της Ευαγγελίας Κοζυράκη,

Ενόψει της διακοσιονταετηρίδας από την Παλιγγενεσία ανακύπτει το μείζον ερώτημα με ποιόν τρόπο θα ιστορήσουμε τα πεπραγμένα του Ελληνισμού, εάν δηλαδή θα τα ιστορήσουμε δια των πεπραγμένων του νεοελληνικού κράτους -όπως μας διδάσκει η Νεοτερικότητα και η Σχολή της ενιαίας σκέψης- ή εάν θα τα ιστορήσουμε δια των πεπραγμένων του έθνους. Η διαφορά εν προκειμένω κολοσσιαία καθώς από την απάντηση που θα δώσουμε, θα εξαρτηθεί η αντίληψή μας για το πού βρισκόμαστε και προς τα πού οδεύουμε, δηλαδή ποιό μέλλον θέλουμε για την Ελλάδα.

Η νεοτερικότητα προσλαμβάνει με όρους φιλελευθερισμού την Επανάσταση και ισχυρίζεται ότι προ του 1821 δεν υπήρχε ελληνικό έθνος, αλλά ελληνόφωνοι πληθυσμοί που δεν επαναστάτησαν για την εθνική τους απελευθέρωση, αλλά για να πετύχουν άλλους στόχους πχ. κοινωνικούς. Αυτό διαψεύδεται από το γεγονός ότι το 1821 δεν επαναστάτησαν μόνο τα λαϊκά στρώματα αλλά και οι Ελληνες ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας. Η επανάσταση μάλιστα ξεκίνησε από την Μολδοβλαχία και εν συνεχεία εξέπεσε στην Πελοπόννησο, διότι δεν επιτεύχθηκε ο απαραίτητος συνεκτικός κρίκος μεταξύ των εξεγερμένων περιοχών και μια κεντρική πολιτική ηγεσία που θα ένωνε όλους τους επαναστατημένους Ελληνες.

Σε κάθε περίπτωση, η νεοτερική ιστόρηση που εν πολλοίς εκφράζει η κρατική επιτροπή Greece ’21, στοχεύει στο να δικαιώσει τα πεπραγμένα του νεοελληνικού κράτους, ενώ παράλληλα υπηρετεί και τo ψευδοαφήγημα της αιωνίας οφειλής των Ελλήνων έναντι των Ευρωπαίων, με το σκεπτικό πως οι Ελληνες δεν επαναστάτησαν το 1821 ως έθνος, αφού η ιστορική τους συνέχεια είχε διακοπεί στο Βυζάντιο και μετέπειτα κατά την τουρκοκρατία και μόνον χάριν των δυτικών διαφωτιστών επανασυνδεθήκαμε οι νεοέλληνες με την αρχαιότητα και το ένδοξο παρελθόν μας. Το πόσο έωλα κιαβάσιμα είναι όλα αυτά καταδεικνύει η ιστόρηση των πεπραγμένων του έθνους μέσα από τις ιστορικές πηγές, που κάνουν συνεχή κι αδιάπτωτη αναφορά στο έθνος των Ελλήνων, τόσο κατά τους βυζαντινούς χρόνους όσο και κατά την τουρκοκρατία, ως γένος που οραματιζόταν και σχεδίαζε την απελευθέρωσή του από τον οθωμανικό ζυγό.

Η νεοτερικότητα λοιπόν δίνει έμφαση στο κράτος ως δημιούργημα της Δύσης, ενώ για το έθνος διατυπώνει επιφυλάξεις, θεωρώντας το όχι φυσικό, αλλά επίπλαστο γεγονός. Στην πραγματικότητα, αποτελεί δεδομένο για τους νεότερους λαούς της Ευρώπης ότι το έθνος είναι κρατικό δημιούργημα που έχει να κάνει με την έξοδό τους από τη μεσαιωνική φεουδαρχία. Εντός της τελευταίας αυτής, οι στοχαστές του διαφωτισμού στοχάζονταν πώς θα εξέρχονταν της φεουδαρχίας οι δυτικές κοινωνίες και πώς θα συγκροτούνταν ανθρωποκεντρικά, γι αυτό και ανέτρεξαν στην αρχαία ελληνική γραμματεία ανασύροντας την έννοια του έθνους από την κλασσική αρχαιότητα.

Τι ήταν επομένως ο Ελληνικός Κόσμος πριν την επανάσταση;

Κυριολεκτικά ήταν μία υπερδύναμη, οικονομική, πολιτική, πνευματική και θρησκευτική, που ηγεμόνευε σε τρεις αυτοκρατορίες, την οθωμανική, την ρωσική και σε μεγάλο μέρος και την αυστροουγγρική. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του κόσμου αυτού από τους κρητομυκηναϊκούς χρόνους έως το 1821, ήταν η θεμέλια κοινωνία της πόλης/κοινού, με τα ίδια ομοθετικά στοιχεία από την εποχή του Μεγαλέξανδρου, κατόπιν τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, έως και τη βυζαντινή Οικουμένη. Στο Βυζάντιο μάλιστα ολοκληρώθηκε η πολεοτική συγκρότηση των πόλεων/κοινών με την καθολική εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής επί του οικονομικού συστήματος, το τέλος της ώνιας εργασίας/δουλείας και την απαρχή της εταιρικής οικονομίας. Επιπλέον στο Βυζάντιο η άρχουσα πόλη, η Μητρόπολη, λειτουργούσε εναρμονιστικά σε ό,τι εξείχε των πόλεων/κοινών, ασκώντας τη λεγόμενη έννομη επιστασία που έφτανε μέχρι τα τείχη της πόλης. Σε διαπολεοτικό/διακρατικό επίπεδο επικρατούσε το πνεύμα της συνέργειας των πόλεων, ακριβώς όπως συνέβαινε και με τις πόλεις/κράτη της αρχαιότητας.

Το ελληνικό λοιπόν, ανθρωποκεντρικό κεκτημένο της εν ελευθερία δημοκρατικής υποστασιοποίησης των πόλεων/κοινών, με όρους αυτοκυβέρνησης και προσφυγής των πολιτών στημάζωξη του Δήμου για να λύσουν τα προβλήματά τους, εξηγεί ακριβώς τον λόγο για τον οποίο τα επαναστατικά Συντάγματα ήταν πολεοκεντρικά, χωρίς κεντρική πολιτική ηγεσία. Αυτά εξέφραζαν το πολιτικό πρόταγμα των Ελλήνων πριν την επανάσταση που ήταν να διώξουν τον οθωμανό κατακτητή και να επανατοποθετήσουν στη θέση του την Κοσμόπολη, με καταγωγική αναφοράστον Ελληνισμό. Η τότε ελληνική πνευματική τάξη στοχαζόταν αυτόνομα αναφορικά με τη Δύση, και ήθελε την δημοκρατία και όχι την εκλόγιμη μοναρχία, που τελικά δυστυχώς μας επιβλήθηκε. Ετσι στην Μολδοβλαχία σχεδιάστηκε από τον Υψηλάντη η πραξικοπηματική κατάληψη της οθωμανικής διοίκησης της Πόλης και η αιχμαλωσία του Σουλτάνου, ώστε να υποκατασταθεί η οθωμανική αυτοκρατορία από τον ελληνικό κόσμο, ο οποίος αντιπροσώπευε την εποχή εκείνη το ισάξιο και ισοδύναμο του πραγματικού του μεγέθους, αφού και ο εξελληνισμένος βαλκανικός κόσμος ασπαζόταν το ανήκειν στο ελληνικό κοσμοσύστημα. Χαρακτηριστικά ο Καποδίστριας αναφέρει ελληνικό πληθυσμό εννέα εκατομμυρίων, και αργότερα ο Ντοστογιέφκσι μιλάει για Ελληνες περίπου ισάριθμους των Τούρκων και πάντως πολυπληθέστερους των Γερμανών και των Αγγλων. Αρα η μετεπαναστατική ελληνική Πολιτεία θα ήταν ένα κοσμοπολιτειακά οργανωμένο κράτος με εκτεταμένη εδαφική επικράτεια, το οποίο θα στέγαζε όλες τις δυνάμεις και τάξεις του πολυπληθούς τότε Ελληνισμού.

Τι συνέβη λοιπόν και απέτυχε η Επανάσταση του 1821;

Η αιτία της αποτυχίας έγκειται στον τρόπο που έγινε η επανάσταση, καθώς ενώ το αρχικό πολιτικό πρόταγμα των επαναστατημένων Ελλήνων ήταν η επανίδρυση του ελληνικού/ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος στη μεγάλη κλίμακα του εθνοκράτους, στη συνέχεια αποστασιοποιήθηκαν απ’ αυτό, υιοθετώντας το κοινωνικό πρόταγμα της γαλλικής επανάστασης, η οποία συσπείρωσε ένα όχλο δουλοπαροίκων που μ’ ένα απλό κάλεσμα εξεγέρθηκαν και κατέλαβαν τη Βαστίλλη. Ο ελληνικός κόσμος ωστόσο, με διαχρονικά εμπεδωμένη την πολιτική του ατομικότητα κι αυτονομία, δεν ήταν δυνατόν να επαναστατήσει για την εθνική του απελευθέρωση “με ένα νεύμα”, όπως έλεγε ο Ρήγας, αλλά χρειαζόταν την κατάλληλη συνεκτική πολιτική ηγεσία. Κάθε εξεγερμένη πόλη/κοινό είχε τη δική της ηγεσία με συνέπεια οι οθωμανοί να καταστείλουν εύκολα μία προς μία τις τοπικές εξεγέρσεις. Οι Φιλικοί που το γνώριζαν αυτό, ενήργησαν ωστόσο βιαστικά χωρίς την απαιτούμενη επαναστατική προπαρασκευή και οργάνωση.

Το επιστέγασμα της άδοξης κατάληξης του επαναστατικού εγχειρήματος ήταν η δολοφονία του Καποδίστρια, ο οποίος οραματιζόταν την επανίδρυση των κοινών και την εγκατάσταση του λαού μέσα σ’ αυτά. Ο ερχομός του Οθωνα και η επιβολή της βαυαροκρατίας σφραγίστηκε από την πρώτη πράξη του να καταργήσει τα κοινά, με τον ισχυρισμό πως δεν ήταν δυνατόν αυτός ο εγωπαθής, άξεστος κι αμόρφωτος λαός να θέλει να ασκεί το ευγενές λειτούργημα της πολιτικής διοίκησης. Ο Οθωνας ίδρυσε ένα θνησιγενές κράτος, μια ελέω θεού μοναρχία, κυριολεκτικά προτεκτοράτο των μεγάλων Δυνάμεων της εποχής.

Εκτοτε όλα όσα έλαβαν χώρα στην ιστορική διαδρομή του νεοελληνικού κράτους, είναι λίγο πολύ γνωστά. Η πολιτική τάξη υποκατέστησε τους προύχοντες που είχαν ιδιοποιηθεί τιςσφραγίδες των κοινών κατά την Επανάσταση. Η οριστική συντριβή του ελληνικού κόσμου οργανώθηκε και εκτελέστηκε δια χειρός του κράτους των Αθηνών σε δύο φάσεις: η πρώτη κατά τον Ατυχή πόλεμο του 1897, που λίγο έλειψε να μας στοιχίσει την ίδια την ανεξαρτησία μας και η δεύτερη με τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922, που έβαλε ταφόπλακα στον μείζονα ελληνισμό.

Με αυτά τα δεδομένα κατά νου, ο μόνος ενδεικνυόμενος “εορτασμός” τηςδιακοσιονταετηρίδας από την Παλιγγενεσία οφείλει να στοχεύει στην ανάταξη της Ελλάδαςδιαμέσου της ανάκτησης της Ιστορίας μας και της διδαχής μας μέσα απ’ αυτήν.

ΥΓ:Το παρόν βασίζεται στη Διάλεξη με τίτλο “Από τον οικουμενικό στον ελλαδικό ελληνισμό, Ενας απολογισμός με αφετηρία την επανάσταση του 1821”, του τ. Πρυτάνεως Παντείου, ομ. Καθηγητή Γεωργίου Κοντογιώργη στις 4 Μαρτίου 2020 στην Καλαμάτα.

- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -

Κοινοποίηση: