Γιώργος Κοντογιώργης κ Πέτρος Ιωάννου στον ”Σπορnews 90,1 της Λάρισας
Δημοσιεύτηκε στις 3 Ιουλ 2015
Γιώργος Κοντογιώργης καθηγητής Πολιτικής επιστήμης στο Πάντειο κ Πέτρος Ιωάννου (απόσπασμα) στον ”Σπορnews 90,1 της Λάρισας,στην εκπομπή ”ακροβάτες του ονείρου” στις 3.7.2015

Γ.Κοντογιώργης, Η αποχή ως βαθιά πολιτική πράξη  
Η απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ να οδηγήσει τη χώρα σε “δημοψήφισμα” σημαίνει την ολοκληρωτική κατάρρευση της πολιτικής του και μαζί του της χώρας. Συγχρόνως, το ερώτημα “ναι ή όχι” υποδηλώνει ότι η ελληνική κοινωνία τίθεται ενώπιον ενός ψευδούς διλήμματος, το οποίο αποκρύπτει το πραγματικό πρόβλημα. Ψευδές, διότι και στις δύο περιπτώσεις καλείται να προσυπογράψει ένα, το πλέον έως τώρα επαχθές, μνημόνιο εθνικής εξάρτησης και κοινωνικής εξαθλίωσης. Ψευδές επίσης διότι παρακάμπτει το πραγματικό πρόβλημα που οδήγησε στην κρίση και συντηρεί τη χώρα στο βυθό της απαξίας: το ζήτημα των ευθυνών της πολιτικής τάξης που απεργάσθηκε την καταστροφή της και την υπόσχεση της άρσης των αιτίων, δηλαδή της εκ βάθρων ανασύνταξης του πολιτικού συστήματος και του κράτους.

Είχα εξ αρχής, πριν ακόμη την ανάληψη της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ, αναγγείλει ως αναπόφευκτη τη συνθηκολόγηση της χώρας, για συγκεκριμένους απολύτως εμφανείς σε ένα προϊδεασμένο μάτι: Όταν είδα τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ να οδηγεί το κόμμα, λόγω της συγκυρίας, από το 3% στην προοπτική της εξουσίας, χωρίς να επιλέξει ένα ικανό επιτελείο, που θα μελετούσε το ελληνικό πρόβλημα σε συνάρτηση με τον διεθνή παράγοντα και θα διαμόρφωνε τη στρατηγική της εξόδου από την κρίση. Όταν συνήγαγα ότι ανέμενε να οικειωθεί με την άσκηση της εξουσίας μετά την κατάκτησή της. Όταν διαπίστωσα ότι επέμενε να διατηρεί στον πυρήνα του κόμματος που ερχόταν στην εξουσία τους παρασιτικούς θύλακες του 3%. Όταν, στη συνέχεια, διαμόρφωσε μια κυβέρνηση από τα πλέον ιδιοτελή κομματικά σκουπίδια της Κουμουνδούρου και της απεχθούς Πασοκοκρατίας, προκειμένου να διαχειρισθεί την μεγαλύτερη κρίση που γνώρισε η χώρα μετά το 1922. Όταν διέκρινα ότι στις προγραμματικές του προτεραιότητες και στην προσέγγιση του ελληνικού προβλήματος υιοθετούσε το μεταρρυθμιστικό “πνεύμα” των δανειστών. Όταν τον άκουσα να “διδάσκει” μια αντίληψη του ελληνικού και του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι, την οποία έφεραν στο προσκήνιο οι διανοητικοί και οι πολιτικοί θιασώτες του δυναστικού κράτους και της κομματοκρατίας, που ενέχονται για τη λεηλασία της χώρας στη διάρκεια της μεταπολίτευσης και για την παραρτηματική της πρόσδεση στο άρμα του ηγεμόνα. Όταν, σε τελική ανάλυση, διαπίστωσα ότι από τις πολιτικές της κυβέρνησης προέκυπτε η εργώδης μέριμνα μιας αναθεμελίωσης του παλαιού καθεστώτος στο όνομα της Αριστεράς. Πράγμα που προανήγγειλε την ολική παράκαμψη της αιτιολογίας του ελληνικού προβλήματος.
Η κυβέρνηση αποφάσισε το δημοψήφισμα αφού είχε ήδη οδηγηθεί στην ολική άρνηση της υποτιθέμενης εντολής που έλαβε από το εκλογικό σώμα, δηλαδή των υποσχέσεών της. Είτε αντελήφθη ότι υπεσχέθη πράγματα που γνώριζε ότι ήταν ανέφικτα είτε αιφνιδιάσθηκε, μη έχοντας επίγνωση των δυνατοτήτων της, είτε διαχειρίσθηκε την όλη υπόθεση κατά τρόπο απάδοντα προς τις συνθήκες, ένα είναι βέβαιο. Από το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης έως το μνημόνιο των 8,5 δις, η απόσταση είναι ιλιγγιώδης και συνομολογεί το αδιέξοδο που οδήγησε τη χώρα και την ήττα της. Ακούσαμε τότε το ενδιαφέρον επιχείρημα ότι στο παρελθόν οι επάρατη δεξιά της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ υπέγραφαν μνημόνια σε βάρος της χώρας με “πράξεις νομοθετικού περιεχομένου”, ενώ τώρα θα προσυπογράψει το μνημόνιο της Αριστεράς ο ίδιος ο λαός με την ψήφο του! Το ερώτημα, εν προκειμένω, μετατίθεται από το περιεχόμενο -τα δεσμά της χώρας και η εξαθλίωση- στην συνενοχή ή μη της κοινωνίας.
Υποστήριξα εξ αρχής ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν προδιαγεγραμμένο να βάλει την “ταφόπλακα” στον “τάφο” που είχαν ήδη σκάψει οι ιστορικοί θεμελιωτές και διαχειριστές της πολιτικής κομματοκρατίας. Πρώτον, διότι οικοδόμησε και εξακολουθεί να διατηρεί μια προβληματική σχέση με το πολιτισμικό υπόβαθρο της ελληνικής κοινωνίας και τις αξιακές της προϋποθέσεις. Διατηρεί, επίσης, μια προβληματική προσέγγιση του ευρωπαϊκού και του διεθνούς συστήματος, καθόσον το αντιμετωπίζει με τους όρους του 19ου και μερικώς του 20ού αιώνα. Ο λόγος του πρωθυπουργού Τσίπρα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών έδειξε τις εξαρτήσεις του από μια βαθιά καθεστωτική διανόηση που ερμηνεύει τον ελληνικό κόσμο υπό το πρίσμα της βαυαροκρατίας και την προοπτική της εξέλιξης με γνώμονα όχι την πρόοδο, αλλά μια εμμονικά μηρυκαστική αντίληψη, που αξιώνει την οπισθοδρόμησή του, προκειμένου να εναρμονισθεί  με τις παραστάσεις, τις αξίες και τους θεσμούς της ήδη παρωχημένης εποχής του Διαφωτισμού.
Στο διανοητικό αυτό περιβάλλον, που συναντάται με τις ιδεολογικές αναγομώσεις μιας αριστεράς που εξεπλήρωσε από τις αρχές του 20ού αιώνα τον προορισμό της, ήταν αναπόφευκτο να περιορίσει το ελληνικό ζήτημα στη σχέση της χώρας με τους δανειστές. Με αποτέλεσμα να αυτοπαγιδευθεί στο ίδιο δίλημμα που βίωναν χωρίς πρόβλημα οι προκάτοχοί του: στην προσημείωση της έννοιας μεταρρύθμιση στις επιταγές των δανειστών και, εντέλει, στον περιορισμό της διαπραγμάτευσης στους όρους της εξάρτησης και στα συμφέροντα των ξένων. Η διαπραγμάτευση εφεξής είχε ως αντικείμενο την είσοδο σε ένα νέο επαχθέστερο μνημόνιο και όχι στην υπέρβασή του.
Θεωρώ αναγκαίο να επισημάνω ότι δεν ήταν οι δανειστές που απέτρεψαν την κυβέρνηση να διαμορφώσει μια “ατζέντα” που θα οδηγούσε στην απεξάρτηση της χώρας από τις μνημονιακές δουλείες. Όπως προέκυψε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε καμία πρόθεση να αλλάξει το μίγμα της πολιτικής των κυβερνήσεων  της πασοκοκρατίας και της δεξιάς για να βγει η χώρα από την κρίση. Διότι αυτό προϋπέθετε μια στροφή στο εσωτερικό πρόβλημα που θα απέληγε αναπόφευκτα σε μια ανελέητη σύγκρουση με τον εαυτό του. Αυτό το μίγμα πολιτικής περιλαμβάνει την εκ βάθρων ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος, του κράτους και της νομοθεσίας που οικοδομεί τη διαπλοκή και τη διαφθορά. Με απλούστερη διατύπωση, την καθολική ανατροπή της ολιγαρχικής κομματοκρατίας και του δυναστικού κράτους. Κάτι τέτοιο όμως απαιτεί γνώση, σχέδιο και θέληση, που δεν θα φείδεται συγκρούσεις με τις θεμέλιες βάσεις της κομματοκρατίας. Που θα μάτωνε κυριολεκτικά το πολιτικό σύστημα.
Ακουγόταν και εξακολουθεί να ακούγεται ως μόνιμη επωδός το επιχείρημα πως χωρίς λεφτά δεν μπορεί να κάνει κανείς πολιτική. Μεγάλο ψέμα, όπως επίσης μεγάλο ψεύδος είναι και ο ισχυρισμός ότι μια τέτοια μεταρρύθμιση χρειάζεται χρόνο. Εάν υπήρχε η γνώση της ουσίας του ελληνικού προβλήματος και η θέληση, η κατάλυση του παλαιού καθεστώτος ήταν θέμα ελάχιστου χρόνου. Συγχρόνως, αποτελεί την εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για να επανέλθει η χώρα στην κανονικότητα.  
Έχω εξηγήσει πολλές φορές το γιατί της ταύτισης αυτής της Αριστεράς με την κομματοκρατία και το δυναστικό κράτος. Άλλωστε, όπου στο παρελθόν η Αριστερά αυτή άσκησε επιρροή ή εξουσία, λειτούργησε με παραδειγματικό τρόπο ως οργανικός νομέας του κράτους. Μετέβαλε το κράτος σε ιδιωτικό της χώρο. Ενδιαφέρον, εντούτοις, παρουσιάζει η πολιτεία του ΣΥΡΙΖΑ στη διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας από τις 25 Ιανουαρίου.  Με αυταρέσκεια, σημαντικός υπουργός της κυβέρνησης δήλωσε πρόσφατα ότι σε πέντε μήνες έγιναν τόσες μεταρρυθμίσεις που δεν είχαν γίνει τα προηγούμενα πέντε χρόνια. Πέραν του προφανούς ψεύδους, ποιες άραγε υπήρξαν οι μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης; Καμία στο πολιτικό σύστημα. Οι νόμοι για την ασυλία και την μη ευθύνη των υπουργών, οι αντίστοιχες ρυθμίσεις του κανονισμού της Βουλής, παραμένουν ανέγγιχτες. Η υπαγωγή του πολιτικού προσωπικού στη δικαιοσύνη μπήκε στο απυρόβλητο. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός μας προϊδέασε για τις προθέσεις του όταν δήλωσε ότι τις πολιτικές ευθύνες τις απονέμει ο λαός στις εκλογές. Να υποθέσω ότι αγνοεί ότι ο λαός στις εκλογές επιλέγει, στην καλύτερη περίπτωση, την επόμενη κυβέρνηση, ενώ οι πολιτικές ευθύνες ανάγονται αυτονοήτως στην αρμοδιότητας της δικαιοσύνης; Η “επιτροπή” για την εκτίμηση του χρέους, αποφάσισε ότι είναι επονείδιστο και δεν πρέπει να αποπληρωθεί. Ακόμη και αν παρακάμψουμε την προφανή προχειρότητα του εγχειρήματος διερωτώμαι: πριν συζητήσουμε για την μη αποπληρωμή του, μήπως οφείλουμε να αναζητήσουμε τους Έλληνες πρωταιτίους, δηλαδή την πολιτική τάξη και τους συγκατανευσιφάγους που δημιούργησαν το χρέος, καθώς και τη διαχείρισή του; Η κυβέρνηση, ως προς αυτό, συγκρότησε “εξεταστική” επιτροπή με τη δήλωση ότι επιδιώκεται να πληροφορηθεί η ελληνική κοινωνία τι συνέβη. Ως εάν ο λαός δεν γνωρίζει. Ως εάν δεν προέχει η ικανοποίηση του αισθήματος δικαιοσύνης ή η προειδοποίηση για τους επόμενους. Δηλώνεται με τον τρόπο αυτόν με πανηγυρικό τρόπο ότι η κυβέρνηση δεν προτίθεται να προσαγάγει στη δικαιοσύνη τους υπεύθυνους της λεηλασίας της χώρας, ούτε και να ακυρώσει τους σκανδαλώδεις νόμους με τους οποίους αυτοαμνηστεύθηκαν οι αυτουργοί πολιτικοί, κ.ά.
Πρόσφατα σε μια δήλωση ειλικρίνειας ως προς τις προθέσεις τους ο Υπουργός εσωτερικών δήλωσε με προσποιητή αφέλεια ότι έχουν τους φακέλους των σκανδάλων αλλά δεν τους στέλνουν στη δικαιοσύνη διότι θα ωφεληθεί η Χρυσή Αυγή. Ως εάν η Χ.Α. δεν προέκυψε ως η αντισυμβατική παραφυάδα της λεηλατικής κομματοκρατίας.  Όμοια και στο πεδίο των ΜΜΕ για τα οποία δηλώνεται με απόλυτη ειλικρίνεια από στελέχη της κυβέρνησης ότι δεν έχουν να πράξουν το παραμικρό σε ότι αφορά στο σύστημα, ότι δηλαδή το ζητούμενο είναι αποκλειστικά η ευνοϊκή αναδιαμόρφωση των επιρροών σ’αυτά. Κορυφαία εκδήλωση του πνεύματος ιδιοποίησης που διέκρινε τις πολιτικές της κυβέρνησης αποτελεί η παλινόρθωση των παρατάξεων στα πανεπιστήμια, στην πιο ακραία της εκδοχή, εκείνη της περιόδου της πασοκοκρατίας. Τότε που η Αριστερά λυμαινόταν τα ΑΕΙ στο όνομα της “προόδου”. Δικαίωσαν έτσι ακόμη και την πονηρά φύση του “νόμου Διαμαντοπούλου”, που στο όνομα της καταπολέμησης της κομματοκρατίας, την μονιμοποίησαν με το εκλογικό επιχείρημα.
Προκαλεί ενδιαφέρον ότι με υπόβαθρο το αντιδραστικό ιδεολογικό πρόσημο του Διαφωτισμού, σύσσωμη η πολιτική τάξη έχει πυκνώσει τις αναφορές στον δημοκρατικό χαρακτήρα της πολιτείας, με προφανή σκοπό να πείσει τον κοινό λαό για τον μονόδρομο των επιλογών του. Προφανώς, θέλουν να μας πείσουν ότι μια απλώς εκλόγιμη μοναρχία με ισχυρή ολιγαρχική θεμελίωση, όπως το πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας, είναι ικανή να ασκήσει φιλολαϊκές πολιτικές. Αρκεί, θα μας πουν να είναι η Αριστερά στην εξουσία…..
Σε κάθε περίπτωση, η διαχειριστική προσέγγιση του συστήματος είναι εμφανής στις ειδικότερες εκδηλώσεις της. Το πρόβλημα των φυλακών, που επισήμως ομολογείται ότι δεν ελέγχονται από το κράτος, επιλύεται με την απελευθέρωση των κρατουμένων!.. Στο πεδίο της δημόσιας τάξης, της δημόσιας διοίκησης κλπ, δηλώνεται ρητώς ότι η εφαρμογή του νόμου γίνεται αντικείμενο πολιτικής διαχείρισης, ενώ συγχρόνως διακηρύσσεται ότι η εμμονή σ’αυτήν αποτελεί αυταρχική επιλογή. Άλλωστε, η εφαρμογή του νόμου δεν γίνεται αυτοκλήτως, αλλά κατόπιν καταγγελίας και ενδεχομένως με την απειλή της δημοσιότητας. Στη δημόσια διοίκηση, πληροφορούμαστε ότι η μεταρρύθμιση εξαντλείται σε ένα είδος αυτό-αξιολόγησης, γαλλικού τύπου, ως εάν το κράτος στην Ελλάδα, λειτουργεί ως θεσμός δημοσίου συμφέροντος, και χρειάζονται απλώς κάποιες οριακές ρυθμίσεις. Στο όνομα του εκδημοκρατισμού της επανήλθε το καθεστώς της απόλυτης ασυλίας του υπαλλήλου έναντι του πολίτη ο οποίος για να απολαύσει τα στοιχειώδη, καλείται να αναζητήσει “προστασία”. Δεν θα υπενθυμίσω, επομένως, ότι η νομοθεσία εξακολουθεί να αποτελεί το άλλοθι για την ιδιοποίηση του κράτους. Όταν αποκαλύπτεται ένα σκάνδαλο ή οι συνέπιες μιας έκρυθμης ανομικής λειτουργίας του, ψηφίζεται ένας νέος νόμος…
Παρουσιάζει, στο πλαίσιο αυτό, εξαιρετικό ενδιαφέρον ότι η Αριστερά, με καθυστέρηση ετών, υιοθετεί θέσεις της δεξιάς, τις οποίες άλλοτε είχε καταπολεμήσει, όταν η δεξιά τις εγκαταλείπει. Το σύνολο των “μεταρρυθμιστικών” παρεμβάσεων της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ πείθουν ότι έχουν ως αφετηρία παλαιές πολιτικές της δεξιάς, με κατάλοιπα ενός αρχαϊκού μαρξισμού του 19ου αιώνα.
Η άλλη πτυχή που όρισε την αποτυχία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ αφορά στην άγνοια των εξελίξεων στην Ευρώπη και στον κόσμο. Άκουγα με δέος τις διακηρύξεις πριν από τις εκλογές ότι θα εξαναγκάσουν ή θα πείσουν την Ευρώπη και τις αγορές. Έχω πει πολλές φορές ότι η Ελλάδα είχε τη δυνατότητα να αποκομίσει ένα καλό για τις συνθήκες αποτέλεσμα στην αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων αναγκών της και ιδίως για το χρέος. Εντούτοις, η δυνατότητα αυτή εξακολουθώ να επιμένω ότι τελεί υπό την προϋπόθεση ότι η κυβέρνηση θα ελάμβανε ριζικά μέτρα στο εσωτερικό μέτωπο ώστε να επανέλθει η χώρα στην κανονικότητα. Αναφέρομαι στην ανάγκη να επιχειρήσει την εκθεμελίωση της κομματοκρατίας και του δυναστικού κράτους. Η προτεραιότητα αυτή, δεν θα απελευθέρωνε απλώς τις υγιείς δυνάμεις της κοινωνίας, αλλά και θα της έδινε έναν άλλον αέρα στις διαπραγματεύσεις.
Επέμενα, εξ αρχής, ότι η χώρα χρειαζόταν μια στρατηγική διαφυγής από τις μνημονιακες εξαρτήσεις και όχι η διαπραγμάτευση των όρων της παραμονής της σ’αυτές. Αυτό έπραξαν οι άλλες χώρες όπως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία. Από την αρχή η κυβέρνηση εγκιβωτίσθηκε στην τακτική των καθυστερήσεων που επέλεξαν οι δανειστές με αποτέλεσμα, αφού εξάντλησε τη δυναμική της, αλλά και τις δυνατότητες της χώρας, να αναγκασθεί να επιλέξει στο τέλος την αυτοκτονία. Βρέθηκε αντιμέτωπη με μια αδιέξοδη εσωτερική πολιτική πραγματικότητα, με ένα κόμμα που ομφαλοσκοπούσε με τον εαυτό του και με τους δανειστές έτοιμους να καρικώσουν τη χώρα. Όταν η κυβέρνηση διαπίστωσε το αδιέξοδο, στο οποίο οδήγησε τη χώρα, άρχισε να επικαλείται το δίκαιο και τις δημοκρατικές παραδόσεις της Ευρώπης. Αυτό ακριβώς που πράττει ο αδύναμος ή ο ηττημένος πριν τη συντριβή του.
Είναι προφανές ότι οι ιθύνοντες δεν γνώριζαν το αυτονόητο: ότι οι διακρατικές σχέσεις είναι σχέσεις δύναμης. Ή συνεκτιμάς τη δύναμή σου ή μεριάζεις για να μην σε τσαλαπατήσει ο ισχυρός. Στην καλύτερη περίπτωση επιχειρείς να ανέβεις στον οδοστρωτήρα για να συμμετάσχεις στο όφελος. Ο ανθρωπισμός και το δίκαιο εάν έχει κάποια αξία αυτή απαντάται στο εσωτερικό των κρατών. Εκεί όπου διαμορφώνεται το ανθρωποκεντρικό πρόσημο στον κρατοκεντρισμό. Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται η στάθμιση των δεδομένων, των επιπτώσεων των αποφάσεών που θα λάβει η κυβέρνηση, και όχι η δίκην καφενείου αρμολόγηση τους. Η απόφαση της κυβέρνησης να οδηγήσει τη χώρα σε ρήξη με τους δανειστές ήρθε τη χειρότερη στιγμή. Όταν είχε πια εξαντλήσει τις αντοχές της. Το ζήτημα εντούτοις εστιάζεται στο γεγονός ότι δεν υπήρξε μια μελέτη για τις επιπτώσεις μιας τέτοιας απόφασης. Ευλόγως αφού η Ελλάδα είναι ίσως η μόνη χώρα που δεν διαθέτει ούτε τράπεζα δεδομένων/τεκμηρίωσης ούτε και ένα στοιχειώδες κέντρο μελέτης των επιπτώσεων και προβολής των προς επίλυση προβλημάτων στο μέλλον.   
Η προβληματική αυτή γνώση και σχέση της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ προκύπτει με εύγλωττο τρόπο στο πεδίο της διαχείρισης της οικονομικής μετανάστευσης. Ενόσω η κοινωνία απέρριπτε τον ΣΥΡΙΖΑ τα στελέχη του χρησιμοποιούσαν τους μετανάστες ως υπομόχλιο εναντίον της. Θυμίζω εν είδει παραδείγματος, την υπόθεση της “Υπατείας”. Η αντίληψη του ΣΥΡΙΖΑ, εν προκειμένω, δρομολογεί μια προσέγγιση που κατατείνει να μεταβάλει τη χώρα σε χωματερή του παγκόσμιου καπιταλισμού, με μέτρο τη φιλανθρωπία. Η απλή μαρξική θεωρία διδάσκει εντούτοις ότι η προσέγγιση αυτή των επιπτώσεων του “καπιταλισμού” λειτουργεί εκτονωτικά στην κοινωνική ένταση, αφήνοντας το έδαφος ελεύθερο στην ανεξέλεγκτη δράση του. Συγχρόνως, στις χώρες υποδοχής, συμβάλει στη μετατροπή της εργασίας του πολίτη, σε εργασία εμπόρευμα. Ο πολίτης εξομοιώνεται έτσι, όπως δείχνουν τα πράγματα και στη χώρα μας, σε μετανάστη, μέσα ή έξω από αυτήν. Η Αριστερά, συνεπής με τον εαυτό της, επέλεξε να στείλει το λογαριασμό στο εξωτερικό, στην ΕΕ, καθώς δεν θεωρούσε ότι όφειλε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα υπό το πρίσμα του συμφέροντος, της κοινωνικής συνοχής, των δυνατοτήτων και των αναγκών της χώρας, καθώς και της ποιότητας της μεταναστευτικής ροής. Συνεπής με την αντίληψη αυτή, ο ΣΥΡΙΖΑ, μόλις ανέλαβε την εξουσία, αντί να βελτιώσει τις συνθήκες των κέντρων φιλοξενίας, τα κατήργησαν παραδίδοντας τους τροφίμους τους βορά στην παραοικονομία και στο έγκλημα. Το ίδιο ακριβώς πράττουν και στα νησιά, με τη μεταφορά τους στα μεγάλα αστικά κέντρα, δηλώνοντας τον ενθουσιασμό τους ορισμένοι, όπως η κυρία Τασία, για το επίτευγμά τους.
Θα κλείσω τον απολογισμό αυτό με την εξής διευκρίνιση. Έχω πει ότι το πολιτικό σύστημα της εποχής μας ορίζεται ως εκ της φύσεως του ως εκλόγιμη μοναρχία με ισχυρή ολιγαρχική θεμελίωση. Αυτή καθεαυτή η επισήμανση αποδεικνύει γιατί υπό τις παρούσες συνθήκες δεν είναι εφικτή μια πολιτική που να τοποθετεί στην προμετωπίδα της εξουσίας το συμφέρον των κοινωνιών. Οι ολιγαρχίες παράγουν φύσει ολιγαρχικές πολιτικές. Οι προϋποθέσεις που παρήγαγαν στο παρελθόν συμβιβασμούς εξέλειπαν, διότι ανετράπησαν οι συσχετισμοί ανάμεσα στην οικονομία και στην κοινωνία. Εντούτοις, η ολιγαρχία στη Δύση εξακολουθεί να παράγει δημόσιες πολιτικές, μολονότι ταξικά προσανατολισμένες. Στο πλαίσιο αυτό, και σε συνάρτηση με τη συγκύρια, οι ολιγάρχες εμφανίζονται να παραχωρούν ορισμένα δικαιώματα ή προσόδους στους πολίτες προκειμένου να εξασφαλίσουν την κοινωνική συνοχή και ένα ελάχιστο πολιτικής ειρήνης. Αυτό ακριβώς διακρίνει τις ολιγαρχίες της Ευρώπης, εν αντιθέσει προς την ολιγαρχική κομματοκρατία στην Ελλάδα, η οποία είναι θεμελιωδώς λεηλατική.
Η προσφυγή στο λαό με το δημοψήφισμα συνομολογεί, από την άλλη, την απουσία νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος. Διότι επιβεβαιώνει την αναντιστοιχία των πολιτικών που ακολουθούνται με την βούληση και το συμφέρον της κοινωνίας. Εάν το δημοψήφισμα ήταν δημοκρατικό δεν θα υπήρχε στον συνταγματικό χάρτη της εποχής μας. Η προσχηματική επίκληση του λαού “α λα καρτ” αραιά και που, για συγκεκριμένο θέμα, δεν γίνεται απλώς με σημαδεμένα χαρτιά. Δημιουργεί επίσης την ψευδαίσθηση της δημοκρατίας, στενεύοντας έτσι  εάν δεν ακυρώνει τα όρια της σκέψης του πολίτη για την επομένη ημέρα. Το δημοψήφισμα λειτουργεί όπως και οι εκλογές. Εκεί επιλέγει ο πολίτης τον ανεξέλεγκτο εξουσιαστή της, στο οποίο εκχωρεί τις τύχες της ολοκληρωτικά. Εδώ καλείται να νομιμοποιήσει επιλογές ή να διαιτητεύσει στις αντιμαχόμενες μερίδες των ομάδων που διαγκωνίζονται για τη νομή της εξουσίας. Σε κάθε περίπτωση, το δημοψήφισμα απαντάται σε ολιγαρχικά πολιτεύματα, όπως στη Ρώμη. Όχι μόνο δεν εγγράφεται στη δημοκρατία, αλλ’ούτε καν στην αντιπροσώπευση.
Ανεξαρτήτως αυτού, ο εγκιβωτισμός της κοινωνίας στο ψευδές δίλημμα του “ναι ή του όχι” δεν συνιστά επιλογή, καθώς οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε ένα επαχθές όσο και προσημειωμένο μνημόνιο, που δεν θα διαφέρει παρά μόνο στις λεπτομέρειες. Συγχρόνως, θα νομιμοποιήσει την μέχρι τώρα διαχείριση της ιστορικής του καταστροφής και θα λευκάνει τους πρωταιτίους της, καθιστώντας εαυτήν συνένοχο των πολιτικών τους. Θα χαθεί έτσι η μια μοναδική ευκαιρία να αναγκάσει την πολιτική τάξη να υπερβεί τον εαυτό της ή να της αδειάσει τον χώρο….  
Εν ολίγοις, ο λαός καλείται να σκεφθεί ως κοινωνία των πολιτών, να μην παγιδευτεί στο δίλημμα να συναινέσει ή όχι στη χειραγώγηση και στην εξαθλίωση της, και επομένως να απόσχει από την παρωδία του δημοψηφίσματος. Να οδηγήσει στην αποτυχία το δημοψήφισμα. Θα στείλει έτσι στην πολιτική τάξη της χώρας το μήνυμα ότι αυτήν στοχοποιεί για την εξαθλίωσή της και αξιώνει να τεθεί το ζήτημα στη βάση της ριζικής μεθαρμοσης της πολιτείας. Με την απόρριψη του δημοψηφίσματος, θα δηλώσει επίσης στους δανειστές, ότι αξιώνει αξιοπρέπεια, μια θέση εταίρου και όχι παρία στην πολιτική Ευρώπη.

- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -

Κοινοποίηση: