό κεκτημένο του νεότερου προ-αντιπροσωπευτικού συστήματος, υπόκειται στο διατακτικό της διχοτομίας μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής . Ανάγεται επομένως σε μια ενδο-συστημική διαρρύθμιση των λειτουργιών του κράτους, που μονοπωλεί την πολιτική λειτουργία, και όχι της κοινωνίας, η οποία έχει εγκιβωτισθεί στην ιδιωτική σφαίρα. Εξού και η συνάρτηση της αρχής αυτής με την ενοποιητική συνάφεια που επιβάλλουν στο σύστημα η εκλογική δυναμική και, φυσικά, η ίδια η λογική του, η οποία αξιώνει όπως οι πολιτικές δυνάμεις (εν προκειμένω τα κόμματα) διαχειρίζονται τις θεσμικές διαστάσεις του κράτους με όρους κυριαρχίας της «πλειοψηφίας» .

Η δικαιοσύνη, από την πλευρά της, ορίζεται ως διοικητική αρχή, δηλαδή ως λειτουργία του κράτους, της οποίας το οροθετικό πλαίσιο και, ευρέως οι θεμελιώδεις φορείς της, καθορίζονται από την πολιτική εξουσία. Επομένως, ως εκ της φύσεώς της –δεν έχει κοινωνική νομιμοποίηση–, η δικαιοσύνη δεν συνιστά πολιτική λειτουργία και, ως εκ της κυριαρχίας της πολιτικής εξουσίας, η πολιτική τάξη δεν υπόκειται στην αρμοδιότητά της (στην αρμοδιότητα μιας διοικητικής εξουσίας). Η τελευταία, ούσα ευθέως «εντεταλμένη» από την κοινωνία να διοικεί κατά τρόπο αυτεξούσιο τον δημόσιο χώρο, δηλαδή το κράτος ως πολιτικό σύστημα και ως δημόσια αρχή, είναι υπόλογη μόνον έναντι του εντολέως της. Όμως, ο εντολέας αυτός είναι μια ρευστή οντότητα (το έθνος) χωρίς βούληση, η δε κοινωνία δεν αναγνωρίζεται ως συντεταγμένο πολιτειακό σώμα, προικισμένο με την ιδιότητα του εντολέα ώστε να εκφράσει το έθνος.

Με άλλα λόγια, ο πολιτικός έλεγχος της εξουσίας συνάγεται ότι αφορά αποκλειστικά στην (εξωθεσμική) κριτική προσέγγιση των επιλογών της άρχουσας πολιτικής εξουσίας και όχι στην υπαγωγή τους σε μια θεσμική κρίση του (δομημένου σε δήμο) κοινωνικού σώματος ή, έστω, σε δικαιϊκή κρίση . Μια κρίση, η οποία στο μέτρο που δεν εγγράφεται σε ένα συγκροτημένο πολιτειακό πλαίσιο, επιβεβαιώνει απλώς την ατομική ελευθερία του πολίτη, σε καμιά περίπτωση όμως την ύπαρξη της πολιτικής ελευθερίας. Πράγμα που επικυρώνει ουσιαστικά την παραδοχή ότι η νεοτερικότητα δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη πολιτικού δικαίου και, περαιτέρω, πολιτικής δικαιοσύνης ή, με διαφορετική διατύπωση, την ιδέα του πολιτικού αδικήματος και της πολιτικής βλάβης . Η ύπαρξή τους ενυπάρχει μόνο εκεί όπου ευδοκιμεί η πολιτική ελευθερία και, κατ’ελάχιστον, η πλήρης αντιπροσώπευση.

Οι ολίγες αυτές επισημάνσεις καταδεικνύουν ότι το σύγχρονο πολιτικό σύστημα στο σύνολό του και ειδικότερα το ζήτημα της πολιτικής ευθύνης, συναρτώται με το εντελώς πρώιμο στάδιο ανθρωποκεντρικής εξέλιξης που διέρχεται ο κόσμος. Η παραδοχή αυτή δεν είναι αντιφατική, όπως θα νόμιζε κανείς, προς τη χρονική ακολουθία και, μάλιστα, προς τα τεχνολογικά ιδίως επιτεύγματα που είναι συμφυή με το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μεγάλης κλίμακας. Το ελληνικό κοσμοσύστημα διέδραμε, όπως είδαμε, μια ολοκληρωμένη εξελικτική τροχιά ενώ η νεότερη ανθρωποκεντρική περίοδος, μολονότι αποτέλεσε τυπολογικό παράγωγο της ελληνικής, δεν κατόρθωσε, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, να συγκρατήσει και μάλιστα να αφομοιώσει το ‘κεκτημένο’ του. Η μετάβαση στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα θα οδηγήσει τελικά τη νεότερη ανθρωποκεντρική εποχή στην εκκίνηση από μηδενική αφετηρία, εξ επόψεως παραμέτρων, θεσμικών και ιδεολογικο-κοινωνικών θεμελίων.

Το γεγονός αυτό εξηγεί την πρώιμη φύση του πολιτικού συστήματος και, στο πλαίσιο αυτό, την πρωτόλεια πρόσληψη της έννοιας της πολιτικής ευθύνης. Πρόσληψη που συνάδει, σε τελική ανάλυση, με το στάδιο της υπηκόου κοινωνίας πολιτών, στην οποία αντιστοιχεί η νεοτερικότητα . Διακινδυνεύοντας μια συσχέτιση, με όρους αναλογίας, της φάσης που διέρχεται ο νεότερος ανθρωποκεντρικός κόσμος με εκείνη της ελληνικής περιόδου, θα λέγαμε ότι η νεότερη εποχή τοποθετείται εξελικτικά μόλις στο χρονικό ανάπτυγμα ανάμεσα στους Νομοθέτες (Δράκων κ.α.) και στο τέλος του κοινωνικού προτάγματος (Σόλων κ.α.).
Συμπεραίνουμε ότι η δικαιοσύνη και, στο πλαίσιο αυτό, η έννοια της πολιτικής ευθύνης, ορίζονται σε συνάρτηση με τη φύση του βιούμενου πολιτικού συστήματος. Η θεμελιώδης αρχή υπαγορεύει ότι ο κάτοχος της καθολικής πολιτικής αρμοδιότητας τοποθετείται υπεράνω του νόμου και, ως εκ τούτου, η πολιτική του λειτουργία δεν υπόκειται στη δικαιοσύνη. Κατά τούτο, τα συστήματα που προκρίνουν τη συγκρότηση της πολιτικής στη βάση της κυρίαρχης εξουσίας (εν προκειμένω, όταν το πολιτικό σύστημα και, κατ’επέκταση, η καθολική πολιτική αρμοδιότητα ενσαρκώνονται από το κράτος, όπως στην «έμμεση» ή, μάλλον, συναγόμενη αντιπροσώπευση), δεν αναγνωρίζουν την πολιτική ευθύνη της πολιτικής τάξης, που καλείται να τη διαχειρισθεί, έναντι του κοινωνικού σώματος. Στην περίπτωση αυτή, επομένως, η αρμοδιότητα της δικαιοσύνης -η οποία επιπλέον διαθέτει διοικητική αλλ’όχι πολιτική νομιμοποίηση- δεν εκτείνεται στο πεδίο της πολιτικής. Αντιθέτως, στα πολιτικά συστήματα που αποφάσκουν την κυρίαρχη εξουσιαστική θέσμιση της πολιτικής, και ιδίως στις μορφολογικές πτυχώσεις της δημοκρατίας, ο πολιτικός αντιπρόσωπος υποβάλλεται εξολοκλήρου στο διατακτικό της αντιπροσωπευτικής αρχής και, κατ’επέκταση, στη δικαιοσύνη.

Στο πλαίσιο αυτό, ο δήμος κατέχει την καθολική πολιτική αρμοδιότητα και, συνακόλουθα, την δικαιοδοτική λειτουργία (το «ελέγχειν»), δεν υπόκειται όμως ο ίδιος στη δικαιοσύνη. Στο μέσον των δυο αυτών τυπολογικών κατηγοριών της ανθρωποκεντρικής πολιτείας, εγγράφεται η αντιπροσώπευση ως πολιτικό σύστημα, στην οποία το ζήτημα της πολιτικής ευθύνης αντιμετωπίζεται κατά τον τρόπο της δημοκρατίας.

Το συμπέρασμα αυτό, συνομολογεί ότι το μείζον ζήτημα της εποχής μας εστιάζεται στην ανάγκη ενός εκ βάθρων επανορισμού των θεμελιωδών εννοιών –όπως της δημοκρατίας, της αντιπροσώπευσης κτλ- και μιας επανεξέτασης των βεβαιοτήτων της νεοτερικότητας σχετικά με το ανθρωποκεντρικό της κεκτημένο. Η συνειδητοποίηση αυτή, θα βοηθούσε ασφαλώς στην επεξεργασία μιας ιδέας για το μέλλον σύμφωνα με την οποία η πολιτική ευθύνη οφείλει να εγγραφεί στην προοπτική μιας συνολικής προβληματικής για την αντιπροσωπευτική μετάλλαξη του πολιτικού συστήματος.

contogeorgis.blogspot.com

- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -

Κοινοποίηση: