Το βιβλίο του Γ.Κοντογιώργη προτείνει μια τυπολογία των οικονομικών συστημάτων που όχι μόνο υπερβαίνει τις κατεστημένες και εν πολλοίς παρωχημένες αντιλήψεις της νεοτερικότητας, αλλά και αξιολογεί την τελευταία ως ένα απλώς πρώιμο μετα-φεουδαλικό ή πρωτο-ανθρωποκεντρικό στάδιο στη διαδικασία εξελικτικής ολοκλήρωσης του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος.
Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι «η νεότερη οικονομική επιστήμη εδράζεται στην απολύτως εσφαλμένη αξιωματική αρχή ότι το σύστημα ανήκει εξ ορισμού στην ιδιοκτησία. Ως προς αυτό, διαπιστώνει ότι η νεοτερικότητα συγχέει προφανώς την ιδιοκτησία ως γεγονός που αφορά στα μέσα της παραγωγής (λ.χ. επί του κεφαλαίου), με την ιδιοκτησία επί του συστήματος της παραγωγής, για παράδειγμα μιας επιχείρησης. Η διάκρισή τους όμως έχει καταστατική σημασία, ιδίως ως προς τις επιπτώσεις της στην εργασία του πολίτη ή του μη πολίτη, για παράδειγμα του οικονομικού μετανάστη.
Περιγραφή
Υπό το πρίσμα αυτό, σημειώνει, «μπορεί να κατανοηθεί πλήρως η «περιπέτεια» του μαρξικού προτάγματος και οι εφαρμογές του στο πεδίο του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ο υπαρκτός σοσιαλισμός επαγγέλθηκε όντως την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα της παραγωγής, όχι την ιδιοκτησία επί του συστήματος. Το επιχείρημα του σοσιαλισμού συνοψιζόταν στο ότι η ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα της παραγωγής είναι υπαίτια της εκμετάλλευσης και όχι ειδικότερα η ιδιοκτησία επί του συστήματος της οικονομίας. Αφού η πρώτη συνέχεται, από τη φύση της, με τη δεύτερη, αυτή είναι στη βάση της μειονεκτικής θέσης της κοινωνίας στην παραγωγική διαδικασία και, κατ’επέκταση, του συστήματος εκμετάλλευσης.
Εξού και προέκρινε εντέλει όχι την κατάργηση της ιδιοκτησίας γενικώς ή έστω τον αναδασμό της, αλλά την απόδοσή της συλλήβδην –τόσο των μέσων της παραγωγής όσο και του συστήματος της οικονομίας– στο κράτος. Με τον τρόπο αυτό, το κράτος, που από την πλευρά του διατηρούσε επίσης την ιδιοκτησία επί του πολιτικού συστήματος, συγκέντρωνε στα χέρια του μια εκρηκτική δύναμη που το μετέβαλε και τυπικά σε απολυταρχικό μόρφωμα.
Ώστε, «η διαφορά μεταξύ φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού εστιάζεται αποκλειστικά στο ζήτημα της διασποράς ή της συγκέντρωσης της ιδιοκτησίας επί του συστήματος, που εξέφρασε το δίλημμα ιδιωτική ή κρατική ιδιοκτησία. Κανένας όμως δεν συναινεί στην απόδοση του συστήματος στους φορείς της εργασίας και, υπό μια άλλη έννοια, στην ευρύτερη κοινωνία. Και στον μεν και στον δε, ο φορέας της εργασίας, εν ολίγοις η κοινωνία, καλείται να συναντηθεί με το σύστημα της οικονομίας, είτε στο πεδίο της (εξαρτημένης) εργασίας είτε στο πεδίο της κατανάλωσης. Το σύστημα παραμένει ερμητικά συνυφασμένο με την ιδιοκτησία.
Το ζήτημα, εναλλακτικά, δεν είναι η κατάργηση του κεφαλαίου, αλλά της μονοσήμαντης ιδιοκτησίας του κεφαλαίου ή της εργοδοσίας επί του συστήματος».
Η τυπολογία των οικονομικών συστημάτων που προτείνει ο ΓΚ παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς το ανάπτυγμα της ελευθερίας στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο, σε περιοχές δηλαδή οι οποίες στις μέρες μας παραμένουν άγνωστες. Το ανάπτυγμα αυτό υπαγορεύει την αποσύνδεση είτε του φορέα της εργασίας από το οικονομικό σύστημα είτε την απόδοσή του στους συντελεστές της παραγωγής είτε τέλος στην μετάβαση από την «εργασία-εμπόρευμα» στην «εργασία-κεφάλαιο» και, κατ’επέκταση, στην «εταιρική εργασία».
Στις σελίδες του βιβλίου ο αναγνώστης θα βρεθεί αντιμέτωπος με ερωτήματα όπως: Τι παράγει την εκμετάλλευση; Η ιδιοκτησία επί του κεφαλαίου ή επί του συστήματος της οικονομίας; Ποια η διάκριση μεταξύ «εργασίας εμπορεύματος» και «εργασίας κεφαλαίου»; Γιατί κατέρρευσαν οι υπαρκτοί φιλελευθερισμός και σοσιαλισμός; Γιατί οι σοσιαλιστές διαγκωνίζονται με τους νεοφιλελεύθερους για τον επιχειρησιακό έλεγχο του συστήματος της «αγοράς»; Γιατί το κοινωνικό πρόβλημα επιδιώκεται να επιλυθεί διά «μεταφοράς» και όχι, όπως στο παρελθόν, στον τόπο της παραγωγής του; Τι είναι αυτό που οδήγησε στην παρούσα κρίση και ποια είναι η σημειολογία της; Που πηγαίνει εντέλει ο κόσμος της εργασίας, τα οικονομικά συστήματα και, σε τελική ανάλυση, η σχέση μεταξύ της οικονομικής και της πολιτικής «αγοράς»;
Το απόσπασμα που ακολουθεί αντιμετωπίζει το ζήτημα της εργασίας του πολίτη στη διαλεκτική της σχέση με την εργασία του οικονομικού μετανάστη.
«…Η αντίθεση που επισημαίνεται ανάμεσα στην εργασία του πολίτη και στην εργασία του οικονομικού μετανάστη είναι όντως πραγματική, έχει δηλαδή δομικό χαρακτήρα, ή ο ξένος αποτελεί απλώς την εύκολη αιτία, μια νομιζόμενη απειλή εναντίον της εργασίας του πολίτη;
Πρώτα-πρώτα, διαπιστώνεται ότι τόσο η εργασία του πολίτη όσο και η εργασία του οικονομικού μετανάστη έχουν κοινή θεμελίωση. Ανήκουν και οι δύο στην εποχή της μετα-φεουδαλικής ή, αλλιώς, πρωτο-ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης. Συναντώνται δηλαδή –ως μορφές εργασίας– με το οικονομικό σύστημα και τον ιδιοκτήτη του, εξωθεσμικά είτε στον χώρο της παραγωγής (και επομένως με όχημα τη σύμβαση εργασίας) είτε στο πεδίο της κατανάλωσης.
Κατά τούτο, διαφεύγει της προσοχής ότι το σημερινό σύστημα είναι ακριβώς η προέκταση εκείνου της δεσποτείας. Με μια διαφορά. Η ιδιοκτησία επί του συστήματος που απαντάται στη μετα-δεσποτική εποχή δεν εκτείνεται και στους φορείς της εργασίας. Στο μέτρο, όμως, που το σύστημα χρειάζεται την εργασία, ο ιδιοκτήτης συμβάλλεται μαζί της, ουσιαστικά την αγοράζει αντί χρηματικής αμοιβής. Ο φορέας της εργασίας, εισφέροντάς την εθελουσίως –με τον όρο της εξάρτησης–, ουσιαστικά παραιτείται από ένα θεμελιώδες διακύβευμα, την αυτονομία του.
Είναι γεγονός ότι ο πολίτης και ο οικονομικός μετανάστης συνάπτουν ενοχική σύμβαση με τον ιδιοκτήτη του συστήματος, από την οποία δηλαδή μπορούν να αποχωρήσουν οικεία βουλήσει όποτε το θελήσουν1. Όμως, η σύμβαση αυτή, πέραν των επιπτώσεών της στο πεδίο της ελευθερίας, είναι από τη φύση της ετεροβαρής. Είναι ετεροβαρής διότι δεν συνάπτεται μεταξύ ισοτίμων εταίρων. Ο ένας είναι κάτοχος/ιδιοκτήτης του συστήματος και, επομένως, το συγκροτεί, το διοικεί και αποφασίζει για την τύχη του και, στο πλαίσιο αυτό, για την τύχη της εργασίας. Ο άλλος όχι. Με τη σύμβαση ο εργαζόμενος δεν υπεισέρχεται στο σύστημα ως εταίρος/συντελεστής του. Η παροχή εργασίας στο σύστημα δεν τον μεταβάλλει σε μέλος του.
Αυτό σημαίνει ότι, μολονότι οι διαφορές μεταξύ εργασίας και εργοδοσίας έχουν ως πηγή τη συνάντησή τους στο πεδίο της παραγωγής, δηλαδή στο εσωτερικό του συστήματος, η διαπραγμάτευση του εργασιακού καθεστώτος προόρισται τελικά να γίνει έξω από αυτό, στο επίπεδο της πολιτικής. Εδώ ακριβώς έγκειται η διαφοροποίηση της εργασίας του πολίτη από την εργασία του οικονομικού μετανάστη. Ο πολίτης δύναται να επικαλεσθεί το πολιτικό του όπλο, την ψήφο του (την απεργία ή τη διαδήλωση), να υποστηρίξει πολιτικά την εργασιακή του θέση, έτσι ώστε να την εγγράψει στις θεματικές του δημοσίου χώρου.
Με τη μετάταξη της σχέσης μεταξύ εργασίας και ιδιοκτησίας στη δημόσια σφαίρα, ο εργαζόμενος πολίτης κατόρθωσε να κατοχυρώσει σειρά περιορισμών στην ιδιοκτησία και υποχρεώσεων στο κράτος, να την μεταβάλλει επομένως σε μια κατά το μάλλον ή ήττον προκαθορισμένη κανονιστική πραγματικότητα. Εν προκειμένω, η φύση της σχέσης μεταξύ εργασίας και εργοδοσίας δεν αλλάζει. Όμως η μεταφορά της στη δημόσια σφαίρα επιφέρει αναλόγως περιορισμούς στη δυνατότητα της οικονομικής αγοράς να υπαγορεύει τους όρους της στην εργασία.
Στον αντίποδα, η εργασία του οικονομικού μετανάστη υπόκειται ευθέως στους νόμους της αγοράς, δηλαδή στους συσχετισμούς δύναμης, που υπαγορεύει ουσιαστικά η εργοδοσία. Το άμεσο συγκριτικό γνώρισμα της εργασίας του οικονομικού μετανάστη είναι αυτό. Δεν είναι όμως το μοναδικό και ίσως όχι το κυριότερο.
Αν όντως η φθηνή εργασία ήταν το μοναδικό κίνητρο του κεφαλαίου, θα επέλεγε, χωρίς άλλο, δηλαδή κατά τρόπο μονοσήμαντο, τη μετατόπισή του στις χώρες όπου αυτή προσφέρεται «άνευ όρων». Συνδυάζεται προφανώς και με άλλους παράγοντες, όπως η κανονιστική ασφάλεια των χωρών της πρωτοπορίας, η ποιότητα ζωής για τους διοικητικούς της συντελεστές, οι επικοινωνιακές ευκολίες, η προσβασιμότητα στις αγορές, η πολιτική του υποστήριξη κ.λπ.
Κατά τούτο, πρωταρχικό συγκριτικό πλεονέκτημα της εργασίας της οικονομικής μετανάστευσης στις χώρες της πρωτοπορίας, αποβαίνει η πίεση που αυτή ασκεί στην εργασία του πολίτη, προκειμένου να εξουδετερώσει τη δυνατότητά του να υποστηρίζει πολιτικά τα κεκτημένα που συνδέονται με αυτήν. Η εργοδοσία ευελπιστεί έτσι να επαναφέρει την εργασία του πολίτη από την πολιτική αγορά (τη δημόσια σφαίρα) στην οικονομική αγορά. Να την υποτάξει δηλαδή στους κανόνες της και να τη μεταβάλει σε εμπόρευμα. Να την εξομοιώσει με εκείνη του οικονομικού μετανάστη, σε ό,τι αφορά στους όρους παροχής της, αλλά και για την αμοιβή της και, φυσικά, για τα συνοδευτικά με την εργασία δικαιώματα (πρόνοια κ.λπ).
Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται στην ανταγωνιστική παρουσία της εργασίας-εμπορεύματος που εισφέρει η οικονομική μετανάστευση στην εσωτερική αγορά εργασίας των χωρών της πρωτοπορίας. Εξού και πολλοί διατείνονται ότι εάν αυτή ενσωματωθεί, δηλαδή εξομοιωθεί με την εργασία του πολίτη, θα εκλείψει το πρόβλημα.
Αναγνώρισα ήδη τη βαρύτητα του ζητήματος αυτού. Όμως, δεν αποτελεί την πρωτογενή αιτία. Η προσέγγιση αυτή δεν είναι απλώς εσφαλμένη στη φιλοσοφική της σύλληψη, αφού συνδυάζεται με το δόγμα ότι αιτία της εκμετάλλευσης είναι το κεφάλαιο (ο καπιταλισμός). Είναι και λογικά αντιφατική, διότι η ενσωμάτωση αυτή καθεαυτή της «ώνιας εργασίας» (της εργασίας εμπορεύματος), αφενός θα πολλαπλασιάσει τον αριθμό των πολιτών που θα προσφέρουν ισότιμη οικονομική εργασία και, αφετέρου, θα αυξήσει τη ζήτηση νέων οικονομικών μεταναστών για να καλύψουν το κενό της «ώνιας εργασίας». Συγχρόνως, η επιλογή αυτή δεν θα σταθεί ικανή να αποτρέψει τη μετακόμιση του κεφαλαίου στις χώρες της περιφέρειας, εφόσον ορθωθούν ανυπέρβλητα αναχώματα στην εισαγωγή «ώνιας εργασίας».
5. Πού βρίσκεται λοιπόν η λύση; Όσο και αν φανεί παράξενο, το πρόβλημα είναι πρωταρχικά γνωσιολογικό. Η αντίληψη που κυριαρχεί σήμερα στην οικονομική θεωρία είναι ότι το οικονομικό σύστημα της εποχής μας, όπως εξάλλου και το σύγχρονο πολιτικό σύστημα, είναι η απόληξη μιας ασύγκριτης ανωτερότητας και σε κάθε περίπτωση τελειωτικό. Δηλαδή μη επιδεκτικό περαιτέρω εξέλιξης υπό το πρίσμα μιας τυπολογικά και όχι απλώς μορφολογικά μετάλλαξής του, με γνώμονα την πρόοδο της ανθρώπινης κατάστασης. Όμως δεν είναι έτσι.
Επισήμανα ήδη ότι το παρόν (οικονομικο-κοινωνικό και πολιτικό) σύστημα προσήκει εξελικτικά στην πρώιμη φάση του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος και συγκεκριμένα στο στάδιο της μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό. Το ερώτημα, στο πλαίσιο αυτό, είναι αν επιβεβαιώνεται ως εφικτή η περαιτέρω εξέλιξη του συστήματος αυτού στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα και προς ποια κατεύθυνση.
Η εποχή μας δεν προσφέρει παρά μόνον ορισμένες ενδείξεις για την κατεύθυνση της εξέλιξης, οι οποίες για να αποτιμηθούν ορθά πρέπει να ενταχθούν σε ένα ορισμένο, σφαιρικό γνωσιολογικό πλαίσιο, το οποίο όμως δεν υπάρχει. Η γνωσιολογία της νεοτερικότητας είναι καταγραφική του παρόντος και, μάλιστα, κατά τρόπο που δεν αφήνει περιθώρια υποβολής του σε κριτική δοκιμασία.
Όπως ήδη διαπιστώσαμε, η μεταβολή της σχέσης μεταξύ εργασίας και ιδιοκτησίας (εργοδοσίας) σε υπόθεση δημοσίου συμφέροντος επήλθε λόγω της πολιτικής βαρύτητας που απέκτησαν οι μάζες με την είσοδό τους στην πολιτική (η καθολική ψήφος ή η πολιτειότητα). Με άλλα λόγια, η οικονομική μετανάστευση επέσπευσε τις εξελίξεις, δεν αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία της αδυναμίας εφεξής των δυνάμεων της εργασίας να υποστηρίξουν πολιτικά την υπόθεσή τους. Η γενεσιουργός αιτία εστιάζεται στον συνδυασμό του τέλους της φάσης που έκανε εφικτή την εξωθεσμική συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική, στο πολιτειακό περιβάλλον όπου το πολιτικό σύστημα το ενσαρκώνει το κράτος, με την αυτονόμηση των θεμελιωδών παραμέτρων του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος (ιδίως της οικονομίας και της επικοινωνίας). Όντως, πριν από τη λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση», συνέτρεχε, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, μια σχετική συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική, η οποία διερχόταν από την ιδεολογική διασταύρωση των πολιτικών δυνάμεων με τα ομόλογα κοινωνικά στρώματα (βασικά οι ιδεολογίες του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού).
Σήμερα, όχι μόνο δεν συντρέχει αυτό, αλλά και η δυναμική ισορροπία που είχε εγκαθιδρυθεί στη σχέση μεταξύ κοινωνίας, κράτους και αγοράς έχει πλήρως διαρραγεί2. Η τελευταία έχει αποβεί εξολοκλήρου κυρίαρχη στο πεδίο της οικονομίας και της ιδεολογίας και έχει επιβάλει πλήρως τους νόμους της στην πολιτική. Η κοινωνία των πολιτών βρίσκεται, επομένως, αντιμέτωπη με την ιδιώτευση και την αποξένωση από την πολιτική και σε δεινή θέση σε ό,τι αφορά στην κοινωνικο-οικονομική της κατάσταση. Αν αποκωδικοποιήσουμε το περιεχόμενο της ανησυχίας των ιθυνόντων κατά την πρόσφατη κρίση, θα διαπιστώσουμε με έκπληξη ότι σκοπός της πολιτικής δεν είναι το συμφέρον της κοινωνίας. Το ενδιαφέρον τους εστιάζεται στη διαχείριση της κοινωνικής δυσαρέσκειας έτσι ώστε να μη διαταραχθεί η κοινωνική ειρήνη και συνοχή, δηλαδή το κεκτημένο της αγοράς.
Σε κάθε περίπτωση, στις προτεραιότητες της πολιτικής δεν εμπεριέχεται η αποτροπή της μετατροπής της εργασίας του πολίτη σε εργασία-εμπόρευμα, ούτε πολλώ μάλλον ο συνδυασμός της προστασίας αυτής με μια αντίστοιχη κανονιστική εξοικονόμηση της εργασίας της οικονομικής μετανάστευσης. Έχει μάλιστα ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι οι δυνάμεις της «εκσυγχρονιστικής» Αριστεράς και οι δυνάμεις του φιλελευθερισμού συγκλίνουν ως προς το σημείο της συνάντησής τους, δηλαδή στην πολιτική κυριαρχία του πνεύματος της αγοράς και, από μια άλλη άποψη, στην απέχθειά τους προς την κοινωνία των πολιτών.
Εδώ ακριβώς αναδεικνύεται ο πυρήνας του πολιτικού προβλήματος: η ιδιοκτησιακή θεμελίωση του πολιτικού συστήματος, που οδηγεί στην ενσάρκωσή του, με όρους ταυτολογίας, από το κράτος. Το αδιέξοδο, στο πλαίσιο αυτό, έγκειται στο ότι, ενώ η συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική δεν είναι πια εφικτή στο εξωθεσμικό πεδίο της ιδεολογίας ή της ταξικής αναφοράς, η νεοτερική θεωρία επιμένει να αποκλείει κάθε ιδέα ανασύνδεσης της κοινωνίας με το οικονομικό και το πολιτικό σύστημα σε νέες βάσεις.
Όντως, η συγκρούσεις που ταλάνισαν τον κόσμο, ιδίως τον περασμένο αιώνα, είχαν ως πρόσημο τον έλεγχο της ιδιοκτησίας/συστήματος, το διακύβευμα εάν αυτή θα περιερχόταν στη δημόσια ή στην ιδιωτική σφαίρα. Σε καμιά περίπτωση, όμως, η κοινωνία δεν περιελήφθη ως συντελεστής στο διακύβευμα αυτό. Και τούτο διότι ζητούμενο γι’αυτήν ήταν η μετάβαση από τη δουλοπαροικία στην ατομική ελευθερία, η οποία διερχόταν υποχρεωτικά από την κατοχύρωση της αυτονομίας του ιδιωτικού χώρου και όχι από την ιδιοκτησία του (οικονομικού και/ή πολιτικού) συστήματος.
Σήμερα, το δίλημμα αυτό εξέλιπε και, ελλείψει άλλου, που θα προσέδιδε στο πρόταγμα των δυνάμεων της Αριστεράς προοδευτικό πρόσημο, το διακύβευμα εστιάζεται μονοσήμαντα στο αίτημα της ενσωμάτωσης της οικονομικής μετανάστευσης. Το αίτημα αυτό, όπως τίθεται, εισάγει στην πραγματικότητα την οικονομική μετανάστευση ως εναλλακτικό συντελεστή της πολιτικής ζωής, στη θέση της κοινωνίας των πολιτών. Στην πραγματικότητα εντούτοις βοηθάει τις κρατούσες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, που διακονούν τις ιδεολογίες του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού, να διέρχονται εν σιωπή το κεντρικό πρόβλημα: που είναι ο αποκλεισμός της κοινωνίας των πολιτών από την πολιτική και, μάλιστα, από το πολιτικό σύστημα, η οποία συνεπάγεται εντέλει τη διάρρηξη της ισορροπίας μεταξύ κράτους, κοινωνίας και αγοράς. Διάρρηξη η οποία, εάν συνεχισθεί, θα οδηγήσει αναπόφευκτα στη σταδιακή μετατροπή της εργασίας του πολίτη από σχέση δημοσίου δικαίου σε υπόθεση της αγοράς και, περαιτέρω, σε εμπόρευμα υποκείμενο στους νόμους της ή, αναλόγως, στη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής και ειρήνης.
Το αδιέξοδο της εποχής μας έγκειται ακριβώς στο ότι ο μεν φιλελευθερισμός διδάσκει πως η (οικονομική) αγορά (επομένως η παραγωγικότητα κ.λπ.) και όχι η κοινωνία (των πολιτών) οφείλει να αποτελεί τον σκοπό της πολιτικής και, υπό μια άλλη έννοια, τον λόγο ύπαρξης των πολιτειακών μορφωμάτων (των κρατικών κοινωνιών). Ο δε σοσιαλισμός νομίζει ότι για την εκμετάλλευση ευθύνεται το κεφάλαιο και όχι η κληρονομημένη δεσποτική αντίληψη ότι ιδιοκτησία του κεφαλαίου και ιδιοκτησία του συστήματος ταυτίζονται εκ φύσεως. Σε κάθε περίπτωση, η κοινωνική ελευθερία δεν αποτελεί διακύβευμα ούτε του ενός ούτε του άλλου προτάγματος.
Ώστε, με γνώμονα τις προσεγγίσεις αυτές και με δεδομένες τις εξελίξεις στο πεδίο του συνόλου ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, είναι προφανές ότι η εργασία θα υποκύπτει ολοένα και περισσότερο στους νόμους της αγοράς και θα αντιμετωπίζεται ως εμπόρευμα. Για να επανέλθει η ισορροπία στα πράγματα καλούμαστε να υπερβούμε τις εμμονές της (πρωτο-ανθρωποκεντρικής) νεοτερικότητας και να εναρμονισθούμε με τα μελλούμενα: ο χρόνος που αρκούσε η ατομική ελευθερία, δηλαδή το σύστημα που την ικανοποιεί, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Με άλλα λόγια, η ανασύνταξη του οικονομικού και, πριν από αυτό, του πολιτικού συστήματος, που απαιτείται για την επιστροφή της κοινωνίας στα πράγματα, προϋποθέτει τη διεύρυνση της ελευθερίας στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο. Διότι η ελευθερία συνεπάγεται ακριβώς τη μετατόπιση του οικονομικού και πολιτικού συστήματος από την ιδιοκτησία (του ιδιώτη ή του κράτους) στην κοινωνία, άρα τη θεσμική υποστασιοποίηση της κοινωνίας εντός του συστήματος και όχι στο έδαφος της ιδιωτείας.
Όλα δείχνουν ότι η κατεύθυνση της εξέλιξης του νεότερου ανθρωποκεντρικού κόσμου οδεύει προς τα εκεί. Η οικονομική μετανάστευση θα ογκούται ολοένα και περισσότερο συντωχρόνω με την ενσωμάτωση της πλανητικής περιφέρειας στον ανθρωποκεντρισμό και την εμβάθυνση της βίας που παράγει η κρατοκεντρική συνάρθρωση του κοσμοσυστήματος. Με αποτέλεσμα, την προϊούσα επιβάρυνση της εργασίας των πολιτών ή, ακόμη, και την απόρριψή της3.
1. Εν αντιθέσει προς τον φορέα της εργασίας εμπορεύματος στην πόλη-κράτος, ο οποίος, προερχόμενος από τη δεσποτική περιφέρεια, συνήπτε εμπράγματη «σύμβαση», δηλαδή σχέση που προσιδίαζε στο καθεστώς της καταγωγής του και όχι σ’εκείνο του πολίτη της πόλης. Περισσότερα, ανωτέρω στο κεφάλαιο «Τα οικονομικά συστήματα υπό το πρίσμα της ελευθερίας», και στο έργο μου, Πολίτης και πόλις. Έννοια και τυπολογία της πολιτειότητας, όπ.παρ.
2. Περισσότερα στο έργο μου, 12/2008. Οι νέοι, η ελευθερία και το κράτος, όπ.παρ.
3. Απόρριψη η οποία συνδυάζεται επίσης με την υπεισέλευση της τεχνοδικτυακής παραμέτρου στην οικονομική διαδικασία. Βλέπε σχετικά στα έργα μου, «Η δημοκρατία στην τεχνολογική κοινωνία», Το Βήμα των κοινωνικών επιστημών, 18/1996, σελ. 5-26. και Η δημοκρατία ως ελευθερία. Δημοκρατία και αντιπροσώπευση, σελ. 763 επ.
(Στο περιοδικό Άρδην, 80/2010, σελ. 77-79)
- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -