Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Η δημοκρατία ως συνολικό διακύβευμα της ελευθερίας
Ως διακύβευμα της ελευθερίας η δημοκρατία εξομοιώνεται με το πρόταγμα μιας συνολικής αυτοκαθοριστικής δυνατότητας του ατόμου μέλους της κοινωνίας. Υπό την έννοια αυτή, διαπιστώσαμε ήδη ότι η δημοκρατία ορίζεται ως το πολιτικό σύστημα στο οποίο η καθολική πολιτική αρμοδιότητα περιέρχεται στο κοινωνικό σώμα, το οποίο, προκειμένου να την ασκήσει, επενδύεται το πολιτικό σύστημα. Δυνάμει του ορισμού αυτού η σχέση κοινωνίας και πολιτικής διαμορφώνεται χωρίς καμία εξουσιαστική διαφοροποίηση ή άλλη διαμεσολάβηση. Η δημοκρατία συνίσταται, από την άποψη αυτή, στην απόρριψη της εξουσίας, δεδομένου ότι η τελευταία, ανεξαρτήτως της αιτιολογίας της ή της νομιμοποίησής της, όπου συντρέχει απομειώνει ανάλογα την ελευθερία. Δημοκρατία και πολιτική ή άλλη (οικονομική κτλ) εξουσία είναι έννοιες ασύμβατες. Σημείο της μετριοπαθούς δημοκρατίας αποτελεί η αποδοχή μιας σχετικά διαφοροποιημένης ισορροπίας μεταξύ της κοινωνίας και της πολιτικής, η οποία όμως σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί την καταρχήν καθολική πολιτική αρμοδιότητα του κοινωνικού σώματος. Η ριζοσπαστική δημοκρατία αποδέχεται μόλις ένα ελάχιστο εξουσιαστικής διαφοροποίησης, στενά εκτελεστικού τύπου. Το “ζην ως βούλεται” του πολίτη δεν υπονοεί απλώς την ιδιωτική και κοινωνική αυτονομία, αλλά ένα σφαιρικό καθεστώς αυτοκαθορισμού που στο πολιτικό επίπεδο αποδίδεται με την αριστοτελική μεταφορά της δημοκρατικής αρχής περί “του μη άρχεσθαι υπό μηδενός”(1).
Ο ορισμός αυτός της δημοκρατίας διευκρινίζει, κατ’επέκταση, και το τοπίο της τυπολογίας των πολιτικών συστημάτων. Το πολιτικό σύστημα που μεταθέτει το πεδίο της πολιτικής κυριαρχίας πέραν του κοινωνικού σώματος, με οποιαδήποτε αιτιολογία, δεν είναι δημοκρατικό και, συνεπώς, τυπολογικά ανήκει στην περιοχή των εξουσιαστικών πολιτικών συστημάτων. Στη δημοκρατία η πολιτική διαδικασία απορροφάται από την κοινωνία ή, ορθότερα, διαχέεται σε αυτήν. Στο εξουσιαστικό πολιτικό σύστημα, η πολιτική διαδικασία καταχωρείται ως -αποκλειστική ή μη, αλλά πάντως- κυρίαρχη αρμοδιότητα σε συγκεκριμένες κοινωνικές οντότητες, διαφοροποιημένες από το κοινωνικό σώμα.
Η αιτιολογία της εξουσίας, η λογική της νομιμοποίησής της, έχει μια αυτοτελή σημασία, η οποία όμως δεν αναιρεί το βασικό αυτό διαιρετικό σχήμα της πολιτικής τυπολογίας. Πράγματι στο εσωτερικό των εξουσιαστικών συστημάτων μπορούμε, για λόγους συστηματικούς, να διακρίνουμε, αφενός, έναν τύπο πολιτικού συστήματος, όπου η θεμελίωση της εξουσιαστικής δομής της πολιτικής έχει μιαν άμεση ή έμμεση ιδιοκτησιακήαιτιολογία. Πρόκειται για την ιδιωτική ή την κρατική δεσποτεία και, από μιαν άλλη άποψη, για τα ολοκληρωτικά και τα αυταρχικά καθεστώτα. Στην ίδια αυτή κατηγορία οφείλει να ταξινομηθεί και το πρωτο-ανθρωποκεντρικό (το προ-αντιπροσωπευτικό) πολιτικό σύστημα στο μέτρο που, μολονότι διαθέτει λαϊκή νομιμοποίηση, η λογική του εδράζεται στην ιδιοκτησιακού τύπου ενσάρκωσή του από το κράτος. Και αφετέρου, ένα μετριοπαθέστερο τύπο εξουσιαστικού πολιτικού συστήματος, όπου η πολιτική αρμοδιότητα διαθλάται μεταξύ του εντολοδόχου φορέα της εξουσίας και του εντολέα κοινωνικού σώματος. Αναφερόμαστε, εν προκειμένω, στο λεγόμενο αντιπροσωπευτικό σύστημα. Η εξουσία δεν ασκείται ιδίω δικαιώματι και δι’ίδιον όφελος ούτε για λογαριασμό μη υπαρκτού κοινωνικά δικαιούχου (π.χ. το έθνος) του οποίου το συμφέρον ορίζει αυθεντικά η εξουσία (το προ-αντιπροσωπευτικό σύστημα), αλλά κατ’εντολήν και δι’όφελος συγκεκριμένου τρίτου τινός, εν προκειμένω του εντολέα κοινωνικού σώματος. Το κοινωνικό σώμα ως εντολέας καθορίζει επίσης το συμφέρον του συλλογικού γίγνεσθαι (π.χ. του έθνους) και, συνακόλουθα, το σκοπό της πολιτικής. Τούτο γεννά μία υποχρέωση αντιστοιχίας της ακολουθούμενης πολιτικής με την κοινωνική βούληση και κατ’επέκταση ένα δικαίωμα “διορθωτικής παρέμβασης” ή και κατασταλτικής λειτουργίας του κοινωνικού σώματος. Το οποίο όμως δικαίωμα δεν ενσωματώνει την κοινωνία στο σύστημα εξουσίας (2). Η διευκρίνιση αυτή είναι κεφαλαιώδης: Η κατοχή της πολιτικής αρμοδιότητας συγκροτεί σύστημα εξουσίας μόνο εάν αυτή ενσαρκώνεται από ένα διαφοροποιημένο πολιτειακό φορέα. Στο βαθμό που η πολιτική αρμοδιότητα περιέρχεται στην κοινωνία, απλώς προσμετράται στην πολιτική αυτονομία των μελών της και, ως εκ τούτου, συνεκτιμάται σε αντιδιαστολή προς την εξουσία.
Οπωσδήποτε, το προ-αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα δεν είναι, ως εκ της φύσεώς του, δημοκρατικό αφού η καθολική πολιτική αρμοδιότητα εναποτίθεται σε δυνάμεις διαφοροποιημένες από το κοινωνικό σώμα. Δεν είναι επίσης αντιπροσωπευτικό αφού η συνάδουσα με την ιδιότητα του εντολέα πολιτική αρμοδιότητα κατέχεται εξολοκλήρου από τον ιδιοκτήτη/φορέα του πολιτικού συστήματος, το κράτος. Η διαφορετική νομιμοποιητική του βάση σε σχέση με την ακραία (ιδιοκτησιακή και ολοκληρωτική) εξουσιαστική θέσμιση της πολιτικής δεν αναιρεί το γεγονός αυτό. Αποκαλύπτει όμως την ύπαρξη μιας διαφορετικής κοινωνικής πραγματικότητας που οδηγεί στη δημιουργία μιας τρίτης τυπολογικής κατηγορίας πολιτικού συστήματος. Το πλήρες εξουσιαστικό σύστημα ιδιοκτησιακού τύπου εδράζεται, καταρχήν, στη λογική της κοινωνίας υποκειμένων.
Το προ-αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα κοινωνικής αναφοράς ή νομιμοποίησης έχει μεν ιδιοκτησιακό πρόσημο -ενσωματώνεται από το κράτος- ανταποκρίνεται όμως σε μια ανθρωποκεντρικά διατεταγμένη υπήκοο κοινωνία πολιτών. Η αντιπροσώπευση τοποθετείται στο μεταίχμιο μεταξύ προ-αντιπροσώπευσης και δημοκρατίας, στοιχειοθετώντας, από την άποψη αυτή, εξ ορισμού τη μετάβαση στην πολιτική κοινωνία(3). Ώστε, το κεθεστώς της υπηκόου κοινωνίας πολιτών συνάδει, καταρχήν, με νομιμοποιημένα εκλογικά, αλλά εξουσιαστικά συστήματα. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, να αναδείξουν και αυταρχικά ή ολοκληρωτικά πολιτικά συστήματα, ιδίως σε περιόδους μετάβασης, όπως κατά την φάση της πρωτο-ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης, καθώς τότε η κοινωνική αναφορά της πολιτικής νομιμοποίησης διευρύνεται, χωρίς ωστόσο να συντρέχει η αναγκαία ωριμότητα του κοινωνικού υποκειμένου. Είναι η περίπτωση της Ευρώπης του μεσοπολέμου ή της προδημοκρατικής περιόδου της πόλης-κράτους (π.χ. το παράδειγμα της πρώιμης κοινωνικής τυραννίας)
Η εξήγηση είναι απλή: η υπήκοος κοινωνία πολιτών θεμελιώνεται, για λόγους που έχουμε αναλύσει αλλού, στην επιμέρους και δη στη βασική ατομική ελευθερία. Ως προς αυτήν μόνο στοιχειοθετείται το αυτοκαθοριστικό πρόταγμα της κοινωνίας. Στο πολιτικό επίπεδο, το κοινωνικό αίτημα εστιάζεται, όπως είδαμε, σε κατοχύρωση δικαιωμάτων όχι ελευθεριών.Τα πολιτικά δικαιώματα αποσκοπούν ουσιαστικά στη διεύρυνση του πεδίου της ατομικής ελευθερίας (π.χ, το δικαίωμα του πολιτικού λόγου) ή στην αποτροπή μιας καταχρηστικής λειτουργίας της οικονομικής ή της πολιτικής εξουσίας που θα περιόριζε το εύρος της υπηκόου κοινωνίας πολιτών και στη διατήρηση μιας στοιχειώδους αντιστοιχίας μεταξύ της κοινωνικής βούλησης και της πολιτικής πράξης. Ο πολίτης με την ψήφο του νομιμοποιεί συντεταγμένες πολιτικές δυνάμεις στην καθολική πολιτική εξουσία. Δεν συντρέχει η αυτοκαθοριστική δυνατότητα του ατόμου στην πολιτική ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για πολιτική ελευθερία.
Εξετάζοντας την προ-αντιπροσωπευτική εξουσία του κράτους υπό ένα πρίσμα ιστορικής πρωτογένεσης διαπιστώνουμε ότι παραπέμπει σαφώς σε ένα προ-δημοκρατικό και δη μη αντιπροσωπευτικό στάδιο εξέλιξης του πολιτικού συστήματος. Το προ-αντιπροσωπευτικό σύστημα είναι προσωποπαγές και, ουσιαστικά, εκφράζει μια υπό προθεσμία και κυρίαρχη μοναρχικήπολιτική εξουσία με απλώς κοινωνική νομιμοποίηση. Η νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος είναι αυτονόητη, αφού ανάγεται στο αξιακό κεκτημένο της φάσης που διέρχεται η κοινωνία. Αφορά επομένως αποκλειστικά στο πολιτικό προσωπικό, δηλαδή στους φορείς της πολιτικής λειτουργίας μέσω των οποίων το κράτος/σύστημα θα αποκτήσει βούληση. Συγκρινόμενο με την αντιπροσωπευτική αρχή που απαντάται στην πολιτεία της δημοκρατίας ή με την αντιπροσωπευτική πολιτεία αυτή καθεαυτή, το προ-αντιπροσωπευτικό σύστημα είναι εξόχως ατελές. Η κοινωνία, καθώς είναι εγκιβωτισμένη στο καθεστώς του ιδιώτη, τοποθετείται έξω από το πολιτικό σύστημα. Η συνάντησή της με την πολιτική συντελείται στο πεδίο της δυναμικής των ομάδων ή με το πολιτικό προσωπικό, η ίδια δεν συγκροτεί σώμα πολιτικό ούτε διακεκριμένη πολιτική κατηγορία. Οι ομάδες που εξέχουν της κοινωνίας επικαλούνται μια λειτουργία «διαμεσολάβησης» όχι αντιπροσώπευσης, ενώ οι πολιτικές δυνάμεις εντέλονται ρητώς από τους Θεμελιώδες Χάρτες να διατηρούν την ολοκληρωτική αυτονομία τους έναντι του σώματος των πολιτών.
Η αντιπροσωπευτική αρχή, από την πλευρά της, ενσαρκώνει τη φυσιογνωμία του πολιτικού συστήματος: Οι εξουσιαστικές αρχές γίνονται συνοδικές, αντί της προγενέστερης προσωποπαγούς και μοναρχικής ιδιοσυστασίας τους, προικίζονται με εξαιρετικά περιορισμένο χρόνο εντολής (μικρότερο του έτους) και ιδιαίτερα περιορισμένες -εκτελεστικές/διοικητικές- αρμοδιότητες, που συνάδουν με την ιδιότητα του εντολοδόχου, είναι ελευθέρως ανακλητές, λογοδοτούν ανά πάσα στιγμή και υπόκεινται στη δικαιοσύνη για τα πολιτικά τους πεπραγμένα(4). Συγχρόνως, το σώμα των πολιτών συγκροτείται σε διαρκή θεσμό της πολιτείας, ώστε να ασκήσει τις συναφείς προς την ιδιότητα του εντολέα πολιτικές αρμοδιότητες.
Mε την έννοια αυτή, συμπεραίνεται αβίαστα ότι η πολιτεία στο “εθνοκρατικού” τύπου ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα της εποχής μας, όχι μόνον δεν εγγράφεται τυπολογικά στη δημοκρατία, αλλά και ως εξουσιαστικό σύστημα τοποθετείται, μορφολογικά, σε μια σαφώς προ-αντιπροσωπευτική κατηγορία, αφού μονοπωλεί το σύνολο της καθολικής πολιτικής αρμοδιότητας. Η ενισχυμένη αυτονομία της εξουσίας εξηγεί ενμέρει τις συχνές αυταρχικές εκτροπές, κυρίως όμως την ορολογική και κατ’επέκταση, γνωσιολογική σύγχυσηπου επικρατεί. Όλα τα ετερόκλητα πολιτικά συστήματα της εποχής μας αυτοπροσδιορίζονται ως δημοκρατικά ή εγγράφονται τυπολογικά στη δημοκρατία: Τα δεσποτικά/μοναρχικά και μάλιστα τα τιμοκρατικά ευρωπαϊκά συστήματα του 19ου αιώνα, το αμερικανικό της ίδιας περιόδου, τα λεγόμενα σοσιαλιστικά από εκείνο του Στάλιν και του Κιμ ιλ Σουνγκ έως αυτά του Φιντέλ Κάστρο και του Μαο Τσε Τουνγκ του 20ου αιώνα, πολιτεύματα όπως της Λιβύης, της Τουρκίας, του Ιράν, του Ιράκ, του Πακιστάν σήμερα κ.α. Δικαίως, διότι σε όλα αυτά τα πολιτικά συστήματα συντρέχουν, καταρχήν, οι τυπικές προϋποθέσεις της υπηκόου κοινωνίας πολιτών και φυσικά η προ-αντιπροσωπευτική θεμελίωση της πολιτικής εξουσίας.
Υπό το κράτος της πολυσήμαντης αντιπαλότητας μεταξύ των λεγομένων δυτικού και ανατολικού κόσμου -που στην πραγματικότητα δεν ήσαν παρά παράγωγα της ίδιας κοσμοσυστημικής κατηγορίας- θα επιχειρηθεί να αρθεί ο ομοθεσία αυτή με την καλλιέργεια της πλουραλιστικής θεωρίας. Το δυτικό προ-αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα, το προσιδιάζον στην έννοια της υπηκόου κοινωνίας πολιτών, είναι σε αντίθεση με το ανατολικό, συγχρόνως και πλουραλιστικό. Ωστόσο, ο πλουραλισμός, αφορά αποκλειστικά στην εσωτερική λογική της κοινωνίας και της εξουσίας και όχι σε μια διαφορετική σχέση κοινωνίας και πολιτικής. Εκείνο που επιτυγχάνει ο πλουραλισμός είναι να μεταθέσει το πρόβλημα από τη μονοσήμαντη εξωθεσμική συνάφεια της κοινωνίας με την πολιτική, σε μια άρθρωση των σχέσεων δύναμης και εξουσίας έτσι ώστε να αποτρέπεται η συγκέντρωση υπερβολικής ισχύος στην κορυφή της εξουσιαστικής πυραμίδας του κράτους, μέσω της οποίας θα μπορούσαν να απειληθούν η ατομική ελευθερία και τα κοινωνικο-πολιτικά δικαιώματα των πολιτών.
Αν όμως με τον πλουραλισμό αποτρέπεται ένας συνολικός αυταρχισμός δεν αποκλείονται ούτε η πολιτική ιδιοποίηση, ούτε οι τοπικοί ή κλαδικοίαυταρχισμοί. Και τούτο διότι το σύστημα είναι κατά βάση δομημένο με όρους ιδιοκτησίας. Οι σύγχρονες κοινωνίες είναι πλήρεις από μικρούς ηγεμόνες που δυναστεύουν τις αντίστοιχες κοινωνικές τους περιοχές(5). Επιπλέον, στο μέτρο που ο πλουραλισμός παραπέμπει στους συσχετισμούς ισχύος, χωρίς να τους ενσωματώνει στο σύστημα ως θεμελιώδεις συντελεστές της πολιτικής διαδικασίας, συμβάλλει στη γιγάντωση μιας εξωθεσμικής πολιτικής δυναμικής και συνακόλουθα του παρασκηνίου. Σε κάθε περίπτωση η, πλουραλιστική ή μη, συγκρότηση του κοινωνικο-πολιτικού πεδίου, αποτελεί μορφολογική παραλλαγή του προ-αντιπροσωπευτικού συστήματος. Δεν είναι δημοκρατία.
Οι πραγματικότητες αυτές του προ-αντιπροσωπευτικού πλουραλιστικού προτάγματος επιβαρύνονται από το γεγονός ότι διαπιστώνεται, υπό το βάρος της εξέλιξης της υπηκόου κοινωνίας πολιτών, μια σοβαρή αναντιστοιχία μεταξύ του τυπικού και του ουσιαστικού πολιτικού συστήματος. Η πολιτική κυριαρχία ανήκει στην κυβέρνηση, όχι στο κοινοβούλιο, και πράγματι κόμμα. Το κόμμα -και μάλιστα η ηγεσίατου- που αποκτά την πλειοψηφία στις εκλογές κατέχει, τελικά, κατά τρόπο αδιαίρετο, την πολιτική εξουσία. Το κοινοβούλιο -η λεγόμενη νομοθετική εξουσία-, η κυβέρνηση -η λεγόμενη εκτελεστική εξουσία- το ίδιο το κράτος -δηλαδή η διοίκηση και υπό μια έννοια η δικαιοσύνη- του ανήκουν κατά τρόπο που δεν υπόκειται σχεδόν σε αμφισβήτηση. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος της κυβερνητικής εξουσίας δεν αποτελεί παρά μια δευτερεύουσα διάσταση της κομματικής αντιπαράθεσης, που σε τελική ανάλυση έχει αποδέκτη όχι την κυβέρνηση, αλλά το κοινωνικό σώμα.
Παρόλ’ αυτά, το κόμμα, μολονότι έχει αναδειχθεί σε θεμελιώδη συντελεστή της πολιτικής διαδικασίας, αυτοεξαιρείται από τις συνταγματικές ρυθμίσεις που επιβάλλει η λεγόμενη “δημοκρατική” αρχή. Ενώ όλοι οι θεσμοί του συστήματος καλούνται να συμμορφωθούν προς την αρχή αυτή, το κόμμα διατηρεί το δικαίωμα της αυτο-οργάνωσης και της αυτο-ρύθμησης με βάση τη λογική των συσχετισμών. Μπορεί να είναι αυταρχικό ή προσωποπαγές, να διατηρεί de facto ή de jure μία ισόβια ηγεσία, να διασφαλίζει την κληρονομικότητα της διαδοχής, να ακυρώνει τις ίδιες τις θεμελιώδεις ρυθμίσεις του πολιτεύματος (πχ. η πειθαρχία των βουλευτών), να επιβάλλει μια εντολιακή ή αυταρχική σχέση με το κοινωνικό σώμα. Σε τελευταία ανάλυση παραμένει κυρίαρχο και ουσιαστικά ή θεσμικά ανεξέλεγκτο(6).
Συγχρόνως όμως, ενόσο αναπτύσσεται η τεχνολογία της επικοινωνίας, παρατηρείται μια αντίστοιχη διεύρυνση του πεδίου της πολιτικής. Ιδίως η πολιτική δυναμική διακτινώνεται ουσιαστικά πέραν των θεσμών στους οποίους κατακυρώθηκε στο παρελθόν και οι οποίοι προβλέπονται από το Σύνταγμα. Η εξισορρόπηση της εξουσίας επιτυγχάνεται τελικά όχι «Μέσα» από τους θεσμούς αλλά πέραν των θεσμών, από κοινωνικές δυνάμεις που διεκδικούν ένα ρόλο εταίρου διαμεσολαβητή στο περιβάλλον της πολιτικής διαδικασίας. Η πολιτική αντιπαλότητα παράγεται στο πεδίο της διαμεσολάβησης, την ανασύνταξη του οποίου έχουν αναλάβει τα οπτικοακουστικά «Μέσα», τα οποία από μηχανισμοί ενημέρωσης ή και επικοινωνίας έχουν ήδη μεταβληθεί σε θεμελιώδη παράγοντα παραγωγής της πολιτικής(7). Ωστόσο, το νέο αυτό πεδίο της πολιτικής εξακολουθεί να παραμένει αθέσμιτο –να μην εγγράφεται δηλαδή ως συστατικός θεσμός της πολιτείας– και, μάλιστα, να υπόκειται στη σφαίρα της ιδιωτικής ή της κρατικής ιδιοκτησίας και, κατ’επέκταση, στους συσχετισμούς, όπως ακριβώς και τα κόμματα. Με την έννοια αυτή, ένα κοινωνικό αγαθό κομβικής σημασίας όπως η πολιτική αντιμετωπίζεται ως «ιδιωτικό» προϊόν υποκείμενο, σχεδόν αποκλειστικά, στην επιχειρηματική, στην κομματική ή και στην προσωπική διαθεσιμότητα. Το πολιτικό σύστημα που αναγνωρίζουν οι θεμελιώδεις χάρτες σήμερα ανταποκρίνεται τελικά στις πραγματικότητες του 19ου αιώνα μάλλον, παρά σ’εκείνες των αρχών του 21ου αιώνα(8).
Το μεθοδολογικό πρόβλημα της πολιτικής τυπολογίας
Οι αντιφάσεις αυτές που ανακύπτουν έντονα στις μέρες μας και αναμφίβολα η ισχυρή αμφισβήτηση των θεμελίων του κρατούντος πολιτικού συστήματος κάνουν εμφανέστερο από ποτέ το ασύμπτωτο της δημοκρατίας με το προ-αντιπροσωπευτικό σύστημα. Η μια εκδοχή του, η σοσιαλιστική, που συνδέθηκε με την κοινωνική επανάσταση, κατέρρευσε. Η άλλη, η δυτική, ένα αυστηρά προσωποπαγές, πλην όμως πλουραλιστικό σύστημα, έχει αγγίξει τα όριά της, καθώς πλήττεται το θεμέλιο της πολιτικής της ιδιοσυστασίας -η περιορισμένη νομιμοποίηση του φορέα της πολιτικής εξουσίας –και έχει ευρέως ακυρωθεί η προνομία της κυριαρχίας. Ο σύγχρονος κόσμος εξελίσσεται ραγδαία, η σκέψη του όμως και το θεσμικό περιβάλλον, παραμένουν απελπιστικά στάσιμα.
Το πρόβλημα είναι συμφυές με τον περιορισμένο ανθρωποκεντρικό ορίζοντα των κοινωνιών της νεοτερικότητας. Συναντάται όμως ευρύτερα με το γνωσιολογικό και μεθοδολογικό κεκτημένο της φάσης που διέρχεται ενγένει ο νεότερος κόσμος. Το οποίο, δεν επαρκεί ώστε να οικειωθεί με τις λεπτές αποχρώσεις των εννοιών μιας πιο προωθημένης ανθρωποκεντρικής ανάπτυξης και, ιδίως της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης. Το γεγονός αυτό γίνεται εμφανές όταν διακρίνει κανείς τον τρόπο της προσέγγισης της δημοκρατίας. Όπως είδαμε, η έννοια και η θεωρία της δημοκρατίας στους νεότερους χρόνους υπήρξαν απόρροια της επαφής του δυτικο-ευρωπαϊκού κόσμου με την ελληνική γραμματεία και όχι το αποτέλεσμα μιας ομόλογης ανθρωποκεντρικής εξέλιξης των ευρωπαϊκών κοινωνιών(9). Η επαφή αυτή αναπτύχθηκε σε μια περίοδο που οι κοινωνίες στο μεγαλύτερο μέρος της γηραιάς ηπείρου αγωνίζονταν να αποτινάξουν τα υπολείμματα του δεσποτικού/φεουδαλικού κοσμοσυστήματος και ένα εξαιρετικά αυστηρό, τιμοκρατικό και δεσποτικό, πολιτικό σύστημα, που προσήκε στη φάση της εισόδου της στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι μετά την αποσύνδεση των ευρωπαϊκών κοινωνιών -και ιδιαίτερα της δυτικής Ευρώπης- από τη δυναμική του οικουμενικού και κοσμοπολιτειακού Βυζαντίου, που επήλθε σταδιακά μετά την Άλωση, η πραγματικότητα της πόλης-κράτους, μολονότι εξακολούθησε να δεσπόζει στο πλαίσιο του ελληνικού ζωτικού χώρου μέχρι και τον 19ο αιώνα, ταξινομήθηκε χωρίς ελαφρυντικά, στην περιοχή της δεσποτικής κληρονομιάς(10).
Η επισήμανση αυτή αποκτά ξεχωριστή σημασία για δυο πρόσθετους λόγους: ο ένας, εστιάζεται στο γεγονός ότι η ανθρωποκεντρική μετάβαση της δυτικής Ευρώπης έγινε με όχημα τη θεμελιώδη κοινωνία της πόλης, η οποία αν και μεταλλαγμένη σε κοινότητα αποτέλεσε τον καταλύτη της εξέλιξης. Ο άλλος, έχει να κάμει με την απάρνηση της ιστορικής αυτής πραγματικότητας και την αξίωση της νεοτερικότητας το ελληνικό κοινό της περιόδου της οθωμανοκρατίας να προσεγγίζεται επίσης ως κοινότητα.
Το ζήτημα, όπως γίνεται αντιληπτό, δεν αφορά στο κοσμοσυστημικό μόρφωμα της πόλης “κράτους” αυτό καθεαυτό, αφού “επελέγη” τελικά η “εθνοκρατική” τυπολογία, αλλά στο πολιτικό της σύστημα. Οι αναδυόμενες δυτικο-ευρωπαϊκές κοινωνίες, ενώ αντιμετώπισαν δίκην προτύπου τη δημοκρατία της κρατοκεντρικής πόλης, αγνόησαν το κυριολεκτικά όμοιό της που ενυπήρχε ακριβώς δίπλα τους, στο πλαίσιο του ελληνικού κοσμοσυστήματος, και, μάλιστα, χωρίς την ώνια εργασία/δουλεία(11). Αγνόησαν εξίσου το μείζον γεγονός ότι το κοινοτικό φαινόμενο με το οποίο διήλθαν το δεσποτικό τους παρελθόν, υπήρξε το αποτέλεσμα της μετακένωσης της ελληνικής θεμελιώδους κοινωνίας της πόλης στον ζωτικό τους χώρο. Ευλόγως αφού, έχοντας εκκινήσει από μηδενική κοινωνική και πολιτική βάση (από την κοινωνία υποκειμένων), το ζητούμενο ήταν η οικοδόμηση μιας στοιχειώδους ανθρωποκεντρικής κοινωνίας με πρόσημο την ατομική ελευθερία, επομένως μιας περιορισμένης για την εποχή υπηκόου κοινωνίας πολιτών και όχι της πολιτικής κοινωνίας που επάγεται η δημοκρατία. Ευλόγως επίσης, διότι δεν συνέτρεχε η αντικειμενική προϋπόθεση ενός επικοινωνιακού συστήματος(12) που θα έκανε εφικτή τη δημοκρατία στο εδαφικό κρατοκεντρικό σύστημα ή, ορθότερα, στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μεγάλης κλίμακας.
Ο διανοητικός διαλογισμός για την ελληνική δημοκρατία, η διαπίστωση του ανέφικτού της στο εδαφικό κράτος και, οπωσδήποτε, το αδιανόητο ενός προτάγματος που θα περιλάμβανε επίσης την κοινωνική και πολιτική αυτονομία του κοινωνικού σώματος, οδήγησαν στην επεξεργασία ενός γνωσιολογικού σχήματος το οποίο απλώς κατέτεινε στη δικαίωση του νεοτερικού παραδείγματος, αντί της αυτογνωσίας. Αφού η δημοκρατία είναι ανέφικτη και φυσικά αδιάφορη, τίποτε δεν αποκλείει να αναγορευθεί, κατ’οικονομίαν, σε δημοκρατία το βιούμενο πολιτικό σύστημα μόνο και μόνο επειδή απλώς αναφέρεται, προκειμένου να αποκτήσει νομιμοποιητικό έρεισμα, στο σύνολο ή και σε μέρος του κοινωνικού σώματος. Αρχικά το σύστημα αυτό κατακυρώθηκε ως έμμεση δημοκρατία για να διακριθεί από την αρχαία, την άμεση δημοκρατία. Μετά από μια περίοδο κατά την οποία ο επιθετικός αυτός προσδιορισμός θα καταργηθεί για να καταδειχθεί η ανωτερότητα της νεότερης δημοκρατίας έναντι της αρχαίας, η νεοτερικότητα θα επανέλθει για να προικίσει το σύστημά της με πλέον εύσχημους επιθετικούς προσδιορισμούς, όπως εκείνος της συμμετοχικής δημοκρατίας.
Φαίνεται εντούτοις ότι η πορεία αυτή της νεοτερικής ιδεολογίας έχει ιστορικό βάθος. Πρώτος ίσως ο Κοντορσέ επιχειρηματολόγησε υπέρ της ελευθερίας των νεοτέρων, ενώ προηγουμένως ο Μοντεσκέ διέκρινε ότι η δυτικο-ευρωπαϊκή δεσποτεία, που μόλις επιχειρούσε να παγιώσει τον κρατικό της τύπο, ήταν “ανώτερη”, δηλαδή πλέον εξελιγμένη, σε σύγκριση με το μετα-κρατοκεντρικό ή οικουμενικά ανθρωποκεντρικό στάδιο που εξέφραζε το σύστημα της κοσμόπολης, με κορυφαία εκδήλωσή της το Βυζάντιο(13).
Τη γραμμική αυτή θεώρηση της εξέλιξης ακολούθησαν όλοι οι θεωρητικοί απολογητές -φιλελεύθεροι και μαρξιστές- του “εθνοκρατικού“ τύπου κοσμοσυστήματος. Κάθε νεότερο ταξινομήθηκε ως πιο εξελιγμένο και συνεπώς ανώτερο από το παλαιό. Η “δημοκρατία” -εννοείται ένα εξουσιαστικά δομημένο με όρους πολιτικής κυριαρχίας προ-αντιπροσωπευτικό σύστημα- της νεότερης εποχής είναι, ως εκ τούτου, σαφώς ανώτερη από την αρχαία. Ωστόσο, η μη «δουλοκτητική» δημοκρατία του συστήματος των “πόλεων”, που απαντάται και κατά τους μεταβυζαντινούς χρόνους και αποτελεί ευθεία προέκταση της «αρχαίας» δημοκρατίας απουσιάζει πλήρως από τη σχετική προβληματική.
Η γραμμική προσέγγιση του κοινωνικού γίγνεσθαι, σε συνδυασμό με την υπαγωγή του στη λειτουργία των μοντέλων-που ανάγει το “νεότερο” σύστημα σε πρότυπο αναφοράς και αξιολόγησης της ιστορίας- θέτει ασφαλώς ένα μείζον ζήτημα μεθόδου. Πρωταρχικά, διότι είναι αυτό καθεαυτό αυθαίρετο για πολλούς λόγους που δεν είναι σκόπιμο να απαριθμηθούν τη στιγμή αυτή. Δεύτερον, επειδή η επίκληση της συγκριτικής μεθόδου, έρχεται να παίξει ένα ρόλο δικαίωσης του προτύπου και όχι να συνδράμει στη διαδικασία της γνώσης. Πέραν αυτού η συγκριτική προσέγγιση δεν επαρκεί από μόνη της, ακόμη και αν είναι αδογμάτιστη, για να δώσει αξιόπιστες απαντήσεις. Προϋποτίθεται η αποκατάστασή της αναλογίας στη σύγκριση. Η σύγκριση στο πλαίσιο αυτό καλείται να εκτιμήσει τα μεγέθη όχι στην απολυτότητά τους αλλά σε σχέση με την κλίμακα στην οποία αναφέρονται. Η απλή συγκριτική μέθοδος αντιμετωπίζει, για παράδειγμα, τη βιομηχανική οικονομία ως μια πρωτότυπη και θα λέγαμε μοναδική εκδοχή στην ανθρώπινη ιστορία. Ενσαρκώνει τη χρηματιστική εκδοχή της οικονομίας στη μεγάλη κλίμακα. Το προφανές όμως αυτό εξ επόψεως κλίμακας ιστορικό κεκτημένο δεν δικαιολογεί τη δογματική παραδοχή η οποία υπάγει σε μια ενιαία τυπολογική κατηγορία –και, μάλιστα, ως αγροτική οικονομία- ολόκληρη την προγενέστερη περίοδο της ανθρωπότητας.
Η αναλογική μέθοδος διδάσκει, αντιθέτως, ότι η βιομηχανική οικονομία αποτελεί απλώς έναν τύπο χρηματιστικής οικονομίας, ο οποίος προσιδιάζει στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα και ως εκ τούτου οφείλει να εκτιμηθεί, αφενός, στο πλαίσιο του συνολικού συστήματος στο οποίο λειτουργεί, δηλαδή στη μεγάλη κλίμακα και αφετέρου, σε αναφορά προς συναφή συνολικά ιστορικά φαινόμενα, εν προκειμένω χρηματιστικής οικονομίας, εφόσον και όπου αυτά υπάρχουν. Διαπιστώσαμε ήδη ότι το μοναδικό στον ιστορικό χρόνο κοσμοσύστημα με ανθρωποκεντρικό υπόβαθρο, που ανέδειξε επομένως ένα πλήρες σύστημα χρηματιστικής οικονομίας υπήρξε το ελληνικό κοσμοσύστημα. Η μορφολογία της ελληνικής χρηματιστικής οικονομίας, που χρησιμοποίησε ως όχημα την πόλη, ως κρατοκεντικό μόρφωμα αρχικά και, περαιτέρω, ως συνιστώσα της κοσμοπολιτειακής οικουμένης, παρουσιάζει ένα εξαιρετικό όσο και πολυσήμαντο ενδιαφέρον.
Το ελληνικό κοσμοσύστημα που αριθμεί, όπως είδαμε, μια αδιάκοπη διαδρομή μέχρι τις παρυφές του 20ου αιώνα, και το νεότερο κοσμοσύστημα, που αρχίζει να οικοδομείται σταδιακά από τις απαρχές της Αναγέννησης ως τυπολογική προέκταση του πρώτου για να εμπεδωθεί ουσιαστικά στη διάρκεια του 20ου αιώνα, διεκδικούν επίσης μια μοναδικότητα σημαντική: συνθέτουν το μόνο γνωστό ιστορικά σύστημα που παρουσιάζει μια εξελιξιμότητα ευρέως τυπολογικού φάσματος. Συγχρόνως όμως είναι ένα κοσμοσύστημα που στις δυο φάσεις του εμφανίζει μια εκπλήσσουσα ιδιοσυστασιακή ενότητα και αναλογία σε τυπολογικό επίπεδο. Η ύπαρξη αυτής της ενότητας και αναλογίας εξηγεί, άλλωστε, τόσο την κομβική θέση και τη διαρκή επικαιρότητα του ελληνικού πολιτισμού στις νεότερες κοινωνίες όσο και την αδυναμία τους να αναλάβουν τη σκυτάλη της ύστερης φάσης, της οικουμενικής και κοσμοπολιτειακής, του ελληνικού κοσμοσυστημικού κύκλου ή έστω να προσεγγίσουν ειδικότερες πτυχές του, όπως η δημοκρατία της πόλης, που συνυπήρχε πλάι τους έως πρόσφατα. Ο νεότερος “εθνοκρατικός” τύπος του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος διακρίνεται για την εκλεκτική του συγγένεια με την κρατοκεντρική φάση του ελληνικού τύπου και, μάλιστα, με τις απαρχές της, ακριβώς διότι, καθώς αποσυνδέθηκε πρόωρα από το άρμα της βυζαντινής κοσμοπολιτείας και εισήλθε συγχρόνως στην τροχιά της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας, οδηγήθηκε αναγκαστικά στην επιλογή της μηδενικής κοινωνικής και πολιτικής αφετηρίας(15).
Εφαρμόζοντας την αναλογική μέθοδο στη συγκριτική προσέγγιση των δύο κρατοκεντρικών τύπων του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος προκύπτει το ακόλουθο σχήμα:
ΠΙΝΑΚΑΣ εξελικτικής τυπολογίας των πολιτειών
Από το διάγραμμα αυτό απορρέουν οι εξής παρατηρήσεις:
α. Η ανθρωποκεντρική μετάβαση συντελείται με τη μετακένωση στο δυτικό ευρωπαϊκό φεουδαλικό πεδίο των παραμέτρων του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας. Ο συνδυασμός κοινού/κοινότητας και ιδιωτικής δεσποτείας οδηγεί στη συγκρότηση της κρατικής δεσποτείας με μεταβατικό πρόσημο και, περαιτέρω, στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μεγάλης κλίμακας. Κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα και, ιδίως, κατά τον 20ο αιώνα, οριστικοποιείται η οικοδόμηση της ανθρωποκεντρικής κοινωνίας στο περιβάλλον της μεγάλης κλίμακας από μηδενική αφετηρία.
β. Η μηδενική αφετηρία υποδηλώνει την προτεραιότητα της ατομικής ελευθερίας και προοπτικά των δικαιωμάτων (αντικειμενικοποίηση του δικαίου και της δικαιοσύνης, πρόνοια, κοινωνικό πρόβλημα κτλ) με θεμελιώδη κοινωνία το κράτος (κρατοκεντρισμός).
γ. Οι δύο κρατοκεντρικοί τύποι (ο της μεταβατικής κρατικής δεσποτείας και ο του έθνους-κράτους) του συγκεκριμένου κοσμοσυστήματος, έχουν να επιδείξουν μια παραδειγματική εξελικτική αναλογία με την ομόλογη περίοδο του ελληνικού κοσμοσυστήματος έως τη φάση της οριστικής πρωτο-ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης με πρόσημο την ατομική ελευθερία και τα κοινωνικο-πολιτικά δικαιώματα (υπήκοος κοινωνία πολιτών, προ-αντιπροσωπευτικό σύστημα κτλ). Όμως, ο νεότερος ανθρωποκεντρισμός αγνοεί εξολοκλήρου τις επόμενες φάσεις έως την ανθρωποκεντρική ολοκλήρωση που κληροδότησε το ελληνικό κοσμοσύστημα: αρχικά εντός του κράτους και στη συνέχεια στο πλαίσιο της οικουμενικής κοσμόπολης.
δ. Η χρηματιστική οικονομία αποτελεί για όλους τους τύπους του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος θεμέλιο της ιδιοσυστασίαςκαι της εξελικτικής τους φυσιογνωμίας. Όμως η βιομηχανικού τύπου χρηματιστική οικονομία (η χρηματιστική οικονομία μεγάλης κλίμακας) παράγει, στο πλαίσιο του εδαφικού κράτους, κοινωνική ή καλύτερα επικοινωνιακή ενέργεια που μόλις επαρκεί για τη συγκρότηση μιας πρωτο-ανθρωποκεντρικής και, συνεπώς, υπηκόου κοινωνίας πολιτών (ατομική ελευθερία, απλά κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα). Και συνεπώς, στην καλύτερη περίπτωση, ενός αυστηρού εξουσιαστικού πολιτικού συστήματος. Αντιθέτως, στο πλαίσιο του κρατοκεντρικού πολιτειακού μορφώματος της πόλης η χρηματιστική οικονομία, μολονότι η κλίμακα που αντιπροσωπεύει δεν υπόκειται σε σύγκριση με το βιομηχανικό ανάλογό της, απεδείχθη σταδιακά ικανή να οδηγήσει σε περαιτέρω εξελίξεις: Από την πρωτο-ανθρωποκεντρική υπήκοο ή αντιπροσωπευτική κοινωνία πολιτών στην πολιτική κοινωνία και, συνακόλουθα, από τον εξουσιαστικό τύπο πολιτικού συστήματος στο τυπολογικό αντίθετό του, τη δημοκρατία.
ε. Δεν είναι του παρόντος να επισημανθούν ορισμένες σημαντικές πτυχές του οικουμενικού και κοσμοπολιτειακού παραδείγματος καθώς και οι λόγοι που επέβαλαν τη μετάβαση του κρατοκεντρικού συστήματος σ’αυτό. Περιοριζόμαστε απλώς να υπενθυμίσουμε ότι το κοσμοπολιτειακό σύστημα, όχι μόνο δεν κατάργησε το σύστημα της πόλης, αλλά και αποτέλεσε έως το τέλος το υπόβαθρό του. Είναι ακριβώς αυτό που διακρίνει την οικουμενική κοσμόπολη από τις διάφορες αυτοκρατορίες ή τις κρατικές δεσποτείες που εγγράφονται κυρίως στο δεσποτικό κοσμοσύστημα. Το Βυζάντιο αποτελεί, όπως διαπιστώσαμε, από πολλές απόψεις, την πλέον ολοκληρωμένη έκφραση οικουμενικής κοσμόπολης. Η οθωμανική κατάκτηση σήμανε την κατάλυση του κοσμοπολιτειακού συστήματος στην “κοσμική” κορυφή, όχι όμως της κοσμοπολιτειακής εκκλησιαστικής θεσμικής τάξης, της κοσμοπολιτειακής ιδεολογίας, του οικουμενικού συστήματος, της χρηματιστικής οικονομίας εταιρικού τύπου και θεμελιωδώς του συστήματος των πόλεων. Η ιστορική συγκατοίκηση της ασιατικής δεσποτείας -τύπος του δεσποτικού κοσμοσυστήματος- και του ελληνικού κοσμοσυστήματος, αξίζει για πολλούς λόγους την προσοχή μας.
στ. Τα ανωτέρω κάνουν φανερό ότι η αξιολόγηση του “εθνοκεντρικού” κοσμοσυστήματος παρουσιάζει ορισμένα σαφή όρια που μόνον η αναλογική μέθοδος επιτρέπει την ανάδειξή τους. Επισημάνθηκε ήδη ότι η χρηματιστική οικονομία της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας (η λεγόμενη βιομηχανική και, βέβαια, η τεχνολογική οικονομία) είναι “ανώτερη” από την αντίστοιχη ελληνική. Διαπιστώθηκε όμως επίσης ότι εξακολουθεί να εμφανίζεται ακόμη εξόχως ανεπαρκής για να οδηγήσει σε μια υπέρβαση της πρωτο-ανθρωποκεντρικής φάσης που αντιπροσωπεύει η υπήκοος κοινωνία πολιτών. Η σύγχρονη πρωτο-ανθρωποκεντρική κοινωνία -το προ-αντιπροσωπευτικό σύστημα, η κοινωνία της εργασίας και η χρηματιστική οικονομία που προσιδιάζουν στη φάση αυτή- είναι πληρέστερη από τα ελληνικά ομόλογά της. Όμως η ανωτερότητα αυτή δεν αποτελεί επιτρεπτό επιχείρημα ώστε να τεκμηριωθεί η συνολική ανωτερότητα του νεότερου έναντι του ελληνικού κοσμοσυστήματος. Το ένα, βιώνει τον πρώιμο ανθρωποκεντρισμό στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα, το άλλο διένυσε μια πλήρη ανθρωποκεντρική διαδρομή τόσο στο πλαίσιο του κρατοκεντρισμού όσο και στη μετα-κρατοκεντρική οικουμένη.
ζ. Ωστε, το νέο που φέρνει το “εθνοκεντρικό” κοσμοσύστημα δεν είναι ούτε η κρατοκεντρική του συγκρότηση ούτε το εσωτερικό εξελικτικό του πεδίο. Θα λέγαμε μάλιστα ότι ως προς αυτά έχει ακόμη να διανύσει μεγάλο δρόμο μέχρι να ολοκληρωθεί. Το νέο συνίσταται στο γεγονός ότι η εξελικτική του δυναμική αναπτύσσεται στο πλαίσιο ενός ανθρωποκεντρισμού μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας (του εδαφικά εκτεταμένου κράτους) και όχι στη μικρή κοσμοσυστημική κλίμακα της πόλης-κράτους. Οι νεότερες κοινωνίες κατόρθωσαν να κινητοποιήσουν επαρκή επικοινωνιακή ενέργεια ώστε το εδαφικό κράτος -που ιστορικά είχε καταγραφεί ως μη εξελίξιμο- να αναπτύξει εξελικτική τροχιά ανθρωποκεντρικού τύπου(16). Εξού και η μονοσήμαντη κυριαρχία του στο σύνολο του πλανήτη Γη.
Η δημοκρατία ως η πολιτεία της τεχνοδικτυακής επικοινωνίας
Στο σημείο αυτό, το ερώτημα που τίθεται είναι απλό: Είναι εφικτή η μετάβαση, στο πλαίσιο του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μεγάλης κλίμακας, από την προ-αντιπροσωπευτική υπήκοο κοινωνία πολιτών (και θα λέγαμε συνολικά από τα συστήματα ιδιοκτησίας), στην κοινωνία της πολιτικής αντιπροσώπευσης και, περαιτέρω, στην πολιτική κοινωνία και στο δημοκρατικό της συνεπαγόμενο; Είναι, με διαφορετική διατύπωση, εξελίξιμο το σύγχρονο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα ή θα πρέπει να αποδεχθούμε ότι εξάντλησε τα όριά του;
Η αναδρομή στο ελληνικό παράδειγμα, με όρους αναλογίας, κάνει εφικτή την προσέγγισή του ενείδει εργαστηρίου για την ανάδειξη ορισμένων θεμελιωδών κατευθύνσεων της “εθνοκρατικής” προοπτικής του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος. Με αφετηρία την υπόθεση αυτή, μπορούμε να δεχθούμε ότι οι νεότερες κοινωνίες στην κρατοκεντρική φάση του κοσμοσυστήματος θα είχαν, καταρχήν, να επιλέξουν, προκειμένου να μετεξελιχθουν, είτε την αποδόμηση της θεμελιώδους κοινωνίας του εδαφικού κράτους και την επάνοδο στη μικρή κοσμοσυστημική κλίμακα της πόλης είτε ένα συνδυασμό της μικρής επικοινωνιακής κλίμακας με την επανεμφύτευση της κοινωνίας της πόλης στο εσωτερικό μιας εκάστης θεμελιώδους κοινωνίας-κράτους είτε τέλος την προοπτική της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης με πρόσημο την συνολική κοινωνία του εδαφικού κράτους(17). Η πρώτη περίπτωση, εξεταζόμενη αυτοτελώς, είναι ουσιαστικά ανέφικτη διότι η εγκαθίδρυση ενός κοσμοσυστημικού τύπου δεν εξαρτάται από τις διανοητικές υποθέσεις ούτε και από αυτή την ανθρώπινη βούληση. Είναι μια δυναμική πραγματικότητα στην οποία εγγράφεται ο άνθρωπος ως ενεργό υποκείμενο της ιστορίας. Η δεύτερη περίπτωση, αντιβαίνει επίσης στη λογική της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας, ιδίως στον τρόπο με τον οποίο αυτή συγκροτήθηκε στην εποχή της νεοτερικότητας. Θα μπορούσε μόνο να υποθέσει κανείς την εφικτότητά της, στο μέτρο που η εξέλιξη της ελληνικής οικουμένης ήταν διαφορετική. Εάν δηλαδή η βυζαντινή κοσμόπολη είχε κατορθώσει να συνεχίσει να αποτελεί ένα ισχυρό πολωτικό παράδειγμα στη διαδικασία μετάβασης των ευρωπαϊκών κοινωνιών στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα. Διότι, όπως απέδειξε η πολυσήμαντη ελληνική απογείωση της τελευταίας βυζαντινής περιόδου και, μάλιστα, της οθωμανοκρατίας, η οικουμενική κοσμόπολη στη βάση της μικρής κοσμοσυστημικής κλίμακας δεν αντέβαινε στη μετάβαση αυτή, αντιθέτως.
Στο σημείο αυτό, επιβάλλεται η απάντηση ενός άλλου ερωτήματος: είναι εφικτή η απευθείας μετάβαση στη δημοκρατία με την παράκαμψη της αντιπροσώπευσης; Ρητώς όχι. Η εξέλιξη και, συνακόλουθα, η ωρίμανση του σώματος των κοινωνιών που απαρτίζουν το σύνολο κοσμοσύστημα, προσομοιάζει με εκείνη του ανθρωπίνου σώματος. Συντελείται κατά γράμμα και προϋποθέτει συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα, που «νομολογείται» με ακρίβεια αν παρακολουθήσει κανείς εκ του σύνεγγυς την εξελικτική λογική του ελληνικού αλλά και του νεότερου εθνοκεντρικού κοσμοσυστήματος. Υπό την έννοια αυτή, δεν εκτιμάται ως εφικτή η παράκαμψη των σταδίων της ανθρωποκεντρικής εξέλιξης (ενοίς και της αντιπροσώπευσης) και η απευθείας είσοδος του νεότερου κόσμου στην τελική φάση της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης εντός (άρα και στη δημοκρατία) και, βεβαίως, πέραν της θεμελιώδους κοινωνίας του κράτους, στην οικουμένη. Της οποίας (ανθρωποκεντρικής) εξέλιξης, επίσης, τα εσωτερικά στάδια προώρισται να απαιτήσουν το δικό τους χρόνο.
Το τελευταίο ερώτημα έχει να κάμει με το ζήτημα της επικοινωνιακής κλίμακας. Σε ποιο επίπεδο θα πραγματοποιηθεί εντέλει η οριζόντια συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική ώστε να παραχθεί η αντιπροσώπευση και, πολλώ μάλλον, η δημοκρατία; Με άλλα λόγια, ποιο είναι το επικοινωνιακό σύστημα που προσιδιάζει στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μεγάλης κλίμακας; Διαπιστώσαμε ήδη ότι το ελληνικό κοσμοσύστημα σταδιοδρόμησε εξελικτικά με γνώμονα τη φυσική επικοινωνιακή συνάντηση των ανθρώπων. Το επικοινωνιακό αυτό σύστημα, εντούτοις, δεν είναι ικανό να κινητοποιήσει το ανθρωποκεντρικό γινόμενο της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας, για λόγους που δεν είναι του παρόντος. Επομένως, η τρίτη εκδοχή, σε ό,τι αφορά στη μετεξέλιξη του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μεγάλης κλίμακας, καλείται να «εφεύρει» νέους τρόπους συνάντησης των συντελεστών του κοινωνικού πεδίου και, συνακόλουθα, του κοινωνικού όλου με την πολιτική. Μάλιστα, καθώς η φάση που διανύει το νεότερο κοσμοσύστημα συνιστά διαδικασία ανθρωποκεντρικής πρωτογένεσης, προϋποθέτει τη συσσώρευση πολλαπλάσιας επικοινωνιακής ενέργειας, δεδομένου ότι δεν οφείλει απλώς να οικοδομήσει το νέο κοινωνικο-πολιτικό της περιβάλλον, αλλά και να καλλιεργήσει στην ανθρώπινη συνείδηση, την ιδέα και την αναγκαιότητά του.
Διαπιστώσαμε κιόλας ότι το σύγχρονο κοσμοσύστημα έχει ήδη εισέλθει σε μια μεταβατική περίοδο ανθρωποκεντρικής εξέλιξης. Αποδεχόμαστε επίσης ότι η βιομηχανική οικονομία στο εδαφικό κράτος εξάντλησε ήδη τη δυναμική της με τη συγκρότηση της υπηκόου κοινωνίας πολιτών και του προ-αντιπροσωπευτικού πλουραλισμού. Συνάγουμε τέλος ότι οι εκδηλώσεις της μετάβασης συνάπτονται με τις θεμελιώδεις εκείνες μεταβολές που επιβάλλει η νέα, η τεχνολογική επανάσταση. Πράγματι, η τεχνολογική επανάσταση σηματοδοτεί μια τομή στο πλαίσιο του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μεγάλης κλίμακας, κατά πολύ σημαντικότερη από εκείνη της βιομηχανικής επανάστασης. Αν η βιομηχανική επανάσταση (ως πρώιμη χρηματιστική οικονομία της μεγάλης κλίμακας) εισήγαγε τελειωτικά τις φεουδαλικές κοινωνίες στη σφαίρα του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, η τεχνολογική επανάσταση μεταστεγάζει τον νεότερο κόσμο στην περιοχή του ευφυούς ή, αλλιώς, τεχνοδικτυακού περιβάλλοντος. Πρόκειται για ένα νέο τύπο χρηματιστικής οικονομίας και επικοινωνιακού συστήματος, για ένα νέο τύπο κοινωνίας γενικότερα και, φυσικά, για ένα νέο, τυπολογικά διαφορετικό, πολιτικό σύστημα, που υπόσχεται προοπτικά την ενθυλάκωση του κοινωνικού σώματος σ’αυτό και, κατ’επέκταση, τη σχετική αποδέσμευση του συστήματος από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της (οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής) ιδιοκτησίας.
Διακρίνουμε ήδη τις πολιτικές επιπτώσεις της τεχνολογικής παρέμβασης στην οικονομία: την καλπάζουσα αναδιάρθρωση του κοινωνικού ιστού σε συνδυασμό με τη σταδιακή μεταλλαγή της εργασίας, με την εισαγωγή της εργασίας-εμπορεύματος και, εντέλει, με την σχετική απόρριψη της (εξαρτημένης) εργασίας. Δεν πρόκειται για το φαινόμενο της ανεργίας, όπως πιστεύεται, αλλά για μια τυπική απόρριψη του πολίτη από τη διαδικασία της παραγωγής(18). Η αύξηση της παραγωγικότητας συνοδεύεται από έναν καλπάζοντα περιορισμό της πολιτειοτικής εργασίας, κυρίως όμως από μια μετάλλαξη της ανθρώπινης συμμετοχής στη δημιουργία της. Η νέα αυτή πραγματικότητα δεν θέτει απλώς ένα ζήτημα κοινωνικής ειρήνης, συνοχής και σταθερότητας του συστήματος. Απειλεί την ίδια τη λογική του, καθόσον η απώθηση ενός σημαντικού μέρους του κοινωνικού σώματος στο περιθώριο ανατρέπει τον οικονομικό κύκλο, ο οποίος υπονοεί όχι μόνο την παραγωγή αλλά και τη διάθεση, την κατανάλωση του παραγόμενου προϊόντος. Είναι προφανές ότι αναγγέλλουμε την ανάδυση ενός νέου οικονομικού συστήματος, όπου ο πολίτης μέλλεται να συναντηθεί με την οικονομία όχι πια ως εργαζόμενος ή ως καταναλωτής, αλλά κυρίως στο πεδίο της πολιτικής αγοράς και, περαιτέρω, με γνώμονα την απόσχιση του συστήματος από την ιδιοκτησία. Η εξέλιξη αυτή, συναντάται οπωσδήποτε, με τη διεύρυνση των πτυχώσεων της ελευθερίας και, συγκεκριμένα, με τις αναγνώσεις του κοινωνικού και του πολιτικού βίου των πολιτών με όρους αυτονομίας.
Συγχρόνως, η απόρριψη και, ως προς άλλα, οι μεταλλάξεις της εργασίας, αποσυνδέουν την κοινωνική αντιπαλότητα από την παραγωγική της βάση. Στη βιομηχανική κοινωνία η σύγκρουση της εργασίας με την εργοδοσία είχε συγκεκριμένο περιεχόμενο που συνδεόταν με το αδιάρρηκτο της σχέσης τους στο εσωτερικό του συστήματος, δηλαδή στο πλαίσιο της διαδικασίας της παραγωγής. Το ζήτημα λοιπόν ήταν εάν θα επιδιώκονταν η απλή διασφάλιση όρων εξαρτημένης εργασίας, η οποία όμως δεν συνήδε με το περιεχόμενο της κοινωνικής ελευθερίας, και μια πιο ισόρροπη συμμετοχή της στην “υπεραξία” ή θα ετίθετο θέμα κατάργησης του ενός εκ των συντελεστών της παραγωγής, εν προκειμένω της ιδιωτικής εργοδοσίας. Υπό τις συνθήκες της τεχνολογικής κοινωνίας, η απόρριψη ιδίως της εξαρτημένης εργασίας (και υπό μίαν γενικότερη άποψη η ριζική της αναδιάρθρωση και η διεύρυνση του περιεχομένου της εργασίας), μεταθέτει το ερώτημα της σχέσης εργασίας και κεφαλαίου, από τη σχέση μεταξύ ιδιοκτησίας/συστήματος και εξαρτημένης εργασίας στην αναδιανομή του συνολικού οικονομικού πλεονάσματος, στου οποίου όμως την παραγωγή, ο πολίτης δεν συμμετέχει, ή συμμετέχει περιορισμένα ή, έστω, διαφορετικά με τη μορφή του «έργου».
Το πολλαπλό αυτό δίλημμα που ανατρέπει μεσοπρόθεσμα τους κοινωνικο-πολιτικούς συσχετισμούς, παραπέμπει σε ένα νέο κοινωνικό πρόταγμα, που η πραγμάτωσή του διέρχεται αναγκαστικά από την πολιτική. Δεν αναφερόμαστε στις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις του «κύκλου» της μετάβασης που κατατείνουν στην απομείωση των εγγυήσεων της εργασίας και στη μετάλλαξη του καθεστώτος της, διότι αυτές συνάδουν με τους συσχετισμούς που κατατείνουν στην υπέρβαση του αξιακού κεκτημένου της κοινωνίας της εργασίας που φεύγει. Στο πλαίσιο αυτό, νέος κύκλος αξιών, που αφορούν στην απαξία μορφών και σχέσεων εργασίας, νέες μορφές εργασίας που συνδέονται μάλλον με τη διανοητική της διάσταση ή με τις τεχνοδικτυακές της προεκτάσεις ή τέλος που απορρίπτουν τη μισθωτική της βάση ή που αποσυνδέονται από τον οικονομικό κύκλο, όπως η πολιτική και η πνευματική/πολιτισμική εργασία(19), νέες διαστάσεις της ελευθερίας, όπως η κοινωνική και η πολιτική -ως αυτοκαθοριστική δυνατότητα και όχι ως απλό δικαίωμα- προβάλλουν ως προβληματική και, μάλιστα, ακροθιγώς στον ορίζοντα.
Διαπιστώσαμε ότι η διαφορά κοσμοσυστημικής και, κατ’επέκταση, επικοινωνιακής κλίμακας μεταξύ πόλης-κράτους (η μικρή κλίμακα) και εδαφικού κράτους (η μεγάλη κλίμακα) επέτρεψε στο ελληνικό κοσμοσύστημα να ολοκληρώσει μια σημαίνουσα εξελικτική τροχιά, πέραν του εξουσιαστικού και, μάλιστα, του κρατοκεντρικού συστήματος. Η επικοινωνιακή αυτή μετεξέλιξη στο σύγχρονο εδαφικό κράτος μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα ήταν εφικτή με το μέσον της τεχνολογικής παραμέτρου, η οποία, πέραν των ειδικοτέρων επιρροών της σε τομείς όπως αυτοί που υπαινιχθήκαμε προηγουμένως, παρεμβαίνει κατά τρόπο καταλυτικό και στην αναδιαμόρφωση της σχέσης κοινωνίας και πολιτικής. Υπαινισσόμεθα, εν προκειμένω, τη συγκρότηση ενός νέου επικοινωνιακού συστήματος, του τεχνοδικτυακού, που προώρισται να υπερβεί τις δουλείες τις οποίες επάγεται η απλή φυσική συνάντηση του κοινωνικού ιστού.
Η προοπτική ακριβώς αυτή αποτελεί ένα μείζον ζήτημα του οποίου οι διαστάσεις διαφεύγουν από τις προθέσεις του παρόντος κειμένου. Υπογραμμίζεται, ωστόσο, για την ενότητα του συλλογισμού, ότι το πρόβλημα στις αρχές του 21ου αιώνα δεν εστιάζεται στο αν συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις μιας συνεύρεσης του πολιτικού με το κοινωνικό και, μάλιστα, της διάχυσης του πολιτικού φαινομένου στο κοινωνικό γίγνεσθαι, αλλά στην προοπτική μιας ιδεολογικής επεξεργασίας του δημοκρατικού προτάγματος που θα εστιάζει τη συγκρότηση του πεδίου της πολιτικής και του ενγένει πολιτικού συστήματος στο επίπεδο και δια»Μέσου» του τεχνοδικτύου. Διότι εντέλει το μέλλον της πολιτικής ελευθερίας και, κατ’επέκταση, της δημοκρατίας (και υπό μια έννοια της αντιπροσώπευσης) διέρχεται ευθέως από το νέο επικοινωνιακό σύστημα που οικοδομείται ήδη με όχημα την τεχνοδικτυακή του συνιστώσα. Κατά τούτο, το πολιτικό σύστημα της αντιπροσώπευσης και, οπωσδήποτε, της δημοκρατίας θα είναι υποχρεωτικά τεχνοδικτυακό.
Αν και από την προοπτική αυτή ο σύγχρονος κόσμος απέχει αισθητά, ουδείς, κατά τη γνώμη μας, μπορεί αδαπάνως να αγνοεί ότι η διάσταση που επισημαίνεται ανάμεσα στο πολιτικό σύστημα που περιγράφει ένας σύγχρονος θεμελιώδης νόμος και στις πραγματικότητες του πολιτικού συστήματος που προσιδιάζει στην πρωτοπορία της νεοτερικότητας, αρχίζει να αποκτά ένα μορφολογικό περιεχόμενο, το οποίο σηματοδοτείται από πλήθος εκδηλώσεων: τη διεύρυνση του πεδίου της πολιτικής και τη μετατόπιση της πολιτικής δυναμικής από τους παραδοσιακούς πολιτικούς θεσμούς (όπως το κοινοβούλιο) και τα κόμματα, στις δυνάμεις της διαμεσολάβησης και στο κοινωνικό σώμα. Την προϊούσα μετεξέλιξη των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων ως συντελεστών της πολιτικής διαδικασίας κ.α.
Η γενικευμένη αμφισβήτηση της “πολιτικής”, που παρατηρείται ιδίως μετά τη δεκαετία του 1980, δεν αφορά επιμέρους εκφάνσεις του συστήματος, ώστε να επιδέχεται απλές διορθωτικές παρεμβάσεις. Αναφέρεται στην ίδια τη λογική θεμελίωση του συστήματος, δηλαδή στην προ-αντιπροσωπευτική του ιδιοσυστασία. Η αποχή οφείλει να ερμηνευθεί ως βαθιά πολιτική πράξη του πολίτη, ο οποίος, όχι μόνον δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του στο πλαίσιο του κρατούντος πολιτικού συστήματος αλλά αισθάνεται επιπλέον ότι τελεί υπό μια ιδιότυπη ομηρία(20). Δικαιώματα, όπως για παράδειγμα η ελευθερία του “τύπου”, ή της αυτορρύθμισης λειτουργούν για την οριοθέτηση των πολιτικών προνομίων και της ασυλίας των συντελεστών των ««Μέσων» ενημέρωσης» απέναντι στην εξουσία και κυρίως σε βάρος του πολίτη. Η πολιτική, στο πλαίσιο του προ-αντιπροσωπευτικού πλουραλισμού, εμφανίζεται, στη συνείδηση του κοινωνικού σώματος, να εκπληρώνει ένα ρόλο χειραγώγησης -επομένως περιοριστικό της ελευθερίας και των δικαιωμάτων του ατόμου- προς όφελος της πολιτικής εξουσίας και των δυνάμεων του παρασκηνίου. Με διαφορετική διατύπωση, η αμφισβήτηση δεν αφορά εφεξής μονοσήμαντα στο πολιτικό προσωπικό. Εστιάζεται επίσης, υπό μια έννοια, στη φύση του πολιτικού συστήματος και, συγκεκριμένα, στον πυρήνα της λογικής του: στην εμμονή του να ενσαρκώνεται στο σύνολό του από το κράτος με όρους ιδιοκτησίας, αποκλείοντας το σώμα της κοινωνίας από το πολιτικό σύστημα ή, με διαφορετική διατύπωση, με την περιαγωγή του στην κατάσταση του ιδιώτη.
Η επισήμανση αυτή υποδηλώνει ότι η εναλλαγήτων πολιτικών δυνάμεων στην εξουσία έπαυσε να αποτελεί θετική επιλογή και πάντως δεν συντρέχει ως πρώτη προτεραιότητα για το κοινωνικό σώμα. Όσο και αν η πολιτική αμφισβήτηση ως πρόταγμα φαίνεται να εστιάζεται ακόμη στο πεδίο του μη συνειδητού, κινείται οπωσδήποτε πέραν του κατεστημένου εξουσιαστικού συστήματος. Ενας νέος τύπος πολίτη γεννιέται. Ενας νέος τύπος πολιτικού αναδείχνεται και προπαντός ένα νέο πεδίο πολιτικής είναι ορατό, που εισάγει στη θέση του εξουσιαστικού πολιτικού λόγου τον διαλεκτικό πολιτικό λόγο, επιφυλάσσοντας στο κοινωνικό σώμα μια άτυπη αλλά προνομιακή θέση στην πολιτική δυναμική. Οι δύσμορφες εκδηλώσεις της μεταβατικής περιόδου που διανύει το “εθνοκρατικό” κοσμοσύστημα δεν σκιάζουν ασφαλώς την κομβική διάσταση του γεγονότος ότι δεν είναι ο πολίτης που πηγαίνει στην πολιτική, αλλά η πολιτική που διαχέεται στο κοινωνικό σώμα και επιζητεί την ενσωμάτωση του πολίτη σ’αυτήν(21). Οπότε, η εξουσιαστική αυτονομία, ακόμη και η εξουσιαστική διαμεσολάβηση των ενδια»Μέσων» σωμάτων (κόμματα, ομάδες πίεσης ή συμφερόντων) γίνεται λιγότερο αναγκαία και ολοένα πιο συμβολική στο επίπεδο του πολιτικού λόγου. Υπό την έννοια αυτή, η “αποχή” και πιο συγκεκριμένα η αποστασιοποίηση του πολίτη από τις παραδοσιακές εκδηλώσεις πολιτικής συμμετοχής και ενσωμάτωσης, αποκαλύπτουν συγχρόνως την ανάδειξη νέων μορφών πολιτικής ολοκλήρωσης που έχουν ως πρόσημο την πολιτική ατομικότητα. Αναφέρονται δηλαδή απευθείας στο πολιτικό όλον, χωρίς διαμεσολαβήσεις και, οπωσδήποτε, σε ένα επίπεδο συνάρθρωσης ατομικοτήτων αντί της μαζανθρωπικής ή αγελαίας συλλογικότητας.
Στο κατώφλι της μετάβασης αυτής προς μία αντιπροσωπευτικού τύπου σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, αποκτά, κατά τη γνώμη μας, εξέχουσα σημασία και προτεραιότητα η ανάγκη αναθεώρησης θεμελιωδών παραδοχών από την ίδια την πολιτική επιστήμη:
Να ορισθεί η πολιτική ως φαινόμενο καθεαυτό, δηλαδή δυνάμει της ιδιαίτερης φύσης της, και όχι σε συνάρτηση με μια συγκεκριμένη οργανωτική της θέσμιση, όπως η εξουσία.
Να διατυπωθεί μια αξιόπιστη μεθοδολογίακαι τυπολογία του πολιτικού φαινομένου, που να ξεπερνά τον μικρόκοσμο του πρωτο-ανθρωποκεντρικού “εθνοκράτους”.
Να επανεξετασθεί η δεδομένη πρόσληψη θεμελιωδών εννοιών όπως εκείνες του κράτους, του έθνους, του δημοσίουή του πολιτικού χώρου, του γενικού ή του κοινού συμφέροντος, της πολιτικής ως απλού δικαιώματος και, συνακόλουθα, ως εξουσιαστικού “καθήκοντος” ή της πολιτικής ως συνολικής ελευθερίας και ως “αναλώσιμου” αγαθoύ με πρόσημο το καθολικό ανθρωποκεντρικό παράδειγμα. Και ούτω καθεξής.
Το ζητούμενο σε μια εποχή τυπολογικής μετάβασης από την υπήκοο κοινωνία πολιτών στην πολιτική κοινωνία, με ενδιάμεσο σταθμό την απλή (ή ανθρωποκεντρική κοινωνία των πολιτών, δεν είναι να αντιταχθεί κανείς στην εξέλιξη, αλλά να συμπορευθεί με αυτήν και να την κατανοήσει. Το πρόταγμα της προόδου της γενιάς που μόλις βιώνει την ωριμότητά της ήταν, όπως είδαμε, “να αλλάξει τον κόσμο”, εγκαθιστώντας τον στο κοινωνικό γίγνεσθαι εν ελευθερία. Πρόταγμα της τεχνοδικτυακής γενιάς αποτελεί ήδη το ερώτημα “πώς θα προλάβει την εξέλιξη, πώς θα αφομοιώσει τις αλλαγές” που παρελαύνουν καλπάζοντας μπροστά στα μάτια της. Το αίτημα για την απελευθέρωση της πολιτικής από την κυρίαρχη πολιτική εξουσία και τις δυνάμεις της διαμεσολάβησης, αποκτά πραγματικό περιεχόμενο μόνο σε κοινωνίες όπου το πολιτικό σύστημα δεν εκχωρείται με οποιοδήποτε τρόπο ή αιτιολογία. Άλλωστε το ίδιο ακριβώς συνέβη με το αίτημα για την απελευθέρωση του κοινωνικού σώματος από την κυρίαρχη δεσποτική εξουσία κατά την είσοδο του ευρωπαϊκού κόσμου στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα.
Ο αιώνας όπου μόλις εισήλθε ο κόσμος της νεοτερικότητας, στο μέτρο που θα ολοκληρώσει τη μετάβαση από τη βιομηχανική στην τεχνολογική κοινωνία, θα κινηθεί πέραν των πρωτο-ανθρωποκεντρικών στερεοτύπων του Διαφωτισμού, πλαισιώνοντας τον κοινωνικό με τον πολιτικό πολιτισμό. Υπό την έννοια αυτή, ο ευφημισμός και το αυτονόητο περί του δημοκρατικού χαρακτήρα ενός αυστηρού εξουσιαστικού συστήματος όπως ο προ-αντιπροσωπευτικός πλουραλισμός της νεοτερικότητας, θα αποβούν εκ των πραγμάτων χωρίς αντικείμενο. Κατά λογική ακολουθία, ενόσω η δημοκρατία δεν θα ορίζεται ως το τυπικώς αντίθετο του όποιου συστήματος εξουσίας, θα “διαιωνίζεται” η σύγχυση και φυσικά θα δυσχεραίνεται η ιδεολογική της πρόσληψη από την κοινωνία. Είναι προφανές ότι η δυσχέρανση αυτή δεν θα εμποδίσει την εξέλιξη, θα μπορούσε όμως εν τινι μέτρω να την καθυστερήσει.
Συμπεραίνουμε ότι οι γνωσιολογικές, οι ιδεολογικές και οι ενγένει προσλαμβάνουσες παραστάσεις, κατά την παρούσα, πρωτο- ανθρωποκεντρική και, συνάμα, κρατοκεντρική φάση του νεοτερικού κοσμοσυστήματος, κάνουν αδιανόητη και πάντως δημαγωγική την προβολή του δημοκρατικού προτάγματος. Εξάλλου, ουδείς διαδηλώνει ή διεκδικεί με οποιονδήποτε τρόπο την εκδοχή αυτή του ανθρωποκεντρικού βίου. Εντούτοις, η πολιτική επιστήμη οφείλει να το “αναδείξει” -πολύ περισσότερο αφού συντρέχει το γνωσιολογικό προηγούμενο της δημοκρατικής μήτρας του ελληνικού κοσμοσυστήματος-, ώστε να χρησιμεύσει ως θεμελιώδης υπόθεση εργασίας για την κατανόηση της ίδιας της ιδιοσυστασίας του πολιτικού φαινομένου και της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης στο σύνολό της. Ούτως ή άλλως, όπως είδαμε, το ερώτημα που τίθεται, στην αρχή του 21ου αιώνα δεν συνάπτεται ουσιαστικά με την εφικτότητα της δημοκρατίας, αλλά με το χρόνο που αυτή θα καταστεί πραγματολογικά αναγκαία, ιδεολογικό πρόκριμα και πρόταγμα αναφοράς για τις κοινωνίες, υπαγορεύοντας έτσι το περιεχόμενο του πολιτικού λόγου.
——————————-
Η σημείωση αυτή να αριθμηθεί στον τίτλο του εδώ κεφαλαίου:
* Το κείμενο αυτό αποτέλεσε ανακοίνωση του συγγραφέα σε διεθνές συνέδριο με θέμα “η δημοκρατία στο κατώφλι του 21ου αιώνα”,που οργανώθηκε από το ευρωπαϊκό Μάστερ πολιτικής επιστήμης του I.E.P. του Παρισιού, στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών στις 29/30.5.1995.
–——————————-
Σημειώσεις.
(1).Αριστοτέλης,Πολιτικά, 1317β,13, 1310α,32, Πλάτων, Πολιτεία, 557Β, 560Ε, 572Ε. Νόμοι, 701Β. Ισοκράτης, Αρεοπαγιτικός, 20, Παναθηναϊκός, 131, (Ψευδο-)Ξενοφών, Αθηναίων Πολιτεία, Ι, 8 κ.α. Για το δημοκρατικό πρόταγμα στην κρατοκεντρική φάση του ελληνικού κοσμοσυστήματος, βλέπε Γ. Κοντογιώργη, Η θεωρία των επαναστάσεων στον Αριστοτέλη, όπ.παρ.. Του ιδίου, Ηistoire de laGrèce, σελ. 58 επ. Για τη δημοκρατία υπό την οικουμενική κοσμοπολιτεία, βλέπε όπ.παρ. σελ 129 επ.,161 επ.,267 επ. και στα εδώ οικεία κεφάλαια.
2).Το οποίο όμως, όπως ήδη διαπιστώσαμε, δεν συντρέχει αφού το κοινωνικό σώμα δύναται να επιλέγει οριακά, δηλαδή να νομιμοποιεί απλώς στο επίπεδο της κυρίαρχης εξουσίας έναν εκ των συντελεστών της πολιτικής ζωής όχι όμως και να τον ελέγχει ή να τον ανακαλεί κατά τη διάρκεια της λεγόμενης εκλογικής εντολής. Το μείζον ερώτημα επομένως περιορίζεται στη λογική της “εκπροσώπησης” καθόσον δεν είναι εμφανές αν ή πότε η πολιτική εξουσία “αντιπροσωπεύει” το κοινωνικό όλον ή επιχειρεί να αναδείξει το μερικό, ταξικό ή μη, σε ολικό πρόταγμα, ή τέλος σε ποιο βαθμό κατορθώνει να αυτονομηθεί.
(3). Η έννοια αυτή ορίζεται, κατά την κρατούσα άποψη, σε συνάρτηση με το κράτος (Γκράμσι κ.α.). Πρόκειται για προσέγγιση ενπολλοίς αυθαίρετη που αντλεί ωστόσο από την παραδοσιακή εξομοίωση της πολιτικής εξουσίας με το κράτος. Είναι προφανές ότι ορίζοντας την πολιτική όχι ως φαινόμενο αλλά ως παράγωγο μιας συγκεκριμένης οργανωτικής του έκφρασης, το μέρος ανάγεται σε όλον και μάλιστα κατά τρόπο που λειτουργεί στρεβλωτικά για τη σύλληψη του φαινομένου. Από την πλευρά μας, ορίζουμε την πολιτική κοινωνία σε αναφορά προς το διακριτικό της γνώρισμα που είναι η ελευθερία ως καθολικό ζητούμενο. Εν αντιθέσει προς την υπήκοο κοινωνία πολιτών, η πολιτική κοινωνία ενσωματώνει το κεκτημένο της υπηκόου κοινωνίας πολιτών και εμπλουτίζεται συγχρόνως με την κοινωνική και πολιτική ελευθερία. Επομένως, η μετάβαση στην πολιτική κοινωνία προϋποθέτει τον μαρασμό του εξουσιαστικά διατεταγμένου πολιτικού συστήματος και, κατ’επέκταση, της κυρίαρχης ή μη πολιτικής εξουσίας και την αυτούσια διάχυση του πολιτικού στο κοινωνικό. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται την απόσπαση του πολιτικού συστήματος από το κράτος και την ενσάρκωσή του από την ίδια την κοινωνία. Βλέπε σχετικά σε προηγούμενα κεφάλαια και επίσης G.Contogeorgis, ”Système de communication et système d’èchange: la télévision”, στο P.-H.Claeys, A.-P.Frognier (dir.), L’échange politique, Βρυξέλλες, 1995.
(4). Για την προ-αντιπροσωπευτική αρχή στο ελληνικό κοσμοσύστημα κρατοκεντρικού (η πόλη-κράτος) ή και οικουμενικού (η πόλη-κοινό) τύπου, έως τις παρυφές του 20ου αιώνα, βλέπε G.Contogeorgis, Histoire…όπ.παρ. Του ιδίου, ”La politique locale entre la tendance centralisatrice de l’Etat grec et la dynamique communautaire: administration ou autonomie locale (et rιgionale)?”,στο Pôle Sud,3/1995, σελ 102. Επίσης ανωτέρω το σχετικό κεφάλαιο για την αισυμνητεία.
(5). Είναι εξίσου εμφανές ότι η πολιτική «ολοκλήρωση» του ατόμου μέλους της κοινωνίας στον προ-αντιπροσωπευτικό πλουραλισμό, συντελείται με το μέσον της κλαδικής ενσωμάτωσης και εκπροσώπησης (τις ομάδες συμφερόντων, τα κόμματα κ.α.) και όχι απευθείας στο επίπεδο του πεδίου της πολιτικής, δηλαδή με την ενσωμάτωσή του στο πολιτικό σύστημα. Πράγμα που παραπέμπει μάλλον στη ρωμαϊκή αρχή της ομαδικής αντί της εξατομικευμένης πολιτικής λειτουργίας, η οποία και αποτελεί προϋπόθεση της δημοκρατίας. Κατά τούτο διαφέρει θεμελιωδώς το πολιτικό σύστημα του νεοελληνικού κράτους καθόσον το κοινωνικό σώμα θα προσεγγίσει την πολιτική του ολοκλήρωση σε άμεση συνάρτηση με τη συμμετοχή του στη συνολική πολιτική διαδικασία και σε συνάφεια με τους συντελεστές της. Εχοντας κληρονομήσει από το παρελθόν του συστήματος των πόλεων μία σαφώς προωθημένη πολιτική αυτοσυνειδησία που ενσωματώνει την κατ’ελάχιστον ιδιότητα του εντολέα, δεν θα αφήσει επαρκή περιθώρια στις πολιτικές δυνάμεις να τοποθετηθούν ως αυθεντικοί εκφραστές της πολιτικής του βούλησης, ως προπομποί της εισόδου του στην πολιτική και οπωσδήποτε ως θιασώτες της πολιτικής του “εκπαίδευσης”, όπως στην περίπτωση της δυτικο-ευρωπαϊκής κοινωνίας που μόλις εξήρχετο από τη φεουδαρχία.
(6).Βλέπε σχετικά, Γ.Κοντογιώργη, Πολιτικό σύστημα και πολιτική, Αθήνα 1985. Γενικότερα για τη σχέση κυβέρνησης και κοινοβουλίου, για το ρόλο του πολιτικού προσωπικού στο πλαίσιο των παραδοσιακών θεσμών του πολιτικού συστήματος βλέπε ενδεικτικά, Κ. Βradshaw, D.Pring, Parliament and Congress, Essex, 1972. Lord Marison of Lambeth, Government and Parliament, Οξφόρδη, 1967. J.-C.Masclet, R.-E.Charlier, Le rôle du député et ses attaches institutionnelles sous la Vème république, Παρίσι, 1979. Yves Meny, Politique comparée, Παρίσι, 1993. Του ιδίου, La corruption de la république, Παρίσι, 1992. D. Gaxie, La démocratie représentative, Παρίσι, 1993.
(7). Βλέπε G.Contogeorgis, στο L’échange politique, όπ.παρ., σελ.147
(8). Ορθότερα, στις πραγματικότητες του τέλους του 19ου και της πρώτης περιόδου του 20ου αιώνα, καθότι, με εξαίρεση το πολιτικό σύστημα του νεοελληνικού κράτους, το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα ήταν έως τότε τύποις και ουσία σχεδόν στο σύνολό του τιμοκρατικό.
(9). Για τους λόγους που το “εθνοκρατικό” κοσμοσύστημα θα επιζητήσει την ταύτισή του με το δημοκρατικό πρόταγμα, μολονότι δεν συνέτρεχαν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις, βλέπε ανωτέρω στο οικείο μέρος. Είναι προφανές ότι ιστορικά δεν επιβεβαιώνεται η απευθείας μετάβαση από το φεουδαλικό κοσμοσύστημα στη δημοκρατία του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος. Τούτο δεν θα μπορούσε να αποκλεισθεί στην περίπτωση που τα δύο κοσμοσυστήματα ή στοιχεία τους θα συνευρίσκοντο, το ένα επικαθήμενο επί του άλλου. Τούτο όμως δεν συνέβη τελικά, όπως είδαμε, κατά τη διαδικασία εξόδου των ευρωπαϊκών κοινωνιών από το φεουδαλικό κοσμοσύστημα.
(10). Για το μείζον αυτό ζήτημα βλ. τις εργασίες μας, Histoire de la Grèce…,και “La politique locale…”
(11). Όπως είδαμε η αναγωγή του συστήματος των κοινών της ελληνικής ζωτικής περιοχής απευθείας στην πόλη-κράτος και η εγγραφή του ως θεμελιώδους πυλώνα ενός συνολικού ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας δεν αποτέλεσε αντικείμενο προϊδέασης και επεξεργασίας μέχρι σήμερα ούτε από τη διεθνή ούτε πολλώ μάλλον από την νεοελληνική βιβλιογραφία. Για την αδυναμία της νεότερης κοινωνικής επιστήμης να προσεγγίσει το κοινωνικο-πολιτικό γίγνεσθαι υπό συνθήκες σφαιρικότητας και πνεύμα συγκριτικής αναλογίας ενδιαφέρων είναι ο διάλογος που αναπτύχθηκε από τις στήλες της Ελευθεροτυπίας, από τις 27/3. και 1,3,6 επ./4.1995 (και άλλων εντύπων όπως η Αυγή, ο Πολίτης, το Βήμα, το Πριν κ.α.), με αφορμή μια παρέμβαση του βρετανού ιστορικού Ερικ Χομπσμπάουμ. Ο διάλογος αυτός είναι συγχρόνως χρήσιμος καθόσον αναδεικνύει τον παρακολουθηματικό και αυτόχρημα ανασφαλή χαρακτήρα της “κρατούσης” ιστοριογραφίας στην Ελλάδα, ο οποίος εξηγείται ως ένα βαθμό από την εξέλιξη του ελληνισμού μετά την Επανάσταση και τη διαδικασία ενσωμάτωσής του στο εθνοκρατικό κοσμοσύστημα. Περισσότερα για το ζήτημα αυτό, στο έργο μας, Έθνος και ‘εκσυγχρονιστική’ νεοτερικότητα, όπ.παρ. και επίσης στο Μ.Θεοδωράκης, Γ.Κοντογιώργης, Ελληνικότητα και ‘διανόηση’, Αθήνα, Μικρός Ιανός, 2007.
(12). Για την έννοια του επικοινωνιακού συστήματος ως μεθοδολογικής παραμέτρου για την προσέγγιση του κοινωνικο-πολιτικού γίγνεσθαι παραπέμπουμε στις εργασίες μας, Ηistoire de la Grèce… και Κοινωνία και πολιτική, Αθήνα, 1992.
(13). Υπενθυμίζεται ότι η δυτική Ευρώπη επί Μοντεσκιέ στοιχειοθετούσε μία κοινωνία υποκειμένων με δυναμικούς απλώς ανθρωποκεντρικούς θύλακες, σε καμιά περίπτωση όμως ανθρωποκεντρική κοινωνία. Αντιθέτως, το Βυζάντιο αποτέλεσε μια ολοκληρωμένη μορφολογικά εκδοχή οικουμενικής κοσμοπολιτείας, πυλώνα του ελληνικού ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος. Η οθωμανική περίοδος θα συγκροτήσει τελικά ένα καθεστώς συνύπαρξης ανάμεσα στην ασιατική δεσποτεία (το κεντρικό κράτος) και στο ελληνικό κοσμοσύστημα (η οικουμενική και πολυσυστημική άρθρωση του ελληνικού ζωτικού χώρου με θεμέλιο την πόλη-κοινότητα και τη χρηματιστική οικονομία).
(15). Υπαινισσόμεθα με την υπογράμμιση αυτή ότι μετά την κατάλυση του βυζαντινού κοσμοπολιτειακού παραδείγματος καθώς και τις εξελίξεις που επακολούθησαν στον ευρωπαϊκό χώρο, οι δυτικο-ευρωπαϊκές κοινωνίες επανήλθαν σταδιακά στην αρχική τυπολογική τους βάση και συνακόλουθα στην αναζήτηση των θεμελίων εκείνων που θα έκαναν εφικτή τη μετάβαση στις ελευθερίες της υπηκόου κοινωνίας πολιτών. Η εξέλιξη ακριβώς αυτή οδήγησε το νεότερο κόσμο στην τροχιά του κρατοκεντρικού συστήματος που υπό συνθήκες αναλογίας παραπέμπει στις απαρχές του πρώτου ελληνικού ανθρωποκεντρικού τύπου, της πόλης-κράτους.
(16). Για την προβληματική σχετικά με τη μείζονα αυτή επιλογή στην αρχαία Ελλάδα, βλέπε Γ.Κοντογιώργη, ”Το πρόβλημα της πολιτικής εξουσίας των “βαρβαρικού” τύπου κρατών κατά τον Αριστοτέλη”, Επιστημονική Επετηρίδα Παντείου Πανεπιστημίου, Αθήνα, 1978. Επίσης, του ιδίου, Η θεωρία των επαναστάσεων στον Αριστοτέλη, σελ.74 επ.,
(17). Η σχηματική αναφορά στην πρώτη ή στη δεύτερη περίπτωση δεν ελέγχεται ως αποκλειστική. Θεωρητικά δεν μπορεί να αποκλεισθεί η δυνατότητα μετάβασης στη δημοκρατία του συνολικού πολιτικού συστήματος του εδαφικού κράτους. Στην περίπτωση αυτή είναι σχεδόν βέβαιο ότι η δημοκρατία θα αποτελέσει κεκτημένο για όλους τους επιμέρους πολιτειακούς πυρήνες του κράτους. Αντιθέτως, η δυναμική της δημοκρατίας στην τοπική κοινωνία (και στην περιφέρεια), χωρίς την παράλληλη ανάπτυξή της στο συνολικό πολιτικό σύστημα, είναι νοητή μόνον ως υπόθεση του ιστορικού κοσμοπολιτειακού συστήματος. Ωστε, η εισαγωγή της τοπικής αυτοδιοίκησης, στο πλαίσιο ενός εξουσιαστικού πολιτικού συστήματος, συμβάλει στην εμβάθυνση ενός θεσμικού πλουραλισμού όπου αναπαράγεται εν πολλοίς το κεντρικό πολιτικό σύστημα, όχι όμως στην εγκαθίδρυση ενός πολυ-πολιτειακού περιβάλλοντος στο εσωτερικό του κράτους και πολλώ μάλλον της δημοκρατίας.
(18). Σχετικά με το ζήτημα αυτό υπάρχει άφθονη βιβλιογραφία η οποία όμως το προσεγγίζει υπό το πρίσμα της ανεργίας, δηλαδή ως φαινόμενο της βιομηχανικής κοινωνίας. Βλέπε σχετικά Ch. Handy, The Future of Work, Οξφόρδη, 1985. M. Aglietta, A. Brender, Les métamorphoses de la société salariale, Παρίσι, 1984. G. Ferreol, Ph. Deubel, Economie du travail, Παρίσι, 1990. Cl. Offe, Κοινωνία της εργασίας, Αθήνα, 1993.
(19). Για ανάλογα φαινόμενα στο ελληνικό κρατοκεντρικό κοσμοσύστημα βλέπε ανωτέρω τις επισημάνσεις στο κεφάλαιο, ”Πολιτική μισθοφορία και δημοκρατία”, καθώς και Γ.Κοντογιώργη, Η θεωρία των επαναστάσεων στον Αριστοτέλη, σελ.57 επ.
(20). Ως προς ορισμένες διαστάσεις του φαινομένου της κρίσης του πολιτικού συστήματος (όπως η “αποχή”, η διαιρετική τομή “Δεξιά-Αριστερά” των πολιτικών δυνάμεων, κ.α.) και των προοπτικών του, βλέπε και τη σχετική συζήτηση στο Αντί (596/8.12.1995) μεταξύ Marc Sadoun και Γ.Κοντογιώργη.
(21). Βλέπε σχετικά, G. Contogeorgis, στο L’échange politique, σελ 147 επ.
- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -