Βαγγέλης Κάλιοσης*
Για να προβούμε στοιχειωδώς στο στοχαστικό διάβημα που προοικονομεί ο τίτλος του παρόντος άρθρου οφείλουμε πρωτίστως να αποσαφηνίσουμε σε τι συνίσταται καθένα από τα δύο σκέλη του, έτσι ώστε ακολούθως να εξετάσουμε πώς το δεύτερο δύναται να επικαθορίσει το πρώτο.
Ως εκπαιδευτικό σύστημα υπό την πλέον ευρεία οπτική ορίζουμε τις αρχές, τους κανόνες, τις αξίες και τα μέσα που μία οργανωμένη πολιτεία επιλέγει, για να εκπαιδεύσει τα νεαρά μέλη της, προκειμένου αυτά να καταστούν ικανά πρωτογενώς προς επιβίωση και διαιώνιση του είδους τους και δευτερογενώς προς πραγμάτωση της ατομικής ευτυχίας και συνεπίτευξη της συλλογικής πολιτισμικής (οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής) προόδου. Αν συμφωνήσουμε σε αυτή την οριοθέτηση του εκπαιδευτικού συστήματος, τότε εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι το εκπαιδευτικό ζήτημα στην καθ’ ημάς πραγματικότητα έγκειται στη χαρακτηριστική ανακολουθία μεταξύ των επιμέρους διακηρυγμένων στόχων και των διαπιστωμένων αποτελεσμάτων. Εκεί που ο στόχος είναι η κατάκτηση της γνώσης ως αποτέλεσμα εμφανίζεται η ενσωμάτωση της κυρίαρχης ιδεολογίας. Αντί για οικονομική ανάπτυξη έχουμε παρατεταμένη κρίση και διάλυση ακόμη και των υφιστάμενων παραγωγικών δομών. Έναντι της επιζητούμενης κοινωνικής συνοχής δεσπόζουν ο φατριασμός, το κομματικό συμφέρον, οι ακραίες ταξικές αντιθέσεις, η εξάλειψη της ταυτοτικής συνείδησης και η πλήρης ιδιώτευση. Στη θέση του υπεύθυνου πολίτη, φορέα και εγγυητή μιας δημοκρατικής πολιτείας, προκύπτει ο υπήκοος, παθητικός δέκτης των επιλογών μιας δεσπόζουσας πολιτικής τάξης, η οποία βαφτίζει δημοκρατία την επιβεβλημένη από την ίδια ολιγαρχία. Μπροστά στο θεμελιώδες ζητούμενο της αυτονομίας, το νεαρό άτομο εθίζεται συστηματικά στην ετερονομία, με απότοκο η ατομική ευτυχία, όπως και αν την προσμετρήσει κανείς, να παραμένει για την συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων μία χίμαιρα. Ακόμη και στο επίπεδο της πρωτογενούς στόχευσης αν επιχειρήσουμε αξιολόγηση, θα διαπιστώσουμε έκπληκτοι ότι χιλιάδες νέοι εξέρχονται της υποχρεωτικής εκπαίδευσης εντελώς απροετοίμαστοι στο πεδίο των απλών δεξιοτήτων, η πρόσκτηση των οποίων είναι άκρως αναγκαία για έναν αξιοπρεπή βίο, ενώ για πολλούς εξ αυτών η συμβολή στη διαιώνιση του είδους φαντάζει πολυτέλεια ή και άπιαστο όνειρο, κάτι που ποσοτικά τεκμαίρεται από τη στατιστικά καταγεγραμμένη διαρκώς μειούμενη γεννητικότητα.
Η κοσμοσυστημική γνωσιολογία, θεμελιωτής της οποίας είναι ο καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης, προτείνει μια ριζικά νέα Κοινωνική Επιστήμη, η οποία επαναπροσδιορίζει τις έννοιες που διακινεί η νεοτερική διανόηση από την εποχή του Διαφωτισμού μέχρι σήμερα, τις αποκαθάρει ιδεολογικά και εισάγει νέες, προκειμένου να ορίσει άγνωστα φαινόμενα στην εποχή μας. Το κομβικότερο από όλα, όμως, είναι ότι επιτρέπει στο σύγχρονο πολίτη να κατανοήσει ολιστικά το πολιτικό φαινόμενο και να αντικρύσει με διαύγεια τη θέση του μέσα σ’ αυτό. Ως εκ τούτου αποτελεί ένα καινοφανές εργαλείο σκέψης, το οποίο δύναται υπό προϋποθέσεις να εμπνεύσει στις σύγχρονες κοινωνίες τη δημιουργία ενός μαζικού κινήματος με το σαφές πρόταγμα της μετάβασης από το ισχύον ολιγαρχικό σύστημα στην πραγματική δημοκρατία, όπου το άτομο ως πολιτικό υποκείμενο θα κατακτήσει εξελικτικά την καθολική ελευθερία, που συνίσταται στην ατομική – τη μόνη που πρωτογενώς βιώνει σήμερα – στο πλήρες ανάπτυγμα της, την οικονομικοκοινωνική και εν τέλει την πολιτική ελευθερία. Πρόκειται για ένα σύστημα γνώσης που, θεμελιωμένο στο φιλοσοφικό στοχασμό του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα και στην ιστορική σκέψη του Θουκυδίδη και του Πολύβιου, συνιστά ένα εγχείρημα ανασυγκρότησης της ιστορίας με γνώμονα τον ελληνικό κόσμο των πόλεων κρατών, της ελληνιστικής και βυζαντινής οικουμένης και περαιτέρω τον μεσαίωνα και τη νεοτερικότητα. Με άλλα λόγια, παρέχει τη μέθοδο για τη σύλληψη και την ερμηνεία της κοινωνικής πραγματικότητας και του τρόπου εξέλιξης των ανθρώπινων κοινωνιών. Περιέχει, δηλαδή, τα τέσσερα προαπαιτούμενα της επιστήμης: την εννοιολογία των φαινομένων, την τυπολογία τους δυνάμει του περιεχομένου και του χρόνου στον οποίο ανήκουν, την εξελικτική βιολογία του κοινωνικού γίγνεσθαι με βάση την οποία προκύπτει η γέννηση, η εκδίπλωση κατά στάδια και η ολοκλήρωσή του και, τέλος, μια μεθοδολογία που εστιάζει τόσο στον τρόπο προσέγγισης του κοινωνικού ανθρώπου όσο και στη συγκριτική παραβολή του με ομόλογα φαινόμενα στον χωροχρόνο ή τοποθετούμενα σε μια διαφορετική κλίμακα. Κατά τούτο, η κοσμοσυστημική γνωσιολογία διασαφηνίζει το παρελθόν του κοινωνικού ανθρώπου, εγγράφει στην ταξινομία της εξελικτικής βιολογίας το εκάστοτε βιούμενο στάδιο, προδιαγράφει τις φάσεις που μέλλεται να διανύσει στον κοσμοσυστημικό χρόνο και προκρίνει την ανασυγκρότηση του κοινωνικού κόσμου σε μεγάλες ομάδες ομοειδών εξ απόψεως ιδιοσυστασίας κοινωνικών οντοτήτων, που αρθρώνουν ένα κοινό σύνολο το οποίο αποκαλείται κοσμοσύστημα. Ως κοσμοσύστημα, δηλαδή, ορίζεται ένα σύνολο κοινωνιών που διαθέτει κοινά θεμέλια ως προς τις καταστατικές του παραμέτρους (την οικονομία, την επικοινωνία, την πολιτική τους συγκρότηση κ.ά.), καθώς και κοινές θεμέλιες αξιακές και ιδεολογικο-πολιτισμικές ορίζουσες, που το προικίζουν με εσωτερική αυτάρκεια και συνοχή. Υπό το πρίσμα αυτό, στην κοσμοϊστορία απαντώνται δύο κύριοι τύποι κοσμοσυστημάτων, το δεσποτικό και το ανθρωποκεντρικό. Διακρίνουσα παράμετρος των κοσμοσυστημικών αυτών τύπων ορίζεται η ύπαρξη ή μη της ελευθερίας. Στη δεσποτεία κυριαρχεί η δουλεία ή η δουλοπαροικία. Ο ανθρωποκεντρισμός εδράζεται στην ελευθερία, κατ’ ελάχιστον στο πεδίο της προσωπικής ζωής (η ατομική ελευθερία) και κατά μέγιστον στο πεδίο της κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής ζωής. Η ελευθερία ορίζεται ως αυτονομία και κατά τούτο αντιβαίνει στο απλό «δικαίωμα», το οποίο οριοθετεί απλώς το πεδίο της βιούμενης (λ.χ. της ατομικής) ελευθερίας εκεί όπου η ελευθερία δεν είναι συντρέχουσα (λ.χ. στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο). Η βίωση της κοινωνικής και της πολιτικής ελευθερίας αθροίζεται σωρευτικά στην ατομική και δεν την αναιρεί.[i].
Από την προηγηθείσα αποσαφήνιση, λοιπόν, προκύπτει ότι η κοσμοσυστημική γνωσιολογία μάς παρέχει τρεις θεμελιώδεις ορίζουσες για έναν ριζικό μετασχηματισμό του εκπαιδευτικού συστήματος, έτσι ώστε αυτό να πάψει να αποτελεί καρκινοβατόν ζήτημα μιας νοσούσης κοινωνίας και να αναδειχθεί σε μοχλό τροχοδρόμησής της στην πρόοδο με πρόσημο την ελευθερία. Οι ορίζουσες αυτές είναι: η γνώση, η εξέλιξη και ο απώτερος σκοπός.
Η γνώση, που μας παρέχει, μας επιτρέπει να αντιληφθούμε σε βάθος και με πλήρη συνείδηση κάτι που όλα τα παθογενή συμπτώματα του ισχύοντος εκπαιδευτικού συστήματος μας το υποδεικνύουν, ότι δηλαδή ως δημιούργημα της νεοτερικότητας, για να υπηρετήσει τις ανάγκες του πρώιμου ανθρωποκεντρισμού μεγάλης κλίμακας, έχει προ πολλού ολοκληρώσει τον ιστορικό του κύκλο συμβάλλοντας στο στοιχειώδη εγγραμματισμό της μεγάλης μάζας του πληθυσμού, έτσι ώστε αυτός να είναι σε θέση να βιώνει την θεμέλια ατομική ελευθερία. Πλέον όμως, στο πέρας του πρώτου πέμπτου του 21ου αιώνα, δεδομένης της ραγδαίας επιστημονικής και τεχνοδικτυακής προόδου, το ανάπτυγμα των κοινωνιών έχει υπερβεί κατά πολύ τα όρια του πρώτου προαντιπροσωπευτικού σταδίου του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μεγάλης κλίμακας, που εγκαινιάζεται με το Διαφωτισμό και πολιτικά συνίσταται σε ένα πολίτευμα το οποίο ευφημιστικά αυτοπροσδιορίζεται ως κοινοβουλευτική δημοκρατία, αλλά στην πράξη είναι μια εκλόγιμη μοναρχία ή μοναρχευομένη ολιγαρχία. Μοιραία, λοιπόν, οι εκπαιδευόμενοι σε όλες τις βαθμίδες και σε όλους τους τύπους σχολείων είναι σαν να φορούν ένα μαθητικό κοστούμι που τους στενεύει ασφυκτικά. Πρακτικά αυτό εκφράζεται με την αφόρητη ανία που βιώνουν οι μαθητές στις αίθουσες, η οποία προϊόντος του χρόνου τείνει να μεταλλαχθεί σε εχθρότητα προς κάθε τι εκπαιδευτικό, από τους τοίχους των κτιρίων μέχρι το δάσκαλο και από τα βιβλία μέχρι τον εκάστοτε υπουργό παιδείας. Η πλέον, δε, χαρακτηριστική εκδήλωση αυτής της ενστικτώδους αντίδρασης των νέων στο εγγενώς αναχρονιστικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι οι καθιερωμένες ετησίως καταλήψεις, που με μια πρώτη ανάγνωση φαίνεται να μην έχουν αιτία και σκοπό, επειδή οι μαθητές και οι φοιτητές ελλείψει γνώσης – ή για να είμαστε πιο ακριβείς λόγω της ψευδογνώσης με την οποία τους έχει εμποτίσει η νεοτερική εκπαίδευση – δεν είναι σε θέση να τα προσδιορίσουν ευκρινώς, αλλά που στην πραγματικότητα συνιστούν την απελπισμένη τους κίνηση να σκίσουν το κοστούμι που τους στενεύει. Οι παρωχημένες και μονόδρομες, εξουσιαστικού κατά βάση χαρακτήρα – όσο και αν καλλωπίζονται με διάφορες δημοκρατικοφανείς τεχνικές – μέθοδοι διδασκαλίας, τα κλειστού τύπου προγράμματα σπουδών, τα μονίμως ξεπερασμένα σχολικά εγχειρίδια, οι εξουθενωτικά ανταγωνιστικές εξετάσεις, η παραπαιδεία είναι μερικά μόνο από τα πιο κραυγαλέα συμπτώματα του βαριά άρρωστου και παραπαίοντος τρέχοντος εκπαιδευτικού συστήματος, που ο μοναδικός σκοπός που υπηρετεί, πέραν του στοιχειώδους εγγραμματισμού, είναι να κρατά την κοινωνία εγκλωβισμένη σε ρόλο υπηκόου μιας ολιγάριθμης πολιτικής τάξης, που δεν εννοεί να αποδεχτεί ότι ο καιρός της παντοδυναμίας της έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Η εξέλιξη στην κοσμοσυστημική γνωσιολογία είναι εκ των ων ουκ άνευ, κάτι που υποδεικνύεται κατά τρόπο αναντίρρητο από το ελληνικό κοσμοσυστημικό υπόδειγμα το οποίο από τον 8ο π.Χ. μέχρι τις παρυφές του 20ου αιώνα διέτρεξε όλα τα εξελικτικά του στάδια. Αυτό σημαίνει ότι ανάλογη είναι και η ροή στο πεδίο της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Στο σημείο αυτό ερχόμαστε συνήθως αντιμέτωποι με το κομβικό ερώτημα του αν προηγείται η εκπαιδευτική αλλαγή της πολιτικής ή το αντίστροφο. Κατά τη γνώμη μας, οι μεταβολές αυτές δεν ακολουθούν μια προδιαγεγραμμένη σειριακή ακολουθία, ενώ μπορεί να συντελούνται και παράλληλα σε διαρκή αλληλεπίδραση. Ως εκ τούτου δεν είναι αναγκαίο να περιμένει κανείς να δει την πτώση του μονάρχη, για να εισέλθει σε μια νέα εκπαιδευτική φάση, κάτι που ιστορικά συνέβη κατά την είσοδο του Δυτικού κόσμου από το δεσποτικό στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα κατά το 18ο αιώνα, καθώς οι αλλαγές στο πεδίο της εκπαίδευσης είχαν αρχίσει να λαμβάνουν χώρα ήδη από τον 15ο. Ως εκ τούτου εναπόκειται στην ασφυκτιούσα κοινωνία να διεκδικήσει και να πετύχει στην παρούσα φάση τη μετάβαση σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα ανταποκρίνεται στις πραγματικές της ανάγκες και όχι στις στοχεύσεις των κρατούντων. Και ίσως κάτι τέτοιο αποδειχθεί κομβικό και για την μετάβαση στο πολιτικό πεδίο από το υφιστάμενο προαντιπροσωπευτικό στάδιο στην αντιπροσώπευση, όπου οι ώριμοι πλέον πολίτες θα αποτελούν τους εντολείς και οι πολιτικοί τους αντιπρόσωποι τους υπό συνεχή λογοδοσία εντολοδόχους.
Στο νέο αυτό πραγματικά δημόσιο και υποχρεωτικό για όλους εκπαιδευτικό σύστημα δεν θα έχει θέση ο δάσκαλος ως κάτοχος ενός προπαρασκευασμένου σώματος γνώσης προς μετάδοση στον παθητικά διακείμενο απέναντί του μαθητή. Μια τέτοια διδακτική διαδικασία δεν έχει πλέον κανένα νόημα, καθώς ο εκπαιδευόμενος διαθέτει ανά πάσα στιγμή άπλετη πρόσβαση στις πολυάριθμες διαθέσιμες δεξαμενές γνώσης και ως εκ τούτου δύναται ενδεχομένως, ανάλογα με το ζήλο και την ευστροφία του, να διαθέτει περισσότερη γνώση από το δάσκαλο. Ρόλος του δασκάλου επιβάλλεται πλέον εκ των πραγμάτων να γίνει εκείνος του οδηγού στην αναζήτηση – στη βάση του πλατωνικού «ώσπερ θριγκός τοις μαθήμασιν η διαλεκτική»[ii] – της αντικειμενικής, της συνάδουσας δηλαδή προς την πραγματικότητα, της αποκαθαρμένης από τις ιδεολογικές αναγομώσεις της νεοτερικότητας, όπως και κάθε άλλης κυρίαρχης αντίληψης, και της χρήσιμης – κατά το αριστοτελικό «τα χρήσιμα προς τον βίο»[iii] – ανά περίπτωση γνώσης, έτσι ώστε ο μαθητής στο τέλος της μαθησιακής διαδρομής να συναντάται με μια διαυγή εικόνα για τον κόσμο που τον περιβάλλει και με μια σειρά από δεξιότητες που ο ίδιος, κατά την έφεσή του, θα έχει επιλέξει να αναπτύξει, για να αναλάβει επιτυχώς τους ποικίλους ρόλους που του αναλογούν στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Συνεκδοχικά, τα κλειστά θα πρέπει να δώσουν τη θέση του στα ανοιχτά προγράμματα σπουδών, προγράμματα δηλαδή που διαμορφώνονται σύμφωνα με τις ανάγκες των εκπαιδευομένων, αφού αυτές πρώτα εξακριβώνονται με κατάλληλες διαγνωστικές δοκιμασίες από τους δασκάλους. Τούτο σημαίνει ότι κάθε παιδί θα λαμβάνει την εκπαίδευση που ταιριάζει στις διανοητικές και ψυχοσυναισθηματικές του προδιαγραφές, στην ιδιοσυγκρασία του, στις κλίσεις του, στα ταλέντα του και όλες τις επιμέρους ιδιαιτερότητές του και συνεπώς το σχολείο θα γίνει ο χώρος στον οποίο θα αισθάνεται πιο άνετα και από το σπίτι του, πράγμα που εύλογα μας καθιστά βέβαιους ότι κανένα λόγο δεν θα έχει για να δυσανασχετεί, όπως συμβαίνει σήμερα με τους περισσότερους μαθητές, οι οποίοι ούτε λίγο ούτε πολύ στο οριζόντιο σχολείο αισθάνονται να τοποθετούνται σε προκρούστεια κλίνη, για να ευθυγραμμιστούν εκείνοι με τις προδιαγεγραμμένες και αυστηρά οριοθετημένες απαιτήσεις του. Αναλόγως, τα σχολικά εγχειρίδια – ευαγγέλια μια ιδεολογικοποιημένης, κομμένης και ραμμένης στα μέτρα της εκάστοτε εξουσίας, γνώσης – θα αποτελέσουν μουσειακό είδος και η γνώση θα αλιεύεται διερευνητικά από τις πολυποίκιλες πηγές της μέσω των ταχύτατων και χωροχρονικά ανεμπόδιστων ηλεκτρονικών συσκευών. Οι δε εξετάσεις, που τόσο πολύ ταλαιπωρούν τις νεανικές φύσεις υποβάλλοντάς τες σε μια διαπιστωμένη από όλους εντελώς άγονη και εξωφρενικά ανταγωνιστική διαδικασία, θα είναι εντελώς περιττές, καθώς, όταν ο νέος φτάνει στην ολοκλήρωση της δωδεκαετούς υποχρεωτικής του εγκύκλιας εκπαίδευσης, θα είναι απόλυτα έτοιμος και εντελώς ώριμος να επιλέγει εκείνος το επιστημονικό ή τεχνικό αντικείμενο που ταιριάζει στο χαρακτήρα του, τις δυνατότητές του, την αρέσκειά του και τις βιοτικές του προσδοκίες, χωρίς να υπάρχει ο υφιστάμενος κίνδυνος της υπερφόρτωσης συγκεκριμένων κλάδων, που σήμερα θεωρούνται ελκυστικοί, επειδή ακριβώς το στρεβλά ανταγωνιστικό οικονομικό και κοινωνικοπολιτικό σύστημα τους έχει αναδείξει ως τέτοιους. Υπάρχει καμία αμφιβολία ότι, με τη μετάβαση σε ένα τέτοιο ανοικτό και γνησίως δημοκρατικό εκπαιδευτικό μοντέλο, οι σημερινοί δυστυχισμένοι μαθητές, που εξελίσσονται σε βαρύθυμους υπήκοους μιας εξουσιαστικής πολιτείας, δεν θα μεταλλαχθούν σε ενθουσιώδεις και δυνάμει ευτυχείς νέους, έτοιμους να διεκδικήσουν την ανάδειξή τους σε, επί ίσης όροις με όλους τους άλλους, ρυθμιστές της πολιτείας αποτινάσσοντας κάθε ίχνος αυθαίρετης και άδικης εξουσίας;
Τέλος, η κοσμοσυστημική γνωσιολογία μάς υποδεικνύει έναν απώτερο σκοπό – που με πολιτικούς όρους θα το αποκαλούσαμε πρόταγμα – ο οποίος πάντα είναι αναγκαίος, προκειμένου πολλοί άνθρωποι σε δεδομένο χώρο και χρόνο να συνειδητοποιούν ότι αυτό που βιώνουν δεν αντιστοιχεί σε εκείνο που επιθυμούν, να οραματίζονται, να συντονίζουν τη δράση τους στο έδαφος μιας κατά μίνιμουμ συμφωνίας και να διεκδικούν με ζήλο και επιμονή τη μετάβαση στο επόμενο εφικτό εξελικτικό στάδιο, που θα τους φέρει ένα βήμα πιο κοντά στην κατάκτησή του. Ο απώτερος αυτός σκοπός δεν είναι άλλος από την πραγμάτωση της καθολικής ελευθερίας, της ελευθερίας δηλαδή σε ατομικό – που, όπως προσημειώσαμε, είναι και η μόνη που προς το παρόν απολαμβάνουμε –, σε κοινωνικό (που περιλαμβάνει και το οικονομικό) και σε πολιτικό επίπεδο σωρρευτικά αθροισμένης. Κοντολογίς, απώτερος σκοπός του πολιτικού όντος είναι το αυτεξούσιο, το πέρασμα δηλαδή από την ετερονομία στην αυτονομία. Εκπαιδευτικά αυτό σημαίνει πως το νέο σχολείο θα διέπεται κατά αναλογία από έναν θεμελιώδη αντικειμενικό σκοπό, που δεν μπορεί να είναι άλλος από τη καλλιέργεια αυτόνομων προσωπικοτήτων εκεί που το σημερινό σχολείο διαμορφώνει μηχανιστικά έναν ιδιωτεύοντα, εγωκεντρικό, ανεύθυνο, κατά βάση ανελεύθερο, ουσιαστικά αμόρφωτο, αδαή, εργασιομανή, μονομανή, φιλοχρήματο και καταναλωτικό άνθρωπο. Τούτη η μεταστροφή θα σηματοδοτήσει πρακτικά τη μετατόπιση του κέντρου βάρους από την τεχνοκρατική στην ανθρωπιστική εκπαίδευση, όπου ο μαθητής θα κοινωνεί κατά προτεραιότητα τις επιστήμες της φιλοσοφίας, της γλώσσας, της ιστορίας, της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας, της αισθητικής, της οικολογίας, της βιολογίας, της υγείας, της αστρονομίας, προκειμένου να κατανοεί την ύπαρξή του και τον κόσμο στον οποίο καλείται να ζήσει, και σε ένα πρώτο επίπεδο τις θετικές επιστήμες, έτσι ώστε να είναι σε θέση ακολούθως, αν το επιλέξει, να σπουδάσει σε βάθος κάποιες από αυτές ή άλλες που τις εμπεριέχουν θεμελιωδώς. Για να συναισθανθούμε τη διαφορά δεν έχουμε παρά να αναλογιστούμε ότι ο σημερινός νέος δεν διδάσκεται σχεδόν καθόλου φιλοσοφία και ψυχολογία στη διάρκεια της μαθητικής του ζωής τη στιγμή που βομβαρδίζεται με μαθηματικούς τύπους, χημικά στοιχεία και ειδικές γνώσεις φυσικής, που με το πέρας της σχολικής ζωής περνούν οριστικά στη λήθη, με αποτέλεσμα – όπως καταγράφεται και από σχετικές έρευνες – να μην είναι σε θέση να αναπτύξει ολοκληρωμένα τις σκέψεις του σε γραπτό ή προφορικό λόγο και να αδυνατεί να διαχειριστεί κατά την εφηβεία του τα σοβαρά ερωτήματα με τα οποία αυτή τον φέρνει αντιμέτωπο. Μοιραία εθίζεται στην ετερονομία και παραιτείται, πριν καν προσπαθήσει, από κάθε διεκδίκηση της αυτονομίας κατά τον ενήλικο βίο του.
Και βέβαια κεντρική θέση στο ανοικτό πρόγραμμα σπουδών του νέου σχολείου θα έχει η – υποτυπώδης και βαθιά ανττιδραστική στο υπάρχον υπό τον χαρακτηριστικά φορτισμένο ιδεολογικά τίτλο της «πολιτικής αγωγής» – πολιτική παιδεία, όπου ο νέος θα διδάσκεται τη συγκριτική με γνωστικούς όρους παράθεση των πέντε πεδίων της ελευθερίας (εθνική, πολυσημική εντός του εθνικού, ατομική, κοινωνική και πολιτική) και των τριών βασικά πολιτειών (της μοναρχίας, της αντιπροσώπευσης και της δημοκρατίας). Δεν έχουμε παρά να αναλογισθούμε πώς θα είναι το περιεχόμενο της μάθησης του νέου, αν διδάσκεται την κοσμοσυστημική τυπολογία της ελευθερίας και των πολιτειών αντί της ιδεολογικής κατήχησης ότι υπάρχει ένα μόνο πολίτευμα, εκείνο που υφίσταται σήμερα. Έχει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον να επιχειρήσουμε μία προσομοίωση και να φανταστούμε έναν απροπαρασκεύαστο δάσκαλο να μπαίνει σε ένα οποιοδήποτε σημερινό σχολείο με την εντολή να διδάξει την πολιτική παιδεία με τους όρους της ενιαίας σκέψης του ισχύοντος συστήματος της μοναρχευομένης ολιγαρχίας. Όπως έχει χαρακτηριστικά επισημάνει σε σχετικό άρθρο του ο Γιώργος Κοντογιώργης «τι θα πράξει ο δάσκαλος εάν του τεθούν ερωτήματα, τα οποία θα περιέχουν αμφισβήτηση ή θα ανάγονται σε μία μελλοντική εξέλιξη του πολιτικού συστήματος; Μιλάμε για μία αμφισβήτηση που θα έχει να κάνει με τις πολιτικές που ασκούνται ή με την φύση του ίδιου του συντάγματος με το οποίο υποτίθεται ότι ζούμε. Θα συζητηθούν τα ζητήματα της πελατειακής αποδόμησης του δημοσίου χώρου από την πολιτική τάξη ή της λεηλατικής πολιτικής που διαμοίρασε τα ιμάτια της χώρας εις εαυτούς και τους συγκατανευσιφάγους; Θα αναλυθούν οι λόγοι για τους οποίους τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Δύση έχει ανατραπεί η ισορροπία μεταξύ κράτους, κοινωνίας και αγοράς; Γιατί δηλαδή η κοινωνία είναι σε πολιτική αδυναμία; Θα διερωτηθεί η αίθουσα πώς θα αποκατασταθεί μία ισορροπία, όπου ο πολίτης, δηλαδή το σύνολο της κοινωνίας, θα μετέχει στο πολιτικό γίγνεσθαι, δηλαδή θα επηρεάζει τις αποφάσεις, ώστε ο σκοπός της πολιτικής να εναρμονισθεί με το συμφέρον της κοινωνίας; Αυτό δεν συμβαίνει για παράδειγμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, διότι εκεί δεν υπάρχει η έννοια της κοινωνίας των πολιτών. Η έννοια αυτή δεν υπάρχει ως πολιτική κατηγορία ούτε στον δυτικό κόσμο. Και εντούτοις ο λόγος ύπαρξης τόσο της πολιτικής/κράτους όσο και των αγορών είναι η κοινωνία. Τι θα απαντήσει άραγε ο δάσκαλος εάν ερωτηθεί γιατί, ενώ η κοινωνία όλη διαδηλώνει την αντίθεσή της σε πολιτικές, την αγνοούν και μάλιστα την καταστέλλουν; Από πού με άλλα λόγια οι πολιτικοί αντλούν νομιμοποίηση να αντιτίθενται στην κοινωνία και να ασκούν βία επ’ αυτής; Και περαιτέρω, γιατί δεν συναντιέται πια ο πολιτικός με την κοινωνία; Ούτε στους δρόμους με τις διαδηλώσεις, ούτε με τις απεργίες. Πώς θα αρθεί η πολιτική αδυναμία της κοινωνίας; Είναι αυτό εφικτό υπό τους όρους του ισχύοντος συντάγματος και του αντίστοιχου πολιτικού συστήματος ή πρέπει να σκεφθούμε την υπέρβασή του; Και ποιο πολιτικό σύστημα θα επιλέξουμε από δω και πέρα;»[iv]. Η αμηχανία στην οποία θα περιέλθει ο υποθετικός μας δάσκαλος είναι αυτή ακριβώς που εξηγεί και την απροθυμία των ταγών του υφιστάμενου εκπαιδευτικού συστήματος να εκπαιδεύσουν πολιτικά τους νέους. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι ενοχοποιείται κάθε παρουσία της πολιτικής στον εκπαιδευτικό χώρο, επειδή λάθρα η πολιτική ταυτίζεται με τον κομματισμό και την παραγόμενη από αυτόν ανηθικότητα. Έτσι η παθητική κοινωνία των υπηκόων έμαθε να αναπαράγει την κατηγορική εντολή «μακριά η πολιτική από τα σχολεία», χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι έτσι καταδικάζει και την επόμενη γενιά σε ρόλο υπηκόου.
Με την επιφύλαξη, βέβαια, ότι η σχέση της κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας με το εκπαιδευτικό ζήτημα χρήζει διεξοδικής μελέτης και έρευνας, προκειμένου η δυνάμει επίδραση της πρώτης στο δεύτερο να διαυγαστεί πλήρως και να οδηγήσει σε ένα πλαίσιο γενικών κατευθύνσεων και εξειδικευμένων προτάσεων, το συμπέρασμά μας από αυτή την πρώτη απόπειρα συσχέτισης είναι ότι η παιδεία συνιστά αναμφίβολα ένα εύφορο έδαφος για τη σπορά των ριζοσπαστικών εννοιών της κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας.
[i] Ενδεικτική βιβλιογραφία του Γιώργου Κοντογιώργη:
-Το ελληνικό κοσμοσύστημα, τ. Α. Η κρατοκεντρική περίοδος της πόλης, Εκδόσεις Σιδέρη, Αθήνα, 2006.
-Το ελληνικό κοσμοσύστημα, τ. Β’, Η περίοδος της οικουμενικής οικοδόμησης, Εκδόσεις Σιδέρη, Αθήνα, 2014.
-Το ελληνικό κοσμοσύστημα, τ. Γ’, Η Βυζαντινή περίοδος της Οικουμένης (4ος μ,Χ. – 15ος μ.Χ. αιώνες). Η Ρώμη ως ελληνικό καταπίστευμα, Εκδόσεις Σιδέρη, Αθήνα, 2020.
– Το ελληνικό κοσμοσύστημα, τ.Δ ‘, Η Βυζαντινή περίοδος της Οικουμένης (4ος μ,Χ. – 15ος μ.Χ. αιώνες). Η περίοδος της οικουμενικής ολοκλήρωσης και η ανάδυση της «Νεοτερικότητας», Εκδόσεις Σιδέρη, Αθήνα, 2020.
-Η δημοκρατία ως ελευθερία. Δημοκρατία και αντιπροσώπευση, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2007.
-Γνώση και μέθοδος, Εκδόσεις Παρουσία/Αρμός, Αθήνα 2017
-Κοινωνική δυναμική και Πολιτική αυτονομία, Τα ελληνικά κοινά της τουρκοκρατίας, Αθήνα, Εκδόσεις Λιβάνη, 1982.
-Πολίτης και πόλις. Έννοια και τυπολογία της πολιτειότητας, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2003.
-Η θεωρία των Επαναστάσεων στον Αριστοτέλη, Αθήνα, Εκδόσεις Λιβάνη, 1982.
-Οικονομικά συστήματα και ελευθερία, Εκδόσεις Σιδέρη, Αθήνα, 2010.
Δικτυακοί τόποι:
[ii] Πλάτωνας, Πολιτεία 532b-534e
[iii] Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1337b
[iv] Γιώργος Κοντογιώργης, Το πολιτικό σύστημα και ο πολίτης. Η πολιτειακή παιδεία, ο υπήκοος πολίτης του κράτους και ο πολίτης εταίρος της πολιτείας, iThesis, 26/11/2014.
*Ο Βαγγέλης Κάλιοσης είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός
- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -