
Η συζήτηση για τη θέση της πολιτικής ως φαινομένου στη διδασκαλία και την έρευνα επικεντρώνεται στις μέρες μας στην αναζήτηση των επιμέρους «αντικειμένων» της και, κατ’ επέκταση, σε μιαν ανάλογη θεματική άρθρωση των σπουδών ή των ερευνητικών αναζητήσεων. Το «αντικείμενο» της πολιτικής επιστήμης, η πολιτική εξουσία, εμφανίζεται ως δεδομένο και ουσιαστικά αυτονόητο, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις ως προς τις ειδικότερες εκδηλώσεις του, τους παράγοντες που συνεκτιμώνται κατά την εξέτασή του ή τις μεθοδολογικές αφετηρίες της έρευνας. Γι’ αυτό άλλωστε και ο ορισμός της πολιτικής δεν δημιουργεί ιδιαίτερο πρόβλημα.
Εντούτοις, η επιλογή αυτή εμφανίζει μια θεμελιώδη αδυναμία η οποία έγκειται στο ότι η πολιτική ορίζεται σε συνάρτηση με μια συγκεκριμένη δομική της έκφανση, εν προκειμένω την εξουσία κι όχι δυνάμει των στοιχείων που συνθέτουν τη φύση της. Η ταύτιση της πολιτικής με την εξουσία αναπαράγει ουσιαστικά τις πραγματικότητες του πολιτικού φαινομένου στο νεότερο και το σύγχρονο κράτος. Πραγματικότητες που, μολονότι αντανακλούν την πρώιμη ανθρωποκεντρική φάση την οποία διέρχεται ο νεότερος κόσμος, τους αποδίδονται ιδιότητες καθολικής πρωτοτυπίας με ανέκκλητο προοδευτικό πρόσημο. Στο πλαίσιο αυτό το παρελθόν, ως συγκριτικό επιχείρημα, δεν εγγράφεται στη χορεία των ενδιαφερόντων της πολιτικής επιστήμης και οπωσδήποτε η επίκλησή του χρεώνεται σε κατευθύνσεις σκέψης με «ανακλητικό» ως προς την εξέλιξη περιεχόμενο.
Θα επιχειρήσω να καταδείξω την μη επιστημονική και οπωσδήποτε ανιστορική θεμελίωση της προσέγγισης αυτής του πολιτικού φαινομένου, η οποία περιορίζει την επιστήμη της πολιτικής σε μια αξιολογική και εν πολλοίς απολογητική λειτουργία. Συγχρόνως θα υποδείξω την κατεύθυνση μιας εναλλακτικής πρότασης για το «αντικείμενο» της πολιτικής επιστήμης και την εξέλιξη, η οποία προαναγγέλλει αναπόφευκτα την ανάγκη μιας ριζικής επανεκτίμησης του γνωσεολογικού και μεθοδολογικού της οπλοστασίου.
Η πολιτική ως φαινόμενο ή ως αυτόνομη δομική έκφανση του συνολικού πολιτικού γίγνεσθαι;
Ο 19ος αιώνας κυριαρχήθηκε από την άποψη ότι πολιτική είναι το κράτος και, πιο συγκεκριμένα, η πολιτική εξουσία του κράτους και οι δράσεις της. Το πολιτικό σύστημα είναι ουσιαστικά ανύπαρκτο ως έννοια, καθόσον απορροφάται από το κράτος, στο οποίο συμπυκνώνεται η ουσία της πολιτικής και, συνεπώς, το περιεχόμενο του δημοσίου χώρου. Η πολιτική επιστήμη εμφανίζεται ως απλό συμπλήρωμα ή θεραπαινίδα των επιστημών του κράτους, όπου το δίκαιο συγκροτεί την κυρίαρχη συνιστώσα. Η διχοτομία μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής είναι δεδομένη. Η κοινωνία δεν αποτελεί μέρος του κράτους και, κατ’ επέκταση, του πολιτικού συστήματος. Γι αυτό και δεν έχει ούτε οφείλει να έχει άλλη σχέση με την πολιτική, πλην της αυστηρά οροθετημένης νομιμοποιητικής λειτουργίας της εξουσίας.
Από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο προβληματισμός για τις ολοκληρωτικές μεταλλάξεις του κράτους, η ανάπτυξη της ανθρωπολογίας και η γνωριμία του νεότερου κόσμου με κοινωνίες χωρίς κράτος, τέλος η διεύρυνση του πεδίου της πολιτικής ως αποτέλεσμα της σταδιακής συνάντησης των νεοτέρων κοινωνιών με το ανθρωποκεντρικό κεκτημένο, θα καλλιεργήσει την άποψη ότι είναι μάλλον αποδοτικότερη η εκδοχή της εξίσωσης της πολιτικής με την πολιτική εξουσία. Αν και η παραδοχή αυτή δεν διαφοροποιείται ουσιωδώς από την προηγούμενη προσέγγιση, αποτελεί μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη, αφού διευρύνει το πεδίο της πολιτικής έρευνας. Το φαινόμενο και η δυναμική της πολιτικής εξουσίας του κράτους εξακολουθεί να ορίζει την πολιτική. Διερευνάται όμως συγχρόνως η περίμετρος της πολιτικής διαδικασίας (οι ομάδες, η πολιτική συμπεριφορά των μαζών κλπ) που επηρεάζει το είναι και τη λογική της. Δεν παύει επομένως η επιστήμη της πολιτικής να παραμένει ερμητικά έγκλειστη στο θεμελιώδες σκεπτικό που αντιλαμβάνεται το φαινόμενο, εν προκειμένω την πολιτική, όχι σε συνάρτηση προς τη φύση του, αλλά δυνάμει μιας ορισμένης δομικής του έκφανσης και συγκεκριμένα της αυτόνομης εξουσίας. Στο πάνθεον των επιστημών η πολιτική επιστήμη είναι από την άποψη αυτή μοναδική.
Οι αδυναμίες της προσέγγισης αυτής της πολιτικής είναι πολλές και σημαντικές. Το ίδιο και οι επιπτώσεις τους στην κατανόηση του πολιτικού φαινομένου, τη συγκρότηση του περιεχομένου του και την οργάνωση των σπουδών και της έρευνας. Το πρόβλημα στο παρελθόν συνδέθηκε περισσότερο με την αναγνώριση ή μη της αυτονομίας της πολιτικής στο πλαίσιο της κοινωνικής επιστήμης και ιδίως με την καθυπόταξή της σε επιστημονικές περιοχές, όπως το δίκαιο, η οικονομία, η ιστορία κλπ. Χωρίς να διατείνεται ότι η διελκυστίνδα για την αυτονομία της πολιτικής επιστήμης έχει εντελώς κοπάσει, είναι προφανές ότι η συμφωνία για το «αντικείμενό» της, που διαπιστώνεται στην εποχή μας, εγείρει περισσότερα ζητήματα από όσα θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι επιλύει.
Η επικέντρωση του ενδιαφέροντος στον «πυρήνα» του προβλήματος – που απορρέει από το γεγονός ότι η πολιτική επιστήμη, εν αντιθέσει προς το σύνολο των κοινωνικών επιστημών, ορίζει το αντικείμενό της με βάση μια συγκεκριμένη δομική της έκφανση (την εξουσία) κι όχι δυνάμει της ιδιοσυστασίας της ως φαινομένου – θέτει εν προκειμένω το εξής ερώτημα: η εξουσία είναι τελικά το πρωτογενώς συμφυές γνώρισμα της κοινωνίας ή απλώς η πολιτική; Αποδεχόμενοι την ταύτιση της πολιτικής με την εξουσία, είναι φανερό ότι καταλήγουμε στο συμπέρασμα – που το αποδέχεται άλλωστε ως εξορισμού οφθαλμοφανές, σύσσωμη η πολιτική επιστήμη – ότι δεν νοείται πολιτικά συντεταγμένη κοινωνία χωρίς πολιτική εξουσία. Η συγκεκριμένη πολιτική εξουσία είναι αυτόνομη, με όρους μονοπωλίου και κυριαρχίας και στην εποχή μας συμποσούται κατά βάση στην εξουσία του κράτους. Σε τελευταία ανάλυση ο κοινωνικός άνθρωπος είναι από τη φύση του συνυφασμένος με τη βίωση της πολιτικής εξουσίας. Το ερώτημα επομένως εστιάζεται στην αποσαφήνιση του περιεχομένου της, της θέσης και της σχέσης της με την κοινωνία: θα εγγραφεί στο πλαίσιο ενός συστήματος δεσποτικής ή ιδιωτικής ιδιοκτησίας, ενός «αντιπροσωπευτικού» πολιτεύματος που προνοεί για μια εσωτερική θεσμική εξισορρόπηση, ή θα αρθρωθεί με άξονα αναφοράς ένα καθεστώς κοινωνικό-πολιτικού πλουραλισμού, όπου οι ενδιάμεσες δυνάμεις δίνουν το στίγμα τους στην ιδιοσυστασία του συστήματος
Αντιθέτως, η αντιμετώπιση της πολιτικής ως φαινομένου κάνει εφικτή, αν όχι αναπόφευκτη, τη διατύπωση ως υπόθεσης εργασίας ενός εναλλακτικού ερωτήματος σχετικά με τη συγκρότηση της πολιτικής, που δεν θα συμπεριλαμβάνει ως συστατικό της την εξουσία. Το ερώτημα, αν και για την ώρα είναι ρητορικό, έχει θεμελιώδη σημασία, διότι η εισαγωγή του ανατρέπει πλήρως το φιλοσοφικό και πραγματικό οικοδόμημα πάνω στο οποίο στηρίζεται η ίδια η ύπαρξη του κοινωνικού είναι. Επικαλούμαι ένα μόνο παράδειγμα, την ελευθερία. Η έννοια της ελευθερίας στην πολιτική επιστήμη αναπαράγει τις παραστάσεις της βιουμένης κοινωνίας πολιτών και γι αυτό ορίζεται αποκλειστικά ως ατομική και τρόπον τινά κοινωνική. Στο πολιτικό επίπεδο ο νεότερος άνθρωπος επικαλείται απλώς ορισμένα δικαιώματα, που προσδίδουν στην πολιτική εξουσία κοινωνική αναφορά ή νομιμοποίηση, και αξιολογούνται ως ικανά να αποτρέψουν την καταχρηστική της αυτονόμηση και μια ενδεχόμενη απειλή των ατομικών και κοινωνικών ελευθεριών. Όμως ανάμεσα στο πολιτικό δικαίωμα και στην πολιτική ελευθερία η απόσταση είναι χωρίς αμφιβολία χαοτική. Η πολιτική ελευθερία, όπως κάθε ελευθερία, καλύπτει μια διάσταση αυτονομίας του ατόμου και του συνόλου. Προϋποθέτει επομένως τη λειτουργία του αυτοκαθοριστικού πολιτικού προτάγματος και την εξουσιαστική απεξάρτηση της κοινωνίας ή, με διαφορετική διατύπωση, την κατάργηση της αυτόνομης εξουσίας.
Αυτή καθεαυτή η διατύπωση της υπόθεσης – ότι η πολιτική κι όχι η εξουσία είναι συμφυής με την κοινωνία – διανοίγει νέους ορίζοντες στην επιστημονική διερεύνηση του πολιτικού φαινομένου. Ερωτάται όμως, κατά πόσον επιβεβαιώνεται πραγματολογικά με την άρθρωση του πολιτικού φαινομένου πέραν της αυτόνομης εξουσίας. Σε θεωρητικό, αλλά και σε επιχειρησιακό επίπεδο, η απάντηση στο ερώτημα αυτό παραπέμπει ευθέως στο ιστορικό προηγούμενο, χωρίς ωστόσο να αγνοείται ότι αφορά θεμελιωδώς το μέλλον. Η ανίχνευσή του όμως ως ιστορική υπόθεση ή ως προοπτική κάνει αναγκαία τη διερεύνηση του αντικειμένου της πολιτικής σε συνάρτηση με τη φύση της, ανεξαρτήτως των όποιων δομικών της εκφάνσεων στο χωροχρόνο.
Υπό την έννοια αυτή, η πολιτική ως φαινόμενο ορίζεται σε δύο επίπεδα: Το ένα, εστιάζει την προσοχή του στη φύση του καθεαυτή, ήτοι στην πλαισιωμένη με αξίωση καθολικής ενέργειας κοινωνική δυναμική, στο πλαίσιο της οποίας θα επιτευχθεί η συνοχή, η νομιμοποίηση ή η επιβολή, η κίνηση ή η ανατροπή, άρα η αμφισβήτηση ή η λειτουργία της τάξης και, συνακόλουθα, της κοινωνίας στο σύνολό της. Το άλλο, αφορά στο εύρος της οργανικής συσχέτισης της πολιτικής με την ολοκλήρωση του κοινωνικού ανθρώπου, δηλαδή με το συνολικό αυτοκαθοριστικό του πρόταγμα, την ελευθερία. Η συσχέτιση αυτή μπορεί να είναι ανύπαρκτη, όπως στην περίπτωση ενός τυπικού δεσποτικού κοσμοσυστήματος. Στο πλαίσιο του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος η ελευθερία, ως ατομικο-κοινωνικό πρόταγμα αυτονομίας, καλύπτεται πρωτογενώς από την «επιχειρησιακή» ή «δομική» διάσταση της πολιτικής στο πλαίσιο της κοινωνίας πολιτών. Ζητούμενο εν προκειμένω είναι ο ενδείκτης της παραγωγικής δομικής αποτελεσματικότητας της πολιτικής στο περιβάλλον ενός κλίματος ισορροπιών που διασφαλίζουν ένα ελάχιστο ανθρωποκεντρικού κεκτημένου, με άξονα αναφοράς το σώμα των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Όμως η ελευθερία, ως συνολικό αυτοκαθοριστικό διακύβευμα, μολονότι προϋποθέτει την ατομική και μια σχετική κοινωνική αυτονομία, εισάγει ως κορυφαίο ζητούμενο την κοινωνική και την πολιτική αυτοκαθοριστική δυνατότητα. Η ελευθερία, ως μέτρον ολοκλήρωσης του ανθρωποκεντρικού προτάγματος, απορρίπτει την εξάρτηση ή τον καταναγκασμό αδιακρίτως, στο κοινωνικό (η εξαρτημένη ή μισθωτή εργασία) και στο πολιτικό (η υπαγωγή του ατόμου και του συνόλου σε ένα σύστημα εξουσίας). Ώστε, το πολιτικό δικαίωμα αναγνωρίζει ως θεμελιώδη τον ρόλο της εξουσίας τον οποίο επιχειρεί να θέσει σε ένα πλαίσιο κοινωνικής αναφοράς και νομιμοποίησης. Αντιθέτως, η πολιτική ελευθερία απορρίπτει συνολικά την εξουσιαστική δόμηση της πολιτικής την οποία εκλαμβάνει ως απολύτως αναιρετική της συνολικής ελευθερίας του ατόμου και συνακόλουθα της βαθύτερης ανθρωποκεντρικής φύσεως της κοινωνίας.
Πέραν της αυτοτελούς αξίας του ανωτέρω ορισμού, είναι προφανές ότι η αποσυσχέτιση της πολιτικής από την εξουσία αποδυναμώνει τη θέση που επιφυλάσσεται στους συσχετισμούς ισχύος για τη διαμόρφωση και τη λειτουργία της πολιτικής διαδικασίας. Πράγματι, η εξομοίωση της πολιτικής με την εξουσία συνδυάζεται με μια ουσιαστική εξίσωση της εξουσίας με τη δύναμη. Η εξίσωση αυτή, που διδάσκει ότι η πολιτική αντανακλά τις σχέσεις δύναμης και συνακόλουθα εξουσίας στο επίπεδο του κοινωνικού γίγνεσθαι, αγνοεί πλήρως την άλλη διάσταση της πολιτικής, απόρροια της βαθιάς διαλεκτικής φύσεως της πολιτικής, που είδαμε στην περίπτωση της πόλης να συνδυάζει κυρίως τη «ρητορική» σχέση με τη δυναμική της ψήφου, στο επίπεδο της «αγοράς». Στο μέτρο που η έννοια της «πολιτικής αγοράς» απουσιάζει, τη θέση της καταλαμβάνει η «οικονομική αγορά» και, κατ’επέκταση, η μονοσήμαντη αναγωγή της οικονομικής δύναμης σε πολιτική δύναμη. Ωστόσο, η εξίσωση της δύναμης με την εξουσία συλλαμβάνεται ως αυθαίρετη και στο περιβάλλον ενός συστήματος εξουσίας. Η εξουσία συνδέεται με τη θεσμιμένη πέραν του κοινωνικού σώματος αποφασιστική δυνατότητα στην πολιτική. Η κατοχή της πολιτικής διαδικασίας, από άτομα ή δυνάμεις που διαφοροποιούνται από το κοινωνικό όλον, στοιχειοθετεί την έννοια της πολιτικής εξουσίας, ενώ η απλή ευχέρεια άσκησης επιρροής ή δύναμης, δηλαδή άμεσου ή έμμεσου καταναγκασμού προς την κατεύθυνση της πολιτικής διαδικασίας, δεν μεταβάλλει τον κάτοχό της σε κάτοχο εξουσίας. Η εξουσία προϋποθέτει την απορρόφηση της πολιτικής διαδικασίας, την ιδιοποίηση ή την κατάληψή της (αυταρχισμός). Η εξουσία μπορεί να συνοδεύεται από επαρκή υποδομή δυνάμεως, ή να είναι απογυμνωμένη από αυτήν, οπότε ομιλούμε είτε για κενό εξουσίας, είτε για νομιμοποιημένη εξουσία.
Οι επιπτώσεις της προσέγγισης αυτής του πολιτικού φαινομένου αντανακλώνται επίσης στο ζήτημα της τυπολογίας του και, περαιτέρω, στην τυπολογία του πολιτικού συστήματος. Η εξομοίωση της πολιτικής με την εξουσία αποκαλύπτει έναν εξαιρετικά περιορισμένον τυπολογικό ορίζοντα. Αν αποδεχθούμε ότι η πολιτική έχει μόνο μια διάσταση, την εξουσιαστική, η τυπολογία του πολιτικού συστήματος οριοθετείται περιοριστικά από αυτήν. Όλα τα πολιτικά συστήματα έχουν ως θεμέλιο την κυρίαρχη πολιτική εξουσία και τυπολογούνται σύμφωνα με τις επιμέρους διαφοροποιήσεις της: η απόλυτη μοναρχία, η συνταγματική βασιλεία, οι διάφορες εκφάνσεις του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος (όπως το προεδρικό, το κοινοβουλευτικό, το πλουραλιστικό κλπ), το αυταρχικό ή το ολοκληρωτικό καθεστώς κ.ά. Αντιθέτως, η υιοθέτηση της υπόθεσης ότι η εξουσία αποτελεί μια δομική έκφανση του εν γένει πολιτικού φαινομένου, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το σύνολο των πολιτικών συστημάτων που διαπνέονται από τη λογική της, εγγράφονται στην ίδια τυπολογική κατηγορία, ενώ οι ειδικότερες αποτυπώσεις της στον χωρο-χρόνο συνιστούν απλές μορφολογικές παραμέτρους. Όμως το συμπέρασμα αυτό δημιουργεί την ανάγκη να υποδειχθούν οι υπόλοιπες τυπολογικές εκδηλώσεις του πολιτικού φαινομένου ή, τουλάχιστον, να επισημανθούν εν είδη υποθέσεων εργασίας.
Εν πάσει περιπτώσει, η αποσύνδεση του πολιτικού φαινομένου από την μονοσήμαντη πρόσδεσή του στην εξουσία επιβάλει, πέραν παντός άλλου, την αναζήτηση της αιτιολογικής βάσης της προσέγγισης αυτής.
Τα θεμέλια της εξουσιαστικής προσέγγισης της πολιτικής
Η διασταύρωση των πορισμάτων που περιέχονται στο δημοσίευμα της UNESCO, του 1950, με το οποίο επιχειρήθηκε για πρώτη φορά μια καταγραφή της πολιτικής επιστήμης, με την εντελώς πρόσφατη αποτίμησή της, η οποία μόλις ολοκληρώθηκε υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ινστιτούτου Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πρόοδος, που συντελέσθηκε στο μεταξύ προς την κατεύθυνση της αυτονομίας του κλάδου, είναι σημαντική. Είναι όμως εξίσου αναμφίβολο ότι η πρόσληψη του πολιτικού φαινομένου παραμένει ουσιαστικά και, με ότι αυτό συνεπάγεται, ανάλλακτη.
Η πολιτική επιστήμη εξακολουθεί να διακατέχεται από μιαν ιστορική μονομέρεια, καθώς παραμένει βασικά η επιστήμη του πολιτικού συστήματος που τη γέννησε. Σπεύδω να υπογραμμίσω ότι η σύνδεση της σύγχρονης πολιτικής επιστήμης με τις πραγματικότητες του κράτους-έθνους δεν μεταβάλει το τελευταίο σε υπόλογο των αδυναμιών της. Συνομολογεί όμως για την αντανακλαστική επίδραση του περιορισμένου βάθους του πολιτικού του συστήματος στην πολιτική επιστήμη. Προσδεδεμένη στον ορίζοντα αυτόν, ήταν φυσικό η πολιτική επιστήμη να αναγάγει τα συμπεράσματά της για το νεότερο πολιτικό σύστημα σε κανόνα, με αξίωση καθολικής εφαρμογής. Έτσι, καθώς ο κανόνας προβάλλεται στο χρόνο, το συγκριτικό διάβημα προόρισται να υπηρετήσει τη θεμελιώδη υπόθεση εργασίας, υποχρεώνοντας το ιστορικό φαινόμενο να υποκλιθεί. Με την έννοια αυτή, το περιεχόμενο του κανόνα συντρέχει ως πρότυπο: η εποχή μας ερμηνεύεται ως η κατάληξη μιας μακραίωνης ιστορικής διαδικασίας, γραμμικά προσδιοριζόμενης. Κάθε τι που προηγήθηκε, εννοείται πέραν των απαρχών της νεότερης ιστορίας, αξιολογείται ως κατώτερο ιστορικό κεκτημένο, ως «παραδοσιακό», αφού ο σημερινός κόσμος αποτελεί ό,τι τελειότερο έχει να επιδείξει η ανθρωπότητα. Στο πλαίσιο αυτό, για παράδειγμα, η προσέγγιση της πολιτικής ως δικαιώματος υπερισχύει της πολιτικής ως ελευθερίας, η οποία μάλιστα ως πολιτειακό πρόταγμα θα εξισωθεί με τον ολοκληρωτισμό. Η «νέα» ελευθερία μολονότι δεν υπερβαίνει τον ιδιωτικό βίο και ορισμένα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, θα αναδειχθεί σε ανθρωποκεντρικό ολοκλήρωμα, ανώτερο από κάθε προηγούμενο, ενοίς και από εκείνο της «ελληνικής» πολιτικής κοινωνίας. Η ίδια αυτή προσέγγιση αποφαίνεται για την ανωτερότητα του αντιπροσωπευτικού συστήματος εξουσιαστικής κυριαρχίας, που βιώνει η εποχή μας, σε σχέση με τα προγενέστερα πολιτικά συστήματα της ανθρωπότητας. Ενοίς και η δημοκρατία. Συνολικά, η τυπολογία του πολιτικού φαινομένου, στην ιστορική του διάσταση, δικαιώνει το επιχείρημα της ισχύος, καθώς η περιοδολόγηση του κοινωνικού χωροχρόνου συνάδει αποκλειστικά με το κεκτημένο της Ηγεμονίας. Η έννοια και συνακόλουθα η τυπολογία του κοσμοσυστήματος απουσιάζει εντελώς.
Στο μέτρο που το γνωστικό αντικείμενο της πολιτικής επιστήμης εστιάζεται, όπως είδαμε, στη λογική και στη δομή του πολιτικού φαινομένου, όπως αυτό αναδεικνύεται από το νεότερο πολιτικό σύστημα, αδυνατεί να λειτουργήσει ως επιστήμη με καθολική ερμηνευτική αναφορά. Το ενδιαφέρον εν προκειμένω είναι ότι, παρόλ’ αυτά, η σύγχρονη πολιτική επιστήμη αισθάνεται αρκούντως επαρκής και ασφαλής, ώστε να αρνείται την αρμοδιότητά της σε ότι αφορά την ιστορικότητα του πολιτικού φαινομένου. Το συγκριτικό της διάβημα καλύπτει καταρχήν το σημερινό, εξαντλείται στις εκδηλώσεις του πολιτικού φαινομένου στο σύγχρονο χώρο. Το παρελθόν ανάγεται στην ιστορία. Η ιστορία, με τη σειρά της, δεν βρίσκει λόγους να διαφοροποιηθεί από την παραδοχή αυτή.
Το γεγονός αυτό και οπωσδήποτε η αμφισβήτηση της αυτονομίας της πολιτικής επιστήμης, συνομολογούν ότι η πολιτική ως φαινόμενο άρχισε να απελευθερώνεται από τον κλειστό κύκλο της εξουσίας του κράτους και τις επιλογές του, μόλις μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Η μελέτη της πολιτικής ανήκε, προηγουμένως και συνεχίζει να ανήκει, σε σημαντικό βαθμό στις προτεραιότητες των επιστημών του κράτους (του δικαίου κλπ.), διότι ακριβώς το πεδίο της πολιτικής είναι εξαιρετικά περιορισμένο και ακόμη ελεγχόμενο από τους μηχανισμούς των κατόχων της πολιτικής κυριαρχίας. Εξού και η διαπίστωση ότι η επιστήμη της πολιτικής και πριν από αυτήν η ανθρωποκεντρική πολιτική πράξη, διέρχεται στις μέρες μας, παρόλες τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις, ένα πρώιμο «πρωτογενετικό» στάδιο. Η παραδοχή αυτή εγείρει οπωσδήποτε το ζήτημα του κριτηρίου με βάση το οποίο διαμορφώνεται και αξιολογείται ο ενδείκτης της εξέλιξης. Προσωπικά αποδέχομαι ότι ο ενδείκτης αυτός στις ανθρώπινες κοινωνίες δεν μπορεί να έχει ως μέτρον παρά τον άνθρωπο και πιο συγκεκριμένα το βαθμό ολοκλήρωσής του εξ επόψεως ελευθερίας και ευημερίας.
Όντως, διακρίνουμε δύο μεγάλες τυπολογικές κατηγορίες συστημάτων ολικής συγκρότησης του κόσμου, ή αλλιώς κοσμοσυστημάτων: το δεσποτικό, που αποδίδει κοινωνίες υποκειμένων, και το ανθρωποκεντρικό, που ανάγει τον άνθρωπο σε πρωταρχική συνιστώσα και σκοπό του κοινωνικού είναι. Ο νεότερος κόσμος εγγράφεται στην ανθρωποκεντρική τροχιά. Όμως δεν παύει το ιστορικό του βάθος να είναι εξαιρετικά περιορισμένο και τα στοιχεία που συνθέτουν την ανθρωποκεντρική του ιδιοσυστασία αναιμικά. Δεν χρειάζεται να ανακαλέσει κανείς ως συγκριτική προϋπόθεση τη συνολική ολοκλήρωση ή αυτονομία του ανθρώπου, για να διαπιστώσει ότι οι ελευθερίες που απολαμβάνουν οι κοινωνίες της νεοτερικής πρωτοπορίας είναι ουσιωδώς ανεπαρκείς και υπόκεινται σε ποικίλους όσους περιορισμούς και προϋποθέσεις. Πράγματι, η ανθρωποκεντρική ομοιογενοποίηση του νεότερου κόσμου δεν αποτελεί κατάκτηση παρά μόλις του δευτέρου ημίσεως του 20ου αιώνα. Η ίδια η διαδικασία της ανθρωποκεντρικής μετάβασης, μολονότι μακρά, εμφανίζεται να εμβαθύνει στοιχειωδώς στο πρόβλημα με τη «διακήρυξη των δικαιωμάτων του ατόμου» και την πολιτική ανάδυση της πολιτισμικής ολότητας του «έθνους». Οι ευρωπαϊκοί λαοί επικαλέσθηκαν τα «ανθρώπινα δικαιώματα» ενάντια στην φεουδαλική κοινωνία υποκειμένων και την πολιτική οντότητα του έθνους, προκειμένου να οικοδομήσουν το ανθρωποκεντρικό πολιτειακό τους περιβάλλον, σε αντιστάθμισμα προς τον φεουδαλικό δεσποτισμό που εδραζόταν στην ιδιοκτησιακή προσέγγιση της πολιτικής (εξουσίας). Το κράτος δημιουργώντας ενπολλοίς το έθνος οροθετεί, σε τελική ανάλυση, τη νέα κοινωνική ολότητα μέσα στην οποία θα συντελεσθεί η μετάβαση από το δεσποτικό στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα. Έθνος, πολιτική, πολιτικό σύστημα, ανάγονται στο κράτος, συγχέονται και πράγματι αποτελούν μια οιονεί ταυτολογική κατηγορία. Το έθνος ιστορείται δια του κράτους. Ο δημόσιος χώρος καταγράφεται ως έννοια ταυτόσημη με το κράτος, την οποία καλείται να διαχειρισθεί κατά κυρίαρχο και μονοπωλιακό τρόπο η πολιτική εξουσία του κράτους. Η γενική θέληση είναι ουσιαστικά η βούληση του έθνους, της οποίας μοναδικός και αυθεντικός εκφραστής είναι ο φορέας της πολιτικής εξουσίας του κράτους. Όχι η κοινωνία.
Η καταλυτική αυτή συνεύρεση όλων των παραμέτρων της πολιτείας στο εσωτερικό του κράτους πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι, αν και η νομιμοποιητική αναφορά του πολιτικού συστήματος μετακινήθηκε στην περιοχή του κοινωνικού σώματος, η φύση της πολιτικής και κατ’επέκταση του πολιτικού συστήματος δεν άλλαξε. Για την πολιτική επιστήμη η πολιτική κυριαρχία θα εξακολουθήσει να αποτελεί αποκλειστικό πεδίο της κρατικής εξουσίας απέναντι σε ένα κοινωνικό σώμα που αντιμετωπίζεται ως πολιτικά αχειράφετο. Στο μέτρο που η κοινωνία τοποθετείται στο περιθώριο της πολιτικής και η δημόσια σφαίρα συγκροτείται πέραν αυτής, αυτοτελώς από το κράτος που ενσαρκώνει το πολιτικό σύστημα.
Παρόλ’αυτά, είτε το εννοήσουμε ως ταξικό είτε όχι, το κράτος, από τη στιγμή που ορίζεται ως δημόσιος χώρος, παύει να αποτελεί δεσποτική παράμετρο. Καλείται να λειτουργήσει με όρους αντιπροσώπευσης και να διασφαλίσει τα στοιχειώδη «δικαιώματα του ανθρώπου», ώστε, συντοχρόνω, να μορφοποιηθούν σε θετικό πρόταγμα ατομικής και κοινωνικής ελευθερίας. Στη διάρκεια του 20ου αιώνα θα εισαχθούν τα πολιτικά δικαιώματα (κυρίως η νομιμοποιητική ψήφος και η εξωπολιτειακή ελευθερία του λόγου που θα αποτελέσουν το διαβατήριο της τυπικής «πολιτειότητας»), για να ακολουθήσει η «μαζική» ή έμμεση πολιτικοποίηση και η παρεμβολή των ενδιαμέσων ομάδων συμφερόντων ανάμεσα στην ιδιωτική κοινωνία και στην πολιτική εξουσία. Η νέα αυτή ισορροπία θα αποδοθεί με την έννοια της κοινωνίας πολιτών που εξειδικεύεται πολιτικά με το πρόταγμα του πλουραλισμού ή αλλιώς της συνεύρεσης των ενδιαμέσων κοινωνικών δυνάμεων με την πολιτική εξουσία.
Αν και, όπως είδαμε, το άτομο – ως σκιώδης πολίτης του κράτους- αποκλείεται ρητώς από το πολιτικό σύστημα, με το οποίο η σχέση του αρθρώνεται σε ένα επίπεδο διαμεσολάβησης, η κρατική εξουσία αναφερόμενη στο έθνος, αντλεί ένα συμπληρωματικό πλεονέκτημα διαφοροποίησης κατέναντι στην κοινωνική βούληση. Ο αποκλεισμός του πολίτη από το πολιτικό σύστημα αποδόθηκε, αφενός, στους περιορισμούς που εισάγει η μεγάλη πολιτειακή κλίμακα και αφετέρου, στην ανεπάρκεια της πολιτικής αυτοσυνειδησίας της κοινωνίας. Η τελευταία, χρειαζόταν αρχικά ένα ισχυρό και συγκεντρωτικό κράτος ανθρωποκεντρικής αναφοράς, που να επικαλείται το μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις αντιστάσεις και τη φυγόκεντρη τάση της φεουδαρχίας. Η ανάδειξη των πολιτικών δυνάμεων, με πρώτα τα κόμματα, θα αποτελέσει τη δικαιολογητική βάση του συστήματος αυτού, καθώς θα διεκδικήσουν την πολιτική τους νομιμοποίηση στο όνομα της φιλελεύθερης ή της κοινωνιστικής ανθρωποκεντρικής ενσωμάτωσης. Το πρόταγμα της κοινωνικής απελευθέρωσης, το κοινωνικό πρόβλημα στο σύνολό του, που για περισσότερο από έναν αιώνα θα επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στην ιδιοκτησία, δεν θα θέσει ούδ’επί στιγμή εν αμφιβόλω τη φύση του πολιτικού συστήματος. Θα αποτελέσει όμως σε σημαντικό βαθμό την αιτιολογική βάση των ταξικών και ιδεολογικών κομμάτων στην Ευρώπη και ένα από τα δικαιολογητικά θεμέλια της αυταρχικής ή ολοκληρωτικής λογικής της πολιτικής εξουσίας κατά το μεσοπόλεμο. Το πολιτικό δίλημμα – πολυκομματική ή μονοκομματική αντιπροσώπευση, πολυκομματική ή μονοκομματική ιδιοποίηση – θα επιλυθεί κατά ένα μέρος με τη στρατιωτική ήττα του Άξονα. Όμως τούτο δεν αναιρεί το γεγονός ότι και στο πλαίσιο της πολυκομματικής αντιπροσώπευσης το πολιτικό πρόβλημα θα απασχολήσει ελάχιστα το κοινωνικό σώμα στην Ευρώπη έως σήμερα. Το κόμμα θα λειτουργήσει συγχρόνως ως εκπρόσωπος, ως παιδαγωγός και ως προστάτης της κοινωνικής του πελατείας. Σε αντάλλαγμα θα αφεθεί ελεύθερο να διαχειρισθεί την εξουσία του κράτους στο πνεύμα της πολιτικής κυριαρχίας που επιβάλει το γράμμα του μετα-φεουδαλικού πολιτικού συστήματος.
Αν και από τη δεκαετία του 1980 σηματοδοτείται μια κοσμογονία μεταβολών που οδηγεί τελικά στην κατάρρευση των «ιδεολογικών» κομμάτων, η προβληματική της πολιτικής επιστήμης και βεβαίως ο ευρύτερος πολιτικός διαλογισμός δεν αφίσταται ουσιωδώς από τις αρχικές τους θέσεις: ούτε ως προς το αντικείμενο της πολιτικής, ούτε πολύ περισσότερο ως προς τη φύση του πολιτικού συστήματος. Ήδη, η αντιπαλότητα με τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» είχε υποχρεώσει τελικά τη φιλελεύθερη σχολή σκέψης και ιδεολογίας να μετακινηθεί από την «κλασική» αντιπροσωπευτική αρχή, εισάγοντας μεταπολεμικά την έννοια του πλουραλισμού. Στην πραγματικότητα ωστόσο η πλουραλιστική αρχή, η ίδια η έννοια της κοινωνίας πολιτών, συνομολογεί ότι το πολιτικό σύστημα έπαυσε από καιρό να διασφαλίζει την εξουσιαστική ισορροπία, με αποτέλεσμα να περιέλθει στη διακριτική ευχέρεια του ηγετικού πυρήνα του κόμματος που κατέχει την εκλογική «πλειοψηφία». Μπροστά στο δίλημμα της κομματοκρατίας, που αναδεικνύεται σε πολιτικό σύστημα, η ΄΄δημοκρατία΄΄ αξιολογείται εφεξής σε άμεση συνάρτηση με το βαθμό ανάπτυξης και άρθρωσης των ενδιαμέσων ομάδων στο περιβάλλον της πολιτικής εξουσίας. Δεν υπεισέρχομαι στην όλη παραδοξότητα της εποχής μας που επιμένει να ορίζει τη δημοκρατία με βάση το ακριβώς αντίθετό της, την κυρίαρχη εξουσία, επικαλούμενη το ανιστορικό επιχείρημα ότι οι φορείς της εκλέγονται και πράγματι απλώς νομιμοποιούνται από το κοινωνικό σώμα. Αν μη τι άλλο η δημοκρατία στο κοσμοσυστημικό περιβάλλον όπου γεννήθηκε, προεβλήθη ως ο αντίποδας του αντιπροσωπευτικού συστήματος, το οποίο άλλωστε προηγήθηκε ιστορικά. Επισημαίνω όμως ότι η τάση αυτή, που προκρίνει τον «πλουραλισμό» αντί της «αντιπροσώπευσης» ως πεδίο συστοιχίας του πολιτικού με το κοινωνικό, στην πραγματικότητα την ανατρέπει και μάλιστα την αντιστρατεύεται, καθώς επαναφέρει στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας του κράτους τη φεουδαλική λογική, η οποία αναθέτει τη διαχείρισή της στους γυμνούς συσχετισμούς ισχύος και υπό μιαν άλλη έννοια, στην ιδιοκτησία. Σε κάθε περίπτωση, η πλουραλιστική περίοδος της ΄΄δημοκρατίας΄΄ αναδεικνύει τη δύναμη σε ισάξιο εταίρο της εξουσίας, και κατ’ επέκταση σε ισοδύναμα της πολιτικής. Η πολιτική επιστήμη, ορίζοντας με τη σειρά της το πολιτικό φαινόμενο σε συνάρτηση με την εξουσία και τη δύναμη, οδηγείται αναπόφευκτα στην ταύτισή τους. Εξουσία και δύναμη συνθέτουν έννοιες ταυτόσημες, ακριβώς διότι νοηματοδοτούνται από την κοινή τους παράμετρο, την πολιτική, την οποία αποδίδουν.
Από το άλλο μέρος, μολονότι ο «πλουραλισμός» ως έννοια τοποθετείται στο επίκεντρο του πολιτικού γίγνεσθαι, οι σύγχρονες σχολές πολιτικής σκέψης παρακάμπτουν εξολοκλήρου το μείζον ζήτημα της ενυπάρχουσας χαοτικής διαφοροποίησης μεταξύ τυπικού και ουσιαστικού πολιτικού συστήματος. Αναφέρομαι στο γεγονός ότι ο θεσμιμένος πολιτικός χώρος έχει ουσιαστικά απονευρωθεί, ενώ την ίδια στιγμή το πεδίο της πολιτικής (η θεματική, οι συντελεστές, τα μέσα κλπ) έχει αποκτήσει ένα εξαιρετικό εύρος, διάχυτο προς την κατεύθυνση της κοινωνίας. Η συντελούμενη στο πλαίσιο αυτό όσμωση του κοινωνικού σώματος με την πολιτική, μολονότι εκτιμάται ότι μεσοπρόθεσμα θα έχει ευεργετικές επιπτώσεις για την αναδιαμόρφωση της σχέσης κοινωνίας και πολιτικής, στο παρόν στάδιο δεν φαίνεται να επιδρά κατά τρόπο άμεσο στον περιορισμό ή στον έλεγχο του παρασκηνίου, από όπου υπαγορεύονται οι «ευαίσθητες» αποφάσεις της εξουσίας. Δεν υπαινίσσομαι τόσο τη δράση των επισήμων ομάδων πίεσης, όσο εκείνη των ιδιαιτέρων (ατομικών ή εταιρικών) συμφερόντων που κινούνται εκ των ενόντων στο περιβάλλον του παρασκηνίου, με γνώμονα και μέτρο την ισχύ τους. Αν και η πραγματικότητα του παρασκηνίου έχει μεγάλο ιστορικό βάθος και συνάδει ενπολλοίς προς τη φύση της αυτόνομης πολιτικής, οι όροι δημοσιότητας που περιβάλουν στις μέρες μας το πολιτικό σύστημα και οπωσδήποτε, η διεύρυνση του πεδίου της πολιτικής, θέτουν κατά τρόπο επιτακτικό το ζήτημα της επανεκτίμησης της θέσης του σ’αυτό.
Το νέο πολιτικό πεδίο, που δημιουργεί ουσιαστικά η καταλυτική ανάπτυξη του επικοινωνιακού συστήματος στο επίπεδο του εδαφικού κράτους, μεταφράζεται με μια σημαντική επανεκτίμηση της πολιτικής στο σύστημα των αξιών και κατ’ επέκταση συνεπώς, σε σχέση με το κοινωνικό πρόβλημα. Η επανεκτίμηση αυτή, οι διαστάσεις της οποίας στο πραγματικό και στο ιδεολογικό υπερβαίνουν το σκοπό του παρόντος, επαναφέρουν το ερώτημα της εννοιολογίας και της μεθοδολογίας της πολιτικής.
Η αντίληψη της πολιτικής, στην οποία καταλήξαμε, αποσυνδέει το φαινόμενο από το κράτος, την πολιτική εξουσία ή τη δύναμη, τοποθετώντας το στον φυσικό του χώρο, στο πολιτικό σύστημα. Εάν η πολιτική απορροφάται εν όλω ή εν μέρει από την εξουσία του κράτους (και ενδεχομένως από άλλες εξουσίες, όπως η εξουσιαστική αυτοδιοίκηση), ή εάν, δια της ομηρίας της εξουσίας η πολιτική περιέρχεται πράγματι στις κοινωνικές δυνάμεις (ομάδες πίεσης ή δυνάμεις του παρασκηνίου ), είναι ένα άλλο ερώτημα που δεν αφορά στην έννοια, αλλά στην ιδιοσυστασία του κοινωνικού όλου και συνακόλουθα στην τυπολογία του πολιτικού συστήματος. Ώστε, η αναπροσέγγιση της έννοιας της πολιτικής δεν αρνείται την εκδοχή της εξουσιαστικής της θέσμισης, ούτε την αυστηρή εξουσιαστική φύση του νεότερου αντιπροσωπευτικού συστήματος. Θέτει όμως το ζήτημα της ιστορικότητας του πολιτικού φαινομένου, τόσο ως προς την τυπολογία του (ήτοι ως προς τις μεταλλαγές του πολιτικού συστήματος με όρους εξουσίας ή απόρριψής της), όσο και ως προς τη φύση του εν γένει κοινωνικού φαινομένου και των παραμέτρων της εξέλιξης. Εισάγει, έτσι, προβληματικές που αφορούν επίσης στην προοπτική, στο μέλλον της πολιτικής. Είναι εξόχως σημαντικό να υπογραμμισθεί ότι η επανεκτίμηση των παραδοχών για την πολιτική και τις παραμέτρους της ενδιαφέρει ιδιαίτερα την ελληνική περίπτωση, στο μέτρο που έχει υποστεί περισσότερο από κάθε άλλη την παραμορφωτική επίδραση του περιορισμένου ορίζοντα της κοινωνικής επιστήμης και της παραρτηματικής πρόσδεσής της στο άρμα του εθνοκρατικού παραδείγματος.
Η αποσύνδεση της πολιτικής ως φαινομένου από την πολιτική εξουσία και το κράτος αναδεικνύει την αυτονομία του πολιτικού συστήματος, το οποίο αποκτά μια πρωταρχική θέση στο πολιτικό γίγνεσθαι. Τούτο υποδηλώνει ότι το κράτος, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, δεν αποτελεί την κυρίαρχη και αυτόνομη συνιστώσα του πολιτειακού όλου, αλλά το όχημα για την υποστήριξη του πολιτικού συστήματος. Η διαπίστωση ότι η πολιτική εξουσία δεσπόζει στο νεότερο πολιτικό σύστημα είναι αφεαυτής σημαντική. Αποκαλύπτει τη φύση του πολιτικού συστήματος, ως αυστηρά ιεραρχικού, στο οποίο ο ρόλος του πολίτη είναι περιοριστικά νομιμοποιητικός. Δεν διαθέτει ούτε εξελεγκτική, ούτε εναρμονιστική, ούτε ανακλητική και σαφώς καμία κυρίαρχη αρμοδιότητα. Επιπλέον, η πολιτική εξουσία είναι αυστηρά προσωποπαγής και αποκλειστική. Άλλωστε, όπως μόλις είδαμε, το ίδιο το επιχείρημα του κοινωνικό-πολιτικού πλουραλισμού παραδέχεται ότι το σύστημα των θεσμικών αντι-εξουσιών, που προεβλήθη ως θεμέλιο για την απο-μοναρχοποίηση της κρατικής εξουσίας, αποτελεί μακρινό παρελθόν καθόσον ο κάτοχος της εκλογικής πλειοψηφίας ελέγχει κατά τρόπο αδιαίρετο το σύνολο της πολιτικής εξουσίας και των μηχανισμών του κράτους. Συγχρόνως, προτείνει την τοποθέτηση στη θέση της μονοσήμαντης εξουσίας του κράτους των θεσμιμένων ή αθέσμιτων κοινωνικών συσχετισμών του παρασκηνίου.
Το δίλημμα επομένως είναι, αν η πολιτική θα αντιμετωπισθεί ως διάχυτο φαινόμενο, συμφυές προς το κοινωνικό σώμα, το οποίο ως εκ τούτου μεταβάλλεται σε ενεργό συντελεστή της πολιτικής διαδικασίας, ή ως δυναμική αποτίμησης ή επιμερισμού των συσχετισμών ισχύος στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας του κράτους. Η τελευταία περίπτωση, που αποδίδει την έννοια της κοινωνίας πολιτών, διακρίνει τον δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος στη δυναμική συνάντηση των ομάδων με την πολιτική εξουσία. Εκεί ακριβώς αρθρώνεται, κατά την άποψη αυτή, και η αντιπροσωπευτική λειτουργία της πολιτικής. Η διαλεκτική σχέση κοινωνίας και πολιτικής, η απορρόφηση του πολιτικού από το κοινωνικό – και ως εκ τούτου η ενσωμάτωση του κοινωνικού όλου στην πολιτική διαδικασία -, ή τουλάχιστον η δυναμική διάσταση του πεδίου της πολιτικής, δεν υπάρχουν ούτε καν ως υπόθεση εργασίας και γι αυτό δεν εγγράφονται στα ενδιαφέροντα της πολιτικής επιστήμης. Η διχοτομία κοινωνίας και πολιτικής και συνακόλουθα ο οριακός πολιτικός ρόλος που επιφυλάσσεται στην κοινωνία από τους θεωρητικούς ταγούς της «δημοκρατίας» αποκαλύπτεται εναργέστερα με την ανάδειξη του «έθνους» σε υπέρτατο σκοπό του κράτους. Ο πολιτικός ορισμός του «έθνους» οικοδομεί, όπως είδαμε, το πλαίσιο της πρωτοκαθεδρίας του κράτους και νομιμοποιεί την απλώς συμπληρωματική θέση της κοινωνικής βούλησης σε σχέση με την πολιτική εξουσία. Αντιθέτως, η πρωτοκαθεδρία του πολιτικού συστήματος, αντί του κράτους, συναρτά ευθέως την (αντιπροσωπευτική) πολιτική εξουσία από τη βούληση της κοινωνίας, η οποία λειτουργεί ως μοναδικός νομιμοποιητικός εταίρος και δικαιούχος των επιλογών της.
Είναι φανερό ότι πρόκειται για μια ουσιωδώς διαφορετική προσέγγιση, η οποία, ακόμη και στο περιβάλλον του εξουσιαστικού συστήματος, δημιουργεί νέα δεδομένα στην πρόσληψη του πολιτικού φαινομένου και των παραμέτρων του. Στο πλαίσιο αυτό, το «γενικό συμφέρον» – που υπέκρυπτε, κατά το μάλλον ή ήττον, μια συνάφεια προς το «εθνικό συμφέρον» – αναφέρεται εφεξής στη βούληση μιας σχετικά ολοκληρωμένης «κοινωνίας πολιτών». Προβάλει μάλιστα αμυδρά η εναλλακτική οπτική του «κοινού συμφέροντος», η οποία όμως, ως δημοκρατικό ζητούμενο, παραπέμπει στη μακρά διάρκεια, καθόσον προϋποθέτει την αποκόλληση της έννοιας του «δημοσίου χώρου» από το κράτος και την απόδοσή του στην κοινωνία. Αλλά και στον παρόντα χρόνο, η έννοια του «δημοσίου χώρου», μολονότι εξακολουθεί να είναι βασικά ταυτισμένη με το κράτος, γίνεται περισσότερο ελαστική, ενόσω η πολιτική απεγκλωβίζεται από την αυστηρή οροθεσία της κρατικής εξουσίας. Η δυναμική της αυτονόμησης του πολιτικού χώρου από το κράτος συντελεί ώστε η έννοια του «δημοσίου χώρου» να συναρτάται με το «κοινωνικό συμφέρον» και προοπτικά να παρακολουθεί την πορεία διάχυσης του πολιτικού στο κοινωνικό, συμπίπτοντας με την έννοια του «κοινού». Το «κοινωνικό συμβόλαιο», που έχει νόημα ως νομιμοποιητική αναφορά ή προσχώρηση υπό ένα καθεστώς πολιτικής κυριαρχίας της εξουσίας του κράτους, όπου η τελευταία είναι αποκλειστικά αρμόδια να ορίσει αυθεντικά το περιεχόμενο του «γενικού» ή «εθνικού συμφέροντος», παραχωρεί σταδιακά τη θέση του στην ενεργό πολιτική ισορροπία που αρθρώνεται, πέραν του τυπικού πολιτικού συστήματος, στο επίπεδο ενός δυναμικού πεδίου της πολιτικής και συνακόλουθα στην ιδέα μιας νομιμοποίησης, με αδιαβάθμιτη την κλίμακα της διαρκούς αμφισβήτησης. Στην προοπτική της «πολιτικής κοινωνίας» ως ζητούμενο αναδεικνύεται η «ομόνοια», η οποία όμως δεν συμβιβάζεται με την προϋπόθεση της «κοινωνίας πολιτών», τη διαιρετική τομή (ιδιωτικής) κοινωνίας και πολιτικής (του δημοσίου χώρου). Οπωσδήποτε, ακόμη και στο περιβάλλον ενός συστήματος πολιτικής κυριαρχίας της εξουσίας, το ερώτημα αν το ενδιαφέρον θα εστιασθεί στον ενδείκτη της πολιτικής «συναίνεσης» ή προσχώρησης του κοινωνικού σώματος στις επιλογές του κράτους, ή αν θα αποδεχθούμε το διαχωρισμό του κράτους από την πολιτική διαδικασία, θεωρώντας το ως την πολιτειακή περίμετρο, την επικράτεια, και εν τέλει τον μηχανισμό υποστήριξης του πολιτικού συστήματος, δεν έχει απλώς ρητορική αξία.
Τέλος, η εξίσωση της πολιτικής με την εξουσία (και επέκεινα με τη δύναμη) αφήνει, όπως είδαμε, ελάχιστα περιθώρια για την επεξεργασία μιας προβληματικής για την εξέλιξη με τυπολογικό περιεχόμενο. Αντιθέτως, η προσέγγιση της πολιτικής ως φαινομένου εισάγει την εναλλακτική δυνατότητα της μη εξουσιαστικής συγκρότησης του πολιτικού πεδίου. Οπότε, το πολιτικό σύστημα εμπλουτίζεται με μια πραγματικά τυπολογική παράμετρο, που αποτάσσεται την εξουσία. Ώστε κριτήριο για την τυπολογική ταξινόμηση του πολιτικού συστήματος τίθεται εν προκειμένω, όχι η μορφολογία της εξουσίας, αλλά η σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής και πιο συγκεκριμένα η θέση του κοινωνικού όλου στο πολιτικό γίγνεσθαι. Με απλά λόγια, το ερώτημα είναι πώς δομείται η πολιτική και ποιος την κατέχει.
Η εξουσιαστική δόμηση της πολιτικής συνάγεται ότι μπορεί να αποκλείει εντελώς την πολιτική ιδιότητα του κοινωνικού όλου. Πρόκειται για το δεσποτικό σύστημα που εκδηλώνεται ειδικότερα ως «ιδιωτική» ή ως «κρατική» φεουδαρχία. Είναι όμως ενδεχόμενο, το εξουσιαστικό πολιτικό σύστημα να επιφυλάσσει στο κοινωνικό σώμα ένα διαρρυθμιστικό πολιτικό δικαίωμα. Στην περίπτωση αυτή εγγράφεται το νεότερο αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα του κράτους-έθνους, το οποίο προβάλει ως το κυρίως συστατικό γνώρισμα της κοινωνίας πολιτών. Η μη εξουσιαστική δόμηση της πολιτικής, στην απόλυτη εκδοχή της, υπονοεί την πλήρη ταύτιση κοινωνίας και πολιτικής. Μετριοπαθέστερη έκδοση αποτελεί η συγκατάνευση στο εξουσιαστικό φαινόμενο, υπό όρους διεκπεραίωσης ή «θεραπείας» της πολιτικής λειτουργίας του κοινωνικού όλου. Σε κάθε περίπτωση, αναφερόμαστε σε μια μετάβαση από την κοινωνία πολιτών στην πολιτική κοινωνία, της οποίας θεμελιώδες γνώρισμα αποτελεί η επιλογή της πολιτικής ελευθερίας αντί του απλού πολιτικού δικαιώματος. Δεν χρειάζεται να εντρυφήσει κανείς ιδιαίτερα στην ιστορία, για να διαπιστώσει ότι η υπόθεση της πολιτικής κοινωνίας επιβεβαιώνεται στην ολοκληρωμένη εκδοχή της πόλης, που συμπίπτει με τη δημοκρατία. Είναι όμως αναγκαίο να επισημανθεί ότι η σύγχρονη πολιτική επιστήμη, καθώς φέρεται να αγνοεί την μη εξουσιαστική τυπολογική κατηγορία, αδυνατεί να διακρίνει το πολιτικό φαινόμενο ως διαλεκτική διαδικασία, πέραν των συσχετισμών ισχύος και της εξουσίας. Γι αυτό και θέτει στο απυρόβλητο του ερευνητικού της πεδίου μια κρίσιμη πτυχή της ανθρώπινης ιστορίας και το κυριότερο, της πολιτικής λειτουργίας της κοινωνίας. Το γεγονός αυτό δεν στοιχειοθετεί συνεπώς μιαν απλή υπόθεση εργασίας, όπως δεχθήκαμε αρχικά προκειμένου να διευκολυνθεί ο συλλογισμός μας, αλλά μείζονα επιλογή απολύτως καθοριστική για την εξιχνίαση και βεβαίως για το εύρος του πολιτικού φαινομένου.
Το μεθοδολογικό αδιέξοδο
Ο περιορισμένος, όσο και παραμορφωτικός, ορίζοντας της νεότερης πολιτικής επιστήμης γίνεται εμφανέστερος μέσα από τη μεθοδολογική της επιλογή να προσεγγίζει το πολιτικό φαινόμενο συγχρονικά και, κατ’ επέκταση, τη διαχρονία με όρους γραμμικότητας. Η μεθοδολογική αυτή προσέγγιση παρουσιάζει τρεις τουλάχιστον θεμελιώδεις αδυναμίες:
(α) Δρα αξιολογικά, ανάγοντας το μερικό, εν προκειμένω το σύγχρονο, σε αξία γενικής αναφοράς, ικανή να λειτουργήσει ως μέτρο για μια σφαιρική ερμηνεία του πολιτικού φαινομένου. Ως εκ τούτου, η συγκριτική πολιτική ως μεθοδολογικό διάβημα αναγνωρίζεται μόνον στο εσωτερικό του νεότερου κοσμοχώρου. Το νεότερο πολιτικό παράδειγμα είναι εξαιρετικά «σύνθετο», για να μπορεί να συγκριθεί και να αντλήσει συμπεράσματα από το ιστορικό προηγούμενο.
(β) Αντιλαμβάνεται την εξέλιξη ως εν συνόλω προοδευτική, με την έννοια ότι κάθε επόμενο στάδιο ταξινομείται σε ένα σαφώς ανώτερο επίπεδο από το προηγούμενο. Από τυπολογική άποψη, συντρέχει η προ-βιομηχανική ή αγροτική, η βιομηχανική και η τεχνολογική εποχή. Αλλά και στο πλαίσιο της προ-βιομηχανικής εποχής, η φεουδαρχία αξιολογείται ως ένα πλέον εξελιγμένο στάδιο σε σχέση με τη λεγόμενη δουλοκτητική περίοδο της ανθρωπότητας, ενοίς και το ελληνικό σύστημα της πόλης. Και ούτω καθεξής.
(γ) Και όταν ακόμη επιχειρείται η συγκρότηση μιας σφαιρικής αποτύπωσης του πολιτικού φαινομένου στη διαχρονία του, η προσέγγιση παραμένει θεμελιωδώς συσχετισμική και βεβαρημένη από το εθνοκεντρικό επιχείρημα. Άλλωστε, όπως είδαμε, η ιστορική τυπολογία του πολιτικού φαινομένου ονοματοδοτείται καταρχήν από τα εθνικά χαρακτηριστικά της Δύναμης που διαμορφώνει την πολιτική της κυριαρχία στον κοσμοχώρο. Η φύση του κοσμοχώρου, στον οποίο εγγράφονται ασφαλώς και οι σχέσεις ηγεμονίας, διέρχεται απαρατήρητη.
Μια διαφορετική προσέγγιση της διαχρονίας, εξ επόψεως πολιτικής τυπολογίας, εισάγει, στη θέση του προεπιλεγμένου προτύπου – που είναι ο νεότερος κόσμος – , την αυστηρή συγκριτική αναλογία ανάμεσα στα διαφορετικά ιστορικά παραδείγματα. Η αξιολόγηση της εξέλιξης με επίμετρο την πρόοδο δεν λειτουργεί κατά τρόπο αυτονόητο υπέρ της μιας ή της άλλης ιστορικής παραμέτρου. Θέτει ως πρόκριμα την εννοιολογική διευκρίνιση των κριτηρίων της, με τα οποία θα διασταυρωθεί, οπωσδήποτε, η ιστορική συγκυρία. Πράγματι, το ιστορικό προηγούμενο διδάσκει ότι η εξέλιξη δεν συμπίπτει εξορισμού με την πρόοδο. Η πρόοδος ως ανθρώπινη κατάσταση ορίζεται σε συνάρτηση με το συνολικό περιεχόμενο του κοινωνικού βίου, δηλαδή με τις διαστάσεις της ελευθερίας και την ευημερία με όρους δικαιοσύνης. Αν και η σημερινή συσσώρευση ευημερίας δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα ιστορικό προηγούμενο, το ζήτημα της δικαιοσύνης επιβάλει μια σοβαρή επιφύλαξη. Το ίδιο και η ελευθερία. Η ελευθερία σήμερα είναι εξαιρετικά περιορισμένη, ως ατομική και κοινωνική κατάσταση, ενώ είναι εντελώς άγνωστη ως κοινωνική και πολιτική αυτονομία. Η σύγχρονη ανθρωποκεντρική πραγματικότητα αποτελεί ασφαλώς πρόοδο, συγκρινόμενη με τη φεουδαλική περίοδο που προηγήθηκε. Είναι όμως επιστημονικά αξιόπιστος ο ισχυρισμός ότι η φεουδαρχία (ως δεσποτικό κοσμοσύστημα) αποτελεί ανώτερο στάδιο από εκείνο της πόλεως (ως ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα), και περαιτέρω, η σημερινή ανθρωποκεντρική ανάπτυξη (ως κοινωνία πολιτών) έναντι της ανθρωποκεντρικής ανάπτυξης της πόλης (στην ολοκληρωμένη της μορφή ως πολιτικής κοινωνίας); Και εν πάση περιπτώσει, μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι ο νεότερος κόσμος διέρχεται μόλις ένα πρώιμο κρατοκεντρικό στάδιο όπου η αρχή της κρατικής κυριαρχίας αποτελεί ακόμη τη δεσπόζουσα παράμετρο;
Για να τεκμηριώσει το αξιολογικό της διάβημα, η σύγχρονη πολιτική επιστήμη επικαλείται το ποσοτικό επιχείρημα. Η μικρά κλίμακα της πόλης δεν συγκρίνεται με τη μεγάλη κλίμακα του συγχρόνου εδαφικού κράτους. Αν και το εδαφικό κράτος δεν αποτελεί νεότερο εφεύρημα, θα μπορούσε να δεχθεί κανείς τη σύγκριση στο μέτρο που θα ήταν συνολική, θα εγίνετο με όρους αναλογίας και θα έθετε ως κοινό σημείο αναφοράς την ανθρωποκεντρική συνιστώσα των δύο παραδειγμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, συνάγεται ότι η κοινωνία της πόλης γνώρισε μια σαφώς ολοκληρωμένη εξελικτική τροχιά, καθώς στο εσωτερικό της μετέβη από την κοινωνία πολιτών στην πολιτική κοινωνία, ενώ στη διαπολιτειακή της άρθρωση άφησε πίσω της το κρατοκεντρικό κεκτημένο και μετεξελίχθηκε σε κοσμοπολιτειακή οικουμένη. Αντιθέτως, γίνεται νομίζω καθολικά αποδεκτό ότι το σύγχρονο κράτος-έθνος βιώνει ακόμη μια απλώς πρώιμη κοινωνία πολιτών με αυστηρώς προσωποπαγή και βεβαίως μοναρχικού τύπου αυτόνομη, δηλαδή κυρίαρχη πολιτική εξουσία. Το ανάλογό της, με το οποίο είναι εφικτή η σύγκριση, δεν είναι συνεπώς η δημοκρατία, εν προκειμένω η δημοκρατία των κλασικών χρόνων, αλλά το προ-δημοκρατικό αντιπροσωπευτικό σύστημα της πόλης (εν προκειμένω η αισυμνητεία). Η δημοκρατία προϋποθέτει την αναίρεση της εξουσιαστικής θέσμισης του πολιτικού συστήματος, η οποία θα συντελεσθεί με τη μετάβαση στην πολιτική κοινωνία, ήτοι την καθολική (κοινωνική και πολιτική) αυτονομία του πολίτη στο πλαίσιο της πόλης. Ώστε, η δημοκρατία προσιδιάζει αποκλειστικά στην πολιτική κοινωνία, ενώ η αντιπροσωπευτική εξουσία αποτελεί σύστημα της κοινωνίας πολιτών.
Οι ανωτέρω ολίγες επισημάνσεις κάνουν εμφανές ότι: πρώτον, η συγκριτική μέθοδος δεν επαληθεύεται μέσα από τη συγχρονική της άρθρωση και τη γραμμική προσέγγιση της εξέλιξης. Υπηρετεί ένα συγκεκριμένο σύστημα και συγχρόνως δεν ερμηνεύει, αλλά καλλιεργεί την «εικόνα» του προτύπου, ως προς το παρελθόν, και της ολοκλήρωσης, ως προς το μέλλον. Δεύτερον, το ζήτημα της κλίμακας δεν είναι ποσοτικό, όπως απλουστευτικά επιχειρείται να εμφανισθεί, αλλά ποιοτικό. Τούτο σημαίνει ότι αφενός η μικρά, όπως και η μεγάλη ανθρωποκεντρική κλίμακα, υπόκειται στο εξελικτικό γίγνεσθαι και αφετέρου το συγκριτικό διάβημα μεταξύ της μικράς και της μεγάλης κλίμακας δεν είναι ανέφικτο, εφόσον επιστρατευθεί ο όρος της αναλογίας. Η επιχειρούμενη αναγωγή του μερικού (του πολιτικού συστήματος του κράτους-έθνους στο παρόν στάδιο ) σε ολική παράμετρο και η λειτουργία του ως προτύπου απλώς εκτρέπει το διαλογισμό μας από το ζητούμενο, που είναι η συγκρότηση προηγουμένως του ολικού τυπολογικού παραδείγματος και συνακόλουθα η εγγραφή των επιμέρους περιπτώσεων σ’ αυτό.
Η δυναμική της οικονομικής διαδικασίας αποτελεί ένα ενδεικτικό παράδειγμα, ιδίως σε ότι αφορά τη βιομηχανική της εκδοχή, η οποία θεωρείται ως η τέμνουσα παράμετρος της ανθρώπινης ιστορίας. Κρίνοντας με ποσοτικούς όρους την οικονομία μιας χώρας, όπως οι ΗΠΑ, καταλήγουμε ότι δεν υπάρχει πεδίο σύγκρισης με το παρελθόν. Αντιμετωπίζοντας στη συνέχεια την οικονομία αυτή σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις που προκαλεί η δυναμική της στο κοινωνικό γίγνεσθαι της συγκεκριμένης εδαφικής οντότητας, διαπιστώνουμε ότι μόλις επαρκεί για να αναδείξει τις βασικές παραμέτρους μιας αντιπροσωπευτικής κοινωνίας πολιτών. Οίκοθεν νοείται ότι και οι ιδεολογικές προσλήψεις της κοινωνίας (ελευθερίες κλπ) προσιδιάζουν στο στάδιο της κοινωνίας πολιτών. Εάν μεταφερθούμε προς στιγμήν στην Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα, το ερώτημα στο οποίο καλούμαστε να απαντήσουμε αφορά στο μέγεθος της οικονομίας που απαιτήθηκε, προκειμένου να παραχθεί το κοινωνικο-πολιτικό αποτέλεσμα της πολιτικής κοινωνίας. Θα διαπιστώσουμε τότε ότι, οι παράγοντες του επικοινωνιακού συστήματος (μεταξύ αυτών και η οικονομία), στη μικρή κλίμακα της Αθήνας, χρειάσθηκε να επιστρατεύσουν υπο-πολλαπλάσια ενέργεια, προκειμένου να παραχθούν δυναμικές με πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις, σε σύγκριση με τη μεγάλη κλίμακα, στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.
Παρακάμπτω το ζήτημα του επικοινωνιακού συστήματος ως μεθοδολογικής κατηγορίας για να σταθώ απλώς στη θεμελιώδη παραδοχή που μας οδήγησε, από το 1972, στη συσχέτιση της πρωτογενετικής εξέλιξης του πολιτικού συστήματος – και κατ’ επέκταση της μετάβασης στη δημοκρατία – με τις μεταλλάξεις στο χώρο της εργασίας. Στην πόλη, η δημοκρατία ως διαδικασία πρωτογένεσης, συμβαδίζει πράγματι, με σειρά νέων φαινομένων, που οδηγούν στην ολοκλήρωση της πολιτικής κοινωνίας. Μεταξύ αυτών είναι και εκείνο της σταδιακής «απόρριψης» της εξαρτημένης εργασίας. Η «απόρριψη» της εξαρτημένης εργασίας αποτελεί διαφορετική εννοιολογική συνιστώσα από την «ανεργία» και ιδεολογικά εκφράζεται με το πρόταγμα της «σχολής». Η «εργασία» κατά τους κλασικούς χρόνους ορίζεται σε αντίθεση, όχι προς την «ανεργία», αλλά προς τη «σχολή», είναι «α-σχολία». Ο σχολάζων πολίτης δεν είναι ο άνεργος, ή έστω ο αργόσχολος πολίτης, αλλ’ ο κοινωνικά ελεύθερος πολίτης. Στο μέτρο δε που το «καλώς σχολάζειν» είναι και προϋπόθεση της πολιτικής ελευθερίας ή αυτονομίας, αποτελεί και όρο της δημοκρατίας. Ώστε, η «σχολή» συνδέεται με την απόρριψη σημαντικών πτυχών της οικονομικής εργασίας – και κυρίως της εξαρτημένης ή μισθωτής εργασίας, η οποία εκλαμβάνεται ως καταναγκασμός και δουλεία, ανεξαρτήτως αν διασφαλίζεται θεσμικά – και την ανάδειξη άλλων μορφών «απασχόλησης», όπως η πολιτική, ο πολιτισμός κλπ.
Η μετάβαση αυτή έγινε εν μέρει εφικτή, στο πλαίσιο του κρατοκεντρικού συστήματος της πόλης, με τη συνδρομή, όπως είδαμε, της «ανθρώπινης μηχανής». Η μετεμφύτευση του παραδείγματος αυτού στο σύστημα της μεγάλης ανθρωποκεντρικής κλίμακας μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εξέλιξη του σημερινού πολιτικού συστήματος από την αυστηρή εξουσιαστική τυπολογία στη δημοκρατία – από την κοινωνία πολιτών στην πολιτική κοινωνία – θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί μόνον κάτω από μιαν ανάλογη συνολική μεταμόρφωση του κοσμοσυστήματος, στοιχείο της οποίας θα ήταν και η απόρριψη της εργασίας. Η δειλή (επαν-)εμφάνιση του φαινομένου αυτού από τη δεκαετία του 1980 έχει ήδη συγκεντρώσει το ενδιαφέρον της κοινωνικής επιστήμης, η οποία έκπληκτη έσπευσε να διακηρύξει το «τέλος της εργασίας». Γνώρισμα των προσεγγίσεων αυτών για το «τέλος της εργασίας» είναι ότι δεν εντάσσονται σε μια ευρύτερη συγκριτική προοπτική, ούτε εξέρχονται βασικά από το οικονομικό τους περιβάλλον ( λ.χ. το πρόβλημα εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως ανεργία και πάντως ωσάν να απουσιάζουν οι κοινωνικές, ιδεολογικές και πολιτικές του παράμετροι, όπως η νέα πράγματι ελευθερία). Γι αυτό και συνάπτονται με το επιχείρημα περί του «τέλους της ιστορίας» κι όχι με την υπέρβαση του κεκτημένου της. Ορθώς όμως συνηγορούν με την άποψη ότι η σύγχρονη πραγματικότητα στον τομέα της εργασίας διαμορφώνεται υπό την επήρεια του ευφυούς περιβάλλοντος που γέννησε η τεχνολογία.
Η ιστόρηση του πολιτικού φαινομένου κάνει περισσότερο επιτακτική τη συνολική απεικόνιση του ίδιου του κόσμου που ιστορείται. Η εισαγωγή συνολικών τυπολογικών κατηγοριών που αναδεικνύουν τη λογική της καθολικής άρθρωσης και λειτουργίας του κόσμου θέτει σε νέες βάσεις τις κοινωνικές και πολιτικές παραμέτρους των υπο-συνόλων που τον συγκροτούν και, εννοείται, την εξελικτική τους διατακτική. Η έννοια του κοσμοσυστήματος ορίζει ακριβώς το καθολικό και αύταρκες κοινωνικό περιβάλλον, στο πλαίσιο του οποίου δομούνται, λειτουργούν και εξελίσσονται οι επιμέρους κοινωνίες των ανθρώπων. Ένα κοσμοσύστημα διακρίνεται συγχρόνως από ένα σύνολο πρωταρχικών ιδιοσυστασιακών αναφορών (ανθρωποκεντρικό ή δεσποτικό κοσμοσύστημα), από ένα σύνολο θεμελιωδών σταθερών και μεταβλητών παραμέτρων (οικονομικών, κοινωνιολογικών, θεσμικών, ιδεολογικών κλπ) και τέλος από ένα σύνολο σχέσεων και δυναμικών που σηματοδοτούν τη λογική της εξέλιξης.
Η σύγχρονη πολιτική επιστήμη αναδεικνύει στο επίκεντρο του ερευνητικού της ενδιαφέροντος το συγκεκριμένο κοινωνικό παράδειγμα που ελέγχει κατά τρόπο άμεσο, εν προκειμένω το θεμελιώδες πολιτειακό υποσύστημα του εδαφικού κράτους, ενώ η συγκριτική ανάλυση περιορίζεται στην παράθεση απλώς ομοίων, συγχρονικά προσδιοριζομένων, κοινωνικών παραδειγμάτων. Η κοσμοσυστημική συνολικότητα απουσιάζει εντελώς και μαζί της οι ευρύτερες τυπολογικές κατηγοριοποιήσεις. Το πολιτικό σύστημα της σημερινής Γαλλίας συγκρίνεται με εκείνο της σύγχρονης Γερμανίας και ούτω καθεξής. Η αντίληψη αυτή αντανακλά τις πραγματικότητες της πρώτης ανθρωποκεντρικής περιόδου όπου το κράτος προσλαμβάνεται ως κυρίαρχο και αύταρκες ενώ οι δια-κρατικές σχέσεις συνθέτουν την αναγκαστική παράμετρο της συνοικεσίας. Έτσι όμως η σύγκριση εστιάζεται σε ορισμένες μορφολογικού χαρακτήρα δευτερεύουσες διαφοροποιήσεις, αφήνοντας τις τομές μεγάλου διαμετρήματος ή τις συνέχειες μεγάλης διάρκειας εκτός των ερευνητικών δυνατοτήτων και της προβληματικής της πολιτικής επιστήμης. Διαπιστώσαμε ήδη ανωτέρω ότι, η μελέτη του ιστορικού φαινομένου ή η αναφορά στην ιστορία γίνεται με όρους μορφολογικής προσομοίωσης και, πάντως, στο πλαίσιο μιας σταθερής δέσμευσης του πραγματολογικού υλικού από το γραμμικό επιχείρημα.
Η αναγωγή του κοινωνικού παραδείγματος σε κοσμοσυστημική κατηγορία αναδεικνύει, όπως ήδη υπαινίχθηκα, δύο θεμελιώδεις τυπολογικές διαστάσεις του κοσμοσυστήματος. Το δεσποτικό (με τυπολογικές εκφάνσεις του την «ιδιωτική» και την «κρατική» φεουδαρχία ή δεσποτεία) και το ανθρωποκεντρικό. Το πρώτο και μοναδικό ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα που εντοπίζεται ιστορικά είναι το ελληνικό, το οποίο διαμορφώνεται πρωτογενώς κατά τους κρητομυκηναϊκούς χρόνους και αποκρυσταλλώνεται από την ύστερη μυκηναϊκή εποχή.
Η κοσμοσυστημική ιδιοσυστασία του ελληνισμού συλλαμβάνει ως απολύτως εσφαλμένη την εθνοκεντρική προσέγγιση της ελληνικής εξέλιξης. Η ελληνική ιστορία δεν είναι επ’ουδενί η ιστορία της «Ελλάδας» ούτε η ιστορία ενός έθνους που οριοθετείται πολιτικά από το κράτος, όπως αφελώς υποθέτουν οι διακινητές διαφόρων εθνοκεντρικών «σχολών σκέψης», με τον αντιφατικό ισχυρισμό ότι το έθνος αποτελεί πολιτικό δημιούργημα των νεοτέρων χρόνων και μάλιστα του εδαφικού κράτους. Η ιστορία του ελληνικού έθνους συμπίπτει καταρχήν με την ιστορία του κοσμοσυστήματός του. Στην εθνοκεντρική προσέγγιση του ελληνισμού απουσιάζουν ουσιώδεις κρίκοι της εξέλιξής του, ενώ η περιοδολόγηση του ελληνικού φαινομένου, που διδάσκει η ιστορική επιστήμη, παραμένει ακραιφνώς μορφολογική και επικεντρωμένη στην «εθνοτική» αναφορά της κεντρικής πολιτικής εξουσίας: η ιστορία του ελληνισμού έως τον 4ο π.Χ. αιώνα είναι εκείνη της Ελλάδας, την οποία ακολουθεί η «ελληνιστική», η «ρωμαϊκή», η «βυζαντινή», η «οθωμανική» περίοδος.
Η εναρμόνιση της ελληνικής εξέλιξης με την κοσμοσυστημική της ιδιοσυστασία οδηγεί αναπόφευκτα σε μια τυπολογία του ελληνισμού, συνακόλουθη με την εξέλιξη του κοσμοσυστήματός του. Στο πλαίσιο αυτό διακρίνουμε: (α) την κρατοκεντρική περίοδο της πόλης και (β) την οικουμενική ή κοσμοπολιτειακή περίοδο. Η διάταξή τους παραπέμπει σε δύο τυπολογικά διακριτές φάσεις του ελληνικού ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος. Με την έννοια αυτή, η δεύτερη περίοδος συνιστά τυπολογική τομή σε σχέση με την πρώτη, ως υπέρβαση και διαδοχή, όχι όμως και ως κοσμοσυστημική ρήξη, όπως θα συνέβαινε αν ο ελληνικός ζωτικός χώρος περιήρχετο στο δεσποτικό κοσμοσύστημα.
Τα θεμέλια της ιδιοσυστασίας του ελληνικού κοσμοσυστήματος παραμένουν ουσιαστικά αναλλοίωτα και στις δύο περιόδους του: η χρηματιστική οικονομία και η πόλη. Η χρηματιστική οικονομία ως σύστημα αποτελεί την κατεξοχήν σταθερά και σημαίνουσα παράμετρο της ανθρωποκεντρικής φύσεως των ελληνικών κοινωνιών. Η πόλη ως θεμελιώδης πολιτειακός πυρήνας κρατοκεντρικού τύπου (η πόλη-κράτος) αρχικά, κοσμοπολιτειακού τύπου στη συνέχεια (η οικουμένη) συμπυκνώνει το πρόταγμα της ολικής κοινωνίας. Η λογική της πόλης, ως πολιτειακά αυτόνομης οντότητας στο πλαίσιο της οικουμένης, διακατέχει λίγο-πολύ και το κεντρικό πολιτικό σύστημα της κοσμοπολιτείας. Το πολιτικό σύστημα της αυτόνομης πολιτείας της πρωτεύουσας προβάλει στο σύνολο, ως το εναρμονιστικό επίκεντρο του πολιτικού συστήματος της επικράτειας. Το Βυζάντιο, από την άποψη αυτή, αποτελεί την πλέον ολοκληρωμένη έκφανση της οικουμενικής κοσμοπολιτείας. Η οθωμανική περίοδος αποτυπώνει το συμβιβασμό μιας κατακτητικής κρατικής δεσποτείας ασιατικού τύπου με το ελληνικό οικουμενικό κοσμοσύστημα της πόλης.
Το επιχείρημα ότι το πρόταγμα της αυτόνομης πόλης, όπως αυτό διαμορφώθηκε σταδιακά από την αλεξανδρινή περίοδο, αποτέλεσε το θεμέλιο και το πολιτειακό όχημα του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικράς κλίμακας έως τις παρυφές του 20ου αιώνα, δεν εγκαλεί απλώς την κοινωνική επιστήμη να επανεκτιμήσει τις απόψεις της για τον ελληνισμό. Παρουσιάζει κυρίως ένα γενικότερο ενδιαφέρον για τη συστηματική προσέγγιση της κοινωνικο-πολιτικής εξέλιξης του κόσμου, αλλά και ειδικότερα για την κατανόηση του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μεγάλης κλίμακας, το οποίο αποδίδει, τελικά, το αποτέλεσμα της διαδικασίας απόσεισης της κοσμοσυστημικής δεσποτείας και εισόδου των κοινωνιών της, με αφετηρία την Ευρώπη, στην τροχιά του ελληνικού ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος. Με την έννοια αυτή, το νεότερο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα αποτελεί την τρίτη τυπολογική συνιστώσα του συνολικού ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, που διαδέχθηκε τις δύο προγενέστερες τυπολογικές κατηγορίες της ελληνικής περιόδου. Η τρίτη αυτή ανθρωποκεντρική κατηγορία, στο μέτρο που καταγράφεται ως διεύρυνση των γεωγραφικών ορίων του ανθρωποκεντρικού περιβάλλοντος αλλά και μετάβαση από τη μικρή στη μεγάλη κλίμακα, αποτελεί πρόοδο. Καθόσον όμως εκκινεί, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, από μηδενική κοινωνικό-οικονομική και πολιτική αφετηρία, συνιστά οπισθοδρόμηση. Οπισθοδρόμηση, διότι απωλέσθηκαν οι θεμελιώδεις κοινωνικό-πολιτικές κατακτήσεις (πχ η κοινωνική ελευθερία ως «απόφαση» της εξαρτημένης εργασίας, η πολιτική ελευθερία καθεαυτή και συνακόλουθα η δημοκρατία) της ελληνικής κρατοκεντρικής περιόδου καθώς και η ίδια η οικουμενική της διάσταση. Έτσι εξηγείται γιατί το κοινωνικό και πολιτικό κεκτημένο της πόλης δεν μπόρεσε να αντιμετωπισθεί και συνακόλουθα να προβληθεί ως ολότητα με συγκριτική αναγωγική αξίωση απέναντι στη νεότερη πολιτειακή πραγματικότητα του κράτους-έθνους. Όμως και ως «τοπική» αυτονομία δεν ενέπνευσε το νεότερο πολιτειακό πρόταγμα, όχι διότι απείδε εν αναφορά προς τις καινούριες συνθήκες, αλλ’ απλώς επειδή το ιδεολογικό πρόταγμα των νεοτέρων κοινωνιών πόρρω απείχε από το κεκτημένο του ώριμου ελληνικού κοσμοσυστήματος. Γι αυτό και ενέπνευσε κατά τρόπο μονοσήμαντο το επιχείρημα της αυτο-διοίκησης.
Σημείο αναφοράς του νέου ανθρωποκεντρικού προτάγματος αποτέλεσε η εξυπαρχής συγκρότηση του σώματος των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών, που συνθέτουν την πρωταρχική ατομικότητα: οι στοιχειώδεις προσωπικές και κοινωνικές ελευθερίες, στις οποίες εμπεριέχονται και η θεσμοθέτηση του περιβάλλοντος της εργασιακής σχέσης, η αντικειμενικοποίηση του δικαίου και της απονομής της δικαιοσύνης (το «κράτος» δικαίου), η «κοινωνική» πρόνοια, τα πολιτικά δικαιώματα κ.ά. Οι ελευθερίες της πολιτικής κοινωνίας, που εισάγουν την ολοκληρωτική απόσειση της εξαρτημένης ή μισθωτής εργασίας, την ιδεολογία της σχολής και περαιτέρω την πολιτική αυτονομία, εξακολουθούν να αποτελούν παντελώς άγνωστο πεδίο για τις σύγχρονες κοινωνίες. Η επισήμανση αυτή έχει παραδειγματική σημασία διότι, αν και δεν υποδηλώνει νομοτελειακά την κατεύθυνση της εξέλιξης στην περιοχή του εθνοκρατικού συστήματος, αποτελεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ερευνητική πρόκληση αυτογνωσίας, που ανοίγει ένα ευρύτατο πεδίο συγκριτικής διείσδυσης με όρους αναλογίας στα «άδυτα» του πολιτικού φαινομένου και της τυπολογίας του.
Η επίγνωση της διαφορετικής αφετηρίας από την οποία εισήλθε η ελληνική κοινωνία στην περιοχή της μεγάλης κλίμακας του κράτους-έθνους αποκτά στο πλαίσιο αυτό ξεχωριστή σημασία, με ευρύτερες διαστάσεις. Αποδεικνύεται όμως επίσης αναγκαία σε ότι αφορά στην κατανόηση της ελληνικής ιδιαιτερότητας στις μέρες μας. Η άγνοια της ιδιαιτερότητας αυτής της ελληνικής κοινωνίας αποτέλεσε την πηγή ποικίλλων όσων παραμορφωτικών επιβαρύνσεων της ερμηνείας του ελληνικού παραδείγματος, με προέχουσα την ταξινόμησή του στην «περιφέρεια» της νεοτερικής πρωτοπορίας. Είναι ακριβώς αυτή που το προσομοίασε άλλοτε με τις περιπτώσεις των χωρών της Λατινικής Αμερικής και άλλοτε με εκείνες της μεσογειακής περιμέτρου, οι οποίες όμως, σε αντίθεση με την Ελλάδα, δεν εξήλθαν μόλις πρόσφατα από μια απλώς αυταρχική παρένθεση αλλά προσήλθαν, ουσιαστικά για πρώτη φορά, σε μια ανθρωποκεντρική πολιτική τροχιά.
Οι ερμηνευτικές αυτές κατηγοριοποιήσεις του ελληνικού παραδείγματος δεν εξηγούν επίσης γιατί μια κοινωνία της ΄΄περιφέρειας΄΄, όπως η Ελληνική, έχει να επιδείξει το παλαιότερο αντιπροσωπευτικό / κοινοβουλευτικό σύστημα με όρους καθολικής ψηφοφορίας, εμφανίζει τον υψηλότερο – στο πολλαπλάσιο – δείκτη άμεσης πολιτικοποίησης, δεν διήλθε πράγματι ποτέ από τη φάση των ταξικών και ιδεολογικών ή απελευθερωτικών κομμάτων, δεν γνώρισε ούδ’επ’ελάχιστον ένα φασιστικού τύπου κίνημα, ενώ βίωσε εντονότερα από παντού την κομματοκρατία, και βεβαίως ότι κινήθηκε εξαρχής με βάση το (ανα-)διανεμητικό κοινωνικό πρόταγμα. Τα δειγματοληπτικά αυτά ερωτήματα μπορούν να συνοψισθούν στην εξής απλή απορία: Μπορεί η θεωρία της «περιφέρειας» ή της «υπανάπτυξης» να εξηγήσει επαρκώς το φαινόμενο της πολιτικής υπερανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας ή ορισμένες πτυχές του κοινωνικού γίγνεσθαι (π.χ. οι προσεγγίσεις της εργασίας); Να απαντήσει γιατί θεσμοί και πολιτικές πρακτικές που βίωσε εξαρχής το νεοελληνικό πολιτικό σύστημα εισάγονται στις χώρες της «νεοτερικής» πρωτοπορίας έναν έως και ενάμισι αιώνα αργότερα; Πώς ερμηνεύει άραγε το γεγονός ότι ακριβώς αυτοί οι θεσμοί και πρακτικές αξιολογήθηκαν από την επιστημονική κοινότητα – και πέραν αυτής από τα άρχοντα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας – ως τα κατεξοχήν απαξιωτικά γνωρίσματα που συνέθεταν και εξακολουθούν να συνθέτουν την ελληνική ΄΄καθυστέρηση΄΄;
Είναι προφανές ότι η ελληνική κοινωνική επιστήμη επιχείρησε να εναρμονίσει μάλλον τη νεοελληνική περίπτωση με τον νεοτερικό κανόνα, παρά να ερμηνεύσει το φαινόμενο σύμφωνα με τις διατακτικές της εξέλιξής του ή τις εκδηλώσεις του. Τούτο είναι ευεξήγητο και ως ένα βαθμό κατανοητό, στο μέτρο που η ελλαδική επιστημονική κοινότητα, από τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους, απώλεσε κάθε αυτονομία σκέψης και διέκρινε στο στόχο – τη σύγκληση με το νεότερο κοσμοσύστημα – την αναγκαία γνωσιολογική και μεθοδολογική συνθήκη για την ερμηνεία της ελληνικής κοινωνίας. Έτσι, όχι μόνον θα προσέλθει σε μια εθνοκεντρική τακτοποίηση της προ-εθνοκρατικής ελληνικής εξέλιξης, αλλά και θα αρνηθεί στο διηνεκές να αποδώσει στις διαφορετικές αφετηρίες, από τις οποίες εισήλθαν ο ευρωπαϊκός «κανόνας» (από τη φεουδαλική δεσποτεία) και η ελληνική κοινωνία (από τον οικουμενικό ανθρωποκεντρισμό μικράς κλίμακας) στο νεότερο ανθρωποκεντρικό κόσμο, τις ιδιαιτερότητές της. Έτσι, οι ιδιαιτερότητες αυτές, πέραν του ότι θα θεωρηθούν ως η θεμελιώδης πηγή της ελληνικής κακοδαιμονίας, δεν θα αξιοποιηθούν ως εναλλακτικό παράδειγμα για την προσέγγιση του νεότερου κόσμου και τη συγκρότηση του επιστημονικού επιχειρήματος.
Συμπεράσματα
Αφήνω μετέωρα τα ερωτήματα αυτά, καθόσον η διαπραγμάτευσή τους υπερβαίνει τις εδώ προθέσεις μου, που εστιάζονται στην αναζήτηση ενός πλαισίου προβληματισμού, ικανού να συνδράμει την πολιτική επιστήμη, ώστε να απελευθερωθεί από τις δουλείες του πρώιμου ανθρωποκεντρισμού και, κατ’ επέκταση, του κατεστημένου εξουσιαστικού και ενπολλοίς προ-δημοκρατικού κανόνα. Συγκρατώ ωστόσο τη βασική διαπίστωση ότι η σύγχρονη πολιτική επιστήμη, παγιδευμένη στο πρώιμο αυτό ανθρωποκεντρικό παράδειγμα, προσεγγίζει το αντικείμενό της με όρους αποστροφής προς τη φύση του. Στο μέτρο που αυτοπροσδιορίζεται σε άμεση συνάρτηση με τη δομική έκφραση της πολιτικής στο περιβάλλον του συστήματος που τη γέννησε, εμφανίζεται συγχρόνως και ως απολογητής της. Πρόκειται για μια θεμελιώδη αδυναμία που δεν της επιτρέπει να συλλάβει το πολιτικό φαινόμενο στην ολότητά του, να συγκροτήσει συνολικές κατηγορίες και ένα προσήκον μεθοδολογικό οπλοστάσιο, ενώ παράλληλα την εγκλωβίζει στην εξυπηρέτηση πολιτικών επιλογών ή ιδεολογικώς συντεταγμένων στόχων.
Ώστε, το πρόβλημα της πολιτικής επιστήμης σε ό,τι αφορά στην οριοθέτηση και στη θεσμική ανάπτυξη των πεδίων της συνδέεται θεμελιωδώς με ένα ευρύτερο πρόβλημα ταυτότητας. Η επιβεβαίωσή της ως επιστήμη του κράτους-έθνους προσδιόρισε το αντικείμενό της σε συνάρτηση, όχι προς τη φύση της πολιτικής ως φαινομένου, αλλά με τη συγκεκριμένη θέσμισή του στο πλαίσιο του νέου αυτού πολιτειακού κατασκευάσματος. Η πολιτική, ως το κράτος, ή έστω, ως η πολιτική εξουσία, ανεξαρτήτως του ότι αρχίζει να εισάγει δειλά στα ενδιαφέροντά της και την περίμετρο της πολιτικής δυναμικής, θέτει το ερώτημα εάν συμφυής με την κοινωνία είναι η εξουσία ή η πολιτική. Εάν, με άλλα λόγια, είναι εφικτή η δόμηση της πολιτικής πέραν της ή εν αντιθέσει προς την εξουσία και το νεότερο εθνοκρατικό παράδειγμα. Η υιοθέτηση της υπόθεσης αυτής, που υφέρπει στο παράδειγμα του κοσμοσυστήματος, σημαίνει ότι η πολιτική επιστήμη μπορεί, όχι απλώς να σταθεί κριτικά απέναντι στο υπαρκτό πολιτικό σύστημα του κράτους-έθνους, αλλά και να αρθρώσει μια προβληματική επαναπροσέγγισης και αναοριοθέτησής του αντικειμένου της. Σε κάθε περίπτωση, η αναδιατύπωση του γνωσιολογικού και του μεθοδολογικού οπλοστασίου της πολιτικής επιστήμης αποτελεί πρόκριμα για τη μετάβαση από τον απολογητικό και περιοριστικά νομιμοποιητικό της ρόλο στο πλαίσιο του κράτους-έθνους, στη διαμόρφωση ενός άλλου παραδείγματος για την πολιτική, το πολιτικό σύστημα και την εξέλιξη.
Το πρόβλημα τίθεται με ιδιαίτερη οξύτητα στην ελληνική περίπτωση, καθόσον η ολοκληρωτική πρόσδεση της κοινωνικής επιστήμης στον εθνοκεντρικό κανόνα – που επήλθε με την κατάρρευση του κοσμοσυστημικού της περιβάλλοντος – λειτούργησε απαγορευτικά προς κάθε εγχείρημα, το οποίο θα κατέτεινε στην ανάδειξη των όρων μιας διαφορετικής προσέγγισης της εξέλιξης. Το ελληνικό παράδειγμα εκλήθη εν προκειμένω να καταβάλει το τίμημα της προεπιλεγμένης πρόσδεσης της νεοτερικότητας στην πρόοδο και, κατ’επέκταση, μιας αντιμετώπισης του «διαφορετικού» ως περιφερειακής παρέκκλισης και του ιστορικού παρελθόντος ως απλώς παραδοσιακού.
Από τα ανωτέρω γίνεται εμφανές ότι η επανεκτίμηση του «αντικειμένου» της πολιτικής διευρύνει δραματικά το πεδίο των ενδιαφερόντων της πολιτικής επιστήμης, επιτρέπει τη συγκρότηση γενικοτέρων ερμηνευτικών κατηγοριών, εντάσσει τη νεότερη εποχή στον ιστορικό κοσμοχώρο με όρους συγκριτικής αναλογίας, με μια λέξη θέτει σε νέες βάσεις το περιεχόμενο του γνωσιολογικού και του μεθοδολογικού της οπλοστασίου. Συγχρόνως, η πολιτική επιστήμη αποστασιοποιείται από το άμεσο βιωματικό της περιβάλλον, καθιστάμενη συντοχρόνω κριτικός παραστάτης της πολιτικής εξουσίας ως κυρίαρχου και ενπολλοίς μονοσήμαντου φαινομένου κι όχι απλώς των συγκεκριμένων εφαρμογών και των πολιτικών της.
Με την έννοια αυτή, η καθιερωμένη διάρθρωση και το περιεχόμενο των σπουδών της πολιτικής επιστήμης, οι κατευθύνσεις της πολιτικής έρευνας – ενοίς και του ελληνικού παραδείγματος – καθίστανται ασφυκτικά περιορισμένες, στρεβλωτικές και πάντως ανεπαρκείς σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη μιας συνολικής προβληματικής για την εξέλιξη, στο ζήτημα της συγκριτικής τοποθέτησης της εποχής μας στη μακρά ιστορική διάρκεια και οπωσδήποτε στην προοπτική του κόσμου, ενόψει της εισόδου του στην τρίτη χιλιετία. Μια εποχή που καθόλες τις ενδείξεις θα σηματοδοτηθεί μακροχρόνια από την εσωτερική αμφισβήτηση της κρατικής κυριαρχίας – με τη μετάβαση από την κοινωνία πολιτών στην πολιτική κοινωνία, από τη λογική της μειονότητας στο πρόταγμα της αυτονομίας, από τα πολιτικά συστήματα εξουσιαστικής κυριαρχίας στη δημοκρατία. Και υπό μιαν άλλη έννοια, με τη μετάλλαξη της κρατοκεντρικής υφής του κόσμου έτσι ώστε η αρχή της κρατικής κυριαρχίας να αφήσει τη θέση της σε μια πολυσήμαντη συνάρθρωση του κοσμοσυστήματος με άλλους θεμελιώδεις παράγοντες, όπως η οικονομία.
- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -