«Ο ελληνικός κόσμος συγκρότησε για πρώτη φορά στην κοσμοϊστορία ένα πλήρες ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα, το οποίο διέδραμε όλα τα στάδια της ανθρώπινης εξέλιξης εν ελευθερία. Η ανθρωπότητα πριν από αυτόν και παράλληλα προς αυτόν, μέχρι τη νεότερη εποχή, με ελάχιστες εξαιρέσεις όσων κοινωνιών εντάχθηκαν στο εξελικτικό του γίγνεσθαι, παρέμεινε θεμελιωδώς δεσποτική» μας είπε μεταξύ άλλων ο Γιώργος Κοντογιώργης, με αφορμή τα πρόσφατα βιβλία του «Ιστορία του ελληνικού κόσμου» (εκδ. Αρμός) και «Τι είναι δημοκρατία» (εκδ. Παπαζήση) — Συνέντευξη στην BOOK PRESS / bookpress.gr και στον Κ.Β. Κατσουλάρη.
Καθώς ξεδιπλώνει τη σκέψη του μέσα από τα βιβλία του, ο Γιώργος Κοντογιώργης, Ομότιμος Καθηγητής και πρώην Πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου, συχνά κινείται στην κόψη του ξυραφιού, παρουσιάζοντας πρωτότυπες ιδέες και θέτοντας καίρια ερωτήματα: πώς μπορεί να διαμορφωθεί εκ νέου ένα ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα σήμερα; Ποιος ο ρόλος του έθνους-κράτους και πώς προκύπτει η ανάγκη για έναν ριζικό και θεμελιώδη μετασχηματισμό του; Πώς ακριβώς ορίζεται η «Κοσμοσυστημική γνωσιολογία», μια «νέα κοινωνική επιστήμη», και η «εξελικτική βιολογία»;
Με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία δύο βιβλίων του Τι είναι δημοκρατία (εκδ. Παπαζήση) και Ιστορία του ελληνικού κόσμου – Το ελληνικό κοσμοσύστημα από τις απαρχές έως τις ημέρες μας (εκδ. Αρμός), μιλήσαμε με τον Γιώργο Κοντογιώργη για τα παραπάνω θέματα και πολλά ακόμα, σε μια συνέντευξη-ποταμό.
Ξεκινώντας από τα πολύ γενικά, αναφέρεστε σε μια «νέα κοινωνική επιστήμη», με τον όρο «Κοσμοσυστημική γνωσιολογία». Θέλετε να μας δώσετε έναν σύντομο και περιεκτικό ορισμό αυτής της νέας κοινωνικής επιστήμης;
H Κοσμοσυστημική Γνωσιολογία είναι το γνωστικό και μεθοδολογικό κέλυφος, το οποίο θέτει τις προϋποθέσεις της κοινωνικής επιστήμης και της φιλοσοφίας. Εκτιμά ότι η νεοτερικότητα σφάλει στον πυρήνα της λογικής της, όταν πιστεύει ότι αρκεί να στοχασθεί αποκλειστικά στα φαινόμενα της εποχής της με την επιστράτευση του ορθολογισμού για να κατανοήσει τον κόσμο και τον εαυτό της. Η επιλογή αυτή, την έχει οδηγήσει στη σύγχυση ανάμεσα στην κλίμακα (το κράτος έθνος) επάνω στην οποία οικοδομείται σήμερα ο ανθρωποκεντρικός κόσμος, και στο στάδιο της εξέλιξης που αντιπροσωπεύει.
Η κλίμακα κινητοποιεί τον εντυπωσιακό τεχνικό πολιτισμό και τις εν γένει θετικές επιστήμες, όμως το περιορισμένο εξελικτικό βάθος της ανθρωποκεντρικής νεοτερικότητας δεν της επιτρέπει να διαμορφώσει την πραγματική εικόνα της εποχής της, της φάσης την οποία βιώνει στον ιστορικό χρόνο και, επομένως, του δρόμου του μέλλοντος. Συγχρόνως, απέρριψε εξ αρχής κάθε σκέψη να ανοίξει διάλογο με το παρελθόν που θα της επέτρεπε να θέσει εαυτήν σε συγκριτική βάσανο. Το παρόν, θα ισχυρισθεί, δεν υπόκειται σε καμία σύγκριση με το όποιο παρελθόν, το οποίο επιπλέον απεφάνθη ότι δεν μπορεί να πλουτίσει ή και να εμπνεύσει τον προβληματισμό της για τα ανθρώπινα. Εξαιρεί από τον αποκλεισμό αυτό τις πρωτόγονες κοινωνίες οι οποίες της επιτρέπουν να επιβεβαιώσει την ορθοφροσύνη του στοχασμού της και την ανωτερότητά της. Η κοινωνική επιστήμη τής νεοτερικότητας είναι αυτοαναφορική, με μέτρο τον εαυτό της. Αρχίζει με το παρόν και τελειώνει στο παρόν. Η συνταγματική επιστήμη θα συγκρίνει το σύνταγμα μιας χώρας με εκείνο μιας άλλης, οπότε αυτό που επιτυγχάνει είναι να διαπιστώσει τις όποιες μικροδιαφορές μεταξύ τους. Αντιπαρέρχεται, όμως, το γεγονός ότι αναφέρεται στο ίδιο πολιτικό σύστημα. Το ίδιο πράττουν και οι άλλες γνωστικές περιοχές της κοινωνικής επιστήμης.
Πού καταλήγει ο συλλογισμός αυτός; Στο ότι, αφού δεν υπάρχει άλλο πολιτικό σύστημα εν όψει, το δίλημμα που απομένει για την κοινωνία είναι να επιλέξει ανάμεσα στην ορθοφροσύνη της συνταγματικής/εκλόγιμης μοναρχίας και στον αυταρχισμό. Το ίδιο αυτό δίλημμα εγείρεται σε σχέση με όλες τις έννοιες που αφορούν στα ανθρώπινα, από την ελευθερία, την ισότητα, τη δικαιοσύνη, το οικονομικό σύστημα κλπ. Στο σύνολό τους, το περιεχόμενο των εννοιών αυτών θεωρείται τελεσίδικα οριστικό και ανώτερο από κάθε άλλο συναφές φαινόμενο που απαντάται στην ιστορία.
Με άλλα λόγια, η νεοτερική επιστήμη διδάσκει την ακινησία, ότι δηλαδή το μέλλον είναι ό,τι επινόησε η νεοτερικότητα με αφετηρία το διαφωτισμό. Η όποια αμφισβήτηση ή αλλαγή θα φέρει την οπισθοδρόμηση και, ως εκ τούτου, έχει συντηρητικό πρόσημο. Ο συλλογισμός αυτός, όπως και αν τον προσεγγίσει κανείς, αντιβαίνει στα πορίσματα της φυσικής επιστήμης, η οποία διδάσκει, μεταξύ των άλλων, ότι αν μια παράμετρος, όπως η τεχνολογία, μεγαλώσει, και οι άλλες παράμετροι, λ.χ. οι αξίες και οι θεσμοί, θα ακολουθήσουν, για να διατηρηθεί η αρμονία του όλου. Αντιβαίνει όμως επίσης και προς τα πορίσματα της ιστορίας, η οποία είναι πλήρης από μεταβολές στα κοινωνικά δρώμενα του ανθρώπου. Παρόλα αυτά, οι επιστήμες του ανθρώπου επιμένουν ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει για την νεοτερικότητα, η οποία πέπρωται να παραμείνει ως προς τα θεμελιώδη ανάλλακτη, στο στάδιο της εξόδου της από τον μεσαίωνα, τον 18ο αιώνα. Έτσι, οφείλουμε να αποδεχθούμε ότι εάν το ένα μου χέρι μεγαλώσει, τα υπόλοιπα μέλη του σώματός μου θα διατηρήσουν την αρμονία τους, χωρίς να χρειασθεί να ακολουθήσουν. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν προκαλεί απορία το γεγονός ότι η σημερινή επιστήμη και η φιλοσοφία δεν κατάφεραν ακόμη να ερμηνεύσουν και δη να αντιμετωπίσουν το ολοκληρωτικό/αυταρχικό φαινόμενο, ούτε έχουν πρόταση για το μέλλον της ανθρωπότητας.
Η Κοσμοσυστημική Γνωσιολογία ξεκινάει από την υπόθεση ότι δεν είναι εφικτή η κατανόηση του κοινωνικού φαινομένου με αφετηρία το μερικό, μια εποχή της ιστορίας, όποια και αν είναι αυτή. Δεν μπορεί να διαμορφώσει κανείς άποψη για τον κόσμο -ακόμη και για τον δικό του κόσμο- θωρώντας τον από το μπαλκόνι του σπιτιού του. Ούτε τη γειτονιά του δεν θα κατανοήσει. Μας χρειάζεται η αποκωδικοποίηση του σύνολου το κόσμου, της κοσμοϊστορίας, από το ύψος της οποίας θα κατανοήσουμε το όποιο μερικό μέρος που απαντάται στον κοσμοχρόνο, όπως τη νεοτερικότητα. Από το ύψος αυτό θα δυνηθούμε να εγγράψουμε το μερικό στην αρμόδια φάση του όλου στην οποία ανήκει. Πώς όμως θα γίνει εφικτό αυτό, χωρίς να διαπράξουμε ό,τι και η επιστήμη της εποχής μας, δηλαδή να υποβάλλουμε την κοσμοϊστορία στην κλίνη του Προκρούστη; Σε ό,τι με αφορά, θεωρώ ότι το εγχείρημα αυτό είναι εφικτό εάν πρώτον, η κοινωνική επιστήμη συνομιλήσει με την φυσική επιστήμη και, πιο συγκεκριμένα, η κοινωνική νομοθεσία με την φυσική νομοθεσία, και δεύτερον, εάν τα πορίσματα που θα προκύψουν υποβληθούν στη δοκιμασία του ιστορικού χρόνου.
Βασικό μέτρο για την κατανόηση της κοινωνικής νομοθεσίας και για την αποκωδικοποίηση της εξέλιξης του κοινωνικού ανθρώπου έχω θέσει την ελευθερία και, πιο συγκεκριμένα, τη διαλεκτική της σχέση με τη μη ελευθερία, ή αλλιώς το γινόμενο της σχέσης μεταξύ των κοινωνιών που δομούνται με γνώμονα την ελευθερία και εκείνων που θεραπεύουν τη δεσποτεία ή την ηγεμονία. Έτσι καταλήγουμε σε δύο θεμελιώδεις κατηγορίες κοινωνιών, που απαντώνται στην κοσμοϊστορία, τις δεσποτικές και τις ανθρωποκεντρικές, δηλαδή το δεσποτικό και το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα. Εάν παρακολουθήσουμε στον ιστορικό χρόνο τη διαλεκτική σχέση μεταξύ των δύο αυτών κοσμοσυστημάτων και, επίσης, την εσωτερική εκδίπλωση ενός εκάστου από αυτά, οδηγούμαστε στο ζητούμενο: να συγκροτήσουμε το σώμα της εξέλιξης των κοινωνιών στην κοσμοϊστορία και, συνακόλουθα, τα στάδια της εξελικτικής τους διαδρομής. Περιττεύει να πω ότι η εξέλιξη αυτή δεν είναι ευθύγραμμη, διέρχεται από μια σπειροειδή, όπως την αποκαλώ, κινητικότητα, ουδεμία σχέση έχουσα με τις γραμμικές, κυκλικές, ημερολογιακές ή άλλες θεωρίες της νεοτερικότητας.
Κλειδί για την κατανόηση και την αποκωδικοποίηση αυτή της κοσμοϊστορίας αποδεικνύεται ο ελληνικός κόσμος. Στο έργο μου εξηγώ γιατί: Ο ελληνικός κόσμος συγκρότησε για πρώτη φορά στην κοσμοϊστορία ένα πλήρες ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα, το οποίο διέδραμε όλα τα στάδια της ανθρώπινης εξέλιξης εν ελευθερία. Η ανθρωπότητα πριν από αυτόν και παράλληλα προς αυτόν, μέχρι τη νεότερη εποχή, με ελάχιστες εξαιρέσεις όσων κοινωνιών εντάχθηκαν στο εξελικτικό του γίγνεσθαι, παρέμεινε θεμελιωδώς δεσποτική. Η αποκωδικοποίηση της εξελικτικής διαδρομής του ελληνικού/ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, από την αρχαιότητα έως τους νεότερους χρόνους, μας προσφέρει το πανόραμα αυτού που αποκαλώ εξελικτική βιολογία. Από την εξέλιξη αυτή, αντλούμε το σύνολο των προαπαιτούμενων της επιστήμης, τις μεγάλες (λ.χ. την κρατοκεντρική και την οικουμενική) διαδρομές ή φάσεις του και τις αντίστοιχες εσωτερικές του διαφοροποιήσεις (λ.χ. την πολιτειακή τυπολογία, από την μοναρχία στην αντιπροσώπευση και τη δημοκρατία), που ακολούθησε κατά την εκδίπλωσή του, όπως και τις σπειροειδείς παλινδρομήσεις, μέχρις ότου μετακένωσε το ανθρωποκεντρικό του κεκτημένο στη μεγάλη κλίμακα που αποκαλείται νεοτερικότητα. Το εγχείρημα ακριβώς αυτό, αναπτύσσω στο εξάτομο έργο μου Το ελληνικό κοσμοσύστημα (εκδόσεις Σιδέρη), και ειδικότερες εκδηλώσεις του σε άλλα έργα μου. Στην μόλις εκδοθείσα Ιστορία του ελληνικού κόσμου (εκδόσεις Αρμός) δίνω εν ολίγοις το πανόραμα της εξέλιξης αυτής. Το συμπέρασμά μου για την τυπολογία των πολιτικών συστημάτων, σε μια επικαιροποιημένη θεωρητική μορφή, με επίκεντρο τη δημοκρατία, αποτυπώνω στο τελευταίο μου έργο: Τι είναι δημοκρατία (εκδόσεις Παπαζήση).
Πρέπει να υπογραμμίσω ότι συλλογισμός αυτός, που παραδίδω εδώ διαγραμματικά, είναι εξαιρετικά σύνθετος, γιατί οφείλει να επικεντρωθεί συγχρόνως στην ανάδειξη, αφενός του γνωσιολογικού αβαθούς της επιστήμης της νεοτερικότητας και των ιδεολογικών φορτίων που διακινεί δίκην βεβαιοτήτων, αφετέρου να θωρακισθεί με την αναγκαία αποδεικτική δύναμη, ώστε να αναδείξει την εγκυρότητα του επιχειρήματός του. Στις δύο αυτές κατευθύνεις αναλώνεται το εγχείρημα της Κοσμοσυστημικής Γνωσιολογίας. Πρόκειται για ένα έργο το οποίο έφερα σε πέρας με το να αναδιφήσω στα άδυτα τόσο της νεοτερικής σκέψης από την αναγέννηση και το διαφωτισμό μέχρι σήμερα, όσο και της ελληνικής γραμματείας και κυρίως, θα έλεγα, στις πηγές. Εκτιμώ ότι η εν λόγω γνωσιολογία απαντά με αποδεικτική σαφήνεια στα προαπαιτούμενα της επιστήμης: την εννοιολογία των φαινομένων, την τυπολογική τους ταξινομία, τις παραμέτρους/παράγοντες που κινούν την κοινωνική εξέλιξη, την κοσμοσυστημική βιολογία και, οπωσδήποτε, με μια μέθοδο που συντελεί ώστε τα πορίσματά της να διαθέτουν καθολική εφαρμογή, ανεξαρτήτως κλίμακας, ή κοσμοσυστημικής διαφοροποίησης. Εν ολίγοις, δίνει απαντήσεις τόσο για το παρελθόν όσο για το παρόν και για το μέλλον της ανθρωπότητας. Ισχυρίζομαι ότι είναι η μόνη γνωσιολογία, που επιχειρεί και νομίζω μπόρεσε να αφουγκρασθεί το μέλλον της εποχής μας και να το περιγράψει με ακρίβεια.
Αρκεί να αναφέρω ότι, ήδη από το 1973, από τα πρώτα μου επιστημονικά βήματα, είχα υποδείξει τις εξελίξεις που συμβαίνουν σήμερα στο πεδίο της οικονομίας (η χειραφέτησή της και η ανάπτυξή της πέραν του κράτους) και της εργασίας (η απόρριψή της ή η μεταβολή της σε έργο, ή σε εργασία εμπόρευμα), των αξιών (στα πεδία της ελευθερίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης κλπ.) καθώς και, ειδικότερα, στο πολιτικό σύστημα, με την μετάβασή του από αιρετή μοναρχία στην αντιπροσωπευτική πολιτεία και, στο βάθος, στη δημοκρατία. Θα ήταν χρήσιμο να αναλογισθεί κανείς την σημασία της ανάδειξης της τυπολογίας των πολιτειών αυτής καθεαυτής, καθώς και για την απογύμνωση της νομιζόμενης νεοτερικής επιστήμης που διατείνεται ότι το πολιτικό της σύστημα, η απλή συνταγματική ή αιρετή μοναρχία, είναι ταυτόχρονα και αντιπροσωπευτική και δημοκρατική. Αξίζει ως προς αυτό να πω ότι το έργο μου, Η θεωρία των επαναστάσεων στον Αριστοτέλη, όπου αναλύω διεξοδικά το αποτύπωμα του εγχειρήματός μου, το οποίο κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1975, 50 χρόνια μετά, στις ημέρες μας, πωλείται μεταχειρισμένο στην Amazon, ως συλλεκτικό είδος στην τιμή των 284 ευρώ. Γι’ αυτό και ο εκδότης μου αποφάσισε την επανακυκλοφορία του, επικαιροποιημένη, τις αμέσως προσεχείς εβδομάδες.
Βλέπετε στη συγκρότηση του έθνους-κράτους μια τεκτονική αλλαγή που μας απομάκρυνε από το ανθρωποκεντρικό ελληνικό κοσμοσύστημα που βασιζόταν στον τύπο της πόλης-κράτους και που με διάφορες εκδοχές έφτασε μέχρι και το Βυζάντιο αλλά και στις παρυφές του 20ού αιώνα. Ονομάζετε αυτόν τον ιδιαίτερο τύπο κράτους, «κοσμόπολη». Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτού του τύπου πολιτειακής οργάνωσης, της κοσμόπολης;
Το έθνος κράτος αποτελεί την μετάβαση του σύνολου ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος από την μικρή κλίμακα της πόλης στη μεγάλη κλίμακα, που σήμερα αποκαλείται νεοτερικότητα. Η τεκτονική αλλαγή είναι αυτή. Θεμελιώνεται στο άνω Βυζάντιο και μετακενώνεται στην ευρωπαϊκή, ιδίως στη δυτική του περιφέρεια, μαζί με τα υποστατικά του ανθρωποκεντρικού του κεκτημένου, έτσι ώστε στη συνέχεια, για λόγους που αναλύω στο έργο μου, η Δύση να αναλάβει την ηγεσία της μετάβασης. Η ακύρωση του ελληνικού δρόμου προς τη μεγάλη κλίμακα είχε μια κρίσιμη συνέπεια: να δημιουργηθούν οι όροι μιας ασύμμετρης ρήξης στο συνεχές της ανθρωποκεντρικής ακολουθίας. Η Δύση δεν κατόρθωσε να παραλάβει τη σκυτάλη της ανθρωποκεντρικής εξέλιξης από το σημείο της οικουμένης που την είχε οδηγήσει ο ελληνικός κόσμος, με αποτέλεσμα να επανεκκινήσει από τη μηδενική, τη δεσποτική/φεουδαλική της αφετηρία.
Τι αντιπροσωπεύει η οικουμένη; Τη μετα-κρατοκεντρική φάση του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος. Το κράτος της οικουμένης είναι η κοσμόπολη. Ουσιαστικά πρόκειται για την κοσμοσυστημική (το αντίστοιχο της παγκοσμιοποίησης σήμερα) διακτίνωση του πολιτικού συστήματος, που ακολουθεί την αντίστοιχη εκδίπλωση της οικονομίας που προηγήθηκε κατά την ύστερη κλασική εποχή. Η κοσμόπολη δεν καταργεί τον κρατοκεντρισμό, τις πόλεις, τις ενσωματώνει στο νέο κράτος, που έχει στην κορυφή του μια άρχουσα πόλη, η οποία καταλαμβάνει τη θέση της κεντρικής πολιτείας. Είναι η ηγεμονεύουσα πόλη της Ρώμης, η βασιλεύουσα Πόλη στο Βυζάντιο. Επιμέρους πόλεις και μητροπολιτική πόλη συγκροτούν την πολιτεία της κοσμόπολης. Η μητρόπολη αναλαμβάνει την εναρμονιστική εξουσία, την έννομη επιστασία, όπως αποκάλεσαν την εξουσία της στο Βυζάντιο, της οποίας η αρμοδιότητα σταματάει στα τείχη των πόλεων της επικράτειας. Οι πόλεις διατηρούν ευρέως την αυτονομία τους, αναλαμβάνουν όμως επίσης σημαίνουσες εξουσίες, τις οποίες ασκούν για λογαριασμό του κέντρου (λ.χ. το δημοσιονομικό σύστημα κλπ.). Το κράτος της κοσμόπολης, συμπεριλαμβανομένου και του Βυζαντίου, δεν είναι αυτοκρατορία, ούτε θεοκρατία, βιώνει έναν απαράμιλλο νομικό/δημοκρατικό πολιτισμό στις πόλεις, ενώ η βασιλεύουσα Πόλη στην ολοκληρωμένη της μορφή, στο Βυζάντιο, υποστασιοποιείται ως αντιπροσωπευτική πολιτείας.
Ο σημερινός κόσμος βρίσκεται πολύ μακριά από το στάδιο αυτό. Διάγει μόλις την πρώιμη φάση της κρατοκεντρικής εποχής, ως προς την ανθρωποκεντρική της εξέλιξη. Το βλέπουμε αυτό στις αξίες (όπου επικρατεί μόνο η ατομική ελευθερία και ορισμένα δικαιώματα), στο πολιτικό σύστημα, της μοναδικής αιρετής μοναρχίας και της αυταρχικής παρέκκλισής της, όπως και στο αντίστοιχο οικονομικό σύστημα.
Ο ελληνικός πολιτισμός επιβίωσε μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και κατάφερε να ανασυνταχθεί και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και να κυριαρχεί μέσα στο υπάρχον τότε πλαίσιο. Πού οφείλεται αυτή η ανθεκτικότητα του ελληνισμού;
Ο ελληνικός κόσμος ηττήθηκε στρατιωτικά από τους Οθωμανούς, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, όμως ο κατακτητής υποκλίθηκε ενώπιόν του. Τον είχε ανάγκη για να εδραιώσει την δηωτική του δεσποτεία, να δημιουργήσει το αντίστοιχο της ασιατικής δεσποτείας κράτος που του αναλογούσε, και να επεκταθεί στην περίμετρο της ελληνικής οικουμένης. Παρόλ’ αυτά, για πολλούς λόγους ο ελληνικός κόσμος δεν μπόρεσε να τον αλλάξει, να τον απορροφήσει στο ελληνικό ανθρωποκεντρικό κεκτημένο, όπως στην περίπτωση της Ρώμης. Συγκρατούμε, ωστόσο, ότι η επιβίωση του ελληνικού κόσμου επιβεβαιώνει την ανωτερότητα του ανθρωποκεντρικού πολιτισμού έναντι της ασιατικής δεσποτείας.
Επομένως, παρά τα πολυσήμαντα πλήγματα που υπέστη ο ελληνικός κόσμος από τις ορδές της ασιατικής δεσποτείας, έγινε από πολλές απόψεις εκ των ων ουκ άνευ. Εξού και αποτέλεσε την αναγκαία παράμετρο για την ίδια την οθωμανική εξουσία. Ο ίδιος ο θρίαμβος της οθωμανικής αυτοκρατορίας είναι ευρέως οφειλέτης του ελληνισμού. Η οθωμανική κατοχή οργανώθηκε σε ένα κλίμα που εμπεριείχε επίσης μια συνθήκη που επέτρεψε στον άρχοντα ελληνισμό να επιβιώσει και μόλις ξεπέρασε το σοκ της κατάκτησης και άνοιξε ένα παράθυρο επικοινωνίας με τον έξω κόσμο κατόρθωσε να ανασυγκροτηθεί και να ηγεμονεύσει.
Οι πηγές μάς βεβαιώνουν ότι ο ελληνικός κόσμος της οθωμανοκρατίας κατέχει μία θέση υπερδύναμης στο περιβάλλον τριών αυτοκρατοριών (της οθωμανικής, της ρωσικής και της αυστριακής) και στη Μεσογειακή λεκάνη, στο οικονομικό, πολιτισμικό, πνευματικό και, υπό μίαν έννοια, στο πολιτικό επίπεδο, μολονότι τελούσε υπό εθνική κατοχή και υφίστατο βαριά την δηοτική σκιά της οθωμανικής δεσποτείας. Για να κατανοήσουμε τη θέση αυτή, του ελληνικού κόσμου της οθωμανοκρατίας, του γεγονότος δηλαδή ότι διατηρεί το ανθρωποκεντρικό καθεστώς της κοσμοσυστημικής οικουμένης (τις πόλεις, τη δημοκρατία, την εταιρική οικονομίας κλπ.) αρκεί να διερωτηθούμε γιατί δεν συνέβη το ίδιο με τους άλλους χριστιανικούς λαούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι οποίοι απέληξαν να στεγασθούν κάτω από την ελληνική ομπρέλα, έως ότου με την παρέμβαση της Ρωσίας, με τη στροφή της στον πανσλαβισμό -αλλά και των άλλων ευρωπαϊκών δυναστικών κρατών- να ανακαλύψουν την εθνική τους ταυτότητα.
Η ελληνική επανάσταση λαμβάνει χώρα σε μια εποχή που στην Ευρώπη και αλλού συγκροτούνται τα έθνη-κράτη. Τι ήταν σημαντικότερο μέσα στην ιστορική δυναμική, κατά τη γνώμη σας: Η γενικότερη αυτή τάση, που αργά ή γρήγορα θα οδηγούσε στη γέννηση ενός ελληνικού έθνους-κράτους στην βαλκανική χερσόνησο, ή οι εσωτερικές ανάγκες του ελληνισμού; Σε αυτό το πλαίσιο, ο ελληνισμός βγήκε κερδισμένος με την Επανάσταση ή ήταν η αρχή του τέλους του;
Για να κατανοήσουμε την ελληνική επανάσταση, οφείλουμε να έχουμε κατά νουν την θέση του ελληνικού κόσμου κατά την μεταβυζαντινή περίοδο, στην οποία μόλις αναφέρθηκα. Ο ελληνικός κόσμος της οθωμανοκρατίας συγκροτούσε έθνος, σε ακολουθία προς την αντίστοιχη εθνική του ομοθεσία της βυζαντινής εποχής. Παρόλον ότι ο Οθωμανός δεσπότης αντιλαμβανόταν τους πληθυσμούς που κατέκτησε κατά το ιδίωμά του, δυνάμει του θρησκευτικού του ιδιώματος, ο Έλληνας της εποχής στοχαζόταν με όρους έθνους. Οι πηγές μιλάνε κατά τρόπο αναντίρρητο. Στοχάζονται, όμως, το έθνος με την έννοια του γένους, δηλαδή ως έθνος κοσμοσύστημα, με μέτρο την πολιτική αποκατάσταση του κράτους της εθνικής κοσμόπολης. Το βλέπουμε στο πρόταγμα του Ρήγα, του Καποδίστρια και πολλών άλλων, ακόμη και στα συντάγματα της επανάστασης.
Έχω εξηγήσει διά μακρών στο έργο μου τη διαφορά μεταξύ εθνότητας και έθνους. Το τελευταίο διαθέτει συνείδηση κοινωνίας με πολιτικό πρόταγμα ελευθερίας, η εθνότητα είναι απλώς πολιτισμικό ιδίωμα, της οποίας η ταυτότητα εκφράζεται από τον μονάρχη/δεσπότη. Το έθνος είναι φυσικό φαινόμενο που απαντάται στις ανθρωποκεντρικές κοινωνίες, ενώ η εθνότητα ως φαινόμενο απαντάται και στις δεσποτικές κοινωνίες. Γι’ αυτό και το έθνος στην φεουδαλική Δύση εμφανίζεται μόλις από το τέλος του 18ου και ιδίως κατά τον 19ο αιώνα, μεταξύ των ανθρωποκεντρικών θυλάκων που αναδυθήκαν στις ευρωπαϊκές χώρες.
Στον ελληνικό κόσμο το έθνος, ως πολιτισμική και πολιτική συνείδηση κοινωνίας, δεν έπαψε να υπάρχει με τις αναγκαίες συναρμόσεις του σε όλο το φάσμα της ιστορικής του εξέλιξης. Στον Γ΄ τόμο του Ελληνικού κοσμοσυστήματος έφερα στην επιφάνεια τις πηγές που αποδεικνύουν την σταδιοδρομία του σε όλη τη διάρκεια του Βυζαντίου αναντιλέκτως. Για την οθωμανοκρατία αρκεί, πέραν των πηγών, να αναφέρω τις διαρκείς επαναστατικές κινήσεις, με εθνικό πρόσημο, από την επομένη της κατάκτησης. Ο Καποδίστριας στο έργο του για την Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας (εκδόσεις Αρμός), που έφερα στην επιφάνεια μόλις πρόσφατα, είναι κατηγορηματικός. Ο ελληνικός κόσμος, θα πει, είναι έθνος, δηλαδή ανθρωποκεντρική/ελεύθερη κοινωνία και γι’ αυτό δικαιούται της ανεξαρτησίας, σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές κοινωνίες που τις εγκαλεί ως α-εθνικές και γι’ αυτό ζουν υπό το μεσαιωνικό δεσποτικό καθεστώς.
Την εποχή της ελληνικής επανάστασης στην Ευρώπη δεν υπάρχουν έθνη κράτη, παρά μόνο κρατικές δεσποτείες. Αν η γαλλική επανάσταση διακήρυξε την υπέρβαση της δεσποτείας, ας μην ξεχνάμε ότι ανασυγκροτήθηκε ευθύς αμέσως και επέστρεψε δυναμικότερη. Τα έθνη κράτη θα αρχίσουν να επιβεβαιώνουν την παρουσία τους από το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα για να εδραιωθούν ιδίως στο βάθος του 20ού αιώνα. Η ιστορική ανάγνωση του ελληνισμού υπό το πρίσμα της πραγματικότητας του έθνους που βίωνε αδιατάρακτα ως συνείδηση κοινωνίας, προκάλεσε την αρνητική απορία στις αυλές της Ευρώπης της εποχής. Μεταξύ των θεραπόντων της ελλαδικής νομενκλατούρας, η ανάγνωση αυτή του ελληνισμού άρχισε να προκαλεί μεγάλη ταραχή από τη δεκαετία του 1980, όταν η ελληνική πολιτική ζωή γνώρισε μια νέα έξαρση της δηωτικής κομματοκρατίας.
Αξίζει να σταθεί κανείς στην βίαιη αντίδραση που προκλήθηκε στους κύκλους των κοραϊστών και των μαυροκορδατοφρόνων από την παρέμβασή μου με την οποία αντέκρουα τον βρετανό ιστορικό Έρικ Χομπσμπάουμ, ο οποίος ισχυρίσθηκε, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι οι Έλληνες έγιναν έθνος μετά την επανάσταση, διά χειρός του κράτους τους. (Βλέπε το βιβλίο μου Έθνος και εκσυγχρονιστική νεοτερικότητα). Ο Άγγλος μέντορας, τον οποίο προσκυνά η άρχουσα κρατική διανόηση στη χώρας μας, που ειρήσθω εν παρόδω διακινεί τη μοναρευόμενη ολιγαρχία και, απροσχημάτιστα την ευγνώμονα εθελοδουλία στην Ελλάδα, ισχυρίσθηκε ότι αφού τότε δεν υπήρχαν έθνη στην Ευρώπη, πως ήταν δυνατόν ο ελληνικός κόσμος να είναι διαθέτης του ιδιώματος αυτού.
Την ίδια ταραχή προκαλεί σήμερα και η αποκάλυψη ότι το ιστορικό έργο που έφερε το όνομα του Νερουλού είναι πράγματι έργο του Καποδίστρια. Η βαρύνουσα άποψη του Καποδίστρια, η οποία μάλιστα αντιτείνεται προς τους αυλάρχες της απολυταρχίας στην Ευρώπη, ότι ο ελληνισμός είναι έθνος, ανατρέπει άρδην τα πραγματολογικά δεδομένα. Είναι οι ίδιοι αυτοί που ενοχοποιούν το έθνος για τα πεπραγμένα του κράτους, παρόλον ότι επιμένουν να ιστορούν τον ελληνικό κόσμο διά των πεπραγμένων του κράτους. Αρνούμενοι τις πηγές της οθωμανοκρατίας που φωνάζουν το εθνικό τους φρόνημα, φθάνουν μέχρι του σημείου να αποκαλούν τους χριστιανικούς λαούς της αυτοκρατορίας με το εθνοτικό τους επωνύμιο (Αρμένιοι, Βούλγαροι κλπ.), εκτός από τους Έλληνες τους οποίους αποεθοποιούν, αποκαλώντας τους ελληνόφωνους χριστιανούς. Είναι οι ίδιοι που αναζητούν αλβανικό αίμα στους Σουλιώτες, όχι την ελληνική τους συνείδηση, όπως και σε άλλους ήρωες της επανάστασης, όμως κατά τα άλλα απορρίπτουν τη φυλετική γενεαλογία του έθνους. Στην ίδια κατεύθυνση σκέψης, χαρακτηρίζουν οθωμανικούς τους ελληνικούς θεσμούς της εποχής, τη δε επανάσταση οθωμανικό εμφύλιο πόλεμο!
Μην μας προκαλεί απορία, το ίδιο πράττουν για τη ρωμαϊκή εποχή όπου τα ευρήματα, παρόλο που ομιλούν ελληνικά, τους αποδίδουν ρωμαϊκή ιθαγένεια, αποκαλώντας τα ρωμαϊκά, αλλά και για το Βυζάντιο, όπου αναζητούν την εθνοτική καταγωγή των βασιλέων και όχι το έργο και τον λόγο τους. Είναι σαν να ψάχνουμε την εθνοτική προέλευση των προέδρων ή του λαού των ΗΠΑ για να αποφασίσουμε εάν υπάρχει αμερικανικό έθνος. Ο Στίβεν Ράνσιμαν, εν απορία, θα διερωτηθεί εάν οι νεοέλληνες δύνανται να ισχυρισθούν ότι είναι περισσότερο Έλληνες από όσο πίστευαν ότι ήσαν οι Βυζαντινοί Έλληνες.
Με λίγα λόγια, οι Έλληνες της οθωμανοκρατίας δεν ανέμεναν από την εξερχόμενη από τη δεσποτεία Ευρώπη να διδαχθούν το έθνος, τη δημοκρατία, το κράτος, τη χρηματιστική οικονομία, την ελευθερία, το κοσμικό εκπαιδευτικό σύστημα, την πνευματική δημιουργία. Παρόλες τις δυσκολίες, έφερναν μαζί τους από το παρελθόν, όλο αυτό το σώμα του ανθρωποκεντρικού κεκτημένου και ανέμεναν τη στιγμή για να ανακτήσουν την πολιτική τους αυτοπραγμάτωση. Όταν ο ευρωπαϊκός κόσμος ζούσε δίκην φυσικού φαινομένου τη φεουδαρχία, ο ελληνικός κόσμος, από τις απαρχές ήδη του Βυζαντίου και καθόλη τη μεταβυζαντινή περίοδο αγνοούσε τόσο τη δουλοπαροικία όσο και τη δουλεία.
Αρκεί να συγκρίνουμε τον χαρακτήρα των τριών μεγάλων επαναστάσεων της περιόδου: η Αμερικανική επανάσταση, είναι αντιαποικιακή, η Γαλλική αντιδεσποτική και η ελληνική εθνική. Και οι τρεις επαναστάσεις υποκινούνται από δυνάμεις της χρηματιστικής οικονομίας, οι οποίες όμως διαφέρουν ουσιωδώς μεταξύ τους. Η αμερικανική κοινωνία συγκροτείται από πρώιμα ανθρωποκεντρικά στρώματα, που διέφυγαν από την ευρωπαϊκή δεσποτεία, η γαλλική από ανθρωποκεντρικούς θύλακες που στεγάζονται, ουσιωδώς, στα κοινά/εταιρική οικονομία, η ελληνική από μια εξ ολοκλήρου ανθρωποκεντρική κοινωνία, που μεταφέρει στις αποσκευές της από το παρελθόν το έρμα του γένους. Συγχρόνως, όμως, έθεσε στο στόχαστρό της την ανατροπή του κράτους της ασιατικής δεσποτείας, για έναν επιπλέον λόγο: το κανονιστικό καθεστώς του ήγειρε ανυπέρβλητα εμπόδια στην ανθρωποκεντρική του λειτουργία, στα πεδία της οικονομίας, της παιδείας, του πολιτισμού, στην εν γένει εκδίπλωση της ιδιοσυστασίας του.
Εντούτοις, και οι δύο άλλες επαναστάσεις θα συμπεριλάβουν στο ιδεολογικό τους πρόταγμα το έθνος ως τη διάδοχη πολιτισμική/κοινωνική συλλογικότητα, στην οποία θα εδρασθεί το νέο κράτος. Αποβλέπουν, όμως, στην εγκατάσταση μιας πρώιμης ανθρωποκεντρικής κοινωνίας με πρόσημο την αρμόζουσα στην φάση αυτή αιρετή μοναρχία, στο λεγόμενο έθνος κράτος. Αντιθέτως, η ελληνική επανάσταση προτάσσει την παλιγγενεσία του κράτους της κοσμόπολης και της ομόλογης πολιτείας, που προορίζονταν να στεγάσουν το έθνος κοσμοσύστημα/το κοσμοπολιτειακό έθνος. Αποβλέπει, δηλαδή, στην αποκατάσταση ενός ιστορικού έθνους στην κοσμοπολιτειακή του μήτρα, στοχεύοντας την απόσειση της εθνικής κατοχής και, συνάμα, μιας κρατικής δεσποτείας ασιατικού τύπου.
Η ελληνική επανάσταση καλύπτει την μια από τις δύο πτυχές της ανθρωποκεντρικής μετάβασης στην Ευρώπη: η γαλλική εμπεριέχει την κοινωνική, ενώ η ελληνική την εθνική. Η μια, είναι εθνογενετική, η άλλη πολιτικά παλινορθωτική, με την έννοια ότι απέβλεπε στην αναβίωση του ελληνικού ανθρωποκεντρικού δρόμου. Τούτο εξηγεί τη βαθιά επιρροή που άσκησε η ελληνική επανάσταση στην Ευρώπη, τροφοδοτώντας τον ρεπουμπλικανικό και τον εθνικό κινηματικό φιλελευθερισμό. Η διαφορά τους, το γεγονός ότι ο μεν απαντούσε σε πρωτο-ανθρωποκεντρικές προτεραιότητες (ο νεοτερικός φιλελευθερισμός), ο δε σε ήδη συμπαγή πολιτισμικά βιώματα του οικουμενικού ανθρωποκεντρικού γονιδιώματος (ο ελληνικός δρόμος), δεν αντιλέγει στο θεμελιώδες της συνάντησής τους. Ούτε προφανώς και η αποτυχία της ελληνικής επανάστασης αναιρεί το ιδιώνυμό της, παρόλον ότι η επιβολή του κρατικού εμφυτεύματος της απολυταρχικής δεσποτείας, έκλεισε οριστικά την προοπτική της αναβίωσης του ελληνικού δρόμου προς τη νεοτερικότητα/τη μεγάλη κλίμακα.
Τούτο εξηγεί γιατί το επαναστατικό/απελευθερωτικό πρόταγμα των Ελλήνων απέβλεπε σε ένα μη απολυταρχικό κράτος, με δημοκρατικό υπόβαθρο που θα διαδεχόταν την οθωμανική αυτοκρατορία στο ουσιώδες των ευρωπαϊκών εδαφών, της μικρασίας και των πέριξ νησιών. Ο Καποδίστριας επιχειρηματολογεί εξηγώντας γιατί η επιτυχία της επανάστασης είναι απολύτως εφικτή με δεδομένη της ισχύ του ελληνισμού και την μη ανατάξιμη κρίση που διερχόταν ο Οθωμανός δυνάστης. Η νίκη μιας χούφτας Ελλήνων υπό τον Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια και η αδυναμία της οθωμανικής αυτοκρατορίας να την καταστείλει το αποδεικνύει. Η ήττα της επανάστασης δεν ήταν αναπόφευκτη. Υπήρξε αποτέλεσμα της κακής διαχείρισης του αγώνα και των εμφυλίων που προκάλεσαν οι «μπαρμπέρηδες», όπως αποκαλούσε ο Κολοκοτρώνης τους υποκινητές των εμφυλίων με πρώτον τον πράκτορα των Άγγλων Μαυροκορδάτο. Είναι χαρακτηριστικό ότι οσάκις οι Έλληνες επιχειρούσαν να κινηθούν προς βοράν, οι πίσω τους έκοβαν την επιμελητεία. Δεν ελήφθη υπόψιν βασικά ο ιδιαίτερος -ο πολεοκεντρικός- χαρακτήρας, δηλαδή ο ανθρωποκεντρικός πολυκερματισμός- του ελληνικού κόσμου. Ο μόνος που συνέλαβε το διακύβευμα και δεν έπαψε να το επισημαίνει ήταν ο Καποδίστριας.
Η ήττα του επαναστατικού εγχειρήματος θα οδηγήσει στην επιβολή από τις δυνάμεις της ευρωπαϊκής δεσποτείας του απολυταρχικού τους ομοιώματος στη μήτρα του, με σαφή της πρόθεση να οδηγηθεί δεσμώτης ο ελληνισμός στη μεθάρμοση δεσπότη. Έτσι, ο ελληνισμός κλήθηκε από τις δεσποτικές Δυνάμεις της Ευρώπης να εγκαταλείψει το ιστορικό του ιδιώνυμο και να εισέλθει στη νεοτερικότητα με τον παρένθετο δρόμο της της δυτικής δεσποτικής ορθοφροσύνης. Ο δρόμος αυτός συνεπήγετο την επιστροφή και κυριολεκτικά την οπισθοδρόμηση του ελληνισμού στις απαρχές της μετάβασής του από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό, δηλαδή στον 8/7ο αιώνα π.Χ. Το κράτος του Όθωνα δεν είναι εθνικό είναι ελέω θεού απολυταρχία. Ο Όθωνας επιμένει να γιορτάζονται τα γενέθλιά του, όπως αρμόζει σε έναν ελέω θεού μονάρχη, αντί για την εθνική επανάσταση. Το κράτος αυτό, ήταν κυριολεκτικά θεσμημένο ως προτεκτοράτο, δεσμευμένο από κάθε άποψη.
Δεν θα αργήσει να δημιουργήσει τους γηγενείς ιδεολογικούς ταγούς και πολιτικούς αυθέντες του, που θα διακινήσουν την ιδέα του ευρωπαίου ευεργέτη της Ελλάδας. Το αίτημα για την ελλαδική κοινωνία εστιάσθηκε εφεξής στον «εξευρωπαϊσμό» της, δηλαδή στην προσομοίωσή της με την δυτική ομόλογή της, που μόλις αγωνιζόταν να αποκτήσει την απελευθέρωσή της, σε επίπεδο συμπεριφοράς, νοοτροπιών και πρόσληψης του εαυτού της, Αν, όμως, ΄Έλληνας στερήθηκε τη θεσμική βάση της πολεοτικής/κοινοτικής του πολιτείας, παρέμεινε αρραγής η πολιτική του ατομικότητα, η οποία έδωσε τροφή στην κομματοκρατία και στην πελατειακή αποδόμηση. Το κρατικό εμφύτευμα της δεσποτείας στη μήτρα του ελληνικού κόσμου είχε έναν προορισμό: να ελέγξει τη δυναμική του, με την αποξένωσή του από το ανθρωποκεντρικό του παρελθόν, να αποδομήσει τον μείζονα ελληνισμό και να τάξει ως σκοπό του την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των Δυνάμεων. Τα κόμματα σήμερα φέρουν μεγάλο μέρος της κληρονομιάς αυτής της κομματοκρατίας και της ξενοκρατίας του 19ου αιώνα.
Η δημιουργία του κράτους αυτού, εννοώ του πολιτικού του καθεστώτος και της εξάρτησης, σηματοδότησε την αρχή του τέλους του μείζονος ελληνισμού ενώ, κατ’ αυτάς, καταγίνεται με μια ανέστια αντιμαχία με τον εσωτερικό ελληνισμό.
Ένα κεφάλαιο τιτλοφορείται, «Ο ελληνισμός ανάμεσα στην ασιατική και την ευρωπαϊκή κρατική δεσποτεία», περιγράφοντας έτσι μια μέγγενη που τελικά οδήγησε στην εγκαθίδρυση, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, μιας απολυταρχικής μοναρχίας στη χώρα μας, μετατρέποντάς την σε οιονεί προτεκτοράτο. Ήταν η δολοφονία του Κυβερνήτη το πιο κρίσιμο γεγονός σε αυτήν την πορεία; Εκ των υστέρων, κοιτώντας τον συσχετισμό των δυνάμεων, υπήρχε η δυνατότητα μιας άλλης πορείας για τον ελληνισμό, εγγύτερα στο πνεύμα των τριών εθνοσυνελεύσεων;
Το πιο κρίσιμο γεγονός στην επαναστατική πορεία του ελληνικού κόσμου είναι η συντριπτική ήττα του προτάγματός του και η ανάσχεση του ελληνικού δρόμου προς τη νεοτερικότητα. Η δολοφονία του Καποδίστρια αποτελεί την τελευταία πράξη της ήττας αυτής που έκλεισε και το μικρό παράθυρο ελπίδας. Ακόμη και με τη χολή ανεξαρτησία, με τα ασφυκτικά περιορισμένα σύνορα, υπό τον Καποδίστρια θα ήταν διαφορετική η πορεία του ελληνικού κόσμου. Διότι το πολιτικό σύστημα που σχεδίαζε ο Κυβερνήτης ήταν ανοιχτό στον ορίζοντα της ελληνικής κληρονομιάς, δηλαδή αντίστοιχο με το πολιτικό, δημοκρατικό ανάπτυγμα της ελληνικής κοινωνίας. Ο Καποδίστριας διέθετε θέληση και ικανότητα εθνικής στρατηγικής, ήταν μέγιστος γνώστης των ευρωπαϊκών πραγμάτων και ικανός διαχειριστής της διεθνούς συγκυρίας.
Η απολυταρχία και το καθεστώς της ξενικής κατοχής αποτέλεσαν τη θηλιά στον λαιμό, όχι μόνο της ελλαδικής κοινωνίας, αλλά και του μείζονος ελληνισμού. Ο Βαλαωρίτης είπε: «.. η κατάρτησις του ελληνικού βασιλείου υπήρξεν αληθής δολοφονία της μεγάλης εθνικής ιδέας, διότι δι’αυτού εκτίσθη το γένος εντός στενοχώρου ειρκτής».
Ένας απολογισμός της πολιτείας αυτού του κράτους -δηλαδή του πολιτικού του καθεστώτος- θα μας δείξει αβιάστως, νομίζω, ότι όλες οι ήττες του ελληνισμού οργανώθηκαν στην Αθήνα, όχι στο μέτωπο. Και ήταν αποτέλεσμα της ασυμβατότητάς του με τον ελληνικό ανθρωποκεντρικό τρόπο. Αρκεί να υπενθυμίσω στους δύσπιστους την καταστροφική διαχείριση του πολέμου του 1897, από σύσσωμη την κομματοκρατία, που λίγο έλλειψε να μας επαναφέρει στο καθεστώς της οθωμανικής κατοχής. Σας θυμίζω επίσης ότι εάν δεν είχε συμβεί το Γουδί και δεν είχε κληθεί ως εξωτικός παρένθετος ηγέτης ο Βενιζέλος, τα σύνορα της Ελλάδας θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα στη Θεσσαλία. Ομοίως, παραμένει γεγονός ότι αν το μικρασιατικό εγχείρημα ακυρώθηκε, αυτό οφείλεται αποκλειστικά στο εσωτερική υπονόμευση από τις δυνάμεις της κομματοκρατίας. Κατά τούτο, έχει ενδιαφέρον το ερμηνευτικό επιχείρημα που προβλήθηκε από τους ιδεολογικούς κληρονόμους των Κοραϊστών και των Μαυροκορδατοφρόνων, με αφορμή τις επετείους για την επανάσταση και το μικρασιατικό, για να συναγάγουμε ότι το ίδιο ακριβώς πνεύμα διέπει την άρχουσα τάξη της χώρας σήμερα. Εν ολίγοις, το πολιτικό καθεστώς της χώρας ως ασύμβατο με το ελληνικό ανθρωποκεντρικό ιδιώνυμο, δεν είναι ανατάξιμο.
Στις ημέρες μας, η ελληνική άρχουσα τάξη εξακολουθεί να είναι διχασμένη ανάμεσα στην ιστόρηση του ελληνισμού διά του κράτους ή ακροθιγώς διά του ελληνισμού. Το πρόβλημα και για τους δύο είναι ένα και βασικό. Οι μεν, απορρίπτουν τις ελληνικές κληρονομιές ως προνεοτερικές και οπισθοδρομικές, οι δε παραμένουν διχασμένοι ανάμεσα στην επιλογή της κλασικής αρχαιότητας ή του Βυζαντίου. Και οι δύο απορρίπτουν την θεμέλια βάση της ελληνικής συνέχειας, διότι αντιλαμβάνονται ότι εάν ζυγισθεί με τα πεπραγμένα του κράτους, θα προκύψει πρόβλημα νομιμοποίησής του. Πώς να δικαιολογηθεί ότι καταργήθηκε η δημοκρατία υπέρ της απολυταρχίας ή και της εκλόγιμης μοναρχίας; Ότι διά χειρός του κράτους εξαερώθηκε ο μείζον ελληνισμός ή ότι ουσιαστικά παρεμποδίστηκε η μεγάλη αστική τάξη να εισέλθει στην ελληνική επικράτεια, ή ότι η ελληνική πνευματική παραγωγή στο πλαίσιο του κράτους απώλεσε την αυτονομία σκέψης, για να μεταβληθεί σε προσαρτηματική συνιστώσα της δυτικής ορθοταξίας. Μην αντέχοντας τη σύγκριση με τα πεπραγμένα του ελληνισμού, η κρατική νομενκλατούρα έθεσε το παρελθόν υπό απαγόρευση ή, ακόμη, και σε καθεστώς απαξίωσης.
Η αποσύνδεση του ελλαδικού κράτους από την ιστορικότητα του ελληνισμού και η ταξινόμηση του δημοκρατικού προτάγματος κατά τον τρόπο του Μοντεσκιέ, του Καντ κλπ. στις δεσποτείες, εναρμονίσθηκαν με τη δυτική ορθοφροσύνη που χαρίζει στην ακροδεξιά και στον εθνικισμό τους όποιους θεράποντές της. Η διαφορά τους έγκειται στο ότι οι δυτικοί δεν χρειάζεται να απορρίψουν το εθνοτικό τους παρελθόν, εν αντιθέσει με τους Έλληνες ομόσταυλους τους που καλούνται να απορρίψουν το παρελθόν τους. Κατά τούτο, η ελλαδική νομενκλατούρα είναι μοναδική στον σύγχρονο και όχι μόνο κόσμο.
Ονομάζετε τον δυτικό τύπο αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (στον οποίο εντάσσεται και η δική μας προεδρική δημοκρατία) «αιρετές μοναρχίες» και αλλού «εκλόγιμες μοναρχίες». Τι θέλετε να καταδείξετε με αυτόν τον χαρακτηρισμό; Τόσο μακριά από την πραγματική δημοκρατία βρίσκονται οι δικές μας δημοκρατίες;
Δεν θέλω να καταδείξω, αλλά να αποδείξω τη μεγάλη ιδεολογική απάτη που διεπράχθη ποτέ στην κοσμοϊστορία στο όνομα της επιστήμης. Να ορίζεται η μοναρχία ως ταυτολογία της αντιπροσώπευσης και της δημοκρατίας, με την προσθήκη του επιχειρήματος ότι η μόνο ατομική ελευθερία είναι ανώτερη από την καθολική (τη σωρευτικά ατομική, κοινωνική και πολιτική) ελευθερία. Αιρετή και εκλόγιμη μοναρχία είναι δύο όροι που ορίσζυν ταυτολογικά το εν λόγω πολιτικό σύστημα, το οποίο αποτελεί την εξέλιξη της κληρονομικής ή δεσποτικής μοναρχίας, σε μη κληρονομική μοναρχία. Το φαινόμενο δεν είναι άγνωστο στον ελληνικό κόσμο. Εκλόγιμοι μονάρχες είναι οι αισυμνήτες στην προκλασική πόλη, ένα ρεύμα μεταβολής πολιτείας που οδήγησε στην καθιέρωση της πολιτείας δικαίου και πρόνοιας τότε. Όμως, αιρετή ήταν καταρχήν και, μάλιστα, σε περιβάλλον αντιπροσωπευτικής πολιτείας και η βασιλεία στο Βυζάντιο. Ο βασιλέας εκλεγόταν, δεν ήταν κληρονομικός, και είχε απέναντί του τον δήμο και την αντιπροσωπευτική σύγκλητο βουλή, ενώπιον των οποίων εκκαλείτο συχνά να δίνει λόγο των πράξεών του.
Μάλιστα, και η εκκλησία είχε προσχωρήσει στο δόγμα αυτό, διδάσκοντας ότι ο βασιλέας, για να έχει την χάρη του θεού -προσέξτε, όχι να είναι ελέω θεού μονάρχης-, θα έπρεπε να απολαμβάνει της λαϊκής αποδοχής και οι πολιτικές του να είναι σύμφωνες με την πολιτεία δικαίου και πρόνοιας. Η στέψη του βασιλέα ολοκληρώνετο με την εκλογή του από τον δήμο και τη σύγκλητο, όχι με την παρουσία του στο ναό ή από τον κλήρο. Ο βασιλέας στο Βυζάντιο διέθετε εξουσία εννόμου επιστασίας, όχι πολιτικής κυριαρχίας, καθώς η αρμοδιότητά του σταματούσε στα τείχη των πόλεων και υπέκειτο στην εντολιακή βούληση του δήμου της Πόλης.
Οι πηγές που επικαλούμαι στους τρεις τελευταίους τόμους του Ελληνικού κοσμοσυστήματος δεν αφήνουν περιθώριο αμφισβήτησης. Ζήτημα γεννάται, επομένως, με το εγχείρημα της φαλκίδευσης της ιστορίας από τους θεράποντες του διαφωτισμού για να εμφανισθεί η φεουδαλική Δύση ως η γέφυρα μεταξύ αρχαιότητας και νεοτερικότητας και να ταξινομηθεί το Βυζάντιο στο Μεσαίωνα. Ποιος άραγε γνωρίζει όλα αυτά σήμερα ή το γεγονός ότι από τις απαρχές του Βυζαντίου εκλείπει η δουλεία και η δημοκρατική αρχή εφαρμόζεται επίσης στο οικονομικό σύστημα, φέρνοντας τους φορείς της εργασίας στον πυρήνα της διοίκησής του;.
Δεν είναι καθόλου γνωστό ότι δύο μεγάλες ρήξεις με το ελληνικό ανθρωποκεντρικό προηγούμενο, που διέπραξε η Δύση του διαφωτισμού, μπορούν να καταγραφούν στην κατηγορία της ασχήμιας απέναντι στην επιστήμη και στον πολιτισμό. Παραχάραξε τις έννοιες, δηλαδή τα φαινόμενα που γέννησε η κλασική εποχή και απέκλεισε το Βυζάντιο, δηλαδή την οικουμενική του φάση, από την εξελικτική ακολουθία του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού. Έτσι, ταξινόμησε την εκλόγιμη μοναρχία στην κατηγορία της (έμμεσης) δημοκρατίας και τη δημοκρατία ως δεσποτεία του δήμου. Μπορώ να κατανοήσω την επιλογή αυτή, καθώς προτεραιότητά της ήταν να εξέλθει από τη φεουδαρχία/δεσποτεία και όχι το παντεσπάνι της δημοκρατίας. Αυτός που θέλει να ηγεμονεύσει, οφείλει να οικειοποιηθεί την ιστορία και να ελέγξει το περιεχόμενο των εννοιών.
Όμως, στις ημέρες μας οι συνέπειες της παραχάραξης αυτής, ξεπερνούν την αναχρονιστική διανόηση, καθώς διεισδύει στον πυρήνα της αδυναμίας των κοινωνιών να εναρμονιστούν με τις εξελίξεις. Αποτέλεσμα είναι ότι, παρόλον που το καθεστώς της εκλόγιμης μοναρχίας αδυνατεί πια να διασφαλίσει μια στοιχειώδη ισορροπία μεταξύ κοινωνίας και οικονομικής ιδιοκτησίας και η ανατροπή των συσχετισμών υπέρ της διεθνούς των αγορών είναι συντριπτική, η διανόηση εξακολουθεί να εμμένει στο παρελθόν και να μην έχει πρόταση για το μέλλον. Μας διαβεβαιώνει, μάλιστα, ότι στο μέλλον θα συνεχίσουμε να παραμένουμε αγκαλιά με τις αξίες και το σύστημα του διαφωτισμού, δηλαδή με την ατομική ελευθερία, τα δικαιώματα, το οικείο οικονομικό σύστημα και την εκλόγιμη μοναρχία.
Η Κοσμοσυστημική Γνωσιολογία απαντά με τη σειρά της: κύριοι θεράποντες της κρατικής κυριαρχίας αρκετά με τις αντιδραστικές σας αλχημείες που τις βαφτίζετε προοδευτικές και την πρόοδο την προνεοτερική για να εκφοβίσετε την κοινωνία προκειμένου να μην αμφισβητεί την ηγεμονία σας. Το μέλλον του κόσμου μας αποκαλύπτεται σήμερα μέσα από μια νέα ανάγνωση του παρελθόντος και, συγκεκριμένα, του ελληνικού κόσμου, Είναι ορατό διά γυμνού οφθαλμού για όποιον θελήσει να ελευθερωθεί από τα ιδεολογικά δεσμά του διαφωτισμού και να αντιμετωπίσει χωρίς φοβικότητες και λαθροχειρίες τις επιταγές της κοινωνικής νομοθεσίας στον κοσμοχρόνο. Οι επιταγές αυτές εντέλλονται πως μια νέα ισορροπία μεταξύ κοινωνίας και οικονομίας θα επιτευχθεί μόνον εάν η κοινωνία εισέλθει στην πολιτική και συμμετέχει στη διαμόρφωση των κανόνων και των αποφάσεων που την αφορούν. Η κοινωνία είναι η αιτία ύπαρξης της πολιτικής, της οικονομίας και κάθε άλλης παραμέτρου. Η ελληνική, η αμερικανική, η γαλλική πολιτική ή οικονομία δεν θα υπήρχαν χωρίς οι αντίστοιχες κοινωνίες να διαμορφώσουν το πολιτικό/κρατικό πλαίσιο της χώρας. Δεν νοείται η κοινωνία να έχει τεθεί σε καθεστώς ‘νομικής αντίληψης’ και τις τύχες της να τις διαφεντεύουν μοναρχόβιοι ολιγάρχες και οι πέριξ αυτών συγκατανευσιφάγοι.
Ας αναλογισθούμε, λοιπόν, ποιο θα ήταν το μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής, της ευθύνης του πολιτικού προσωπικού κλπ., εάν έπρεπε η κοινωνική συλλογικότητα να συναινέσει έστω για να ληφθεί η απόφαση, ή ποια θα ήταν η πολιτική συμπεριφορά του πολιτικού προσωπικού εάν θα επικρέματο επ’αυτού η δυνατότητα της ανάκλησης, της ευθύνης του για την ανυπακοή ή την απόκλισή του από την κοινωνική βούληση. Περιγράφω μια κατά μικρόν προσομοίωση της εκλόγιμης μοναρχίας με την αντιπροσώπευση, όχι τη δημοκρατία όπου το πολιτικό προσωπικό εγκαθίσταται στη θέση της θεραπαινίδας της κοινωνίας/δήμου. Στο έργο μου εξηγώ με κάθε λεπτομέρεια πώς μπορεί αδαπάνως και εύκολα η κοινωνία να επανέλθει στο πολιτικό προσκήνιο και να μεταβάλει τους συσχετισμούς.
Αυτό που λείπει είναι η συνειδητοποίηση των κοινωνιών ότι μόνο εάν διαπράξουν το αναγκαίο άλμα προς το μέλλον που έρχεται, θα ελευθερωθούν από τις δουλείες της νεοτερικής ιδεολογίας. Και αυτό το άλμα θα γίνει μόνο με μια επανάσταση στα μυαλά τους, δηλαδή στο πεδίο των εννοιών: να αντιληφθούν οι κοινωνίες ότι η εκλόγιμη μοναρχία είναι απλώς ένα διαφορετικό πολίτευμα που εξεπλήρωσε το χρέος του στη διαδικασία της εξέλιξης και ότι το μέλλον θα έρθει, όχι με την αμφισβήτηση των πολιτικών της ή με την επιλογή της αυταρχικής της παρέκκλισης, αλλά με τη διεύρυνση του ορίζοντα της ελευθερίας και τη μεταβολή πολιτείας. Με τη μετάβαση εντέλει στην αντιπροσώπευση και στο βάθος στη δημοκρατία. Θέλω να υπενθυμίσω ότι το ζήτημα δεν είναι θεωρητικό. Η μεταβολή πολιτείας είναι αναγκαία για να επανέλθουν, όπως προανέφερα, οι κοινωνίες ως διακύβευμα της πολιτικής και εφικτή, διότι έχει δημιουργηθεί πια η επικοινωνιακή συνθήκη, δηλαδή οι προϋποθέσεις της πολιτικής τους θέσμισης. Εν προκειμένω, θέλω να είμαι σαφής: η μετάβαση στη νέα φάση της ανθρωποκεντρικής ακολουθίας θα γίνει είτε το θέλουν είτε όχι οι ελίτ και οι κοινωνίες. Είναι αναπότρεπτη. Το ερώτημα είναι ο χρόνος. Όσο πιο γρήγορα οι κοινωνίες εναρμονισθούν με το μέλλον της εξέλιξης τόσο οι συνέπειες θα είναι ολιγότερο βαριές γι’ αυτές. Αυτό ισχύει και για την άρχουσα τάξη, διότι η επιβράδυνση της μετάβασης μετά από μια στιγμή επιφυλάσσει ανεξέλεγκτες στασιωτικές ή και επαναστατικές εκρήξεις.
Επιτρέψτε μου εδώ να επαναλάβω το γελοίον του πράγματος που επιφυλάσσει στον χαρακτήρα του πολιτεύματος η παρασιτική ελλαδική νομενκλατούρα: αποκαλεί το κράτος της «ελληνική δημοκρατία», όπως ακριβώς και το χουντικό καθεστώς της 21ης Απριλίου και πλήθος άλλων αυταρχικών ή και ολοκληρωτικών καθεστώτων όπου γης. Αν είναι έτσι γιατί μιλάει για μεταπολίτευση, αφού και τα δύο καθεστώτα έχουν ομότιτλη επωνυμία; Το επισημαίνω μαζί με το ερώτημα τι είναι αυτό που συντηρεί την εμμονή της να μην αποκαλεί το κράτος «ελληνική πολιτεία», αφού ο όρος πολιτεία χωράει όλα τα πολιτεύματα;
Πιστεύετε ότι το «ανάπηρο», όπως το χαρακτηρίζετε, έθνος-κράτος στο πλαίσιο του οποίου, εν μέρει, ακόμη λειτουργεί η δημοκρατία μας, δεν επιδέχεται βελτίωσης; Με άλλα λόγια, η ιδανική ή πραγματική δημοκρατία, έτσι όπως την αντιλαμβάνεστε, δεν συνάδει με τον τύπο του έθνους-κράτους;
Ανάπηρο δεν είναι το κράτος ούτε η δημοκρατία ούτε το έθνος, αλλά η εκλόγιμη μοναρχία και, έτι περαιτέρω, το γνωστικό αβαθές της νεοτερικής νομενκλατούρας. Το κράτος είναι η πολιτική επικράτεια που χωράει το σύνολο της πολιτισμικής συλλογικότητας που σήμερα αποκαλείται έθνος και το οποίο αρμόζει στο στάδιο της μεγάλης ανθρωποκεντρικής κλίμακας το οποίο διέρχεται η εποχή μας. Στο κράτος αυτό, χωρούν σε τάξη διαδοχής όλες οι πολιτείες: η εκλόγιμη μοναρχία, η αντιπροσώπευση, η δημοκρατία και οι αυταρχικές ή ολιγαρχικές της αποκλίσεις. Το πρόβλημα με την καθεστωτική διανόηση του κόσμου όλου είναι ότι διδάσκει πως το σημερινό πολιτικό καθεστώς της εκλόγιμης μοναρχίας είναι ολοκληρωμένο και τελειωτικό -ως αντιπροσώπευση, ως δημοκρατία και άλλα τινά- και ότι επομένως δεν πρόκειται να αλλάξει παρά μόνο προς τον ολοκληρωτισμό. Διδάσκει, επίσης, ότι το πολιτικό σύστημα ταυτίζεται εκ φύσεως με τον νομικό πλάσμα του κράτους και ότι η κοινωνία είναι νομοτελειακά καταδικασμένη να παραμένει στο καθεστώς της ιδιωτείας, δηλαδή υπό κυριαρχίαν. Μάλιστα, δεν διστάζει να ισχυρισθεί ότι το άτομο κινδυνεύει από τον συλλογικό εαυτό του και ότι επομένως πρέπει το συλλογικό, η βούληση της κοινωνίας, να εκχωρηθεί σε τρίτον τινά, εν προκειμένω στον αιρετό μονάρχη για να το προστατέψει. Τι ισχυρίζεται το δόγμα αυτό; Ότι η πολιτική είναι κακό πράγμα που δεν πρέπει να την αγγίζει ο πολίτης, να μην διεκδικεί να γίνει συλλογικό υποκείμενο, να παραμείνει απλώς υποκείμενο κυριαρχίας.
Εγώ τι λέω. Το πολιτικό σύστημα είναι μια πραγματικότητα που έρχεται να ικανοποιήσει ένα σκοπό, το πεδίο της ελευθερίας του κοινωνικού ανθρώπου. Αν η ελευθερία είναι η ατομική, όπως αρμόζει στην πρώιμη μεταφεουδαλική φάση της ανθρώπινης κατάστασης, τότε η κοινωνία παραιτείται από την ελευθερία της και εκχωρεί της αρμοδιότητά της να αποφασίσει γι’ αυτήν κάποιος τρίτος, διατηρώντας για τον εαυτό της το καθεστώς του ιδιώτη. Το ενδιαφέρον της επικεντρώνεται αποκλειστικά στη θεμελίωση της ιδιωτικής της ατομικότητας. Αφήνεται στο άτομο μόνο το δικαίωμα να απεργεί ή να διαδηλώνει, για να συνάψει σχέση εργασίας, η οποία υποκρύπτει παραίτηση από την ελευθερίας του στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο. Το άτομο υπήκοος δεν διανοείται καν πόσο εφιαλτικό είναι να εκχωρεί την απόλυτη κυριαρχία σε έναν τρίτο και, μάλιστα, με την πρόνοια να παραμένει ανεξέλεγκτο, να μην υπόκειται στο νόμο, να μην ανακαλείται εάν έσφαλε κλπ. Αν επισημάνει κανείς σήμερα σε έναν Έλληνα, Άγγλο, Γάλλο, Ιταλό, ότι δεν είναι κοινωνικά και πολιτικά ελεύθερος γιατί είναι υπεξούσιος σε τρίτον τινά και μάλιστα με την συναίνεσή του, θα εκπλαγεί. Διότι, επειδή υποβάλλεται σε καθεστώς δουλείας με την υπογραφή του ή με την ψήφο του νομίζει ότι παραμένει ελεύθερος. Η βεβαιότητα αυτή δεν ενυπάρχει μόνο στον κοινό λαό, αλλά και στην ίδια τη διανόηση, η οποία δεν γνωρίζει εντέλει τι είναι ελευθερία. Στο πεδίο της ατομικής ελευθερίας ορίζεται ως αυτονομία, στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο ως απλό δικαίωμα. Αν εκλέγω τον μονάρχη μου και μπορώ να διαδηλώσω εάν δεν μου αρέσει η πολιτική του, είμαι ελεύθερος!
Από την άλλη, δεν υπεισέρχεται στο διάλογο η υπόθεση ότι αν η ελευθερία είναι καθολική, περιέχει δηλαδή και την κοινωνική (λ.χ. στο πεδίο της εργασίας) και την πολιτική αυτονομία, η κοινωνία θα αποσπάσει το πολιτικό σύστημα από το κράτος και θα το ενδυθεί η ίδια. Θα αποβεί θεσμική παράμετρος της πολιτείας, δηλαδή δήμος, και θα αποφασίζει, θα νομοθετεί, κλπ. είτε ως εντολέας, είτε και ως καθολικός κύριος της χώρας του. Να το πούμε απλά: το άτομο μέλος της κοινωνίας δεν κινδυνεύει από τον συλλογικό εαυτό του, αλλά από τον πολιτικό κυρίαρχο, που μπορεί να στείλει την αστυνομία ή το στρατό ανά πάσα στιγμή να στερήσει την ιδιωτικότητα του κοινωνικού υποκειμένου.
Το ζήτημα, επομένως, έγκειται αλλού. Στο ότι κάθε πολιτεία αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη φάση του κοινωνικού ανθρώπου εν ελευθερία, δεν ανήκει σε αυτόν να το αποφασίσει. Ο άνθρωπος στοχάζεται μέσα στο κλίμα της εποχής που βιώνει και στην εσχάτη στο κλίμα του μέλλοντος εάν η δυναμική της μετάβασης του προκαλέσει τον αναστοχασμό των βεβαιοτήτων του. Στην εποχή μας, δεν έχουμε επίγνωση της κοινωνικής και πολιτικής ελευθερίας ή της αντιπροσώπευσης και της δημοκρατίας, διότι οι παράμετροι αυτές δεν έχουν εγγραφεί στο δίκαιο της ανάγκης μας. Μπορούμε, όμως, να υποθέσουμε ότι πλησιάζει ο χρόνος τους, συντρέχουν οι προϋποθέσεις λόγω της συσσώρευσης πολλής δυστυχίας και ανισοτήτων σε βάρος ευρέων κοινωνικών στρωμάτων αφενός, και αφετέρου, επειδή για πρώτη φορά δημιουργούνται οι επικοινωνιακές προϋποθέσεις.
Διερωτώνται πολλοί πώς θα γίνει εφικτό να συγκεντρωθούν εκατομμύρια ανθρώπων σε μια πλατεία, όπως στην ολιγάνθρωπη Αθήνα άλλοτε. Η απάντηση είναι ότι δεν θα επιστρέψουμε στη δημοκρατία της Αθήνας, δηλαδή στο κράτος της πόλης για να εγκαθιδρύσουμε τη δημοκρατία. Θα εμπνευσθούμε από αυτήν για να πληροφορηθούμε πότε και υπό ποιες συνθήκες γίνεται αναγκαία και εφικτή η δημοκρατία, ποιες είναι οι αξιωματικές αρχές της, ποιες ανάγκες έρχεται να υπηρετήσει και στη συνέχεια θα σκεφθούμε πότε και γιατί θα καταστεί αναγκαία στην εποχή μας, και πώς μπορεί να εφαρμοσθεί στο κράτος της μεγάλης κλίμακας. Στα ερωτήματα αυτά, έρχεται να απαντήσει η ψηφιακή τεχνολογία και η τεχνητή νοημοσύνη. Από το 1973 έχω υποστηρίξει ότι η τεχνολογία θα αποτελέσει το νέο πολιτικό έδαφος που θα αντικαταστήσει το φυσικό έδαφος της Πνύκας, για να θεσμοθετηθεί η κοινωνία ιδιώτης σε πολιτική κοινωνία, δηλαδή σε δήμο. Εξήγησα, επίσης, ότι η τεχνολογία θα επιταχύνει τις εξελίξεις με την ανατροπή των συσχετισμών, καθώς θα οδηγήσει στην απόρριψη της εργασίας, στην απαξίωσή της, ή στην ανάδειξη του έργου αντί της εξαρτημένης εργασίας, όπως και στην εργασία εμπόρευμα. Ζητούμενο έλεγα, στο πλαίσιο αυτό, θα είναι όχι πια η ιδιοκτησία, αλλά η αναδιανομή του προϊόντος της παραγωγής, δηλαδή του πλούτου, με τη συμμετοχή και εκείνων που δεν θα μετέχουν στην παραγωγή του. Η αξία των συμπερασμάτων αυτών είναι ότι δεν ήταν προϊόν φαντασίας, αλλά αποτέλεσμα μιας ορισμένης ανάγνωσης του ελληνικού κόσμου, δηλαδή ως ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος. Όντως, ο ελληνικός κόσμος το φωνάζει, το ερώτημα είναι εάν μπορούμε με τα γνωστικά εργαλεία τα υπερφορτωμένα με παρωχημένες ιδεολογικές προσημειώσεις, να τον ακούσουμε. Όταν ακούω ή διαβάζω εκείνους που διατείνονται ότι θα εγκαθιδρύσουν την άμεση δημοκρατία με δημοψηφίσματα και άλλες τέτοιες ανοησίες, σκέφτομαι πόσα λίγα γνωρίζουν και πόσο μακριά στο παρελθόν στέλνουν το διακύβευμα της μεταβολής πολιτείας, το οποίο έχει καταστεί εντελώς αναγκαίο στις ημέρες μας.
Θέλω να επαναλάβω την αξία της επικαιρότητας του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού. Του γεγονότος ότι η εξάντληση της ανθρωποκεντρικής βιολογίας από το ελληνικό κόσμο και εννοείται η αποκωδικοποίησή της, διδάσκει ότι ο νεότερος κόσμος μέλλεται να ακολουθήσει τον βηματισμό του, όμως στο έδαφος και με τα μέσα της μεγάλης κλίμακας. Στο πλαίσιο αυτό, τα πεδία της ελευθερίας και τα ομόλογα θεσμικά υποστατικά τους θα ακολουθήσουν τις διαδρομές που επιτάσσει το ιδιώνυμο της κοινωνικής βιολογίας με τάση να συναρμοσθεί με την φυσική νομοθεσία. Όμως, οι παράμετροι της θα εγκατασταθούν στο έδαφος της τεχνολογίας, αντί του φυσικού εδάφους. Ήδη η οικονομία ταξιδεύει με όχημα την ψηφιακή επικοινωνία. Απομένει να το πράξει και η κοινωνία. Στο πρώτο στάδιο, στο πλαίσιο του κράτους με πρόσημο τη μεταβολή πολιτείας, και όταν στο βάθος της εξέλιξης η δυναμική αυτή θα εξαντλήσει τα πυρά της, στο περιβάλλον της μετάβασης από τον κρατοκεντρισμό στην οικουμένη. Όπως ανέφερα, ο νόμος της κοινωνικής νομοθεσίας είναι αδήριτος: όταν ανατρέπονται οι συσχετισμοί μεταξύ της κοινωνίας των πολιτών και της οικονομικής ιδιοκτησίας, όπως συμβαίνει σήμερα, η αποκατάσταση μιας νέας ισορροπίας γίνεται με την περαιτέρω είσοδο της κοινωνίας στην πολιτική, στο πολιτικό σύστημα. Αυτή είναι η λογική που έρχεται να απαντήσει η πολιτειακή τυπολογία (η μετάβαση από την κληρονομική, στην αιρετή μοναρχία, στην αντιπροσώπευση και στη δημοκρατία), η οποία καταλήγει στο τέλος, όταν εξαντληθεί η δυναμική των ισορροπιών εντός του κράτους να γίνει αναγκαία η υπέρβαση του κρατοκεντρισμού. Άρα το κράτος έθνος θα συνεχίσει να σταδιοδρομεί, όπως και η πολιτισμική/εθνική συλλογικότητα, όμως θα μεθαρμοσθεί το πολιτικό σύστημα για να ανταποκριθεί στις προτεραιότητες του νέου οικονομικού και κοινωνικού περιβάλλοντος που οδηγεί η εμφάνιση νέων παραμέτρων στον κοσμοσυστημικό χρόνο.
Διαγιγνώσκετε μια ένταση, για να μην πω σύγκρουση, ανάμεσα στις αξίες και τις προτεραιότητες του ελληνικού κράτους και του ελληνισμού. Βλέπετε αυτή τη σύγκρουση να σοβεί ακόμη και σήμερα ή έχει το παιχνίδι κριθεί, υπέρ του ελληνικού κράτους, υποθέτω (;). Με άλλα λόγια, συνυπογράφετε το περίφημο finis graeciae του Χρήστου Γιανναρά;
Ελληνισμός και ελλαδικό κράτος ευρέθηκαν σε πλήρη αντιμαχία από την πρώτη στιγμή, για τον λόγο ότι το απολυταρχικό ελλαδικό κράτος αντιστοιχούσε στον χρόνο της μετάβασης από τη δεσποτεία στον πρώιμο ανθρωποκεντρισμό, ενώ ο ελληνικός κόσμος διήγε την φάση της οικουμένης και προσδοκούσε την παλινόρθωση του οικείου κοσμοπολιτειακού κράτους. Αυτό εξηγεί γιατί από τις πρώτες πράξεις του βαυαρικού κράτους ήταν η κατάργηση των πόλεων/κοινών και της δημοκρατικής πολιτείας μέσα σε αυτό. Συνέβη μάλιστα, το εξής παράδοξο: ο μείζων ελληνισμός να εγκαθιστά συνταγματικά κείμενα δημοκρατίας στα κοινά του, όπως εκείνο της Καλύμνου του 1894, ενώ την ίδια στιγμή το ελλαδικό κράτος να θέτει με νόμο υπό απαγόρευση τις συνελεύσεις των πολιτών με την επισήμανση ότι η πολιτική αρμοδιότητα δεν είναι νοητό να ανήκει στον αγράμματο, εγωπαθή, ιδιοτελή κλπ. λαό!.. Με άλλα λόγια, το νέο κράτος καταργούσε αυτό που αποτέλεσε το ιδίωμα και το υπόβαθρο του ελληνικού πολιτισμού από την αρχαιότητα έως και την οθωμανοκρατία…
Ώστε, ο κοσμοσυστημικός ελληνισμός θα μπορούσε να υπάρξει στην εποχή μας, υπό τον όρον ότι το επαναστατικό του σχέδιο να ανασυνταχθεί πολιτικά στο πλαίσιο μιας ικανής να τον χωρέσει επικράτειας, πιάνοντας το νήμα από εκεί που το άφησε το ύστερο Βυζάντιο, θα είχε ευοδωθεί. Να διευκρινίσω, προς άρση όποιας παρανόησης, ότι δεν εννοώ την επιστροφή στο Βυζάντιο ούτε στην απώτατη αρχαιότητα αλλά τη μεθάρμοση της ελληνικής οικουμένης σε κράτος της μεγάλης/ νεοτερικής κλίμακας. Αυτό υπέσχετο η «Ελληνική δημοκρατία» του Ρήγα, αυτό επίσης είχε κατά νουν ο Καποδίστριας.
Η ήττα της επανάστασης, η επιβολή στη μήτρα του ελληνισμού του δεσποτικού/φεουδαλικού κράτους της Δύσης με την συνοδεία στρατού κατοχής, έκρινε οριστικά τα πράγματα. Στον απολογισμό της ήττας αυτής εμπεριέχεται και η απώλεια της όποιας μνήμης του παρελθόντος σε τέτοιο βαθμό αλλοτρίωσης, που τα εν λόγω μεγάλα ζητήματα του ελληνισμού -και της ανθρωπότητας-αποτελούν βαρετά ακούσματα έως ψιλά γράμματα για την ελλαδική νομενκλατούρα, η οποία έμαθε να βλέπει τον ιστορικό ελληνισμό και τη συνέχειά του σήμερα δίκην χωρικού προσαρτήματος, δηλαδή με τα μάτια της ευρωπαϊκής δεσποτείας. Το κράτος αυτό έμελλε να αποδομήσει τα ανθρωποκεντρικά θεμέλια του οικουμενικού ελληνισμού και να εμποδίσει τον μείζονα ελληνισμό να επιτύχει την εθνική του ολοκλήρωση. Επέτυχε στη διάρκεια ενός μόλις αιώνα, να εξαφανίσει τα ίχνη του έτσι ώστε να μπορούμε να συναγάγουμε σήμερα ότι ο ελληνισμός έχασε κατά κράτος.
Η απώλεια του ελληνικού δρόμου προς τη νεοτερικότητα, είναι ως προς τις επιπτώσεις της κοσμοϊστορική. Έλλειψε το παράδειγμα της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης της οικουμενικής φάσης (το δημοκρατικό κράτος της κοσμόπολης), με αποτέλεσμα ο δυτικός δρόμος (το κράτος της απολυταρχίας και της ακόλουθης εκλόγιμης μοναρχίας), να μπορεί να ισχυρισθεί ότι πέτυχε το ακατόρθωτο: ότι γεννήθηκε στο στάδιο της ωριμότητάς, χωρίς να διέλθει τις αντίστοιχες ενδιάμεσες φάσεις του, και μάλιστα ότι εξάντλησε κάθε υπόλοιπο εξελικτικής βιολογίας, ώστε η όποια αμφισβήτησή του να εγγράφεται ως οπισθοδρόμηση. Για να επιτύχει αυτό, εκτός από την εξαφάνιση του υπαρκτού ελληνικού παραδείγματος, χρειάσθηκε να θέσει υπό απαγόρευση την υποβολή της εποχή μας σε συγκριτική δοκιμασία με το ολοκλήρωμα του ελληνικού ανθρωποκεντρικού κόσμου, δηλαδή να αναμετρηθεί μαζί του με όρους εξελικτικής βιολογίας,
Ο Μοντεσκιέ, ο Καντ, ο Χέγκελ είχαν ήδη αποφασίσει: η δημοκρατία είναι ένα πιο σκοτεινό δεσποτικό καθεστώς από ό,τι η απολυταρχία του Μεσαίωνα! Ο διάλογος με τη φιλοσοφία έγινε επιτρεπτός υπό τον όρον ότι δεν θα περιελάμβανε την πραγματικότητα. Έτσι, ο Παρθενώνας, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, θα ήσαν χρήσιμοι ως περιτύλιγμα για να νομιμοποιηθεί η απόρριψη αυτού που στοιχειοθετούσε την ουσία του ελληνικού πολιτισμού και να δικαιωθεί η εκ του μηδενός επανεκκίνηση της Εσπερίας. Το διακύβευμα επικεντρώθηκε στο ερώτημα πώς η απολυταρχία θα αποκτήσει «σύνταγμα», πώς δηλαδή με τη μετάβαση θα διασφαλισθεί το μονοπώλιο της ηγεμονίας της νέας άρχουσας τάξης που κινούσε τα νήματα, κατέναντι των λαϊκών στρωμάτων που επιζητούσαν την απελευθέρωσή τους από τα φεουδαλικά δεσμά.
Στο περιβάλλον αυτό της ευρωπαϊκής πραγματικότητας, μπορεί να εξηγηθεί πώς οι ταγοί του διαφωτισμού σε πλήρη συμφωνία με τις δυνάμεις της απολυταρχίας, έθεσαν ως όρο για την όποια ελληνική ανεξαρτησία την επιβολή στην εναπομείνασα και υπόδουλη ελληνική οικουμένη το απολυταρχικό τους ομοίωμα με μη υποκρυπτόμενο όρο την κατάλυσή της. Δεν είναι τυχαίο ότι η κρατική διανόηση που διαμορφώθηκε κατ’εικόνα και ομοίωση της ορθοταξίας του διαφωτισμού ύμνησε το δυτικό δεσποτικό κράτος, αναλαμβάνοντας να εξομοιώσει την οπισθοδρόμηση με την πρόοδο. Ο ελληνισμός εκλήθη να εκσυγχρονισθεί οπισθοδρομώντας βιαίως, καθώς από την οικουμένη εγκαταστάθηκε στο στάδιο που βίωνε την προσολώνεια εποχή. Όταν ένα κόσμος βαδίζει προς το μέλλον με την όπισθεν, το μόνο που του απομένει είναι να μετρήσει τον χρόνο της εναπομένουσας ύπαρξής του. Δύο αιώνες από την επανάσταση μπορούμε νομίζω να μετρήσουμε την καθοδική αυτή πορεία και, μάλιστα, να προσμετρήσουμε τον χρόνο του ελληνικού μέλλοντος με ακρίβεια. Θέλω να πω ότι η ανάσχεση της παρακμιακής πορείας του ελληνισμού τελεί σήμερα περισσότερο από ποτέ υπό την προϋπόθεση της άρσης του αδιεξόδου που συνεπάγεται η διατήρηση της καθόλα εκφυλισμένης εκδοχής της εκλόγιμης μοναρχίας, δηλαδή της δυναστικής κομματοκρατίας.
Στο κλίμα αυτό, ζητούμενο δεν είναι η κριτική που μπορεί να ασκηθεί στα κακώς κείμενα στη χώρα, αλλά η αφετηρία της κριτικής και η πρόταση για την ανάσχεση ή την αλλαγή. Η κριτική που γίνεται από όλους σήμερα είναι υπέρφορτη δεοντολογίας, ασκείται εντός του καθεστώτος και όχι με αφετηρία την υπέρβασή του. Το πρόβλημα για την Ελλάδα και -θα έλεγα για τον κόσμο- σήμερα δεν αφορά στην επιδιόρθωση του κρατούντος συστήματος, αλλά στην μεθάρμοσή του. Εάν η κριτική ασκείται χωρίς να αγγίζεται το καθεστώς, του προσφέρει και νομιμοποίηση. Πάρτε το παράδειγμα της Σχολής της Φρανκφούρτης. Αγκαλιά με την αγαπημένη της εμμονή στην πολιτική κυριαρχία, δηλαδή στην ιερή αγελάδα της εκλόγιμης μοναρχίας, έφτασε στο σημείο να εγκαλεί τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη για το ολοκληρωτικό φαινόμενο στην Ευρώπη τον 20ό αιώνα. Η ελληνική διανόηση ασκείται και σε ένα άλλο άθλημα: να ασκεί κριτική, αλλά όταν ερωτάται τι πρέπει να γίνει είτε αραδιάζει σειρά προτάσεων που ευδοκίμησαν στην Εσπερία ως μαγικό φάρμακο είτε να απαντάει «δεν ξέρω». Είναι εντυπωσιακό ότι η διανόηση αυτή έχει απαγορεύσει στον εαυτό της να σκέπτεται δημιουργικά. Εάν της προτείνει κανείς κάτι που δεν συνάδει με τον δυτικό κανόνα, θα υποβάλει το ερώτημα: εφαρμόζεται κάπου αλλού ή έχει προταθεί από κάποια αυθεντία της Οξφόρδης; Είναι τραγικό. Δεν μπαίνουν καν στον κόπο να διερωτηθούν τι είναι αυτό που κάνει ώστε, ενώ η εκλόγιμη μοναρχία στη Δύση διαμόρφωσε έναν κάποιο δημόσιο χώρο, στην Ελλάδα ο δημόσιος χώρος αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί το ιδιωτικό λάφυρο της κομματοκρατίας.
Σε τι συνίσταται η εκφυλισμένη εκδοχή της εκλόγιμης μοναρχίας στην Ελλάδα; Πως συνέβη και το κομματικό σύστημα από διαμεσολαβητής συμφερόντων, ίππευσε στο πολιτικό σύστημα και έγινε καθεστώς, εφαρμόζοντας πολιτικές πελατειακής αποδόμησης της κοινωνικής συλλογικότητας; Χρειάστηκε να εισαγάγω την έννοια και τη θεωρία της κομματοκρατίας, προς το τέλος της δεκαετίας του 1980, για να αποτελέσει μέρος του επιχειρήματος της λεγόμενης κριτικής διανόησης. Καταλήγω με την επισήμανση ότι το να διακηρύσσει κανείς ότι η Ελλάδα τέλειωσε είναι σαν να αναλαμβάνει τον ρόλο του γραφείου κηδειών, αντί να επιχειρεί να εντοπίσει την αιτία και να αντιμετωπίσει το όντως υπαρκτό υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας.
Ένας όρος που χρησιμοποιείτε συχνά είναι ο όρος «εξελικτική βιολογία», Η λέξη βιολογία ξενίζει μέσα σε ένα έργο που εξετάζει πρωτίστως τον πολιτισμό, την πολιτική και κοινωνική συγκρότηση του κόσμου μας μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι. Για ποιο λόγο σας είναι αναγκαία η χρήση της και ποια είναι η ιδιαίτερη σημασία της μέσα στο έργο σας.
Η νεοτερικότητα διδάσκει ότι ο κοινωνικός κόσμος κινείται στην ιστορία ανερμάτιστα με γνώμονα την αρχή της απροσδιοριστίας, δεν έχει έναν εξ αντικειμένου συνεπή εξελικτικό χρόνο να επιδείξει και γι’ αυτό δεν τίθεται θέμα να τον αποκωδικοποιήσουμε ή να διδαχθούμε από την ιστορία της. Η άποψη αυτή είναι συνεπής με την επιλογή της να ταξινομήσει την εποχή μας ως το ανώτερο στάδιο της ανθρώπινης εξέλιξής. Τούτο είναι αληθές εξ επόψεως κλίμακας όχι όμως ως προς το ανθρωποκεντρικό της στάδιο. Η Κοσμοσυστημική Γνωσιολογία διδάσκει ότι ο κοινωνικός άνθρωπος υπόκειται σε μια συγκεκριμένη νομοθεσία, την οποία δυνάμεθα να συλλάβουμε εάν τον προσεγγίσουμε υπό το πρίσμα των κοινωνικών του συνεπαγωγών στην κοσμοϊστορία. Και να αποκαταστήσουμε το εξελικτικό γίγνεσθαι και τους όρους του. Η κοινωνική ή εξελικτική βιολογία την οποία έχω εισαγάγει στην κοινωνική επιστήμη, δεν έχει να κάνει προφανώς με την θεωρία περί της εξέλιξης των ειδών, με την οποία άλλωστε διαφωνώ. Διαφωνώ, διότι από την παρατήρηση της ανθρώπινης πορείας στον κοσμοχρόνο, διαπιστώνω ότι ο άνθρωπος δεν εξελίχθηκε ως είδος, αλλά ως κοινωνικό υποκείμενο στο βαθμό που προικισμένος με έλλογη ευφυία και ιδίαν νομοθετική αρμοδιότητα, μπόρεσε να διεισδύσει στη σοφία της φύσης και να οικοδομήσει σταδιακά τους όρους του βίου του, έτσι ώστε να δημιουργήσει τις κατά φάσεις προϋποθέσεις της ανθρωποκεντρικής του ολοκλήρωσης. Ο βίος του κοινωνικού ανθρώπου είναι ένας αδιάκοπος αγώνας που αποτυπώνεται στη διαλεκτική αντιμαχία μεταξύ δεσποτείας και ανθρωποκεντρισμού, ηγεμονίας και ελευθερίας.
Η κοσμοσυστημική βιολογία εστιάζει λοιπόν στην αποκωδικοποίηση της κοσμοϊστορίας, που είναι το εργαστήρι της, όπως για την φυσική επιστήμη είναι το σύμπαν, προκειμένου να επιτύχει την ανασύνταξη της κοινωνικής εξέλιξης δυνάμει των σταδίων που διέτρεξε στην πορεία του χρόνου. Όπως προανέφερα, ο κοσμοσυστημικός χρόνος του κοινωνικού ανθρώπου δεν είναι ίδιος μα τον πραγματικό ημερολογιακό χρόνο, διότι ο τελευταίος εμπεριέχει επίσης πλήθος παλινδρομήσεων και επικαλύψεων. Στο έργο μου έχω αποτυπώσει με ακρίβεια τα στάδια που διέδραμε ο κοινωνικός άνθρωπος από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό και τις εσωτερικές τους εκδιπλώσεις, γεγονός που μου επέτρεψε να διακρίνω την φάση την οποία βιώνει η εποχή μας και το μέλλον της εξέλιξής της, πιστεύω με αποδεικτικό τρόπο.
Κινείστε σε μια ιδιαίτερη περιοχή, στην κόψη του ξυραφιού θα μπορούσε κανείς να πει, ανάμεσα στη δυτικοευρωπαϊκή αντίληψη για τη δημοκρατία και στις ιδέες του Διαφωτισμού (προς τις οποίες ασκείτε κριτική) και σε έναν εσωστρεφή εθνικισμό, αυτόν της «μικρής πλην τίμιας Ελλάδος», που μας καθηλώνει σε μια αντίληψη που ταυτίζει τον ελληνισμό με την ελλαδική κρατική επικράτεια. Ποιο θα λέγατε ότι είναι το πολιτικό στίγμα της σκέψης σας; Πού τοποθετείστε στην κλίμακα «δεξιά αριστερά», αν πιστεύετε ότι έχει κάποια σημασία αυτή η κλίμακα;
Με την ερώτησή σας μου προσφέρετε την ευκαιρία να ξεκαθαρίσω σειρά ζητημάτων που, όποιος δεν έχει εξοικειωθεί με την γνωσιολογία μου και επιχειρεί να αξιολογήσει τα ακούσματά της, με αφετηρία την νομιζόμενη επιστήμη της νεοτερικότητας, συναντά ανυπέρβλητη δυσκολία να αντιληφθεί ουσιώδεις προσεγγίσεις με αποτέλεσμα να καταλήγει σε παρανοήσεις, αν όχι και σε ανεξήγητες παρεξηγήσεις.
Η Κοσμοσυστημική Γνωσιολογία την οποία οικοδομώ απορρίπτει και τις δύο αυτές ιδεολογικά φορτισμένες και χωρίς καμία επιστημονική αξίωση επιλογές. Η «δυτικοευρωπαϊκή αντίληψη για τη δημοκρατία και οι ιδέες του Διαφωτισμού», τοποθετούνται έξω από το πεδίο της γνώσης, πρόκειται για ιδεολογική κατασκευές που στην εποχή τους κινητοποίησαν τις κοινωνίες οι οποίες αναζητούσαν την έξοδό τους από την φεουδαρχία και την απολυταρχία. Όμως, υπό τις σημερινές συνθήκες έχει αποκαλυφθεί το ψεύδος που υποκρύπτουν και ιδίως έχουν ξεπεραστεί και μάλιστα αποβεί βαθιά οπισθοδρομικές. Είναι αυτοί που επιδιώκουν να κρατήσουν τις κοινωνίες στο παρελθόν, να στοχάζονται με μέτρο τις προτεραιότητες και τις ανάγκες του 18ου αιώνα, με μη υποκρυπτόμενο στόχο να συνεχίσουν να ηγεμονεύουν οι δυνάμεις της μοναρχούμενης ολιγαρχίας και της διεθνούς των αγορών. Από επιστημονική άποψη, μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ιδεολογική απάτη που επικράτησε χάρη στην επιβολή τους με όρους ενιαίας σκέψης.
Η άλλη εκδοχή, που επικαλείστε, του «εσωστρεφή εθνικισμού, αυτού της «μικρής πλην τίμιας Ελλάδος», η οποία μας καθηλώνει σε μια αντίληψη που ταυτίζει τον ελληνισμό με την ελλαδική κρατική επικράτεια», εκπροσωπείται από την προσαρτηματική και καθόλα μηρυκαστική ελλαδική κρατική διανόηση, αλλά και από μια ισχυρή μερίδα νοσταλγών ενός παρελθόντος που εξισώνει τον ιστορικό ελληνισμό με το περιτύλιγμα ορισμένων παραδοσιακών συμβολισμών, απεχθάνονται όμως επίσης την ουσία του. Είδαμε ότι η ουσία του ελληνικού πολιτισμού είναι η ανθρωποκεντρική του επιφάνεια, με την οποία ενδύθηκε καθόλον το μήκος του ιστορικού του βίου. Εάν ο ελληνικός κόσμος είχε απωλέσει το ανθρωποκεντρικό του ιδίωμα και περιέλθει στη φεουδαρχία, στον λεγόμενο μεσαίωνα, δεν θα είχε διασωθεί ούτε το πολιτισμικό του έρμα ούτε και η γλώσσα του. Όπως ακριβώς συνέβη με τη Ρώμη. Όλοι αυτοί, με όχημα το ελλαδικό κράτος, διαγκωνίζονται προκειμένου να σύρουν την Ελλάδα στις επιλογές του, έχοντας όμως βρει τον τρόπο να τη βυθίζουν ακόμη πιο βαθιά, για να παραμένουν οι ίδιοι στην επιφάνεια ναυαγοί.
Η Κοσμοσυστημική Γνωσιολογία, στο μέτρο που λαμβάνει ως αφετηρία του γνωστικού της εγχειρήματος την κοσμοϊστορία, συναντάται με τον σύνολο ελληνισμό, τον ανασυγκροτεί με γνώμονα τις πραγματικότητές του, παρακολουθεί καταπόδας την εξελικτική του διαδρομή, ώστε να αποκαλύψει την βιολογική μήτρα του ανθρωποκεντρικού βίου και να αποδώσει στην ανθρωπότητα ένα σύστημα γνώσης που θα απολήγει στην κατανόηση της εποχής μας και του μέλλοντός της. Το διάβημά μου είναι επομένως αποκλειστικά γνωσιολογικό ή επιστημονικό αν θέλετε. Εάν συμβαίνει να προτείνει και μια ανατρεπτική ανάγνωση της ιστορίας του ελληνικού κόσμου και θα έλεγα του σύνολου της κοσμοϊστορίας, συμπεριλαμβανομένης και της μεσαιωνικής δεσποτείας, που απογυμνώνει τις ιδεολογικές σταθερές της νεοτερικότητας και γι’ αυτό ενοχλεί, δεν είναι δικό μου σφάλμα. Σε ό,τι με αφορά δεν αποτελεί μυστικό ότι το γνωστικό μου εγχείρημα τοποθετείται έξω ή υπεράνω της νεοτερικής σκέψης, δεν κινούμαι στο πνεύμα της, την απορρίπτω ως μη επιστημονική. Και επιμένω ότι έχει με το μέρος του το αποδεικτικό τεκμήριο της κοσμοϊστορίας. Κάθε τι που υποστηρίζω το τεκμηριώνω με μέτρο την επίκληση του ιστορικού παραδείγματος.
Τα ανωτέρω, απαντούν και στο ερώτημα «Πού τοποθετούμαι στην κλίμακα «δεξιά αριστερά». Η «κλίμακα» αυτή δεν αισθάνομαι ότι με αφορά, όχι γιατί είναι, ακόμη και με τους όρους της νεοτερικότητας, παρωχημένη, αλλά κυρίως επειδή έχει εναγκαλισθεί και κινείται σε αγαστή συμφωνία με το αντιδραστικό στίγμα που ηγεμονεύει τα μυαλά του κοινωνικού ανθρώπου στην εποχή μας. Αριστερά και δεξιά, συναντώνται από διαφορετικούς δρόμους, στο παρόν ήδη αδιέξοδο οικονομικό και κοινωνικό σύστημα και στην εκλόγιμη μοναρχία, όπως και στην αφοσίωσή τους στο καθεστώς της δυναστικής κομματοκρατίας. Το μόνο που τις ενδιαφέρει είναι να αποτρέψουν την κοινωνία από του να διατυπώσει ένα ανατρεπτικό πρόταγμα που θα επικαλείται τη μεταβολή πολιτείας, ώστε τα μέλη της να γίνουν χειράφετοι πολίτες και να ορίζουν οι ίδιοι τα του οίκου τους. Δεν είναι τυχαίο ότι στα καθ’ ημάς, ο μεν της αριστερής γωνίας αποκαλεί την κοινωνία όταν αποκλίνει από τις επιλογές της και τον αμφισβητεί «ετερόκλητο όχλο», ο δε άλλος την πλειοψηφία τυραννική, για τον ίδιο λόγο. Ζητούμενο για όλους είναι να συνεχίσουν να εξαπατούν την κοινωνία ότι το καθεστώς τους είναι συγχρόνως αντιπροσωπευτικό και δημοκρατικό, για να συνεχίσουν να την θέτουν ενώπιον του διλήμματος ότι το μόνο που της απομένει είναι η οπισθοδρόμηση της δικτατορίας. Αποστρέφονται την απελευθέρωση της κοινωνίας που υπόσχεται το μέλλον, όπως «ο διάβολος το λιβάνι», γιατί δεν θέλουν να απωλέσουν την ακώλυτη ηγεμονία επί της κοινωνίας και την ποδηγέτησή της που της επιφυλάσσει το καθεστώς της εκλόγιμης μοναρχίας και η συμμαχία τους με τη διεθνή των αγορών.
Σε ό,τι με αφορά, στοχάζομαι υπό το πρίσμα της γνωσιολογίας μου, δηλαδή με πρόσημο την πρόοδο που έρχεται, καθώς υπόσχεται τη διεύρυνση των πεδίων της ελευθερίας προς όφελος του κοινωνικού ανθρώπου, και συνακόλουθα την χειραφέτησή του. Το αξιόσημο της προόδου δεν το αποφασίζει κατά δήλωσιν η κομματική νομενκλατούρα, αλλά η προσήλωση στην ακολουθία της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης, με απόληξη την καθολική ελευθερία. Βλέπω το μέλλον της προόδου να έρχεται, τη στιγμή που Δεξιά και Αριστερά, διαγκωνίζονται πως θα καθηλώσουν τον κοινωνικό άνθρωπο, έγκλειστο και φοβικό στο σπήλαιο του παρελθόντος. Η ελευθερία έχει έναν και μοναδικό αντίπαλο, τον ηγεμόνα, όποιας απόχρωσης και εάν είναι αυτός, οργανικό μέρος της οποίας είναι η κομματική νομενκλατούρα.
Ανοίγοντας κάπως τη συζήτηση, μιλάμε για έθνος-κράτος, σήμερα, αλλά βλέπουμε πως πολλές εξουσίες έχουν μεταφερθεί σε ευρύτερες πολιτικές και οικονομικές δομές, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα ήταν δυνατή μια συνομοσπονδία Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης; Σε αυτήν την περίπτωση, οι συνθήκες θα ευνοούσαν την εμβάθυνση της δημοκρατίας ή το έλλειμμα θα ήταν ακόμη μεγαλύτερο;
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι διάγουμε την φάση του κρατοκεντρισμού και, επομένως, τα εθνικά κράτη θα συνεχίσουν να συγκροτούν τις θεμέλιες κοινωνίες και στο μακρινό μέλλον. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτελεί ένα πολιτικό σύστημα χωρίς κράτος, δεν διαθέτει τα ουσιώδη γνωρίσματα του κράτους. Αυτό σημαίνει ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται, αφενός κατά προβολήν του εθνικού συμφέροντος ενός εκάστου κράτους μέλους στα όργανα εξουσίας της ΕΕ, με μέτρο τους συσχετισμούς, ως εάν πρόκειται για διακρατικές σχέσεις. Κάθε μια χώρα θεωρεί ευρωπαϊκό το δικό της εθνικό συμφέρον. Δεν υπάρχει, πράγματι, ευρωπαϊκός δημόσιος χώρος. Επιπλέον, το πολιτικό σύστημα της ΕΕ δεν αποτελεί καν εκλόγιμη μοναρχία. Τα θεσμικά της όργανα δεν διαθέτουν τη στοιχειώδη εκλογική νομιμοποίηση, ενώ το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο αποτελεί μια εικονική πραγματικότητα. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι απουσιάζει από τους θεσμούς της Ε.Ε. η κοινωνία. Ακόμη και η λεγόμενη Ευρώπη των περιφερειών παραμένει εμβρυώδης, ενώ όταν περί το 2000 πρότεινα τη συγκρότηση της Ευρώπης των πόλεων, η ιδέα αντιμετωπίσθηκε με την αγάπη της σιωπής.
Η εποχή μας δεν επιτρέπει στην Ε.Ε. να μετεξελιχθεί σε ομοσπονδία, διότι τα κράτη έχουν επαρκώς εδραιωθεί και δεν διαβλέπω ότι θα μπορούσαν να αποδεχθούν τη μετατροπή τους σε εσωτερικά κράτη μέλη όπως τα ομόσπονδα ομόλογά τους. Μια ομοσπονδιακή Ευρώπη θα μπορούσε να προκύψει ίσως τον 19ο αιώνα. Η σημερινή Ε.Ε. συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της συμπολιτείας, με πρώιμα χαρακτηριστικά. Και ως συμπολιτεία, νομίζω, θα εξελιχθεί στο μέλλον. Θεωρώ ότι η Ελλάδα για γεωπολιτικούς ιδίως λόγους αλλά και για πολλούς άλλους, ορθώς μετέχει της Ε.Ε. Το πρόβλημα της συμμετοχής σε ευρύτερους υπερεθνικούς θεσμούς μπορεί να αποδειχθεί επωφελές για μια χώρα υπό τον όρο ότι θα διαθέτει τη δύναμη και τη βούληση να λειτουργήσει ως ισότιμος εταίρος, προκειμένου να συνδιαχειρίζεται τα κοινά της συμφέροντα με τους άλλους. Διαφορετικά, εμφιλοχωρεί ο κίνδυνος να μεταβληθεί σε εσωτερικό προτεκτοράτο και να εκχωρήσει σημαντικές αρμοδιότητες σε εκείνους που έχουν τη διάθεση να ηγεμονεύσουν. Η περίπτωση της Ελλάδας αποτελεί ένα αποτρεπτικό παράδειγμα: Αφού η κομματοκρατία της μεταπολίτευσης λεηλάτησε τη χώρα και την πτώχευσε, την παρέδωσε στους δανειστές, οι οποίοι χρησιμοποίησαν την Ε.Ε. για να την αποτελειώσουν. Τον πολιτικό ρόλο ανέλαβε η Γερμανία, που είχε στα σχέδιά της τότε να χρησιμοποιήσει την Ε.Ε. για να αναβαθμίσει τον ρόλο της στο πλαίσιο της Δύσης. Το πρόβλημα με την Ελλάδα, είναι ότι εκείνοι που διαχειρίστηκαν τη χώρα δίκην φαυλοκρατίας, διατήρησαν το κράτος αλώβητο και τις δηωτικές του πρακτικές, ενώ δεν διστάζουν να εγκαλούν όσους δεν εκδηλώνουν την ευγνωμοσύνη τους στους Γερμανούς του Σόιμπλε που «μας διέσωσαν»!
Εν πάση περιπτώσει, η εμβάθυνση του πολιτικού συστήματος της Ε.Ε. που επαγγέλλονται ορισμένοι, δεν έχει να κάνει με τη δημοκρατία, αλλά με μια μεγαλύτερη συγκέντρωση εξουσίας σε αυτούς που δεν διαθέτουν καν την έξωθεν καλή μαρτυρία της εκλόγιμης μοναρχίας. Ας μη μιλάμε, λοιπόν, για δημοκρατία ούτε στην ΕΕ ούτε στα κράτη μέλη. Μάλιστα, αρκεί να κυριολεκτήσουμε λέγοντας ότι στις ημέρες μας ευρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα σαφές έλλειμα, όχι δημοκρατίας ή αντιπροσώπευσης, αλλά εκλόγιμης μοναρχίας. Στατιστικά μιλώντας, η εκλόγιμη μοναρχία αφορά μόλις τις χώρες της Δύσεως, καθώς οι περισσότερες χώρες του κόσμου ζουν ακόμη την αυταρχική παρέκκλιση της εκλόγιμης μοναρχίας. Η Ε.Ε. θα ακολουθήσει τις χώρες μέλη, δεν μπορεί να γίνει πρωτοπόρος.
Τέλος, είστε αισιόδοξος με την επίδραση που θα έχουν οι νέες τεχνολογίες στην δυνατότητα συγκρότησης πιο άμεσων μορφών δημοκρατίας στα χρόνια που έρχονται, μιλάτε μάλιστα για «νέα Πνύκα». Πώς βλέπετε την έλευση της Τεχνητής Νοημοσύνης και τις ανησυχίες που έχει προκαλέσει; Θα είναι αρωγός ή ανταγωνιστής σε αυτή τη νέα πολιτική συνθήκη που οραματίζεστε;
Ένα από τα κεντρικά ζητήματα που είχα να επιλύσω από την πρώτη στιγμή της επιστημονικής μου πορείας ήταν το επικοινωνιακό σύστημα. Όπως είναι γνωστό η νεοτερικότητα στο σύνολό της αναγνωρίζει μόνο μια παράμετρο που κινεί την ιστορία, την οικονομία και, μάλιστα, το κεφάλαιο, όλως δε οριακά την πολιτική, την οποία όμως είδαμε αντιμετωπίσει ως επιφαινόμενο με μέτρο την εκλόγιμη μοναρχία. Σε ό,τι με αφορά, έχω εισαγάγει επίσης την πολιτική παράμετρο με τον όρο της πολιτειακής τυπολογίας, την αξιακή παράμετρο στην οποία προέχει η καθολική ελευθερία, και την επικοινωνιακή παράμετρο. Όλες μαζί συγκροτούν το μάγμα της δυναμικής που διαμορφώνει το γίγνεσθαι της εξελικτικής βιολογίας.
Είχα στοχασθεί επάνω στην φυσική επικοινωνία που είχε αντιμετωπίσει η πόλη (η έννοια της Πνύκας). Είχα διαπιστώσει ότι, παρά την εξ αρχής ύπαρξή της, λειτούργησε για τη δημοκρατία, μόνον όταν άλλες παράμετροι όπως η χρηματιστική οικονομία αναδιέταξε την κοινωνική στρωμάτωση και επέβαλε νέες στρατηγικές στην αντιμαχία μεταξύ των κοινωνικών συντελεστών. Γνωρίζουμε ότι ο Ρουσσώ δεν κατάφερε να δώσει απάντηση στο ερώτημα του επικοινωνιακού συστήματος, στη μεγάλη κλίμακα, με αποτέλεσμα να δηλώσει ότι εξ αυτού του λόγου δεν ήταν εφικτή στις ημέρες του η δημοκρατία. Το παράδειγμα του Ρήγα, ωστόσο, ο οποίος ξεπέρασε το πρόβλημα αυτό με την επίκληση της ελληνικής οικουμενικής πραγματικότητας, απέδειξε ότι η δημοκρατία είχε ως προαπαιτούμενο, όχι μόνο το κατάλληλο επικοινωνιακό σύστημα, αλλά και την ανάλογη ανθρωποκεντρική συνάρμοση του κοινωνικού υποκειμένου, για να δυνηθεί να ξεδιπλώσει την δυναμική της.
Ωστόσο, σήμερα η ψηφιακή τεχνολογία και η τεχνητή νοημοσύνη έρχονται να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις, αλλά και την ανάγκη της δημοκρατίας, με πρόσημο τις οβιδιακές μεταβολές σε όλα τα πεδία και με την χορηγία εκ μέρους τους του εδάφους επί του οποίου θα μπορούσε να οικοδομηθεί η δημοκρατία. Με βάση το τεχνολογικό έδαφος, έχω προτείνει δυο επίπεδα αξιοποίησής του: το ένα, με τον δημοσκοπικό δήμο και το άλλο με τον ψηφιακό δήμο. Όταν το 1973 είχα επικαλεσθεί σε ανακοίνωσή μου σε γαλλικό πανεπιστήμιο την τεχνολογία ως το νέο έδαφος του δήμου, δηλαδή της δημοκρατίας, με κοιτούσαν περίεργα, ενώ ένας συνάδελφος με συμβούλευσε διακριτικά να μην επικαλούμαι τη δημοκρατία των αρχαίων γιατί κατά τον Καντ ήταν αυτή που έφερε τον ολοκληρωτισμό. Σήμερα, πολλοί σπεύδουν να επικαλεσθούν την τεχνολογία για τις εφαρμογές της σε όλους τους τομείς (της πληροφορίας, της ιατρικής κλπ.), εκτός από την δημοκρατία. Ωστόσο, ήδη η τεχνολογία αποτελεί το κυρίως έδαφος της οικονομίας. Τι απομένει; Πρώτον, η αναγκαιότητά της και δεύτερον, μια επανάσταση στο πεδίο των εννοιών. Με διαφορετική διατύπωση, ένα νέο πολιτικό πρόταγμα που θα εγκαθιστά την κοινωνία στο επικοινωνιακό έδαφος του μέλλοντος.
Για να επανέλθω: το παγκόσμιο, όπως και το ελληνικό πρόβλημα, είναι βαθιά πολιτικό. Είναι πολιτικό διότι μετά την δημιουργία των προϋποθέσεων που καθοδηγούν την γένεση της ανάγκης της και του επικοινωνιακού της εδάφους, αναμένεται στο επίπεδο του πολιτικού συστήματος να επιτευχθεί η νέα ισορροπία μεταξύ κοινωνίας και οικονομικής ιδιοκτησίας. Επομένως, είτε με ειρηνικά μέσα είτε με τη βία, θα έρθει η μετάβαση στη νέα περίοδο, η οποία θα είναι μεταβατική στο δρόμο προς την ανθρωποκεντρική ολοκλήρωση. Η επανάσταση, όμως, με την έννοια της υπέρβασης του παρελθόντος και της μετάβασης στη νέα ανθρωποκεντρική φάση, είναι ήδη εδώ και δεν έχει επιστροφή.
Τι με διαφοροποιεί επιστημονικά από τη στοχαστική νεοτερικότητα; Εγώ δεν αναλαμβάνω τον ρόλο του μάντη ή του προφήτη σε αυτά που βλέπω όταν ήδη έχουν έρθει. Προβλέπω με αποδεικτικούς όρους αυτά που θα έρθουν πολύ πριν έρθουν. Μίλησα για όλα όσα ζούμε σήμερα και για όσα θα έρθουν, από την πρώτη ημέρα της επιστημονικής μου διαδρομής, διότι συνειδητοποίησα μέσα από τη σπουδή της ελληνικής γραμματείας, η οποία είναι χορηγός της εξέλιξης της πόλης, ότι η απόφανση για το μέλλον υπάρχει στο παρελθόν, στην κοσμοϊστορία. Το παρελθόν βεβαίως εάν προσεγγισθεί με την κατάλληλη μέθοδο και τα ανάλογα γνωστικά εργαλεία. Αναφέρομαι στην επιστήμη που εδράζεται στην Κοσμοσυστημική Γνωσιολογία.
Η νεοτερικότητα σφάλει διότι αποκόπηκε από την ιστορία και καθώς έχει μικρό ιστορικό βάθος, κατέληξε να διαλέγεται με την αυτοεικόνα της. Η ιστορία για τη νεοτερικότητα έχει περιέλθει στα απόβλητα της πνευματικής περιέργειας, δεν αποτελεί μέρος του συγκριτικού διαβήματος της κοινωνικής επιστήμης ούτε της φιλοσοφίας. Από την πλευρά μου, θεωρώ ότι η νεοτερικότητα αποτελεί οργανικό μέρος της κοσμοϊστορίας και υπό τη σημερινή της μορφή προέκταση και συνιστώσα της ανθρωποκεντρικής βιολογίας. Το ευτύχημα της νεοτερικότητας, από επιστημονική άποψη, είναι ότι εισήλθε σε ανθρωποκεντρική τροχιά εκκινώντας από μηδενική αφετηρία, οπότε είναι εξ αντικειμένου αναγκασμένη να ακολουθήσει τα εξελικτικά στάδια που διέδραμε ήδη ο ελληνικός κόσμος. Η διαφορά κλίμακας δεν αναιρεί το γεγονός αυτό. Επομένως, εάν αποκωδικοποιήσουμε την ανθρωποκεντρική βιολογία που προκύπτει από τις διαδρομές του ελληνικού κόσμου, με την κατάλληλη μέθοδο, θα είμαστε σε θέση να αποφανθούμε για το εξελικτικό στάδιο της νεοτερικότητας, από πού έρχεται, τι αντιπροσωπεύει στον σύνολο κόσμο, καθώς και για το μέλλον της. Αυτό έχει πράξει η Κοσμοσυστημική Γνωσιολογία.
Με ερωτούν πολλοί γιατί ασκώ τόση κριτική στη Δύση. Απαντώ ότι δεν απορρίπτω τη Δύση ούτε προφανώς και τις διαδρομές του υπόλοιπου κόσμου. Αναδεικνύω το γεγονός ότι η Δύση συνέβαλε καθοριστικά στο να ανακοπεί ο ελληνικός ανθρωποκεντρικός δρόμος προς τη νεοτερικότητα. Από την άλλη, η ίδια αυτή Δύση, από τη στιγμή που παρέλαβε τη σκυτάλη και συνέχισε την ανθρωποκεντρική πορεία της ανθρωπότητας, προς τη νεοτερικότητα, διέπραξε τις δυο μεγάλες ρήξεις που επισήμανα, με αποτέλεσμα στις ημέρες μας να έχει κυριολεκτικά «στεγνώσει» στο πεδίο της παραγωγής νέας γνώσης. Ο στοχασμός της ξέμεινε στον 18ο αιώνα και όχι μόνο αδυνατεί αλλά κυρίως δεν θέλει να υπερβεί τον εαυτό της και να οικοδομήσει μια νέα επιστήμη με αποδεικτική υπευθυνότητα. Και τούτο διότι για να συμβεί αυτό θα πρέπει να αρνηθεί την αυτοεικόνα της, να εντάξει την εποχή της στο όλον της κοσμοϊστορίας.
Η Δύση, επομένως, είναι μέρος της γνωσιολογίας μου. Θεωρώ ότι μόνον η Δύση μπορεί να εναγκαλισθεί το τόλμημα της νέας γνωσιολογίας και να αποκαθάρει το στοχαστικό της οπλοστάσιο από τις ιδεολογικές επιβαρύνσεις. Μόνον η Δύση, ως ανθρωποκεντρική πρωτοπορία στις ημέρες μας, είναι σε θέση να αντιληφθεί τη νέα αυτή επικαιρότητα του ελληνισμού, η οποία έχει το ανάλογό της σε αυτό που αντιπροσωπεύει η συμβολή του στην ευρωπαϊκή αναγέννηση και το διαφωτισμό.
Με άλλα λόγια, το ζήτημα στις ημέρες μας δεν είναι η επιστροφή στο σημείο όπου το άφησε ο ελληνικός κόσμος στην ύστερη φάση της μετακρατοκεντρικής οικουμένης, αλλά να εμπνευσθεί ο νεότερος κόσμος από την καθόλου διαδρομή του, ώστε να συγκροτήσει ένα σύστημα γνώσης που θα του επιτρέψει να αποκτήσει αυτογνωσία και τα εργαλεία της σκέψης για να στοχασθεί το μέλλον και, συνεπώς, ένα πρόταγμα ικανό να επαναφέρει τον κοινωνικό άνθρωπο στην πρόοδο με πρόσημο το ευ ζην και μέτρο την καθολική ελευθερία.
Αυτό ακριβώς το εγχείρημα έχει αναλάβει να διεκπεραιώσει το επιστημονικό μου έργο, στο οποίο εστιάζουν και τα δύο τελευταία μου βιβλία, Η ιστορία του ελληνικού κόσμου και το Τι είναι δημοκρατία.
* Ο Κ.Β. ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.
BOOK PRESS / bookpress.gr: Γιώργος Κοντογιώργης: «Ο ελληνικός κόσμος συγκρότησε για πρώτη φορά στην κοσμοϊστορία ένα πλήρες ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα», 31/10/2025
- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -