Γιώργος Κοντογιώργης
Τι είναι η «παγκοσμιοποίηση»;
1. Η νεοτερική επιστήμη στο σύνολό της αντιλαμβάνεται την «παγκοσμιοποίηση» ως την συγκυριακή ανάπτυξη σε πλανητικό επίπεδο ορισμένων παραμέτρων του ανθρώπινου βίου, ιδίως της οικονομίας και της επικοινωνίας. Η «παγκοσμιοποίηση» της οικονομίας και της επικοινωνίας γίνεται δεκτό ότι είναι δυνατόν να προκαλέσει ορισμένες παράπλευρες επιπτώσεις, δεν εκλαμβάνεται ωστόσο ως μέρος μιας καθολικής εξέλιξης του κόσμου, με ότι αυτή θα συνεπαγόταν για τον κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό βίο του ανθρώπου. Ούτως ή άλλως, η καθολική θεώρηση του κόσμου είναι άγνωστη στη νεοτερικότητα.
Συγχρόνως, η νεοτερική επιστήμη διακρίνει στην εξέλιξη αυτή τη μοναδική ευκαιρία για το κεφάλαιο να ανατρέψει του συσχετισμούς σε βάρος της εργασίας. Εξού και η «παγκοσμιοποίηση» αντιμετωπίζεται υπό το πρίσμα της πρωτόγνωρης αρχής του καλού και του κακού, ως εάν εναπόκειται σε μας να την εγκρίνουμε, να την εκτρέψουμε ή να την κατευθύνουμε. Η απλουστευτική αυτή προσέγγιση της «παγκοσμιοποίησης» αποκαλύπτεται στην περίπτωση της τεχνολογίας της επικοινωνίας: ορίζεται ως μέσον διακίνησης πληροφοριών και χρήματος στο πλαίσιο του υπάρχοντος συστήματος, ενολίγοις ως κοινωνία της πληροφορίας, ενώ για τους πολεμίους της επισημαίνεται ο μαθηματικά επερχόμενος κίνδυνος του «Μεγάλου Αδελφού».
Στις προσεγγίσεις αυτές υφέρπει αφενός, η αδυναμία της νεοτερικής επιστήμης να απαλλαγεί από τις ιδεολογικές της εμμονές και να οικοδομήσει ένα σφαιρικό γνωσιολογικό πρόταγμα για την κατανόηση του κόσμου και της εξέλιξης και αφετέρου, ο φόβος της ίδιας της νεοτερικότητας ότι θα καταρρεύσει ο μύθος για τη μοναδικότητά της και την καθολική της ανωτερότητα έναντι της ιστορίας. Στο βάθος, έχει εμφιλοχωρήσει μια εξαιρετικά συντηρητική αντίληψη, η οποία προτάσσει το τέλος της προόδου, προκειμένου να την εξορκίσει και να νομιμοποιήσει τη «λατρεία» των σχέσεων δύναμης.
2. Τι είναι λοιπόν η «παγκοσμιοποίηση»; Για να κατανοηθεί η «παγκοσμιοποίηση» οφείλουμε πρωταρχικά να διερωτηθούμε για το στάδιο που αντιπροσωπεύει ο κόσμος που αφήνει πίσω της, στο σύνολο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα. Η «παγκοσμιοποίηση», στο πλαίσιο αυτό, αποτελεί ένα απλό υποκεφάλαιο της πρώιμης μετα-φεουδαλικής ή ανθρωποκεντρικής εποχής που διέρχεται ο νεώτερος κόσμος. Το εισαγωγικό μέρος του κεφαλαίου αυτού απέδωσαν οι ιδεολογίες της ανθρωποκεντρικής (πρώτο-)συγκρότησης των κοινωνιών. Ο φιλελευθερισμός και ο σοσιαλισμός/κομμουνισμός. Όλα, κατά την πρώιμη αυτή φάση, συμβαίνουν καταρχήν εντός του πρωτογενούς κράτους: η οικονομική συσσώρευση, η συνάντηση της εργασίας με το κεφάλαιο, η πολιτική λειτουργία της κοινωνίας, η επικοινωνία, η ελευθερία.
Το νομικό πρόσωπο του κράτους, που θα διαδεχθεί το φυσικό πρόσωπο του μονάρχη/δεσπότη, θα ενσαρκώσει με όρους ταυτολογίας την επικράτεια, το πολιτικό σύστημα, τη διοίκηση, το έθνος και, μάλιστα, την κοινωνία. Η πολιτική κυριαρχία του κράτους, αντιτείνεται τόσο έναντι των άλλων κρατών, όσο και έναντι της κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό, το κράτος-σύστημα κατέχει το σύνολο της πολιτικής αρμοδιότητας, συμπεριλαμβανομένης και της ιδιότητας του εντολέα. Παρόλα όσα διατείνονται οι ηρακλείς της νεοτερικής ιδεολογίας, η ψήφος που σηματοδότησε την έννοια του πολίτη στην διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα δεν έχει, επομένως, αντιπροσωπευτικό πρόσημο. Διακονεί το ρόλο της στελέχωσης του κράτους με το αναγκαίο προσωπικό που θα το προικίσει με πολιτική βούληση. Δεν έχει προσεχθεί ότι το σύστημα της πολιτικής κυριαρχίας, που διακίνησαν οι δύο βασικές ιδεολογίες της εποχής της ανθρωποκεντρικής (πρώτο-)οικοδόμησης, παρουσιάζει ένα θεμελιώδες, κοινό, γνώρισμα: παρέλαβε από τη φεουδαρχία την αρχή ότι η ιδιοκτησία ορίζει το σύστημα, σε όλα τα επίπεδα. Ο ιδιοκτήτης του συστήματος (π.χ. μιας επιχείρησης) στην οικονομία –είτε είναι ιδιώτης είτε το κράτος- αποφασίζει για την ύπαρξή της, τί θα παραγάγει, ποιον θα προσλάβει κ.λπ.. Το ίδιο φυσικά ισχύει και στην περίπτωση της πολιτικής. Το κράτος κατέχει ενείδει ιδιοκτησίας το πολιτικό σύστημα και, κατ’ επέκταση, την πολιτική διαδικασία. Εξού και οι όροι πολιτικό σύστημα, δημόσιο και κράτος συγχέονται, ενώ οι πολιτικές του πολιτικού συστήματος χαρακτηρίζονται ως πολιτικές του κράτους.
Η διαφορά με τη φεουδαρχία είναι ότι η ιδιοκτησία του κατόχου του συστήματος δεν εκτείνεται και στο ανθρώπινο κεφάλαιο -τους συντελεστές της εργασίας ή τους πολίτες- που στεγάζει. Επειδή τα μέλη της κοινωνίας είναι πια ελεύθερα, η σχέση τους μαζί του είναι ενοχική, όχι εμπράγματη. Ο φορέας της εργασίας καλείται να εκχωρήσει αυτοβούλως την εργασιακή του δύναμη –και, συνακόλουθα, την ομόλογη ελευθερία του– στον ιδιοκτήτη του συστήματος, όπως και ο πολίτης συνάγεται ότι θα εκχωρήσει την πολιτική του αρμοδιότητα στο κράτος-σύστημα.
Κατά τούτο, η αντίθεση μεταξύ φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού επικεντρώθηκε στο ερώτημα αν ιδιοκτήτης του κοινωνικο-οικονομικού και πολιτικού συστήματος έπρεπε να είναι κατά κύριο λόγο ο ιδιώτης ή το κράτος. Η κοινωνία, και στις δύο περιπτώσεις, συναντάται με την οικονομία και την πολιτική –δηλαδή με το σύστημα- ως καταναλωτής ή ως φορέας της εργασίας. Η σχέση οικονομίας και πολιτικής οικοδομείται πέραν της κοινωνίας, είναι σχέση συστημάτων στα οποία το σώμα της κοινωνίας δεν εμπλέκεται, είναι ιδιώτης. Εξού και οσάκις επιθυμεί να επικοινωνήσει με το ένα ή το άλλο σύστημα το πράττει ως δύναμη, δηλαδή ως εξωθεσμική συνιστώσα, που παρεμβαίνει, ασκώντας πίεση στους κατόχους του συστήματος.
Πρόλον ότι στη φάση αυτή το πολιτικό σύστημα δεν είναι δημοκρατικό και ουδέ καν αντιπροσωπευτικό, η κοινωνία ως σώμα συναντιόταν, εντούτοις, έως πρόσφατα, με τους φορείς της πολιτικής στο επίπεδο της (φιλελεύθερης ή σοσιαλιστικής) ιδεολογίας, της ταξικής τους αναφοράς ή, εφόσον διαπιστωνόταν διαφοροποίηση των επιμέρους θυλάκων της κοινωνίας, στο πλαίσιο της δυναμικής που συνείχε τις ομάδες συμφερόντων με την εξουσία.
3. Τι αλλάζει, επομένως, στις μέρες μας σε σχέση με ο σχήμα αυτό;
Παρατηρούμε εξαρχής ότι οι παράμετροι του ανθρωποκεντρισμού (η νομισματική οικονομία, η συμβατική εργασία κ.λπ) που προηγμένως χρειάζονταν το κράτος για να ανδρωθούν (π.χ. ο προστατευτισμός) τώρα, έχοντας ωριμάσει το αντιμετωπίζουν ως εμπόδιο για την περαιτέρω επέκτασή τους. Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι άλλοτε η αναζήτηση νέων αγορών γινόταν με την ενσωμάτωση εδαφών και πληθυσμών (η εκτατική λειτουργία του κράτους, η αποικιοκρατία κ.λπ.) στην επικράτεια του πρωτογενούς κράτους. Εφεξής, οι παράμετροι αυτοί (η νομισματική οικονομία κ.λπ) αυτονομούνται από την «αγορά» του κράτους και επιζητούν την συμμετοχή τους στην κοσμοσυστημική δικαιοταξία.
Οίκοθεν νοείται ότι όλα αυτά εξακολουθούν να συμβαίνουν στο περιβάλλον των κρατών, δεν πρόκειται δηλαδή για την υπέρβαση του κρατοκεντρισμού. Το νέο αξίωμα εστιάζεται στο αίτημα για την απομείωση της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους και τη σχετικοποίηση των συνόρων. Το αίτημα αυτό αφορά σε τέσσερις βασικούς άξονες:
(α) στη συρρίκνωση της ιδιοκτησίας του κράτους επί της οικονομίας, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η λειτουργία του στη δημιουργία έργων υποδομής (αυτοκινητόδρομοι, επικοινωνίες κ.λπ) και πρόνοιας. Οι περιοχές αυτές έχουν ήδη μεταβληθεί σε προνομιακούς χώρους επένδυσης του κεφαλαίου.
(β) Στην αξίωση των δυνάμεων του κεφαλαίου να υπερισχύσουν οι νόμοι της οικονομικής αγοράς και, κατ’ επέκταση, οι θεμελιώδες ελευθερίες που αφορούν στην ομόλογη οικονομία, έναντι των ενγένει ελευθεριών και δικαιωμάτων των πολιτών που ανάγονται στο κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα.
(γ) Στην επικέντρωση του σκοπού της πολιτικής στην οικονομία, η οποία συνδυάζεται με την ανασυγκρότηση της δυναμικής του πολιτικού συστήματος στη βάση της λεγόμενης «καλής διακυβέρνησης» και της «κοινωνίας πολιτών». Τέλος, στην άρση των εμποδίων για τη διακίνηση του κεφαλαίου σε κοσμοσυστημικό επίπεδο, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η κινητικότητα της εργασίας. Στο βάθος της λογικής αυτής, υφέρπει η ιδέα της μεταβολής της «πολιτειοτικής εργασίας» (της εργασίας του πολίτη) σε «εργασία εμπόρευμα» (με αιχμή του δόρατος τον οικονομικό μετανάστη) και, ευρέως, της απελευθέρωσης του κεφαλαίου από τις ποικίλες όσες συμβάσεις συνεπάγεται η εξαρτημένη εργασία.
Δεν έχει ίσως προσεχθεί ότι στο παγκόσμιο στερέωμα αναπαράγεται καταυτάς ό,τι προηγουμένως στο εσωτερικό των κρατών της ανθρωποκεντρικής πρωτοπορίας. Με τη διείσδυση του κεφαλαίου στις άρτι προσερχόμενες των ανθρωποκεντρισμό χώρες – περιοχές του πλανήτη η «παραδοσιακές» κοινωνίες αποσυντίθενται. Οπότε όμως το κοινωνικό πρόβλημα, που άλλοτε επιζητούσε την επίλυσή του εντός του κράτους, αναζητεί διέξοδο δια «μεταφοράς». Η μαζική μετακίνηση οικονομικών μεταναστών προς της χώρες της πρωτοπορίας δημιουργεί μια σχετική κοινωνική αποσυμφόρηση στην «περιφέρεια» ενώ συγχρόνως, στις πρώτες, οδηγεί στην ανατροπή των εσωτερικών συσχετισμών υπέρ του κεφαλαίου. Η πίεση που ασκείται επί της «πολιτειοτικής εργασίας» επιτρέπει στο κεφάλαιο να αμφισβητήσει το καθεστώς και τις συνθήκες εργασίας και, φυσικά, το κεκτημένο της πρόνοιας. Το δίλημμα, απομείωση του κανονιστικού περιβάλλοντος της εργασίας ή ανεργία, επιτρέπει στο κεφάλαιο να απολαύσει σωρευτικά την ασφάλεια του «κέντρου» και την υπεραξία της «περιφέρειας». Την ίδια στιγμή, προκειμένου να μην διαραγεί η κοσμοσυστημική τάξη και, γενικότερα, να πραγματωθεί ομαλά η μετάβαση στη νέα εποχή, ενθαρρύνεται η δημιουργία περιφερειακών πόλων ( Κίνα, Ινδία κ.ά), οι οποίοι λειτουργούν ως ανάχωμα στην ολοκληρωτική κατάρρευση του «τρίτου κόσμου» και ως πεδίο συσσώρευσης για το κεφάλαιο που ηγεμονεύει το «κέντρο».
4. Το νέο αυτό οικονομικο-κοινωνικό τοπίο αποτελεί εκδήλωση της γενικότερης, καθολικής μετάλλαξης των κοινωνιών που σηματοδότησε η ανθρωποκεντρική τους οικοδόμηση στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα. Η εξέλιξη αυτή έγινε κατά μικρόν, από την Αναγέννηση, με τη μετακένωση των παραμέτρων του ελληνικού ή ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας στη δυτική Ευρώπη. Η πρώτη φάση, που ολοκληρώνεται στο μεταίχμιο του 19ου και του 20ου αιώνα, συνδυάζει τη συνύφανση του δεσποτικού πεδίου με το ελληνικό κεκτημένο. Η δεύτερη, αποδίδει την (πρωτο-)ανθρωποκεντρικά ομοιογενοποιημένη κοινωνία στον αγώνα της να συγκεράσει τη δεσποτεία (την ιδιοκτησία-σύστημα) με την απλώς ατομική ελευθερία εντός του κράτους. Σε αυτό ακριβώς το κλίμα της (πρωτο-)ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης εγγράφονται οι δύο εναλλακτικοί δρόμοι του φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού καθώς και οι ολοκληρωτισμοί του Μεσοπολέμου. Ο σοσιαλισμός, όχι μόνο δεν είναι, όπως υπέθεσε ο Κ.Μαρξ, επόμενο και, μάλιστα, ανώτερο στάδιο έναντι του φιλελευθερισμού, αλλά αποδίδει το αδιέξοδο ή, άλλες φορές, τις δυσκολίες της κοινωνίας της εργασίας να ισορροπήσει με το κεφάλαιο κατά το στάδιο της μετάβασης.
Οι δύο αυτές φάσεις συνδυάστηκαν με τη σταδιακή επέκταση του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος στο σύνολο του πλανήτη. Για πρώτη φορά στην ιστορία των κοινωνιών ο ανθρωποκεντρισμός εγκαθιδρύεται ως το μοναδικό κοσμοσύστημα πάνω στη γη.
Η ανασυγκρότηση του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος στη μεγάλη κλίμακα θα δημιουργήσει αναπόφευκτα και το επικοινωνιακό του όχημα, που θα βασισθεί στην τεχνολογία, χάρη στην οποία θα εξελιχθεί. Διακρίνουμε σε αυτήν δύο σημαίνουσες διαστάσεις: η μια, αφορά στην υποδομή που υποστασιοποιεί τις παραμέτρους της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας και, ειδικότερα, την παραγωγή (η αυτόματη παραγωγική μηχανή) και την ανταλλαγή (μετακίνηση σε μεγάλες αποστάσεις). Η άλλη, αφορά στην επικοινωνία καθαυτή, η οποία εστιάζεται στη δημιουργία των προϋποθέσεων «φυσικής» συνάντησης και λειτουργίας της κοινωνίας χωρίς να μετακινηθεί, δηλαδή «εξ αποστάσεως». Η εμμονή στην απόδοση του φαινομένου αυτού ως «κοινωνίας της πληροφορίας» κατατείνει ουσιαστικά στην υποβάθμιση των συνεπειών που επάγεται η πραγματική του φύση για την οικοδόμηση των παραμέτρων του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μεγάλης κλίμακας και, συγκεκριμένα, για τη διαμόρφωση, για πρώτη φορά, του επικοινωνιακού υποβάθρου πάνω στο οποίο θα συναντηθεί ο πολίτης με το σωρευτικό γινόμενο της ελευθερίας . Η τεχνολογία της επικοινωνίας, επομένως, προορίζεται να ανασυστήσει την κοινωνία-και υπό μια έννοια τις κοινωνίες του συνόλου κοσμοσυστήματος-στη βάση μιας καθολικής αγοράς, σε περισσότερα επίπεδα: της οικονομικής αγοράς, της πολιτικής αγοράς, της κοινωνικής αγοράς, εντέλει της επικοινωνιακής αγοράς. Στην τεχνολογική κοινωνία, η πραγματικότητα «υπάρχει» εφόσον «συλλαμβάνεται» από την τεχνολογία της επικοινωνίας και, ευρέως, συγκροτείται και λειτουργεί ως σύστημα -οικονομικο-κοινωνικά και πολιτικά- με όχημα το πεδίο της.
Η τελευταία αυτή επισήμανση φανερώνει ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας καθολικής μεταμόρφωσης του κοσμοσυστημικού τοπίου, η οποία όμως συντελείται κατά του ουσιώδες εντός του κράτους, δεν προαναγγέλλει την υπέρβαση του. Υπό την έννοια αυτή, η κρατική κυριαρχία αμφισβητείται κυρίως στο εσωτερικό της επικράτειας. Οι κοινωνίες χειραφετούνται και διεκδικούν μερίδιο του δημόσιου χώρου με την επίκληση τόσο της ταυτοτικής τους πολυσημίας όσο και της ατομικότητάς των μελών τους, πέραν του προσωπικού, στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο. Από το ενιαίο πολιτειακά κράτος μεταβαίνουμε σταδιακά στο πολυ-πολιτειακό κράτος, από την κοινωνία μάζα στην κοινωνική και πολιτική ατομικότητα. Το μέλλον του πολιτικού συστήματος προοιωνίζεται όχι στο κράτος αλλά πέραν αυτού σε συνάφεια με το σώμα της κοινωνίας.
Συγχρόνως, η είσοδος στο δια-κρατικό περιβάλλον περισσότερων «παικτών» έχει ως συνέπεια η προσέγγιση της πολιτικής ως δύναμης, που διακρίνει τις εκεί σχέσεις, να μεταφέρεται αυτούσια στην ενδοκρατική δυναμική. Η ισορροπία μεταξύ του κράτους-εξουσία (που ορίζει το εσωτερικό κανονιστικό πεδίο) και του κράτους- δύναμη (που διακρίνει τις διακρατικές σχέσεις) ανατρέπεται υπέρ του δεύτερου.
Ουσιώδης συντελεστής της κανονιστικής επιβάρυνσης του εσωτερικού κοινωνικο-οικονομικού και πολιτικού πεδίου είναι η λεγόμενη «κοινωνία πολιτών» ή, ορθότερα, η ανάδειξη των ομάδων συμφερόντων σε θεμελιώδη παράγοντα της πολιτείας. Οι δυνάμεις αυτές αναδεικνύονται σε καλούς αγωγούς για την εσωτερίκευση των σχέσεων δύναμης που δεσπόζουν στο διακρατικό περιβάλλον, κυρίως όμως προβάλλουν ως το κατεξοχήν υποκατάστατο του κενού που άφησε πίσω του η υπέρβαση των ιδεολογιών στις οποίες συναντιόταν εμμέσως η κοινωνία με την πολιτική. Ώστε, η «κοινωνία πολιτών» δεν είναι η κοινωνία. Τοποθετείται στον αντίποδα της κοινωνίας. Ορίζει ένα νέο ανάχωμα που προορίζεται να διατηρεί το μεν κοινωνικό σώμα εγκιβωτισμένο στο καθεστώς του ιδιώτη, το δε πολιτικό σύστημα ιδιοποιημένο στη βάση της «εταιρικότητας» των δυνάμεων της ισχύος (της οικονομικής, της επικοινωνιακής κ.λπ) με το πολιτικό προσωπικό (η έννοια της «καλής διακυβέρνησης»). Εφεξής ο πολιτικός δεν χρειάζεται να συναντάται με την κοινωνία. Αρκεί να συναρθρώνεται, με όρους διαπλοκής, με τις δυνάμεις της «κοινωνίας πολιτών», προκειμένου το σύστημα να χαρακτηριστεί δημοκρατικό!..
5. Συμπεραίνουμε ότι η δραματική μεταβολή των συσχετισμών σε βάρος της εργασίας συνδυάζεται με μια αντίστοιχη επιβάρυνση του κανονιστικού περιβάλλοντος την κοινωνικής ζωής, του οικονομικού και του πολιτικού συστήματος και, φυσικά, των διακρατικών σχέσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η λύση στο πρόβλημα δεν έγκειται στην επιστροφή στα σχήματα που επαγγέλονταν οι ιδεολογίες της μετάβασης (του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού) με άξονα αναφοράς το δίλημμα του «ανήκειν» του συστήματος στην ιδιοκτησία του ιδιώτη ή του κράτους. Το ζήτημα της ανασύνθεσης της σχέσης της κοινωνίας με την οικονομία και, βεβαίως, με την πολιτική επανέρχεται στο προσκήνιο με δραματικό τρόπο. Τη φορά αυτή, εστιάζεται στον πυρήνα του προβλήματος που είναι η σχετική αποσύνδεση του οικονομικού και πολιτικού συστήματος από τον ασφυκτικό κλοιό της ιδιοκτησίας ή, με διαφορετική διατύπωση, η θεσμική υπεισέλευση της κοινωνίας σ’αυτό.
Το ζήτημα είναι προφανώς περισσότερο από ποτέ πολιτικό: Πρώτον, διότι η κοινωνία υφίσταται αμέσως τις συνέπειες της απομείωσης της έμμεσης έστω συνάντησής της με την πολιτική, με πρόσημο την ιδεολογία. Δεύτερον, επειδή η αντινομία μεταξύ του κράτους-εξουσία και του κράτους-δύναμη, που οξύνεται από τη συρρίκνωση της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους, καλείται να αναζητήσει το αντίβαρό της στην πολιτική ενσωμάτωση της κοινωνίας στο πολιτικό σύστημα με την ιδιότητα του εντολέα. Η ανασύνδεση αυτή είναι, επομένως, αναπόφευκτο να συνεκτιμήσει την προϊούσα χειραφέτηση της κοινωνίας και, κατ’ επέκταση, τη δυνατότητα της να προβάλλει στο κράτος το ίδιον έννομο συμφέρον. Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτική και οι πολιτικοί θα υπαχθούν τελικά στην αρμοδιότητα της δικαιοσύνης.
Η αναγνώριση του εννόμου συμφέροντος της κοινωνίας στην πολιτική θα αποτελέσει προφανώς το πρώτο βήμα για τη μεταβολή της από ιδιώτη σε εντολέα. Το γεγονός αυτό, προϊδεάζει αφενός, για την μετεξέλιξη του πολιτικού συστήματος από προ-αντιπροσωπευτικό που είναι σήμερα σε αντιπροσωπευτικό και αφετέρου, για την καταστατική αναδιάταξη του συσχετισμού των δυνάμεων που παράγει η μεταβατική συγκυρία της «παγκοσμιοποίησης», υπέρ της κοινωνίας.
Ώστε, το διακύβευμα στην εποχή μας, αφορά στην αντίθεση μεταξύ των δυνάμεων που ορίζουν την «παγκοσμιοποίηση» ως φαινόμενο που «απελευθερώνει» την οικονομία από την πολιτική, προικίζοντάς την με ιδίαν νομοτέλεια, καταλυτική επί της κοινωνίας, και εκείνων που διακρίνουν την ολοκληρωτική μεταμόρφωση της σχέσης μεταξύ της κοινωνίας αφενός και αφετέρου της οικονομίας και της πολιτικής, με γνώμονα την υπεισέλευση της πρώτης στο σχήμα της ιδιοκτησίας-συστήματος. Κατά τούτο, ζητούμενο στις μέρες μας δεν μπορεί να είναι η άρνηση της εξέλιξης, αλλά η θεραπεία του κενού που δημιούργησε η συγκυρία, με την εκ νέου συνάντηση της κοινωνίας με τις παραμέτρους κοσμοσυστήματος, η οποία, τη φορά αυτή, θα συντελεσθεί με τη μεταβολή της σε καταστατικό εταίρο της πολιτείας.
Η επισήμανση αυτή, επιβεβαιώνει πλήρως την αρχική μας υπόθεση ότι το πρόβλημα που εγείρει η «παγκοσμιοποίηση» είναι βαθιά πολιτικό, με την έννοια ότι προοιωνίζεται την καθολική ανασυγκρότηση του κοινωνικο-οικονομικού και πολιτειακού κεκτημένου, που κληροδότησε στην εποχή μας η μόλις προηγηθείσα φάση της μετα-φεουδαλικής ή, αλλιώς, (πρωτο-)ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης του νεότερου κόσμου.
- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -