Γιώργος Κοντογιώργης
ΤΑ ‘ΚΟΙΝΑ’ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΟΚΡΑΤΙΑΣ
1. Το ‘κοινό’ ως πολιτεία, η ‘κοινότητα’, και η ‘αυτοδιοίκηση’
Η κρατούσα άποψη αποδίδει το φαινόμενο των ‘κοινών’ της οθωμανοκρατίας ως κοινότητες ή ακόμη ως κοινοτική αυτοδιοίκηση, εγγράφοντάς τα ως οργανικό παράγωγο του φεουδαλικού συστήματος και ειδικότερα της ‘ασιατικού’ τύπου δεσποτείας.
Κατά τη γνώμη μου, τα ελληνικά ‘κοινά’ δεν αποτελούν ούτε κοινότητες ούτε αυτοδιοίκηση. Η έννοια της αυτοδιοίκησης παραπέμπει σε κοινωνίες μιας κρατοκεντρικής εποχής, με πρώιμη και κατά τούτο κυρίαρχη και ενιαία εξουσιαστική συγκρότηση της πολιτικής στο επίπεδο της επικράτειας. Η αυτοδιοίκηση αποτελεί οργανική παράμετρο του κυρίαρχου κράτους, η οποία ρυθμίζεται από αυτό κατά τρόπο ενιαίο ως προς τη σχέση της με την κεντρική εξουσία και ως προς το εσωτερικό της σύστημα.
Ώστε, η ταξινόμηση του φαινομένου των ‘κοινών’ της οθωμανοκρατίας ως αυτοδιοίκησης αναπέμπει το σήμερα στο χθες, ερμηνεύει ‘εθνοκεντρικά’ ένα μη ‘εθνοκεντρικό’ γεγονός.
Η κοινότητα, από την πλευρά της, αποτελεί προσάρτημα, κάτω από ορισμένες συνθήκες, της ‘ιδιωτικής’ και/ή της ‘κρατικής’ δεσποτείας, η οποία ενθυλακώνει τα πρωτο-ελεύθερα κοινωνικά στρώματα που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της. Η προσέγγιση του φαινομένου των ‘κοινών’ της οθωμανοκρατίας ως κοινοτήτων υπονοεί προφανώς ότι η περίοδος αυτή του ελληνικού κόσμου ταξινομείται στη δεσποτική φάση της εν γένει ιστορίας, με την επισήμανση ότι προσομοιάζει μάλλον στην ‘ασιατική’ παρά στη ‘δυτική’ εκδοχή της.
Εντούτοις, μια διαφορετική ανάγνωση του προ του έθνους κράτους ελληνικού κόσμου μας οδηγεί σε μια καταστατική διαφοροποίησή του από τη (‘δυτική’ και ‘ασιατική’) δεσποτεία. Υπήρξε ανθρωποκεντρικός, με την έννοια ότι συγκροτήθηκε με υπόβαθρο τον ελεύθερο άνθρωπο και μάλιστα ως ένα πλήρες, συνεκτικά και λειτουργικά κοσμοσύστημα με πρόσημο τη μικρή κλίμακα της ‘πόλης’ . Η ‘πόλη’, με τη μετάβαση του ελληνικού κοσμοσυστήματος στη μετα-κρατοκεντρική ή οικουμενική του φάση, από τον 4ο π.Χ. αιώνα, δεν θα εκλείψει, θα μεταλλαχθεί σταδιακά σε αυτόνομη ‘πόλη’. Το ‘κοινό’ αποδίδει ακριβώς την αυτόνομη ‘πόλη’, την πολιτειακά συγκροτημένη κοινωνία της ‘πόλης’. Η οικουμενική μετάλλαξη της ‘πόλης’ δεν θα αλλοιώσει την ανθρωποκεντρική της φύση ούτε τη θέση της ως συστατικού πολιτειακού ολοκληρώματος του εν γένει ελληνικού κοσμοσυστήματος. Το ‘κοινό’ θα αποτελέσει τον κορμό του νέου πολιτικού συστήματος της οικουμενικής κοσμόπολης.
Υπό την έννοια αυτή, η κοινότης αποδίδει μια παραλλαγμένη εκδοχή του ‘κοινού’ στο περιβάλλον της πέραν των Άλπεων ευρωπαϊκής δεσποτείας, στο οποίο μετακενώθηκε μαζί με τις λοιπές παραμέτρους (τη ‘χρηματιστική’ ή εμπορο-μεταποιητική οικονομία, το θεσμικό και ιδεολογικό κεκτημένο κλπ.) του ελληνικού κοσμοσυστήματος. Επομένως, η ανάγνωση του ‘κοινού’ ως κοινότητας εννοεί να ερμηνεύσει το πρωτογενές φαινόμενο υπό το πρίσμα της ‘περιφερειακής’ παραφθοράς του.
Το ‘κοινό’ λοιπόν αποτελεί στη μικρή κοσμοσυστημική κλίμακα ότι το κράτος έθνος στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα. Εν αντιθέσει όμως προς αυτό και το ομόλογό του, της κρατοκεντρικής περιόδου του ελληνικού κοσμοσυστήματος, το ‘κοινό’ της οικουμένης εγγράφεται συγχρόνως, όπως προείπα, ως συστατικό μέρος του συνόλου πολιτικού συστήματος της κοσμόπολης, δηλαδή της κοσμοπολιτείας. Η κοσμοπολιτεία ορίζεται ως ένα είδος συμπολιτείας των ‘κοινών’ της οικουμένης, της οποίας η Μητρόπολη προβάλει ως το κεντρικό πολιτικό σύστημα της κοσμόπολης. Το Βυζάντιο αποτελεί από πολλές απόψεις την πλέον ολοκληρωμένη εκδοχή οικουμενικής κοσμοπολιτείας.
Η οθωμανοκρατία εκφράζει τον ‘ιστορικό συμβιβασμό’ ανάμεσα στην ‘ασιατική’ ή κρατική δεσποτεία και στο ελληνικό ή ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας. Ο συμβιβασμός αυτός έγκειται στο ότι το κεντρικό πολιτικό σύστημα μεταβλήθηκε από ανθρωποκεντρική πολιτεία σε ιδιόκτητη εξουσία του δεσπότη. Αντιθέτως, το σύστημα των ‘κοινών’ και οι παράμετροι που το υποστασιοποιούν συνέχισαν να βιώνουν το προγενέστερο ανθρωποκεντρικό καθεστώς του ελληνικού κοσμοσυστήματος. Πρόκειται ουσιαστικά για μια επικάθιση της ‘ασιατικής’ δεσποτείας –κατά το προηγούμενο της πρώτης ρωμαϊκής περιόδου– επί του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού κι όχι για μετασχηματισμό του τελευταίου σε δεσποτεία. Η επικάθιση αυτή θα εστιάσει τις επιπτώσεις της κυρίως στο νομιμοποιητικό έρεισμα της κεντρικής δεσποτικής εξουσίας να αντλεί οικονομικό πλεόνασμα ή να παρεμβαίνει οριακά (πχ για τη στράτευση) στους πληθυσμούς της επικράτειας. Επί της ουσίας όμως, το οθωμανικό κράτος θα υπεισέλθει στις βασικές λειτουργίες της βυζαντινής κοσμοπολιτείας και κατά τούτο δεν θα ενοχλήσει το ανθρωποκεντρικό κεκτημένο των ‘κοινών’. Η οθωμανική πολιτική κυριαρχία αν και θα επενεργήσει αρνητικά σε ορισμένες ανθρωποκεντρικές πτυχές του συστήματος (ιδίως σε ότι αφορά τη λογική της κεντρικής εξουσίας και ορισμένες δράσεις που εκπορεύονται από αυτήν, με πρώτη την πνευματική ζωή), θα διευρύνει εντέλει τα θεμέλια της ‘πόλης’ και των παραμέτρων της (της ‘χρηματιστικής’ οικονομίας κλπ.), που είχαν υποστεί σοβαρό πλήγμα από τη λεηλατική παρέμβαση της ‘δυτικής’ δεσποτείας και των ανερχομένων ‘πόλεων’ της ιταλικής χερσονήσου .
Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι τα ‘κοινά’ της οθωμανοκρατίας συγκροτούν, όπως και στο παρελθόν, το πολιτειακό θεμέλιο του ελληνικού κοσμοσυστήματος, που ενεγράφησαν στο οθωμανικό κράτος ως αποτέλεσμα του ‘ιστορικού του συμβιβασμού’ με το καθεστώς της κατάκτησης.
2. Το ‘κοινό’ στο οθωμανικό σύστημα
Η σχέση μεταξύ ‘κοινού’ και οθωμανικής αρχής αναπαράγει, όπως είδαμε, το καθεστώς που διαμορφώθηκε κατά την τελευταία φάση της κοσμοπολιτειακής οικουμένης. Η οθωμανική κεντρική εξουσία διασφαλίζει την ηγεσία και την ενότητα της Επικράτειας. Έναντι των ‘κοινών’ περιορίζεται στην άσκηση μιας υψηλής εποπτείας της νομιμότητας, εμφανιζόμενη κυρίως ως εγγυήτρια του εσωτερικού τους κεκτημένου. Η οθωμανική εξουσία δεν διοικεί το ‘κοινό’, δεν προνοεί για το κοινωνικοπολιτικό του σύστημα, δεν επεμβαίνει στα εσωτερικά του παρά μόνον εάν του ζητηθεί να διαιτητεύσει ή για να αποκαταστήσει την έννομη τάξη. Συγχρόνως, η άσκηση των αρμοδιοτήτων του κέντρου ανήκει καταρχήν στο ‘κοινό’. Σε τελική ανάλυση, το ‘κοινό’ εκπροσωπείται στην οθωμανική αρχή όχι το αντίθετο. Την αυτονομία του ‘κοινού’ αποδίδει η αρχή της ‘συλλογικής ευθύνης’, το ‘αλληλέγγυον’ της κοινωνίας του, έναντι του κέντρου.
Υπό την έννοια αυτή, το ‘κοινό’ συγκεντρώνει το σύνολο των αρμοδιοτήτων της ‘πόλης’ της κρατοκεντρικής περιόδου (της ανεξάρτητης ‘πόλης’), καθώς και εκείνων που ανέδειξε η ιδιότητά του ως συστατικό μέρος της οικουμενικής κοσμοπολιτείας. Σ’αυτό ανήκει, μεταξύ άλλων, η δημοσιονομική λειτουργία, η παιδεία, η πρόνοια, η οικονομία (η επάρκεια αγαθών, ο έλεγχος των τιμών, η ανταγωνιστικότητα της αγοράς, τα κοινωφελή έργα, κλπ.), η άσκηση νομοθετικού έργου, όψεις της δικαιοσύνης , η διοίκηση των υποθέσεων της εκκλησίας και ο έλεγχος του κλήρου κλπ.
Η διατήρηση του συστήματος των ‘κοινών’ προϋπέθετε τη διατήρηση των ανθρωποκεντρικών τους θεμελίων, προεχόντως της ‘χρηματιστικής’ οικονομίας, του συν-εταιρικού συστήματος και του ιδιοκτησιακού καθεστώτος που προσιδιάζει σ’ αυτήν. Τα θεμέλια αυτά απολήγουν στην αναγνώριση της ατομικότητας, δηλαδή της ελευθερίας των μελών της κοινωνίας και εντέλει στη δημοσιονομική τους ευθύνη.
Η δημοσιονομική ευθύνη συνδυάζεται με το ‘αλληλέγγυον’ των κατοίκων της πολιτείας και συνεπώς με τη μη αρμοδιότητα του κέντρου σε ένα έκαστο από τα μέλη της. Με απλούστερη διατύπωση, ο πολίτης του ‘κοινού’ δεν αναγνωρίζεται ως άμεσος, δηλαδή προσωπικά υπεύθυνος έναντι της οθωμανικής εξουσίας, όχι διότι είναι δουλοπάροικος αλλ’επειδή δημοσιονομικός συνομιλητής της είναι το ‘κοινό’. Η αρμοδιότητα της κεντρικής εξουσίας εξαντλείται, όπως άλλοτε στην οικουμενική κοσμοπολιτεία, στην επιμέτρηση του φόρου που αναλογεί σε κάθε ‘κοινό’. Το ‘κοινό’ διαχειρίζεται τη δημοσιονομική λειτουργία, αποφασίζει για την κατανομή του φόρου στα μέλη του, τις τυχόν φοροαπαλλαγές κλπ.
Θεμέλιο του ιδιοκτησιακού συστήματος, που επιβεβαιώνει τον ‘ιστορικό συμβιβασμό’ είναι το τιμάριο. Ο σουλτάνος, κάτοχος δεσποτικής εξουσίας, διατηρεί την τυπική ιδιοκτησία (είδος ψιλής κυριότητας) που τον νομιμοποιεί να φορολογεί κλπ τους υπηκόους. Οι τελευταίοι όμως διατηρούν μιαν εμπράγματη σχέση με τη γη, είναι νομείς της και αποκλειστικά υπεύθυνοι για την οργάνωση της παραγωγής. Ακόμη και στο τσιφλίκι η θέση του χωρικού παραμένει ενοχική, δηλαδή συμβατική και υπό μιαν έννοια συν-εταιρική με πρόσημο την καλλιέργεια της γης. Ο καλλιεργητής δεν μεταβάλλεται σε αντικείμενο ιδιοκτησίας του τσιφλικά (του οποίου η σχέση με τη γη είναι εξίσου συμβατική) ούτε δεσμεύεται στη γη. Ώστε, το τσιφλίκι δεν παρήγαγε δουλοπαροικία – δεν έγινε φέουδο – και, παρά την περί αντιθέτου βεβαιότητα, απαντώνται σ’ αυτό δείγματα ‘κοινοτικής’ συσσωμάτωσης .
Η ανάδειξη της ανθρωποκεντρικής φύσης της κοινωνίας του ‘κοινού’ θα ήταν ατελής χωρίς τη συνεκτίμηση της λεγόμενης ‘συντροφίας’ (των ‘συναφιών’). Τα ‘συνάφια’ αποδίδουν το σύστημα οργάνωσης της εργασίας ή της σχέσης εργασίας και κεφαλαίου που καθιερώθηκε, σταδιακά με την οικουμενική μετάλλαξη του ελληνικού κοσμοσυστήματος, προκειμένου να υπηρετήσει την επανένταξη των πολιτών στην οικονομική διαδικασία με όρους μη εξαρτημένης εργασίας, ιδίως στον χώρο της μη αγροτικής ‘χρηματιστικής’ οικονομίας. Η μετάβαση από το δημοκρατικό πρόταγμα της ‘κοινωνίας της σχόλης’ στην ‘εταιρική κοινωνία’ θα συντελεσθεί σχετικά σύντομα. Κατά την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή περίοδο θα ολοκληρωθεί εντούτοις η κυριαρχία της συν-εταιρικής εργασίας στο σύνολο της οικονομικής διαδικασίας έτσι ώστε να μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι ήδη από τις αρχές του Βυζαντίου το σύστημα της ‘ώνιας εργασίας’ (ή ‘ώνιας δουλείας’) έχει πλήρως υποχωρήσει.
Τα ανωτέρω ολίγα συνομολογούν ότι τα ανθρωποκεντρικά θεμέλια του ελληνικού κοσμοσυστήματος εμφανίζουν μια ενδιαφέρουσα εξελικτική τροχιά, η οποία συνεχίζει και καταγράφεται ανάγλυφα στο πλαίσιο των ‘κοινών’ της οθωμανοκρατίας.
3. Μορφολογία των ‘κοινών’
Η αρχή της πολιτειακής αυτοσυγκρότησης των ‘κοινών’ συνδυάζεται προφανώς με τις πραγματικότητες της κοινωνίας τους. Η αγροτική ή αστική ιδιοσυστασία της κοινωνίας του ‘κοινού’, ο βαθμός ανάπτυξης της ‘χρηματιστικής’ οικονομίας, η παραγωγική ιδιαιτερότητα της περιοχής, οι ‘συμβάσεις’ με την κεντρική εξουσία, υπαγορεύουν, πέραν του αναπτύγματος των δράσεών του και το είδος της πολιτείας. Η γεωγραφική και παραγωγική δομή μιας περιοχής και μάλιστα η ιστορικότητά της οδηγεί συχνά σε συναρθρώσεις των ‘κοινών’, με τη μορφή είτε συμπολιτειακών ενώσεων είτε επάλληλων βαθμίδων αυτονομίας. Ειδικότερα:
– Το πρωτογενές ‘κοινό’ προσιδιάζει στην απλούστερη μορφή κοινωνικής συγκρότησης, όπως το αγροτικό ‘κοινό’, η ‘συνοικία’ του άστεως και το ‘συνάφι’. Τα ‘κοινά’ αυτά εγγράφονται συνήθως σε ευρύτερα πολιτειακά ή συμπολιτειακά σύνολα. Διατηρούν όμως την αυτονομία τους στο πλαίσιο του ευρύτερου ‘κοινού’ και μια αυτοτελή αναφορά στην οθωμανική εξουσία. Οι αρμοδιότητές τους είναι ίδιες αναλογικά με τις αρμοδιότητες των πλέον σύνθετων ‘κοινών’, εστιάζονται όμως στην χωρική ή κλαδική τους περιοχή και ασφαλώς στη συμμετοχή τους στις ευρύτερες συμπολιτειακές συσσωματώσεις.
– Το ‘κοινό’ του άστεως αποτελεί μια σύνθετη πολυ-πολιτειακή πραγματικότητα, η οποία συγκροτείται ανάλογα με την ‘πόλη’ από επιμέρους πρωτογενείς πολιτείες, όπως των ‘συναφιών’, την ‘συνοικιών’, των σύνοικων πολιτισμικών ομάδων (π.χ. τα ‘κοινά’ των Ελλήνων, των Εβραίων κλπ. στη Θεσσαλονίκη) και του περιβάλλοντος το άστυ αγροτικού ή μη χώρου (τα ‘κοινά’ των χωριών κλπ.). Οι αρμοδιότητες του ‘κοινού’ του άστεως αφορούν σε ζητήματα της σύνολης περιοχής ή που απαιτούν τη συνέργεια περισσοτέρων δυνάμεων.
– Η συγκρότηση των ‘κοινών’ εν είδη συμπολιτειών σε εδαφικό επίπεδο εμφανίζει μεγάλη αιτιολογική ποικιλία. Συνήθως, συγκεντρώνει τα ‘κοινά’ που περιβάλλουν ένα αστικό κέντρο, όπως στην περίπτωση της Αττικής με πρωτεύουσα την Αθήνα . Τα νησιά συνθέτουν κατά κανόνα μια συμπολιτειακή ιδιαιτερότητα με πολύ ενδιαφέρουσες μορφολογικές συνθέσεις. Το φαινόμενο της συμπολιτειακής συσσωμάτωσης είναι εξίσου σύνηθες στον ηπειρωτικό χώρο (το παράδειγμα των ‘κοινών’ του Πηλίου, της Κασσάνδρας κ.α.), με ξεχωριστή την περίπτωση της Πελοποννήσου. Χαρακτηριστικές είναι οι συμπολιτειακές ενώσεις που αναδύονται στα ‘κοινά’ με ενιαία παραγωγική βάση, όπως στα Μαντεμοχώρια της Χαλκιδικής, τα Μαστιχοχώρια της Χίου, τα Αμπελάκια κ.ά. Η εσωτερική άρθρωση της συμπολιτειακής ένωσης διαφοροποιείται, με την ανάπτυξη θεσμών δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας πολιτικής αυτονομίας, ανάλογα με τη δομή του χώρου, τους συσχετισμούς δύναμης κ.ά.
4. Οι πολιτείες των ‘κοινών’
Η πολιτειακή μορφολογία των ‘κοινών’ της οθωμανοκρατίας αναπαράγει θεμελιωδώς το προηγούμενο του ελληνικού κοσμοσυστήματος. Η ολιγαρχική πολιτεία αποτελείται στην απλούστερη μορφή της από ένα ολιγάριθμο συνοδικό σώμα ‘γερόντων’ ή, στις πιο σύνθετες ‘πόλεις’, από ένα ευάριθμο σώμα ‘γνωρίμων’, εκλεγμένων ή μη, μέσα από το ‘κοινό’, και μια μικρότερη αριθμητικά συνοδική ηγεσία, επιφορτισμένη να ασκεί εκτελεστικά καθήκοντα. Από την ολιγαρχική πολιτεία απουσιάζει επομένως το κοινωνικό σώμα, το οποίο διατηρεί συχνά ένα απλό εκλογικό δικαίωμα. Δεν αποκλείεται όμως η ολιγαρχική πολιτεία να συγκροτεί τις ανώτερες βαθμίδες ενός ευρύτερου ‘κοινού’ (πχ η Πελοπόννησος), συνδυαζόμενη με τα επιμέρους δημοκρατικά (και μη) ‘κοινά’ που το απαρτίζουν .
Η δημοκρατική πολιτεία απαντάται επίσης, ανάλογα με τη συνθετότητα του ‘κοινού’, είτε στην απλή της μορφή που συνδυάζει τη συνέλευση του λαού (τη ‘σύναξη’ όλων ‘μικρών και μεγάλων’) με ένα εκτελεστικό σώμα (συνοδική αντιπροσώπευση) προυχόντων είτε ως ένα ‘πολυ-πολιτειακό’ ολοκλήρωμα, που εκφράζεται θεσμικά με την προσθήκη μεταξύ της συνοδικής προυχοντικής αρχής και της συνέλευσης του λαού ενός ευρύτερου σώματος όπου αντιπροσωπεύονται τα διάφορα πρωτογενή ‘κοινά’ κλπ. Η δημοκρατική αυτή πολιτεία, γνώριμη στα ‘κοινά’ με αστεακή δομή ή γεωγραφική ακτίνωση, χωρίς να αποκλείει τη συνέλευση σύμπαντος του λαού και πάντως επιφυλάσσοντάς την στα πρωτογενή ‘κοινά’, αποδίδει στο ενδιάμεσο, ευρείας εκπροσώπησης, βουλευτικό σώμα, σημαντικές αρμοδιότητες .
Η κατανομή των αρμοδιοτήτων ανάμεσα στους θεσμούς εκπροσώπησης ή εξουσίας (προυχοντική αρχή ή γεροντομάζωξη) και στο κοινωνικό σώμα διαφοροποιείται ανάλογα με τους συσχετισμούς. Θεμέλιο ωστόσο του προυχοντικού συστήματος αποτελεί σε κάθε περίπτωση: η συνοδικότητα των αρχών , η αυτονομία της εντολής ενός εκάστου των προεστών και η εφαρμογή της αρχής της ομοφωνίας μεταξύ τους, εν αντιθέσει προς το κοινωνικό σώμα, ώστε να αποτρέπεται η δημιουργία ενδοπρουχοντικών ιεραρχήσεων, ο διαρκής έλεγχος και συνακόλουθα η υπαγωγή της πολιτικής πράξης στη δικαιοσύνη, το ελευθέρως ανακλητό, η εκλογή τους (από το λαό του πρωτοβάθμιου ‘κοινού’ ή αναλόγως από τους εκπροσώπους του ή τη γεροντομάζωξη), οι περιορισμένες αρμοδιότητες και η μικρή διάρκεια της θητείας τους (από 6 μήνες έως 1 έτος) κλπ. Μέτρο για τη δημοκρατική ή αντιπροσωπευτική φύση του πολιτικού συστήματος αποτελεί η κυρίως βουλευτική ή απλώς εκλογική λειτουργία της λαϊκής ‘σύναξης’. Σε κάθε περίπτωση όμως η αντιπροσώπευση ως πολιτικό σύστημα ή ως απλή αρχή είναι κατά κανόνα ολοκληρωμένη (συνοδική κλπ.).
Η εισαγωγική παραδοχή ότι το σύστημα των ‘κοινών’ και η σχέση τους με το οθωμανικό κέντρο διατήρησε θεμελιωδώς απαράλλακτη τη λογική και τις θεσμικές προδιαγραφές του ελληνικού κοσμοσυστήματος, γίνεται παραδειγματικά εναργής μέσα από την πολιτειακή τους μορφολογία και τις σταθερές της, ειδικότερα δε με τη διαπίστωση πως η δημοκρατία (η λεγόμενη ‘άμεση’ δημοκρατία) όχι μόνον δεν καταλύθηκε με τη μετάβαση στην οικουμένη, τον 4ο αιώνα, αλλ’ότι η οθωμανική της περίοδος εμφανίζει εξαιρετικές όσο και ομοθετικές αναλογίες με εκείνη των κλασικών χρόνων.
Προς την κατεύθυνση αυτή συνάδει, άλλωστε, και το περιεχόμενο της κοινωνικής δυναμικής στο πλαίσιο των ‘κοινών’, η οποία εστιάζεται πέραν της ατομικής ελευθερίας σε ζητήματα όχι απλώς δικαιωμάτων αλλά κοινωνικής και πολιτικής ελευθερίας: αλλού οι δυνάμεις των ‘συναφειών’ – οι εμπορευματικές και μεταποιητικές δυνάμεις – και του ‘μικρού’ λαού αντιτίθενται στις δυνάμεις του δημοσιονομικού και τραπεζικού κεφαλαίου· αλλού οι δυνάμεις της συν-εταιρικής εργασίας συγκρούονται με το σύνοικο κεφάλαιο (π.χ. στα νησιά) ή, πολύ συχνά, οι δυνάμεις της αγροτικής παραγωγής με το πολιτικο-εμπορευματικό κέντρο (Λειβαδιά, Άνδρος κ.ά.). Στις κοινωνικές αυτές αντιθέσεις συμπλέκονται οι δυναμικές που καλούν την πολιτεία να προβεί σε συνθέσεις πολιτικών, όπως σχετικά με την κατανομή των δημοσιονομικών βαρών, την πρόνοια, την παιδεία, τον έλεγχο των τιμών ή των μονοπωλιακών πρακτικών, την άσκηση της δικαιοσύνης κ.ά.
5. Από το οικουμενικό ‘κοινό’ στο κράτος έθνος
Το ζήτημα της ελληνικής παλιγγενεσίας τέθηκε με όρους όχι εθνοκεντρικούς, όπως γίνεται γενικώς αποδεκτό, αλλά κοσμοσυστημικούς. Ο Ρήγας επαγγελόταν την αποκατάσταση της ελληνικής κοσμοπολιτειακής οικουμένης – και ως εκ τούτου την αποκάθαρσή της από τις αναπόφευκτες δεσποτικές αγκυλώσεις – όπως ακριβώς και ο Αλ.Υψηλάντης, ενώ η ίδια η Επανάσταση και τα Συντάγματά της εμπνέονταν εξολοκλήρου από το διατακτικό του συστήματος των ‘κοινών’.
Η μετάβαση στο εθνοκεντρικό πρόταγμα και στο κράτος έθνος θα συντελεσθεί συντοχρόνω με την αποσάθρωση των ‘κοινών’ στον χώρο της Επανάστασης, την οριστική θεσμική προσάρτηση του νεοελληνικού κρατιδίου στο άρμα των Δυνάμεων της ευρωπαϊκής κρατικής δεσποτείας και εντέλει τη γένεση των βαλκανικών εθνικισμών.
Η εξέλιξη αυτή, ανεξάρτητα από τα κεφαλαιώδη γνωσιολογικά και μεθοδολογικά ζητήματα που εγείρει σε ότι αφορά τις κρατούσες αναγνώσεις της ιστορίας, αναδεικνύει την ουσία της διαφοράς μεταξύ του Ευρωπαϊκού και του Ελληνικού κόσμου: στον έναν, η οικοδόμηση του κράτους έθνους σηματοδοτεί την ολοκλήρωση της πρωταρχικής μετάβασης από το δεσποτικό στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα. Στον άλλον, η μετάβαση στο κράτος έθνος θα διέλθει κατ’ευθείαν από την ανθρωποκεντρική οικουμένη. Το ‘νεοτερικό’ κράτος έθνος θα αιτιολογηθεί από την ανάγκη της υπέρβασης της ‘ιδιωτικής’ και αργότερα της ‘κρατικής’ δεσποτείας και της συγκρότησης των ανθρωποκεντρικών θεμελίων της κοινωνίας. Στην πραγματικότητα όμως το κοινωνικό και πολιτικό του σύστημα αντανακλά τις πρωτο-ανθρωποκεντρικές αναζητήσεις των κοινωνιών της ευρωπαϊκής ηπείρου. Αντιθέτως, το ελληνικό κράτος έθνος θα ορθωθεί, όχι απλώς ενάντια στον οθωμανό κατακτητή αλλά ουσιωδώς κατά του συστήματος των ‘κοινών’, δηλαδή σε κοινωνίες που βίωναν ένα μετα-κρατοκεντρικό ή οικουμενικό στάδιο ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης.
Με την έννοια αυτή, το κυρίαρχο πολιτικά κράτος, το πρόσημο της ‘εθνικής’ ομοιογένειας, η κοινωνία της (συμβατικά εξαρτημένης) εργασίας, η μονοσήμαντη έμφαση στην ατομική ελευθερία και στα οροθετικά κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, για τις εξερχόμενες από τη φεουδαρχία ευρωπαϊκές κοινωνίες συνιστούσαν μείζονα πρόοδο. Για τον ελληνικό κόσμο όμως καταγράφονται ως μια πρωτοφανής από ανθρωποκεντρική άποψη οπισθοδρόμηση που επουδενί συμψηφίζεται με τη μετάβαση στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα..
Τούτο εξηγεί γιατί ως ζητούμενο για τη νεοελληνική ιδεολογία προβλήθηκε εξ αρχής όχι η ενσωμάτωση του ανθρωποκεντρικού κεκτημένου του ‘κοινού’ στο πολιτικό σύστημα του νέου κράτους ή, πολύ περισσότερο, η προβολή του στο ομόλογο πολιτειακό όχημα της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας, του κράτους έθνους, [για παράδειγμα, η εγκαθίδρυση της δημοκρατικής αυτοκυβέρνησης ή έστω της ολοκληρωμένης αντιπροσώπευσης σ’αυτό], αλλά ο υποβιβασμός του σε ‘αυτοδιοίκηση’ και μάλιστα σε θεσμικό προσάρτημα της οθωμανικής δεσποτείας (σε κοινότητα). Η αποσιώπηση της ανθρωποκεντρικής φύσης των ελληνικών κοινωνιών της οθωμανικής περιόδου και περαιτέρω η ενοχοποίηση συλλήβδην της ‘τουρκοκρατίας’ ήσαν αναγκαίες, προκειμένου να νομιμοποιηθεί το πολιτικό σύστημα του νέου κράτους και οπωσδήποτε, οι κοινωνικοπολιτικές δυσπλασίες που ανέδειξε η επιβολή δεσποτικών (π.χ. η απόλυτη μοναρχία) ή πρωτο-ανθρωποκεντρικών θεσμών (π.χ. η διχοτομία κοινωνίας και πολιτικής, η λογική της απλώς εκλογικής – αντί της αποφασιστικής ψήφου – και της ελλειπτικής αντιπροσωπευτικής αρχής, η πρόταξη του έθνους αντί της κοινωνίας ως σκοπού της πολιτικής, η αρχή της ‘εθνικής’ ομοιογένειας κ.ά.) στο ελληνικό πολιτικό σύστημα.
Επικουρικά προς αυτό θα προβληθεί αργότερα το επιχείρημα της ασυμβατότητας της μικρο-κλίμακας του ‘κοινού’ προς τις ανάγκες της ‘καπιταλιστικής’ συσσώρευσης, που συνεπήγετο η μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα. Η εξομοίωση του ‘κοινού’ του ελληνικού κοσμοσυστήματος με την ‘περιφερειακή’ εκδοχή του, την κοινότητα, δεν θα διευκολύνει απλώς το επιχείρημα αυτό. Θα παρεμποδίσει κυρίως τη συνεκτίμηση της θέσης του στη νέα απογείωση της οικουμενικού τύπου ελληνικής ‘χρηματιστηριακής’ οικονομίας, ιδίως στο περιβάλλον της αναπόφευκτης για την ανθρωποκεντρική πρωτο-οικοδόμηση προστασίας από το ‘νεοτερικό’ κράτος του εσωτερικού κεφαλαίου. Οι εξελίξεις στην εποχή της ‘παγκοσμιοποίησης’, δηλαδή της μετάβασης από το κυρίαρχο στο απλώς ανεξάρτητο κράτος και η στο πλαίσιο αυτό σχετική απελευθέρωση του πλέγματος των τοπικών, περιφερειακών ή ευρύτερα πολιτισμικών αιτημάτων για αυτονομία, είναι αποκαλυπτικές της σαθρότητας του επιχειρήματος αυτού.
Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση για τα ‘κοινά’ της οθωμανοκρατίας δεν υπονοεί μια δυναμική επιστροφής στο κοσμοσύστημα της μικρής κλίμακας. Εντούτοις, η επανεκτίμηση του συστήματος των ‘κοινών’ – και των παραμέτρων τους – υπό το πρίσμα μιας κοσμοσυστημικής ανάγνωσης του ελληνικού κόσμου, αναδεικνύει τη μοναδικότητά τους ως παραδείγματος για την κατανόηση του ανθρωποκεντρικού σταδίου που βιώνει η ‘νεοτερικότητα’ και την αναγκαιότητά τους για έναν αναστοχασμό και μια νέα περιοδολόγηση του ενγένει ιστορικού χρόνου. Υπό την έννοια αυτή, το σύστημα των ‘κοινών’ προσφέρεται, κατά τη γνώμη μου, για την άντληση ασφαλών συμπερασμάτων για το περιεχόμενο της σύνολης ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης κι οπωσδήποτε, για τις κατευθύνσεις μιας εξέλιξης του σύγχρονου κόσμου που θα είχε ως πρόσημο την πρόοδο.
- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -