Ένα βιβλίο του Γιώργου Κοντογιώργη,
Στη διαπραγμάτευση του ελληνικού/ανθρωποκεντρικού κο-σμοσυστήματος που διεξήλθαμε στο ανά χείρας έργο, η βυζα- ντινή οικουμένη καταλαμβάνει μια δυσανάλογα ισχυρή θέσησε σχέση με τις προηγούμενες φάσεις, την κρατοκεντρική καιτην οικουμενική, της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής.Η εν λόγω επιλογή κρίθηκε επιβεβλημένη, προεχόντως εκ τουγεγονότος ότι η συγκεκριμένη περίοδος υπήρξε κομβική απόκάθε άποψη για την κοσμοϊστορία, δεδομένου ότι συναντά-ται με την απώτερη αρχαιότητα, τη μεταβυζαντινή εποχή τουελληνισμού, τον κόσμο των ιταλικών πόλεων, τον εσπεριανόΜεσαίωνα και, οπωσδήποτε, με τη μετάβαση στη μεγάλη κλί-μακα, τη γνωστή και ως νεοτερικότητα.Η εν λόγω προσέγγιση του Βυζαντίου κατέστη εκ των ωνουκ άνευ αναγκαία από τη στιγμή που αποτέλεσε ένα σημείοπρωτοφανούς ιδεολογικής χειραγώγησης, της οποίας οι συνέ-πειες εξακολουθούν να βαρύνουν καταλυτικά, όχι μόνον στηνπρόσληψη του παρελθόντος, αλλά κυρίως του παρόντος καιτου μέλλοντος.
Περιγραφή
Γ. Κοντογιώργης, Το Ελληνικ… by George Contogeorgis
- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -
Πρόλογος
Στη διαπραγμάτευση του ελληνικού/ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος που διεξήλθαμε στο ανά χείρας έργο, η βυζαντινή οικουμένη καταλαμβάνει μια δυσανάλογα ισχυρή θέση σε σχέση με τις προηγούμενες φάσεις, την κρατοκεντρική και την οικουμενική, της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής. Η εν λόγω επιλογή κρίθηκε επιβεβλημένη, προεχόντως εκ του γεγονότος ότι η συγκεκριμένη περίοδος υπήρξε κομβική από κάθε άποψη για την κοσμοϊστορία, δεδομένου ότι συναντάται με την απώτερη αρχαιότητα, τη μεταβυζαντινή εποχή του ελληνισμού, τον κόσμο των ιταλικών πόλεων, τον εσπεριανό Μεσαίωνα και, οπωσδήποτε, με τη μετάβαση στη μεγάλη κλίμακα, τη γνωστή και ως νεοτερικότητα.
Η εν λόγω προσέγγιση του Βυζαντίου κατέστη εκ των ων ουκ άνευ αναγκαία από τη στιγμή που αποτέλεσε ένα σημείο πρωτοφανούς ιδεολογικής χειραγώγησης, της οποίας οι συνέπειες εξακολουθούν να βαρύνουν καταλυτικά, όχι μόνον στην πρόσληψη του παρελθόντος, αλλά κυρίως του παρόντος και του μέλλοντος.
Ώστε η επιλογή να ακολουθήσουμε τη μέθοδο της ανάδειξης των πηγών σε προμετωπίδα της προβληματικής μας, σε ό,τι αφορά ιδίως στο Βυζάντιο, υπαγορεύθηκε από τη διττή ανάγκη αφενός να στηρίξουμε το εγχείρημά μας για την αποκάθαρση της κοινωνικής επιστήμης από το ιδεολογικό φορτίο της νεοτερικότητας, αφετέρου να συγκροτήσουμε μια στέρεη γνωσιολογία. Αμφότερα τα εγχειρήματα βασίστηκαν στην αδιαμφισβήτητη αποδεικτική αξία των πηγών.
Διαπιστώσαμε ήδη παραστατικά ότι η νεοτερικότητα παραμένει βυθισμένη στις ιδεολογικές βεβαιότητές της. Μάλιστα τις διακινεί δίκην απαράβατης επιστημονικής αλήθειας, προκειμένου να νομιμοποιήσει κρίσιμες ως προς τη σημασία τους επιλογές που υποκρύπτονται πίσω από τις δύο μεγάλες ρήξεις, τις οποίες ο λεγόμενος Διαφωτισμός επεξεργάσθηκε σταδιακά με αφετηρία τη μετάβαση από τη δεσποτεία στον πρώιμο ανθρωποκεντρισμό.
Η υποβολή των πορισμάτων της νεοτερικής «επιστήμης» στη δοκιμασία της κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας αποτέλεσε τη σταθερά σε όλη την έκταση του ανά χείρας έργου, με σημείο αναφοράς την αποδεικτική ικανότητα των πηγών. Εντούτοις, η περίπτωση του Βυζαντίου εγείρει πλήθος άλλων ζητημάτων που επιβάλλουν έναν πιο διεξοδικό διάλογο της κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας με τη νεοτερική «επιστήμη». Από τον διάλογο αναμένεται να αναδειχθεί εναργέστερα το γνωσιολογικό αβαθές της φερόμενης ως κοινωνικής επιστήμης που διακινεί η νεοτερικότητα και το οποίο ομολογεί, σε τελική ανάλυση, την αδυναμία της να συναντηθεί με τις πραγματικότητες της ίδιας της εποχής της. Ο δε διάλογος θα αποκαλύψει έτι περαιτέρω τις μεθερμηνείες εις βάρος του ελληνικού κόσμου της απωτάτης αρχαιότητας, προκειμένου η νεοτερικότητα να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς της με την ίδια τη φυσιογνωμία και τα πεπραγμένα της. Θα διευκρινισθεί, επίσης, ο χαρακτήρας της μεταβυζαντινής θητείας του ελληνικού/ανθρωποκεντρικού κόσμου και εντέλει του εγχειρήματος της δυτικής απολυταρχίας να επωφεληθεί της αποτυχίας του επαναστατικού διαβήματός του το 1821, προκειμένου να επιτύχει την τελική ακύρωση του ελληνικού δρόμου προς τη μεγάλη κλίμακα.
Υπό το πρίσμα αυτό, αναμένεται να αποτιμηθούν οι συνέπειες της επικράτησης του δυτικού δρόμου προς τη νεοτερικότητα για τον σύγχρονο κόσμο, συνέπειες που καθίστανται ορατές, κυρίως όμως εξαιρετικά επίκαιρες, στο μεταίχμιο της μετάβασης στην επόμενη φάση της, καθοδόν προς την ανθρωποκεντρική ολοκλήρωση από την οποία διερχόμαστε στις ημέρες μας.
Από τον διάλογο της κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας με τη νεοτερική «επιστήμη» θα δοκιμασθεί προφανώς η επιχειρησιακή αξία της επιστημονικής πρότασης που κομίζει, και προεχόντως η συνειδητοποίηση της ανάγκης για ένα νέο γνωστικό εγχείρημα που θα δίνει απαντήσεις στα κρίσιμα ερωτήματα της επιστήμης και θα επικεντρώνεται στη θέση που κατέχει η νεοτερικότητα στην ταξινομία της ανθρωποκεντρικής βιολογίας και, κατ’ επέκταση, στην προβληματική της μετάβασης προς τη μετά από αυτήν εποχή.
Η ανάγκη μιας νέας επιστήμης αποβαίνει επιτακτική λόγω της διαπιστούμενης ήδη υπέρβασης με ραγδαίους ρυθμούς του (οικονομικού, επικοινωνιακού, θεσμικού, πολιτισμικού, αξιακού κ.λπ.) κόσμου που οικοδόμησε η φάση της μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό. Υπέρβαση η οποία μάλιστα γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στο πεδίο των αξιών και των θεσμών που στις ημέρες μας παραμένουν ερμητικά εγκλεισμένοι στο σπήλαιο του 18ου αιώνα το οποίο οικοδόμησαν οι πνευματικοί θύλακες του Διαφωτισμού.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιστροφή των κοινωνιών στο μέλλον δεν θα αναμένει τη διανόηση να υποδείξει τον δρόμο, καθώς σε περιόδους μετάβασης οι φορείς της είναι εκείνοι που περιχαρακώνονται στο βιούμενο παρελθόν, αρνούμενοι να εναρμονισθούν με το δίκαιο της ανάγκης που κινεί την Ιστορία. Η συγκρότηση, εντούτοις, ενός γνωσιολογικού επιχειρήματος που θα απαντά στις απαιτήσεις της επιστήμης αποβαίνει στις ημέρες μας περισσότερο από αναγκαία, προκειμένου ο χειμαζόμενος κόσμος της νεοτερικότητας να αποσείσει τις βεβαιότητές του, με τον ίδιο τρόπο που έπραξε στη φάση της μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό με όχημα τον Διαφωτισμό. Ο τελικός στόχος είναι να εγκατασταθεί σε ένα νέο διανοητικό περιβάλλον, ομοθετικό προς την εποχή του και τη δυναμική της εξέλιξης.
Τέλος, θέλω να επανέλθω από τη θέση αυτήν και να επαναλάβω τις ευχαριστίες μου σε όσους αναφέρω στον Πρόλογο του Γ΄ τόμου του παρόντος έργου ότι με συνέδραμαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στο εγχείρημά μου, με την προσθήκη του Σιδέρη Τσανακτσή, ιδιαίτερα δε των κυριών Αλίκης Σαλίμπα και Βανέσσας Ντόμη, που ανέλαβαν τη φιλολογική επιμέλεια των Ε΄και ΣΤ΄τόμων με γνώση και υψηλό αίσθημα ευθύνης.
Αθήνα, 18 Μαρτίου 2021
- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -
Περιεχόμενα
Στη διαπραγμάτευση του ελληνικού/ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος που διεξήλθαμε στο ανά χείρας έργο, η βυζαντινή οικουμένη καταλαμβάνει μια δυσανάλογα ισχυρή θέση σε σχέση με τις προηγούμενες φάσεις, την κρατοκεντρική και την οικουμενική, της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής. Η εν λόγω επιλογή κρίθηκε επιβεβλημένη, προεχόντως εκ του γεγονότος ότι η συγκεκριμένη περίοδος υπήρξε κομβική από κάθε άποψη για την κοσμοϊστορία, δεδομένου ότι συναντάται με την απώτερη αρχαιότητα, τη μεταβυζαντινή εποχή του ελληνισμού, τον κόσμο των ιταλικών πόλεων, τον εσπεριανό Μεσαίωνα και, οπωσδήποτε, με τη μετάβαση στη μεγάλη κλίμακα, τη γνωστή και ως νεοτερικότητα.
Η εν λόγω προσέγγιση του Βυζαντίου κατέστη εκ των ων ουκ άνευ αναγκαία από τη στιγμή που αποτέλεσε ένα σημείο πρωτοφανούς ιδεολογικής χειραγώγησης, της οποίας οι συνέπειες εξακολουθούν να βαρύνουν καταλυτικά, όχι μόνον στην πρόσληψη του παρελθόντος, αλλά κυρίως του παρόντος και του μέλλοντος.
Ώστε η επιλογή να ακολουθήσουμε τη μέθοδο της ανάδειξης των πηγών σε προμετωπίδα της προβληματικής μας, σε ό,τι αφορά ιδίως στο Βυζάντιο, υπαγορεύθηκε από τη διττή ανάγκη αφενός να στηρίξουμε το εγχείρημά μας για την αποκάθαρση της κοινωνικής επιστήμης από το ιδεολογικό φορτίο της νεοτερικότητας, αφετέρου να συγκροτήσουμε μια στέρεη γνωσιολογία. Αμφότερα τα εγχειρήματα βασίστηκαν στην αδιαμφισβήτητη αποδεικτική αξία των πηγών.
Διαπιστώσαμε ήδη παραστατικά ότι η νεοτερικότητα παραμένει βυθισμένη στις ιδεολογικές βεβαιότητές της. Μάλιστα τις διακινεί δίκην απαράβατης επιστημονικής αλήθειας, προκειμένου να νομιμοποιήσει κρίσιμες ως προς τη σημασία τους επιλογές που υποκρύπτονται πίσω από τις δύο μεγάλες ρήξεις, τις οποίες ο λεγόμενος Διαφωτισμός επεξεργάσθηκε σταδιακά με αφετηρία τη μετάβαση από τη δεσποτεία στον πρώιμο ανθρωποκεντρισμό.
Η υποβολή των πορισμάτων της νεοτερικής «επιστήμης» στη δοκιμασία της κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας αποτέλεσε τη σταθερά σε όλη την έκταση του ανά χείρας έργου, με σημείο αναφοράς την αποδεικτική ικανότητα των πηγών. Εντούτοις, η περίπτωση του Βυζαντίου εγείρει πλήθος άλλων ζητημάτων που επιβάλλουν έναν πιο διεξοδικό διάλογο της κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας με τη νεοτερική «επιστήμη». Από τον διάλογο αναμένεται να αναδειχθεί εναργέστερα το γνωσιολογικό αβαθές της φερόμενης ως κοινωνικής επιστήμης που διακινεί η νεοτερικότητα και το οποίο ομολογεί, σε τελική ανάλυση, την αδυναμία της να συναντηθεί με τις πραγματικότητες της ίδιας της εποχής της. Ο δε διάλογος θα αποκαλύψει έτι περαιτέρω τις μεθερμηνείες εις βάρος του ελληνικού κόσμου της απωτάτης αρχαιότητας, προκειμένου η νεοτερικότητα να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς της με την ίδια τη φυσιογνωμία και τα πεπραγμένα της. Θα διευκρινισθεί, επίσης, ο χαρακτήρας της μεταβυζαντινής θητείας του ελληνικού/ανθρωποκεντρικού κόσμου και εντέλει του εγχειρήματος της δυτικής απολυταρχίας να επωφεληθεί της αποτυχίας του επαναστατικού διαβήματός του το 1821, προκειμένου να επιτύχει την τελική ακύρωση του ελληνικού δρόμου προς τη μεγάλη κλίμακα.
Υπό το πρίσμα αυτό, αναμένεται να αποτιμηθούν οι συνέπειες της επικράτησης του δυτικού δρόμου προς τη νεοτερικότητα για τον σύγχρονο κόσμο, συνέπειες που καθίστανται ορατές, κυρίως όμως εξαιρετικά επίκαιρες, στο μεταίχμιο της μετάβασης στην επόμενη φάση της, καθοδόν προς την ανθρωποκεντρική ολοκλήρωση από την οποία διερχόμαστε στις ημέρες μας.
Από τον διάλογο της κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας με τη νεοτερική «επιστήμη» θα δοκιμασθεί προφανώς η επιχειρησιακή αξία της επιστημονικής πρότασης που κομίζει, και προεχόντως η συνειδητοποίηση της ανάγκης για ένα νέο γνωστικό εγχείρημα που θα δίνει απαντήσεις στα κρίσιμα ερωτήματα της επιστήμης και θα επικεντρώνεται στη θέση που κατέχει η νεοτερικότητα στην ταξινομία της ανθρωποκεντρικής βιολογίας και, κατ’ επέκταση, στην προβληματική της μετάβασης προς τη μετά από αυτήν εποχή.
Η ανάγκη μιας νέας επιστήμης αποβαίνει επιτακτική λόγω της διαπιστούμενης ήδη υπέρβασης με ραγδαίους ρυθμούς του (οικονομικού, επικοινωνιακού, θεσμικού, πολιτισμικού, αξιακού κ.λπ.) κόσμου που οικοδόμησε η φάση της μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό. Υπέρβαση η οποία μάλιστα γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στο πεδίο των αξιών και των θεσμών που στις ημέρες μας παραμένουν ερμητικά εγκλεισμένοι στο σπήλαιο του 18ου αιώνα το οποίο οικοδόμησαν οι πνευματικοί θύλακες του Διαφωτισμού.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιστροφή των κοινωνιών στο μέλλον δεν θα αναμένει τη διανόηση να υποδείξει τον δρόμο, καθώς σε περιόδους μετάβασης οι φορείς της είναι εκείνοι που περιχαρακώνονται στο βιούμενο παρελθόν, αρνούμενοι να εναρμονισθούν με το δίκαιο της ανάγκης που κινεί την Ιστορία. Η συγκρότηση, εντούτοις, ενός γνωσιολογικού επιχειρήματος που θα απαντά στις απαιτήσεις της επιστήμης αποβαίνει στις ημέρες μας περισσότερο από αναγκαία, προκειμένου ο χειμαζόμενος κόσμος της νεοτερικότητας να αποσείσει τις βεβαιότητές του, με τον ίδιο τρόπο που έπραξε στη φάση της μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό με όχημα τον Διαφωτισμό. Ο τελικός στόχος είναι να εγκατασταθεί σε ένα νέο διανοητικό περιβάλλον, ομοθετικό προς την εποχή του και τη δυναμική της εξέλιξης.
Τέλος, θέλω να επανέλθω από τη θέση αυτήν και να επαναλάβω τις ευχαριστίες μου σε όσους αναφέρω στον Πρόλογο του Γ΄ τόμου του παρόντος έργου ότι με συνέδραμαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στο εγχείρημά μου, με την προσθήκη του Σιδέρη Τσανακτσή, ιδιαίτερα δε των κυριών Αλίκης Σαλίμπα και Βανέσσας Ντόμη, που ανέλαβαν τη φιλολογική επιμέλεια των Ε΄και ΣΤ΄τόμων με γνώση και υψηλό αίσθημα ευθύνης.
Αθήνα, 18 Μαρτίου 2021
- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -