της Ευαγγελίας Κοζυράκη,
«Μίνως γαρ παλαίτατος ων ακοή ισμέν ναυτικόν εκτήσατο και της νυν ελληνικής θαλάσσης επί πλείστον εκράτησε και των κυκλάδων νήσων ήρξε τε και οικιστής πρώτος των πλείστων εγένετο, Κάρας εξελάσας και τους εαυτού παίδας ηγεμόνας εγκαταστήσας, το δε ληστρικόν ως εικός καθήρει εκ της θαλάσσης εφ’ όσον εδύνατο, του τας προσόδους μάλλον ιέναι αυτώ..»
Ο Θουκυδίδης στο παραπάνω χωρίο των Ιστοριών του αποδίδει εύστοχα τον πολιτισμικό ορισμό του Ελληνισμού ως Έθνους-Κοσμοσυστήματος, ως συνόλου δηλαδή ανθρωποκεντρικών παραμέτρων με γνώμονα την ταυτοτική συνείδηση κοινωνίας και πρόσημο την πολεοτική αυτονομία, όπως αριστοτεχνικά αναλύει και επιστημονικά τεκμηριώνει ο καθηγητής Κοντογιώργης στο έργο του “Το Ελληνικό Κοσμοσύστημα”.
Στο έργο αυτό ο κορυφαίος στοχαστής μελετά διεξοδικά μέσα από πλήθος ιστορικών πηγών την κοινωνικοπολιτική φύση του ελληνικού κόσμου σε όλη την ιστορική διαδρομή του, από την απώτερη κρητομυκηναϊκή εποχή (3.000-1.100 πΧ), τους ομηρικούς και αρχαϊκούς χρόνους (1.100-479 πΧ), την κλασική αρχαιότητα του χρυσού αιώνα του Περικλέους, που έληξε με την ήττα της Αθήνας στον “ενδοκοσμοσυστημικό” Πελοποννησιακό Πόλεμο (431-404 πΧ).
Αυτός σηματοδότησε την έναρξη της μετάβασης του ελληνικού κόσμου από το κρατοκεντρικό στάδιο της μικρής κλίμακας των πόλεων/κρατών στην μετακρατοκεντρική “οικουμενική” φάση των ελληνιστικών χρόνων (323-31 πΧ). Ωστόσο, με την ήττα των συμμαχικών δυνάμεων του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας στη ναυμαχία του Ακτίου το 31πΧ, ο ελληνικός κόσμος περιήλθε στο βαρβαρικό, λεηλατικό καθεστώς του Ρωμαϊκού Imperium.
Με αποτέλεσμα την επί τρεις αιώνες οπισθοδρόμησή του εξ’ απόψεως ελευθερίας και δημοκρατίας, ωσότου το 330 μΧ, μετέφερε ο Μέγας Κωνσταντίνος την πρωτεύουσα του κοσμοκράτους του από την Ρώμη στο Βυζάντιο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ενέγραψε το σύνολο των τότε ρωμαϊκών κτήσεων ως πολιτισμικό καταπίστευμα της ελληνοβυζαντινής Οικουμένης.
Στην υπερχιλιετή ιστορία του Βυζαντίου, εμπλουτίστηκε το ανθρωποκεντρικό υπόβαθρο του Ελληνισμού, πέραν της καταστατικής αρχής του ελεύθερου εμπορίου, και με τη δημοκρατική αρχή της εταιρικής οικονομίας. Αυτή συνοδεύτηκε από τη σταδιακή κατάργηση του θεσμού της ωνίας εργασίας/δουλείας, ώστε οι βυζαντινοί να βιώσουν την ολοκλήρωση του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού, εξ’ επόψεως ελευθερίας και δημοκρατίας.
Ελληνισμός ως Έθνος-Κοσμοσύστημα
Ο Ελληνισμός λοιπόν ορίζεται πολιτισμικά ως Εθνος-Κοσμοσύστημα από τον καθηγητή Κοντογιώργη, ακριβώς διότι η ειδοποιός διαφορά του από τα νεοτερικά εθνοκρατικά μορφώματα έγκειται στην ίδρυση και τον πολλαπλασιασμό των θεμελιωδών κοινωνιών των πολεοτικών κρατών. Βρίσκονται σε καταστατική αντίθεση με τις μάζες δουλοπαροίκων του δεσποτικού κοσμοσυστήματος, που μόλις τον 18ο μΧ αιώνα επαναστάτησαν, αξιώνοντας την πολιτική αυτοδιάθεσή τους εντός ενιαίων εθνοκρατών, δηλαδή το μη ανήκειν στον φεουδάρχη!
Τουναντίον, η ελευθερία των Ελλήνων ανέκαθεν διερχόταν μέσα από την ελευθερία των πόλεων. Η ιδιαίτερη αυτή κοινωνικοπολιτική ανθρωπολογία των Ελλήνων έχει τις απαρχές της στους κρητομυκηναϊκούς χρόνους, που χρονικά εκτείνονται στην εποχή του χαλκού μεταξύ 3.500-1.100 πΧ. Την εποχή αυτή ο ελληνικός κόσμος διέγραψε μια εντυπωσιακή εξελικτική πορεία με ανθρωπολογικό υπόβαθρο εντός του ελλαδικού γεωφυσικού περιβάλλοντος.
Ο κρητομυκηναϊκός πολιτισμός αναπτύχθηκε στο μεταίχμιο της κρατικής δεσποτείας και του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού και σήμανε ακριβώς αυτή τη μεταβατική φάση από τον κρητομυκηναϊκό δεσποτισμό στον ανθρωποκεντρισμό των πόλεων/κρατών. Ο κυκλαδικός κόσμος του τέλους της νεολιθικής περιόδου (3.500-2.000 π.Χ.) ήταν η μήτρα των εμπορικών και κοινωνικοοικονομικών θυλάκων, από τους οποίους αναπτύχθηκε ο ελληνικός κόσμος εντός των κρητομυκηναϊκών δεσποτειών κατέχοντας το συγκριτικό πλεονέκτημα της αρχιπελαγικής αιγαιϊκής θάλασσας, έναντι των ευρισκομένων υπό τις τότε αφροασιατικές κρατικές δεσποτείες, λαών.
Κρητομυκηναϊκός πολιτισμός
Όπως τον κυκλαδικό πολιτισμό έτσι και τον κρητομυκηναϊκό της εποχής του χαλκού χαρακτηρίζει η γένεση των ανθρωποκεντρικών παραμέτρων του εμπορίου και της ναυσιπλοϊας, τόσο στην ανατολική Μεσόγειο (Αίγυπτο, Συρία, Μεσοποταμία) όσο και στην Δύση (Κάτω Ιταλία, Σικελία, Μασσαλία). Εξάλλου, η επάρκεια των παραγομένων προϊόντων, όπως ελαιόλαδο, οίνος, σιτηρά, αγγεία, υφάσματα, κοσμήματα και όπλα, ήταν ο καθοριστικός παράγοντας για την άνθιση τόσο του εσωτερικού εμπορίου μεταξύ των ελληνικών πόλεων/κρατών, όσο και του διεθνούς εμπορίου.
Ωστόσο το διεθνές εμπόριο στηρίζοταν αποκλειστικά στην ανταλλακτική και όχι στην νομισματική οικονομία και ελεγχόταν από τον εκάστοτε κρατικό ηγεμόνα. Το εμπόριο λοιπόν μαζί με την ναυσιπλοϊα αποτέλεσαν την κινητήρια δύναμη στην εξελικτική βιολογία των Κρητομυκηναίων από τη φάση του μέχρι τότε δεσποτικού κοσμοσυστήματος στην πρώιμη ανθρωποκεντρική, χάρη στην πολύπλευρη αξιοποίηση της προνομιούχας διαμετακομιστικής θέσης του ελληνικού κόσμου, μεταξύ των κραταιών αφροασιατικών δεσποτειών και της Μεσογείου θάλασσας.
Ηδη στην Μινωική Κρήτη αποκρυσταλλώθηκε η γεωπολιτική συνείδηση του κόσμου, που αργότερα θα συμβολιζόταν με τη διάκριση ανάμεσα σε Ευρώπη, Αφρική και Ασία. Μεταξύ 2.800-1.700 πΧ έλαβαν χώρα ανθρωποκεντρικές εξελίξεις που προετοίμασαν το έδαφος για μια λαμπρή απογείωση του εμπορίου και της ναυσιπλοϊας. Οι Μινωίτες πολύ πριν τους Φοίνικες, ανέπτυξαν ένα ευρύτατο θαλάσσιο δίκτυο εμπορίου, εκτεινόμενο από την Κύπρο, Παλαιστίνη, Αίγυπτο και Μικρασία έως την ηπειρωτική Ελλάδα, Κάτω Ιταλία, Σικελία και Μασσαλία.
Συγχρόνως, η εγχώρια μεταποίηση και η καλλιτεχνική δημιουργία συνέβαλαν στην εμπορική και οικονομική άνθηση. Η παραγωγή, επεξεργασία και εμπορία προϊόντων προκάλεσε αναντιλέκτως την μετεξέλιξη της πολιτικής φυσιογνωμίας των κρητομυκηναϊκών κοινωνιών, από κλειστές κοινωνίες κρατικής δεσποτείας σε ανοιχτές κοινωνίες ανθρωποκεντρικού προσανατολισμού, με αποτέλεσμα την οριστική απομάκρυνσή τους από το μέχρι τότε κυρίαρχο, δεσποτικό μοντέλο.
Ομηρικά Έπη
Τον απόηχό τους συναντάμε στα Ομηρικά Έπη, της μεν μινωικής Κρήτης ως Εκατόμπολις, των δε Μυκηνών ως Ευρυάγυιαν πολύχρυσον, υποδηλώνοντας έτσι έναν ελληνικό κόσμο ανθρωποκεντρικής ευνομίας. Τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του ήταν η άνθιση του ανταλλακτικού εμπορίου, η μεταποιητική επεξεργασία, η καταμερισμένη εργασία, η καλλιτεχνική δημιουργία και η ναυσιπλοϊα.
Ολ’ αυτά απεικονίζουν μια πλειάδα ανθρωποκεντρικών παραμέτρων, που ανέπτυξε ο κρητομυκηναϊκός κόσμος, ο οποίος την περίοδο 1.700-1.450 πΧ. φαινόταν ενιαίος, χωρίς κανενός είδους εσωτερικό ανταγωνισμό. Το απόγειο μάλιστα της εμπορικής και ναυτικής υπεροχής του σημειώθηκε περί τα 1.500-1.450 πΧ, όταν διατηρούσε την πρωτοκαθεδρία στο θαλάσσιο και διαμετακομιστικό εμπόριο ολόκληρης της Μεσογείου και ασκούσε πολιτισμική επιρροή στους λαούς των αφροασιατικών δεσποτειών.
Πρόκειται για την χρυσή εποχή της μινωικής θαλασσοκρατορίας, που ωστόσο δεν έφτασε στο σημείο να καταλύσει την πολεοτική αυτονομία των μινωικών κοινωνιών, ούτε να εγκαθιδρύσει ένα εδαφικά ενιαίο κράτος στην Κρήτη. Εν κατακλείδι, το εμπόριο και η ναυσιπλοϊα στη λεκάνη της Μεσογείου εγγράφονται ως ανθρωποκεντρικά επιτεύγματα των Κρητομυκηναίων της εποχής του χαλκού κι αποτελούν το εφαλτήριο για την μετάβαση του ελληνικού κόσμου από την τότε κρατική δεσποτεία στον εν ελευθερία ανθρωποκεντρισμό.
- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -