Προδημοσίευση:

Γιώργου Κοντογιώργη, Το αυταρχικό φαινόμενο. 4η Αυγούστου, 21η Απριλίου. Ερμηνευτικές προσεγγίσεις, Αθήνα, Εκδόσεις Παπαζήση, 2004, σελ.171.

Το αυταρχικό καθεστώς αποτελεί φαινόμενο του 20ου αιώνα. Η ολοκληρωτική του εκδοχή χρησιμοποιήθηκε, αρχικά, για να προσδιορίσει τον ιταλικό φασισμό και το γερμανικό ναζισμό.
Η έννοια του ολοκληρωτισμού αναφέρεται στην καθολική απορρόφηση των παραμέτρων της κοινωνίας από το κράτος, με όρους πραγματικής ή, πληρέστερα, τυπικής ιδιοκτησίας. Κατά τούτο, συγκροτεί κοινωνικο-πολιτικό σύστημα. Τυπική περίπτωση ολοκληρωτικού συστήματος αποτελεί το σοβιετικό καθεστώς, καθώς εμφανίζεται να απορροφά εν είδει ιδιοκτησίας, όχι μόνον την πολιτική, αλλά θεμελιωδώς τα μέσα της παραγωγής, έτσι ώστε να συσσωρεύει στα χέρια του μια καθόλα μονοπωλιακή και, συνακόλουθα, εκρηκτική δύναμη, συντριπτική για την αυτονομία της κοινωνίας. Ο φασισμός και ο ναζισμός, από την πλευρά τους, συνδυάζουν την ολοκληρωτική πολιτική βούληση για μια καθολική ιδιοποίηση του κράτους. Δεν μεταβάλουν όμως τη θεμελιακή υπόσταση της κοινωνίας ούτε θίγουν τον ιδιωτικό χαρακτήρα της οικονομίας.
Το νεοτερικό ολοκληρωτικό κράτος επαγγέλλεται την εγκαθίδρυση μιας αδιαμεσολάβητης σχέσης με την κοινωνία, την οποία όμως αντιλαμβάνεται ως προσάρτημά του κι όχι ως συντελεστή του πολιτικού συστήματος. Σε αντίθεση, ωστόσο, με τον τυπικό ολοκληρωτισμό, που καταργεί το υπόβαθρο της διαμεσολάβησης, το φασιστικό/ναζιστικό φαινόμενο επιδιώκει την ακύρωση της διαμεσολαβητικής λειτουργίας των ενδιαμέσων δυνάμεων, με την ενσωμάτωσή τους στο σύστημα, κι όχι την κατάργησή τους.
Το αυταρχικό φαινόμενο, αντιθέτως, αφορά στην καταχρηστική ιδιοποίηση του πολιτικού συστήματος, είναι στην καλύτερη περίπτωση καθεστώς, με την έννοια ότι ο φορέας του καταλαμβάνει το κράτος και επιστρατεύει τον κατασταλτικό του μηχανισμό ως τρόπο άσκησης της πολιτικής εξουσίας επί της κοινωνίας. Το αυταρχικό καθεστώς, παίρνει τη μορφή της στρατιωτικής δικτατορίας και απαντάται στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.
Η μετάβαση από την εποχή της λεγόμενης ‘παγκοσμιοποίηση’, το αυταρχικό φαινόμενο, από όπλο στα χέρια του ηγεμονικού συμπλέγματος, γίνεται όχημα άμυνας των κρατών της ‘τριτοκοσμικής’ περιφέρειας. Οι χώρες αυτές, αντιμέτωπες με τη διείσδυση του οικουμενικού κεφαλαίου και τη μονοσήμαντη πολιτική κυριαρχία του κοσμοσυστημικού ηγεμόνα, επιχειρούν να οχυρωθούν πίσω από την αρχή της κρατικής κυριαρχίας και, με όπλο τον αυταρχισμό, να εμποδίσουν τη λεγόμενη δημοκρατία να λειτουργήσει ως όχημα για την ανατροπή των εσωτερικών κοινωνικών δομών και συσχετισμών.
Το δίλημμα ‘εσωτερική ελευθερία’ ή ‘εθνική κυριαρχία’ φαίνεται να παρακάμπτει, ουσιαστικά, το ερώτημα που έχει να κάμει με το γενικότερο δημοκρατικό έλλειμμα της εποχής μας. Έλλειμμα που δεν αφορά τις κοινωνίες της δεύτερης μετάβασης (βασικά τις κοινωνίες του ‘τρίτου κόσμου’) στον ανθρωποκεντρισμό, αλλά κυρίως εκείνες του κόσμου της νεοτερικής πρωτοπορίας, οι οποίες, βυθισμένες στην απόλαυση του κεκτημένου τους, ενδιαφέρονται περισσότερο να αποδείξουν στους ‘τριτοκοσμικούς’ εταίρους τους στο παρόν κοσμοσύστημα τη ‘δημοκρατική’ τους ανωτερότητα, αντί να διερωτηθούν για το δικό τους δημοκρατικό έλλειμμα.
Η κατασκευή αυτή της νεοτερικότητας και, εν τέλει, η θεωρία που προβάλλει την ισχύ ως μήτρα της πολιτικής, εισάγει ως θεμελιώδη υπόθεση εργασίας, με την οποία θα κριθεί η δημοκρατική ωριμότητα μιας κοινωνίας, την έννοια της ‘civil society’. Η έννοια αυτή, αποδόθηκε στην ελληνική με τον καθόλα αδόκιμο και, πάντως, παραπλανητικό όρο της ‘κοινωνίας πολιτών’. Η ‘κοινωνία των πολιτών’ ορίζει την κοινωνία καθεαυτή, το σώμα των πολιτειακά συντεταγμένων μελών της, το δήμο. Η ‘civil society’ ορίζει, απεναντίας, τις δυνάμεις της κοινωνίας που διαμεσολαβούν ή, ορθότερα, που δρουν ανάμεσα στην σύνολη κοινωνία και στην πολιτική που ενσαρκώνει εν είδει ιδιοκτησίας το κράτος. Στο πλαίσιο αυτό, η κοινωνία δεν υπάρχει ως πολιτική κατηγορία, αποτελεί μια κοινωνία-ιδιώτη.
Συνομολογείται, επομένως, ότι η μη αυταρχική ροπή των οικονομικά αναπτυγμένων χωρών της νεοτερικότητας οφείλεται στη χειραγώγηση της (ούτως ή άλλως, μη αντιπροσωπευτικής) εξουσίας από τις δυνάμεις της κοινωνικο-οικονομικής διαμεσολάβησης και ισχύος που δρουν βασικά στο πεδίο του παρασκηνίου. Κι όχι στη δημοκρατική ή έστω αντιπροσωπευτική δομή του κράτους, καθώς η τελευταία προϋποθέτει την ανθρωποκεντρική ωριμότητα και, συνακόλουθα, την οργανική ενσωμάτωση της κοινωνίας στο πολιτικό σύστημα.
Η αλήθεια του επιχειρήματος ότι οι (ευρωπαϊκές) μάζες είναι επιρρεπείς στο λαϊκισμό, στη δημαγωγία και στους πάσης φύσεως ολοκληρωτισμούς, συνάδει ακριβώς με την παραδοχή αυτή, ενώ συγχρόνως επικυρώνει τον ισχυρισμό μας για τη μη ευδοκίμηση του φασιστικού φαινομένου στην Ελλάδα του μεσοπολέμου. Κατά τούτο, το ενδιαφέρον που εγείρει το ερώτημα, πώς θα ετίθετο το ζήτημα του αυταρχικού φαινομένου αν το πολιτικό σύστημα δεν ήταν ολοκληρωτικά αυτονομημένο, εγκαλεί την εποχή μας να εξηγήσει γιατί δεν προχωρεί στην αντιπροσωπευτική του ανασυγκρότηση και, επέκεινα, να απολογηθεί για το στρατωνισμό της κοινωνίας στο καθεστώς της ‘ιδιωτείας’.
Το ελληνικό παράδειγμα έρχεται ακριβώς να σχετικοποιήσει το αναπτυξιακό επιχείρημα, εισάγοντας την άγνωστη στον κόσμο της νεοτερικότητας παράμετρο της ‘κοινωνίας’, της οποίας η, εν προκειμένω κληρονομημένη, πολιτική κουλτούρα, την τοποθετεί ως αυτόνομο συντελεστή της πολιτικής ζωής.
Κατά τούτο, η εγγραφή του ελληνικού αυταρχικού καθεστώτος στον ομόλογο κύκλο των χωρών της Νότιας Ευρώπης, υπό το πρίσμα της αναπτυξιακής της χωροθέτησης, δηλαδή ως ημι-περιφέρειας, είναι τουλάχιστον αδόκιμη. Διότι αν μη τι άλλο παραθεωρεί το γεγονός ότι οι αυταρχισμοί της Ιβηρικής χερσονήσου ανάγονται, όχι στην ιδιαιτερότητα του Νότου, αλλά στην ολοκληρωτική δυναμική που παρήγαγε η κεντρική Ευρώπη του μεσοπόλεμου. Στον αντίποδα, η ελληνική δικτατορία αποτελεί ένα τυπικό παράγωγο του Ψυχρού Πολέμου και, οπωσδήποτε, συμβάν στην ιστορία του πολιτικού συστήματος του ελληνικού κράτους έθνους.
Υπό την έννοια αυτή, οι αυταρχισμοί της Ιβηρικής χερσονήσου εγγράφονται ως μεταβατικά καθεστώτα, γνώριμα σε χώρες που εισέρχονται για πρώτη φορά στο προ-αντιπροσωπευτικό νεοτερικό πολιτικό σύστημα. Αντιθέτως, στην περίπτωση της Ελλάδας, το αυταρχικό καθεστώς αποτελεί παρέκβαση, καθώς είναι η πρώτη νεότερη χώρα που το εφήρμοσε, στις αρχές του 19ου αιώνα, με ρήτρα την καθολική ψήφο. Αν, επομένως, υιοθετηθεί η υπόθεση της αναπτυξιακής ερμηνείας του πολιτικού συστήματος και, μάλιστα, της ταξινόμησης της Ελλάδας στις χώρες της ημι-περιφέρειας, δεν μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι προηγήθηκε, ως προς αυτό, σε σχέση με τις χώρες της νεοτερικής πρωτοπορίας, οι οποίες θα εμπραγματώσουν τις αξίες του (την καθολική ψήφο και άλλες συναφείς), μετά από πολλούς αγώνες, έναν έως ενάμισι αιώνα αργότερα.

- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -

Κοινοποίηση: