Γιώργος Κοντογιώργης
Οι Έλληνες διανοούμενοι στο Παρίσι και ο Νίκος Σβορώνος
1. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα των Ελλήνων διανοουμένων που βρέθηκαν στο Παρίσι την περίοδο του Εμφυλίου είναι ότι σχεδόν στο σύνολό τους εστίασαν το ενδιαφέρον τους στα μεγάλα ζητήματα της ιστορίας, της φιλοσοφίας, της πολιτικής ή της τέχνης, ενώ οσάκις ασχολήθηκαν με την Ελλάδα την ενέταξαν σ’αυτά. Κανείς τους δεν έγινε μέρος του ‘ελληνικού προβλήματος’. Ανέπτυξαν έναν υψηλού επιπέδου διάλογο με τα διανοητικά ρεύματα της εποχής τους, ενώ ορισμένοι από αυτούς βρέθηκαν στο επίκεντρο των διανοητικών και ιδεολογικών ζυμώσεων και επηρέασαν βαθιά τις εξελίξεις, στην Ευρώπη και, πέραν αυτής, στον σύνολο κόσμο.
Ωστόσο, η Ελλάδα, ως πολιτικό πρόβλημα ή ως ιστορικό κεκτημένο, επηρέασε βαθιά τις επιλογές τους. Διατήρησαν μια ‘υψηλή’, οπωσδήποτε όμως περιορισμένη επικοινωνία με τη χώρα, η οποία εν μέρει μόνον μπορεί να αποδοθεί στις ανώμαλες συνθήκες που επικρατούσαν επί μακρόν. Η επιρροή τους στις πνευματικές εξελίξεις της ελληνικής κοινωνίας, υπήρξε περιορισμένη και συντελέσθηκε μάλλον μέσω του έργου τους παρά με την παρουσία τους στα ελληνικά δρώμενα. Λειτούργησαν περισσότερο ως μυθολογικό παράδειγμα, για τις νεότερες γενιές και, ως ένα βαθμό, για την ελληνική διανόηση.
Θα έλεγα, νομίζω χωρίς υπερβολή, ότι την εν γένει πορεία τους, τις επιλογές τους, τη στάση τους έναντι των ελληνικών πραγμάτων, την καθόρισαν αφενός, οι διεθνείς πραγματικότητες και διανοητικές ζυμώσεις του ευρωχώρου και αφετέρου ο μακρόχρονος αποκλεισμός τους στην ξένη γη. Οι περισσότεροι θα ανακτήσουν μια σχετικά τακτική επαφή με την Ελλάδα, μόλις μετά την πτώση της δικτατορίας. Δεν θα ενταχθούν όμως στα ελληνικά δρώμενα. Εξαίρεση θα αποτελέσει, ουσιαστικά, ο Νίκος Σβορώνος.
Από τη γενιά αυτή της ελληνικής διανόησης του Εμφυλίου, ο Νίκος Σβορώνος υπήρξε ο εγγύτερος στα ελληνικά πράγματα, τουλάχιστον λόγω του γνωστικού πεδίου που επέλεξε να θεραπεύσει. Τον απασχολούσε όντως έντονα το ελληνικό πρόβλημα και ιδίως η ερμηνεία και η κατανόησή του. Για το σκοπό αυτό επιχείρησε μια βαθιά διείσδυση στο Βυζάντιο και, δευτερευόντως, στην τουρκοκρατία, καθώς εκεί διέκρινε ότι βρισκόταν η αιτιολογία των νεοτέρων εξελίξεων.
Η εγγύτητα αυτή του Σβορώνου με το ελληνικό πρόβλημα θα τον φέρει πολύ κοντά, αργότερα, ιδίως από τη δικτατορία και εδώ, με τα κύματα των νέων Ελλήνων που έφθαναν στο Παρίσι είτε επειδή αποστρέφονταν το αυταρχικό καθεστώς είτε και για σπουδές. Από την παρισινή διανόηση της περιόδου του Εμφυλίου, ο Ν. Σβορώνος αποτελεί μοναδική εξαίρεση ως προς αυτό, την οποία συμπλήρωσε αργότερα η ‘σταδιοδρομία’ του στη μετα-δικτατορική Ελλάδα. Με την φυσική του παρουσία συνέβαλε όσο κανείς άλλος ίσως στην πνευματική κίνηση της χώρας και άσκησε βαθιά επιρροή στα ιδεολογικά δρώμενα.
2. Παρόλ’αυτά, η διαφορά μεταξύ των Ελλήνων διανοουμένων, που βρέθηκαν στο Παρίσι στις αρχές του Εμφυλίου και στη νέα γενιά, που συνωστίσθηκε εκεί κατά την περίοδο της δικτατορίας και αργότερα, είναι κεφαλαιώδης. Η επισήμανση ορισμένων γνωρισμάτων της τελευταίας είναι ικανή, θα έλεγα αναγκαία, για να φωτισθεί, ως προς πολλά, ο χαρακτήρας της γενιάς του Εμφυλίου.
Όντως, το κύμα των Ελλήνων της δικτατορίας υπήρξε κοινωνικά ανομοιογενές και ιδεολογικά ετερόκλητο. Κάτω από το μανδύα του αντιδικτατορικού φρονήματος στεγάσθηκαν ποικίλες όσες νοοτροπίες, αντιλήψεις, καταβολές ή, ακόμη, και ανθρώπινες αδυναμίες, οι οποίες σταδιοδρόμησαν στο όνομα της Aριστεράς, μάλιστα δε της ανανεωτικής Aριστεράς. Η κατάρρευση της κοινής συνιστώσας, της δικτατορίας, που συγκάλυπτε τις πολυσημίες αυτές, έδωσε την ευκαιρία στους φορείς τους να αναδείξουν την πραγματική τους ταυτότητα. Για πολλούς το ΚΚΕσωτερικού και, γενικότερα, ο χώρος της ελληνικής πολιτικής και της διανόησης αποτέλεσε ένα ασφαλές άλλοθι για τη διατήρηση μιας απατηλής μυθολογίας, σχετικά με την αριστερή και, φυσικά, προοδευτική φυσιογνωμία του ‘επιστημονικού’ τους λόγου. Ο Ν.Σβορώνος χρησιμοποιήθηκε ευρέως για την ‘αριστερή’ νομιμοποίηση του σκληρού πυρήνα της διανόησης αυτής, ουσιαστικά όμως ουδέποτε υιοθετήθηκε το βάθος του επιχειρήματός του. Εξού και οι προσεγγίσεις τους χαρακτηρίζονται από μια επιφανειακή απομίμηση, παραμορφωτική ως επί το πλείστον και, πάντως, πρόσφορη σε αναγομώσεις προσωπικών επιλογών.
Η εξήγηση δεν είναι μονοσήμαντη. Μπορεί, ωστόσο, να υποθέσει κανείς ότι ανάμεσα στη γενιά του Εμφυλίου και στο κύμα των νέων διανοουμένων που ανέδειξε η περίοδος της δικτατορίας, συντρέχουν ορισμένες διαφορές, ιδιαζόντως ενδιαφέρουσες. Η γενιά του Εμφυλίου ζυμώθηκε με την προβληματική που καλλιεργήθηκε αμέσως μετά τον Πόλεμο στην Ευρώπη και είχε ως επίκεντρο τα ερωτήματα που ήγειραν η “ολοκληρωτική” οπισθοδρόμηση της Γηραιάς Ηπείρου, η σύγκρουση του καπιταλισμού με το σοσιαλισμό, οι συνέπειες του πολέμου και ο αναδυόμενος Ψυχρός πόλεμος. Η Ευρώπη αναζητούσε την ταυτότητά της στα ερείπια της ολοκληρωτικής κατάρρευσης των θεσμών και των αξιών που διετείνετο ότι είχε κατακτήσει.
Η γενιά της δικτατορίας, αντιθέτως, βρέθηκε αντιμέτωπη με την ολοένα αυξανόμενη αυτοπεποίθηση της Ευρώπης, ιδίως δε της ευρωπαϊκής διανόησης, η οποία την περίοδο αυτή επεξεργαζόταν την ιδέα μιας απαράμιλλης υπεροχής του ‘δυτικού’ παραδείγματος. Η νεοτερικότητα, από στάδιο, που σηματοδοτούσε την απλώς μετα-φεουδαλική περίοδο του νεότερου κόσμου, μεταβλήθηκε σε ιδεολογία, που αξίωνε να αντιμετωπισθεί ως επιστημονικό παράδειγμα, με βάση το οποίο όφειλε να ερμηνευθεί ο υπόλοιπος κόσμος και, βεβαίως, η ιστορία. Έκτοτε, ότι δεν προσομοίαζε στο ‘μοντέλο’ της εξέλιξης εταξινομείτο στην περιοχή της ‘περιφέρειας’, στον Τρίτο Κόσμο, ή στην καλύτερη περίπτωση, σε μια ιδιαίτερη κατηγορία, όπου συνευρίσκοντο οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου και εκείνες της Λατινικής Αμερικής. Η γενιά αυτή θα επιβάλει στην ελληνική κοινωνική επιστήμη και, εν τέλει, στην ελληνική κοινωνία τον «εθνικισμό» της νεοτερικότητας. Στόχος της σχολής αυτής δεν θα είναι, όμως, η αποτροπή ενός ελληνικού επιστημονικού «εθνικισμού» αλλά η ιδεολογική επικυριαρχία της, με πρόσημο τον «εκσυγχρονισμό».
3. Στην κατασκευή αυτή, ο Ν. Σβορώνος αντέτεινε τη δύναμη των πηγών, δηλαδή την ελληνική ιδιαιτερότητα, αν και τα στοιχεία της δεν ήσαν πάντοτε ευκρινή σ’αυτόν. Έχοντας όμως επιλέξει να υποβάλει τα γνωσιολογικά και μεθοδολογικά εργαλεία της νεότερης κοινωνικής επιστήμης στη δοκιμασία των ιστορικών πηγών, διαισθανόταν ότι στον ελληνικό κόσμο υπήρχε κάτι που δεν συνήδε με το εξελικτικό σχήμα της νεοτερικότητας ούτε και προσιδίαζε στις θεωρίες της ‘περιφέρειας’. Δεν συγκρότησε, ως προς αυτό, μια συγκεκριμένη θεωρία. Όπου όμως καταπιάστηκε με το ζήτημα αυτό, κατέδειξε με σαφήνεια το επιχείρημά του. Αναφέρω ενδεικτικά τις προσεγγίσεις του για το έθνος ή για τον χαρακτήρα της ελληνικής απογείωσης της περιόδου της τουρκοκρατίας, οι οποίες είναι κομβικές για την κατανόηση του ελληνικού προβλήματος και, χωρίς άλλο, τοποθετούνται στον αντίποδα των παραδοχών της νεοτερικής σκέψης.
Οπωσδήποτε, ο Ν.Σβορώνος ουδέποτε θα ασπασθεί τα ιδεολογήματα της νεοτερικότητας που διακινούσαν στην Ελλάδα πολλοί από εκείνους που όμνυαν στο όνομά του και αυτο-συστήνονταν ως αυθεντικοί μαθητές του. Άλλωστε, ο ηγετικός πυρήνας της γενιάς της δικτατορίας, μολονότι δεν οικειώθηκε ποτέ με το επιχείρημά του, διέκρινε συγχρόνως ότι δεν ήταν επαρκής να το αμφισβητήσει ή, έστω, να απογαλακτισθεί από την ανάγκη της αναφοράς της σ’αυτόν. Εξού και θα καρπωθεί το κύρος του, χωρίς εντούτοις να συνταχθεί με τη σκέψη του.
Η αδυναμία της γενιάς αυτής να παράξει πρωτότυπο επιστημονικό λόγο, γίνεται καταφανής στο πολιτικο-ιδεολογικό της διατακτικό. Η μεταπρατική της λειτουργία στο επιστημονικό πεδίο, χρεώθηκε ως ιδιότητα της ελληνικής κοινωνίας, για να εκφρασθεί στη συνέχεια ως τρόπος του βίου για την ίδια. Μέλη της θα μεταβληθούν σε παρακοιμώμενους των δυνάμεων που περιέβαλαν την εξουσία ή, εν τέλει, σε ιδεολογικούς διακινητές του νεοφιλελευθερισμού.
Το μεταπρατικό ή, ακριβέστερα, μηρυκαστικό επιχείρημα της διανόησης αυτής, εξηγεί ίσως μια άλλη ιδιαιτερότητά της. Ενώ συνωστιζόταν στο περιβάλλον του Ν.Σβορώνου, για να αντλήσει νομιμοποίηση, διαλεγόταν ουσιαστικά με το σχήμα ερμηνείας του νέου ελληνισμού που εισήγαγε ο Κ.Δημαράς. Προφανώς διότι το ερμηνευτικό σχήμα του τελευταίου ήταν πλήρως εναρμονισμένο με το ιδεολογικό διατακτικό της νεοτερικότητας. Όντως, οι διαφορές ανάμεσα στους Ν.Σβορώνο και Κ.Δημαρά είναι, επί της ουσίας, χαοτικές. Ουδέποτε όμως θα αποτολμηθεί η ανάδειξή τους, διότι έτσι θα προέκυπτε η αμφισημία των επιλογών των φορέων της νεοτερικής διανόησης και, μάλιστα, θα αναδεικνύονταν οι ιδεολογικές φορτίσεις του επιστημονικού τους επιχειρήματος. Εκτιμώ ότι η επισήμανση αυτή είναι κεφαλαιώδης, διότι, αν στην ευρωπαϊκή νεοτερικότητα χρεώνεται η αξίωσή της η ιστορία του κόσμου να καθυποταχθεί στο δικό της εξελικτικό πρότυπο, τους Έλληνες ομοτέχνους της σκιάζει, όπως είδαμε, η επιβολή ενός δογματικού εθνικισμού, ο οποίος με υπομόχλιο τη νεοτερική ιδεολογία, υπαγορεύει η όποια διαφοροποίηση του ελληνικού παραδείγματος να αντιμετωπίζεται μέσα από την ‘παραρτηματική’ ανάγνωσή του.
Έτσι, γίνεται νομίζω καταφανές ότι ενώ η γενιά του εμφυλίου και, εν προκειμένω, ο Ν.Σβορώνος, λαμβάνει ως σημείο αφετηρίας την πρόοδο, στην κρίση της οποίας υποβάλει επίσης τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, η γενιά της δικτατορίας ταύτισε, ιδεολογικά, την πρόοδο με το κεκτημένο της νεοτερικότητας. Γι αυτήν, ό,τι δεν εναρμονίζεται με το διατακτικό της νεοτερικότητας είναι εξ ορισμού συντηρητικό, ανήκει στην ‘παράδοση’ και, συνακόλουθα, στην ‘περιφέρεια’. Η ιδέα ότι ο εκσυγχρονισμός ταυτίζεται με τον εξευρωπαϊσμό και ως εκ τούτου με την πρόοδο, είναι παλαιά. Η μετάλλαξή της όμως σε ερμηνευτικό εργαλείο της ελληνικής εξέλιξης ανήκει κυρίως στις ‘συμβολές’ της ηγέτιδας μερίδας της γενιάς αυτής. Στο πλαίσιο αυτό, οι φορείς της ανέλαβαν το μείζον εγχείρημα να ανασυγκροτήσουν την ελληνική εξέλιξη και την περιοδολόγησή της με γνώμονα το νεοτερικό μοντέλο. Στη γενιά αυτή οφείλονται οι ποικίλες όσες ‘αναγομώσεις’ του ελληνικού παραδείγματος, του οποίου ανέλαβαν να ενοχοποιούν σταθερά το παρελθόν, προκειμένου να δικαιολογήσουν την παταγώδη αποτυχία του νεοελληνικού κράτους να αρθρώσει και, μάλιστα, να φέρει σε πέρας ένα αξιόπιστο πολιτικό πρόταγμα. Σύμφωνα με τη θεώρησή τους, υπαίτια γι αυτό είναι η ελληνική κοινωνία, όπως είναι, επίσης, υπεύθυνη που αποτυγχάνουν οι μεταρρυθμίσεις, τις οποίες επιχειρεί η όποια εκσυγχρονιστική πολιτική ηγεσία, όχι ασφαλώς το σύστημα.
Ώστε, σε αντίθεση με τη γενιά της παρισινής διανόησης του Εμφυλίου, η γενιά της δικτατορίας λειτούργησε ως παραρτηματική παραφυάδα της νεοτερικότητας, δεν μπόρεσε να διαρρήξει το παραρτηματικό της κέλυφος, ώστε να δώσει ένα πρωτότυπο επιστημονικό έργο. Επομένως, η επισήμανση ότι η γενιά του Εμφυλίου κινήθηκε με σημείο αναφοράς τα διεθνή δρώμενα, συμπληρώνεται με την παρατήρηση ότι η γενιά της δικτατορίας, όχι μόνον έγινε μέρος του ελληνικού προβλήματος, αλλά και καθόρισε ασφυκτικά τα όρια του ιδεολογικού και επιστημονικού διαλόγου μέσα στον οποίον έμελλε να κινηθεί η ερμηνεία της ελληνικής κοινωνίας. Η αφετηρία της νεοτερικής αυτής μερίδας της ελληνικής διανόησης εξηγεί ίσως επαρκώς την αγωνία της να υφάνει έναν ασφυκτικό κλοιό χειραγώγησης και νομής των ερευνητικών θεσμών της χώρας. Ο «άλλος» όφειλε απλώς να συγκατανεύσει με τη σιωπή του ή να αποκλεισθεί από τα δρώμενα.
4. Ο Ν.Σβορώνος είχε επίγνωση των τάσεων αυτών, τις οποίες αντιμετώπιζε με ανησυχία και στωικότητα, όπως ακριβώς και όσους εκ των ‘μαθητών’ του επιχειρούσαν άκομψα ‘να χαμηλώσουν’ το ανάστημά του για να χωρέσει η δική τους φιλοδοξία. Επαναλάμβανε συχνά, ειρωνικά, ότι πολλοί, από εκείνους που έχουν ευεργετηθεί από αυτόν, περιμένουν να αλιεύσουν το πτώμα του στην ακτή, αλλά δεν θα τα καταφέρουν γιατί τους λείπουν τα απαραίτητα ‘σύνεργα’. Και ‘σύνεργα’, εν προκειμένω, ήταν οι πηγές, με την ερμηνευτική τους δύναμη. Φοβόταν όμως, συγχρόνως, τη χειραγώγηση των πηγών από τις σχολές σκέψης που προέβαλαν είτε ιδεολογικά προαπαιτούμενα είτε μονομερείς αναλογισμούς, όπως εκείνους της σχολής των ‘Annales’. Το ζήτημα, έλεγε, δεν είναι να αναγνωρίσει κανείς τη θεμελιώδη σημασία της οικονομίας στην ιστορική εξέλιξη, πράγμα που για τον ίδιον ήταν δεδομένο, αλλά να συναρθρώσει το σύνολο των παραμέτρων που κινούν το κοινωνικό γίγνεσθαι, με μέτρο τη διερώτηση ή, αλλιώς, την κατά το δυνατόν ορθολογική διαχείριση του πρωτογενούς υλικού.
Η σφαιρικότητα στην προσέγγιση του κοινωνικού γίγνεσθαι και οι αβεβαιότητες που συνέχουν τον αποδεικτικό συλλογισμό είναι ακριβώς το διακριτικό γνώρισμα της πνευματικής γενιάς του εμφυλίου. Ο Ν.Σβορώνος, περισσότερο από κάθε άλλον, ενσάρκωσε τις αρχές αυτές στο έργο του. Δεν ήταν ενάντιος στις θεωρητικές κατασκευές παρ’ότι ο ίδιος δεν τις επιχείρησε. Κι όταν βρέθηκε μπροστά σε διλήμματα θεωρητικής σύνθεσης του επιχειρήματός του ήταν εξαιρετικά προσεκτικός. Στο τέλος της τελετής που τον αναγόρευσε επίτιμο διδάκτορα της φιλοσοφικής σχολής του πανεπιστήμιου Αθηνών -όπου διατύπωσε την πλέον περιεκτική του πρόταση για την ελληνική ιδέα στο Βυζάντιο-, το πρώτο του μέλημα, μόλις εγκατέλειψε το κτίριο, ήταν να διερωτηθεί: «μήπως είπα κάτι που δεν έπρεπε; Μήπως πρόδωσα τις ιδέες μου;». Ως αυθεντικός ερευνητής ήταν βαθιά πεπεισμένος ότι οι ιδέες οφείλουν να συνάγονται από την έρευνα των πηγών, να υποτάσσονται στα πορίσματά της κι όχι να τα καθυποτάσσουν στο διατακτικό τους. Επαναλάμβανε, συχνά, ότι δεν μας χρειάζονται νέοι Ακινάτοι.
Ο μύθος του ‘γίγαντα’, που συνόδευε τη φήμη του Ν.Σβορώνου, δεν ανταποκρινόταν, ωστόσο, στις προδιαγραφές της εμφάνισής του. Είχε βαθιά συνείδηση της ταπεινότητας του ερευνητή και, συγχρόνως, μια αίσθηση απαράμιλλης αξιοπρέπειας. Οι πραγματικοί φίλοι του Ν.Σβορώνου ήταν εξίσου απαράμιλλοι μ’αυτόν, όπως για παράδειγμα ο μέγας θεματοφύλακας της ηθικής ανωτερότητας Φωκίων Φραντζεσκάκης και ολίγοι άλλοι.
Ο Ν.Σβορώνος έζησε στη Γαλλία με τη βαθιά συνείδηση του μέτοικου. Ποτέ δεν προσαρμόσθηκε ούτε πολλώ μάλλον ενσωματώθηκε στη γαλλική κοινωνία. Ζούσε με τη μνήμη της Ελλάδας, τις αναμνήσεις των παιδικών και μαθητικών του χρόνων στη Λευκάδα, ρωτούσε για όλους, για τα παλιά. Η Γαλλία ήταν γι αυτόν η μεγάλη ευκαιρία και μαζί η αφόρητη φυλακή. Κάποτε ζήτησε από τον άλλον φίλο του, τον Παύλο Σακελλαρίδη, που επέστρεφε στην Ελλάδα, να τον πάρει μαζί του μέχρι το ιταλικό λιμάνι, έτσι για να αντικρίσει τη γαλανόλευκη σε έδαφος ελληνικό. Το σπίτι του, άλλωστε, ήταν ολάνοιχτο στους Έλληνες που αναζητούσαν σ’αυτόν τη θαλπωρή, την καθοδήγηση στο ερευνητικό τους διάβημα. Ήταν εν τέλει ένας ανεκτίμητος χώρος ερευνητικής μυσταγωγίας, όπου δέσποζε ο ίδιος, τα αμέτρητα αποτσίγαρα, το ραδιόφωνο με την κλασική μουσική και η απαράμιλλης ευαισθησίας εξαδέλφη του Μερόπη, που δεν έπαυε να ‘διαλογίζεται’.
Όπως έζησε στο Παρίσι, λιτός και απέριττος έτσι πέρασε και τον μετα-δικτατορικό του βίο στην Αθήνα, στο σπίτι του στους πρόποδες του Αττικού Άλσους, στην Κυψέλη. Παραδειγματικά μοναχικός και απαιτητικός από τον εαυτό του, ο Ν.Σβορώνος ως ιστορικός επέλεξε το δικό του δρόμο, διαφοροποιούμενος τόσο από τη γενιά της παρισινής διανόησης της εποχής του Εμφυλίου όσο και από την ελληνική ιστορική επιστήμη. Ο ίδιος δίδασκε ότι η απαίτηση της πρωτοτυπίας διέρχεται από τις πηγές. Οι πηγές απελευθερώνουν τη σκέψη από τις αξιωματικές «σχολές σκέψης» και την αποδίδουν ελεύθερη στο στοχασμό και στην κοινωνία. Το ενδιαφέρον, εν προκειμένω, είναι ότι το δρόμο αυτό τον επέλεξε, πριν από το Παρίσι, στα πρώτα του βήματα στη ζωή και στην έρευνα.
- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -