Κυκλοφορεί η δεύτερη έκδοση του έργου Η δημοκρατία ως ελευθερία. Δημοκρατία και αντιπροσώπευση, από τις εκδόσεις Πατάκη. Η δημοσίευση του βιβλίου αυτού το 2007 άλλαξε εκ βάθρων την προσέγγιση της δημοκρατίας, όρισε το σκοπό της, το πολιτειακό της περιβάλλον και ανέδειξε τον ιστορικό της χρόνο. Συγχρόνως, κατάγραψε με σαφήνεια την διαφορά φύσεως που διακρίνει τη δημοκρατία από άλλες πολιτείες, όπως η αντιπροσώπευση, η κοινοβουλευτική ολιγαρχία, ο αυταρχισμός κλπ.
Το βιβλίο ήρθε σε μια κρίσιμη στιγμή κατά την οποία ο σύγχρονος κόσμος βρίσκεται αντιμέτωπος με ανατροπές που έχουν ως πρόσημο την περιθωριοποίηση των κοινωνιών και εγείρουν το ερώτημα του μέλλοντος. Ο συγγραφέας διδάσκει ότι η κρίση της εποχής μας δεν είναι όμοια με εκείνες που συνέβησαν στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Σηματοδοτεί τη μετάβαση σε μια νέα φάση του ανθρωποκεντρικού κόσμου, στον οποίο έχουν ήδη μεταβεί σημαίνουσες παράμετροι, όπως η οικονομία, η επικοινωνία κλπ. Απομένει επομένως και η πολιτεία, δηλαδή η κοινωνία να εξελιχθεί, μεταβαίνοντας στο μέλλον. Να γίνει πολιτειακός εταίρος της πολιτικής τάξης, αντί για μια απλή μαζική συνιστώσα της διαμαρτυρίας.
Πρώτο, αλλ’απολύτως αναγκαίο βήμα γι αυτό είναι η κοινωνία να αποσείσει τις βεβαιότητες, με τις οποίες την έχουν διαποτίσει τα διανοητικά απολιθώματα της δυτικής Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, και να διαπράξει την καθόλα κρίσιμη επανάσταση των εννοιών. Να αντιληφθεί ότι το δίλλημα κοινοβουλευτική ολιγαρχία ή αυταρχισμός είναι ψευδές και ότι η αντιπροσώπευση και η δημοκρατία αποτελούν διακριτές πολιτείες που ουδεμία σχέση έχουν με τα σημερινά μετα-φεουδαλικά πολιτεύματα. Η φυγή προς τα εμπρός προϋποθέτει την απόρριψη της κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας, που εγκιβωτίζει την κοινωνία στην ιδιωτία και τη μετάβαση στην αντιπροσώπευση και προοπτικά στη δημοκρατία. Όσο γρηγορότερα αντιληφθεί η κοινωνία ότι η αιτία της ανατροπής των συσχετισμών και των κατακτήσεών της δεν είναι η παντοδυναμία των “αγορών”, αλλά η αποβολή της από το πολιτικό σύστημα και η περιέλευσή της σε πολιτική ομηρία , τόσο λιγότερες θα είναι οι απώλειες ευημερίας και ελευθερίας που θα υποστεί. Η μετάβαση των κοινωνιών στο μέλλον συνεπάγεται επομένως με την εγκατάστασή τους μέσα στην πολιτεία, ως θεσμικών εταίρων στη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων. Μόνον έτσι θα ανακτήσουν τη θέση που τους αρμόζει ως λόγου ύπαρξης της πολιτικής και των “αγορών”, αντί του υποζυγίου την οποία κατέχουν σήμερα.
Το βιβλίο αυτό, μολονότι αποτελεί μια αυστηρή επιστημονική πραγματεία, συγκροτεί επίσης έναν ολοκληρωμένο προταγματικό οδηγό για τις κοινωνίες.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΛΟΓΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
“Στο βιβλίο αυτό εκτίθενται πτυχές του εγχειρήματος του συγγραφέα να οικοδομήσει ένα συνεκτικό σχήμα εννοιολογίας και τυπολογίας των πολιτικών συστημάτων που καταγράφονται στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα (του προ-αντιπροσωπευτικού, του αντιπροσωπευτικού και του δημοκρατικού), με γνώμονα την καταστατική αρχή της ελευθερίας. Κατά τούτο, το εγχείρημα αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως μια πρόταση αναστοχασμού της ελευθερίας και, κατ’επέκταση, αποσαφήνισης της σχέση της με συναφείς έννοιες όπως του δικαιώματος, της ισότητας, της δικαιοσύνης κ.ά.
Από τη φύση του το εγχείρημά μας, καλείται να ρυθμίσει τους «λογαριασμούς» του με τη νεοτερικότητα. Εννοούμε μ’αυτό ότι προσεγγίζουμε τη νεοτερικότητα ως το πρωτο-ανθρωποκεντρικό στάδιο της εξέλιξης στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα, που αναδεικνύεται στην εποχή μας. Η διαφοροποίησή μας αυτή αποφλυώνει προφανώς τη νεοτερικότητα από το ιδεολογικό της γινόμενο, την αξίωσή της να εκλαμβάνεται ως το αξιακό καταστάλαγμα της κοσμοϊστορίας και να μετριέται η πρόοδος με γνώμονα το παράδειγμά της. Το διάβημα αυτό έχει κεφαλαιώδη σημασία. Σε ό,τι μας αφορά εδώ, γίνεται εφικτή η γνωσιολογική αποτίμηση και αξιολόγηση του κοινωνικού φαινομένου σύμφωνα με το σύνολο ανθρωποκεντρικό του πρόσημο.
Όντως, εξετάζοντας το κοινωνικό γίγνεσθαι υπό το πρίσμα της κοσμοσυστημικής θεώρησης της ιστορίας διαπιστώνουμε ότι η νεοτερική σκέψη πέτυχε το ακατόρθωτο: Να αποδώσει στο καθόλα πρώιμο ανθρωποκεντρικό της κεκτημένο (στο προ-αντιπροσωπευτικό της σύστημα κτλ) τις ιδιότητες δυο κοινωνικο-πολιτικών συστημάτων, της αντιπροσώπευσης και της δημοκρατίας, που τοποθετούνται από κάθε άποψη στον αντίποδά του. Τα οποία, επιπλέον, διαφέρουν μεταξύ τους τυπολογικά και, ως εκ τούτου, ανήκουν σε διαφορετικά στάδια της ανθρωποκεντρικής ιστορίας. Συνεπής με το «κατόρθωμά» της αυτό, η νεοτερική σκέψη οδηγήθηκε στην ταυτολογική εξομοίωση της πολιτικής ως φαινομένου με την εξουσιαστική άρθρωση, υποδεικνύοντας στις κοινωνίες της ότι η ενσάρκωση του πολιτικού συστήματος από το κράτος αποτελεί μονόδρομο στην πολιτειακή τους συγκρότηση. Ήταν φυσικό, στο πλαίσιο αυτό, η ελευθερία να ορισθεί ως αυτονομία μόνο σε ό,τι αφορά στο πεδίο της «ατομικής» της εκφοράς, ενώ το κοινωνικό και το πολιτικό της πρόσημο έμελλε να «τακτοποιηθεί» ως απλό (ετερονομικό) δικαίωμα. Εύλογα λοιπόν η νεοτερικότητα παγιδευμένη στο γνωσιολογικό της έλλειμμα θα αντιτείνει την (ατομική) ελευθερία ως ασύμβατη με τη «συλλογική» -όχι όμως πολιτική- ελευθερία και την ισότητα. Η συναίνεση στην ετερονομία θα εξισωθεί τελικά με το γεγονός της βίωσης της αυτονομίας.
Στη ίδια γραμμή πλεύσης, η νεοτερικότητα θα προβάλει τη γνώση ως κινούν αίτιο της ιστορίας: όχι ως επαγωγό παράμετρο της εξέλιξης αλλά ως αυτοτελή και δη θεμελιώδη συνιστώσα της. Ο Μπερλίν στο κλίμα αυτό θα συμπεράνει ότι «ορισμένες θεωρίες του Ρουσσώ, του Χέγκελ και του Σαιν Σιμόν έριξαν σπόρους ανελευθερίας που καρποφόρησαν στους ολοκληρωτισμούς του εικοστού αιώνα». Ώστε, οι ολοκληρωτισμοί του 20ου αιώνα δεν αποδίδουν τις συνέπειες της μεταβατικής απόληξης μιας διαδικασίας που οδήγησε στην πρωταρχική συγκρότηση του ευρωπαϊκού κόσμου με πρόσημο τον ανθρωποκεντρισμό. Οφείλονται στην επήρεια των ιδεών ορισμένων από τους κατά σύμπτωση ριζοσπαστικούς για την εποχή τους στοχαστές της νεοτερικότητας. Παρέλκει ο σχολιασμός της άποψης αυτής καθόσον, μολονότι διατυπώνεται από το σύνολο σχεδόν της νεοτερικής διανόησης, δεν είναι σοβαρή.
Για τους ίδιους λόγους, η νεοτερική «επιστήμη» θα επιχειρήσει τη γραμμική ανασυγκρότηση της κοσμοϊστορίας, εγγράφοντας εντέλει και το ελληνικό ή ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας, στην ανθρωπολογική κατηγορία της «προ-νεοτερικής» παράδοσης. Η επιλογή αυτή αξιολογείται όχι απλώς ως άλμα γνωσιολογικής αυθαιρεσίας αλλά και για την ίδια ως «στρατηγικό» ολίσθημα.
Οπωσδήποτε, η διαφοροποίηση της κλίμακας που χωρίζει το ελληνικό από το εθνοκεντρικό κοσμοσύστημα θα οδηγήσει στην άρνηση της σύγκρισης και, κατ’επέκταση, στη διαγραφή ενός μοναδικού εξ επόψεως ολοκλήρωσης ανθρωποκεντρικού κεκτημένου. Η ελληνική δημοκρατία θα ταξινομηθεί, με τη σειρά της, ως κατώτερη της «σύγχρονης» -έμμεσης ή συμμετοχικής (sic) κτλ- «δημοκρατίας», με το πρόσθετο επιχείρημα ότι δεν προσιδιάζει στις νεοτερικές κοινωνίες. Είναι ανέφικτη στη μεγάλη εδαφική κλίμακα, κυρίως όμως απάδει προς το δείκτη συνθετότητας και την πολυπλοκότητά τους.
Ωστόσο στο συλλογισμό αυτό έχουν ήδη εμφιλοχωρήσει τρεις τουλάχιστον αυθαιρεσίες. Η μια, αφορά στον ισχυρισμό ότι η μερική και δη η στοιχειώδης (ατομική) ελευθερία είναι ανώτερη από τη σωρευτικά καθολική ελευθερία. Η άλλη, αναφέρεται στην εμμονή της να ονοματοδοτεί το νεότερο σύστημα με έναν όρο, τη δημοκρατία, του οποίου την ουσία απορρίπτει ως κατώτερη. Η τρίτη, συνέχεται με την ενοχοποίηση της κλίμακας για την πολιτική υστέρηση της νεοτερικότητας. Πέραν του ότι συνομολογείται το ιδεολογικό υπόβαθρο του ισχυρισμού της για την ανωτερότητα της νεότερης «ελευθερίας» και «δημοκρατίας», στην πραγματικότητα αρνείται να αντιμετωπίσει κατάματα το γεγονός ότι δεν είναι η κλίμακα αυτή καθεαυτή αλλά η πρωτο-ανθρωποκεντρική φάση που διέρχεται ο κόσμος σήμερα, στο πλαίσιο της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας, που κάνει ανέφικτη τη δημοκρατία. Εξού και προβάλλει ως ζητούμενο για την απόδειξη του επιχειρήματός της το ανεφάρμοστο της «αθηναϊκής δημοκρατίας» στα καθ’ημάς και όχι της δημοκρατικής αρχής. Διότι, εν προκειμένω, θα διαπίστωνε ότι ούτε οι πραγματολογικές προϋποθέσεις της φάσης που διέρχεται ο νεότερος κόσμος την υποστηρίζουν ούτε ο νεοτερικός άνθρωπος την επιθυμεί.
Η επισήμανση αυτή, για την πρωτο-ανθρωποκεντρική φύση της νεοτερικότητας, δεν αναιρεί εντούτοις το γεγονός ότι το σημερινό της στάδιο είναι ποιοτικά σαφώς ανώτερο από το ομόλογο της πόλης. Αυτό όμως δεν επιτρέπει τον ισχυρισμό ότι η νεότερη ανθρωποκεντρική εποχή είναι καθολικά ανώτερη από το ανθρωποκεντρικό κεκτημένο του ελληνικού κοσμοσυστήματος. Άλλωστε, οι κατακτήσεις της νεοτερικής κοινωνίας εστιάζονται μόνο στις χώρες της πρωτοπορίας, όχι στο σύνολο κοσμοσύστημα που διακτινώνεται πλανητικά στις μέρες μας.
Σε ό,τι μας αφορά επικαλούμαστε το σύνολο ανθρωποκεντρικό κεκτημένο που αντλούμε από το ελληνικό και το εθνοκεντρικό κοσμοσύστημα, προκειμένου να συγκροτήσουμε το επιχείρημά μας. Εκτιμούμε δηλαδή ότι η διαμόρφωση ενός καθολικού γνωσιολογικού παραδείγματος δεν είναι εφικτή χωρίς την αναδίφηση στο ελληνικό κοσμοσύστημα, στο μέτρο που διαπιστώνουμε ότι μόνο αυτό, διήνυσε ήδη μια διαδρομή που είναι συνεπής με το εξελικτικό γινόμενο της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης. Η συγκρότηση καθολικών εννοιών και μιας τυπολογίας της εξέλιξης που θα εδράζονται στο σύνολο ή κοσμοσυστημικό ανθρωποκεντρικό παράδειγμα, θα επιτρέψει στην επιστήμη να διαγράψει επίσης την προοπτική της ανθρωποκεντρικής ανάπτυξης/ολοκλήρωσης της νεοτερικότητας στο πλαίσιο του νέου, τεχνοδικτυακού τη φορά αυτή, επικοινωνιακού συστήματος. Η δημοκρατία, εν προκειμένω, θα επανεύρει την αρχή της, οριζόμενη συμφυώς με το ταυτολογικό της ισοδύναμο, την καθολική ελευθερία (σωρευτικά την ατομική, κοινωνική και πολιτική ελευθερία).
Σε κάθε περίπτωση, η αντιπροσώπευση και η δημοκρατία, μολονότι είναι τυπολογικά –και όχι απλώς μορφολογικά- διαφορετικές πολιτείες, διακρίνονται από το προ-αντιπροσωπευτικό σύστημα -ενοίς και το νεοτερικό-, κατά το ότι το τελευταίο συγκροτεί το κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό γεγονός με βάση την ιδιοκτησία. Το εγχείρημά του συμπυκνώνεται στο θεμελιώδες ερώτημα της συνάντησης του ιδιοκτησιακά διατεταγμένου συστήματος που ανάγεται στο δεσποτικό προηγούμενο με μια κοινωνία η οποία ήδη βιώνει την ατομική ελευθερία. Εξού και στο πεδίο της πολιτικής η ιδιότητα του εντολέα δεν αποδίδεται στο κοινωνικό σώμα ούτε και, αυτό το τελευταίο, υποστασιοποιείται πολιτειακά για να ασκήσει τις αρμοδιότητες που απορρέουν από αυτήν. Τόσο η ιδιότητα του εντολέα όσο και αυτή του εντολοδόχου ανήκουν εξ ορισμού στο κράτος, το οποίο κατέχει ενείδει ιδιοκτησίας το πολιτικό σύστημα.
Στο έργο αυτό αποτυπώνεται μια πτυχή της μακράς ερευνητικής «περιπέτειας» του συγγραφέα. Πολλά από τα κεφάλαια του βιβλίου δημοσιεύθηκαν ιδίως στο εξωτερικό, σε άλλες γλώσσες. Σχεδόν όλα υπέστησαν ριζικές πολλές φορές αλλαγές, προκειμένου να εναρμονισθούν με το διατακτικό του βιβλίου και φυσικά με την εξέλιξη της σκέψης του.
Στο πρώτο μέρος, ο αναγνώστης θα αναμετρηθεί με τα θεωρητικά ζητήματα που συγκροτούν το υπόβαθρο της δημοκρατίας σε σχέση με το προ-αντιπροσωπευτικό και το αντιπροσωπευτικό σύστημα. Στο δεύτερο μέρος, προσεγγίζεται η εφαρμογή ήτοι η εξέλιξη των συστημάτων αυτών στο ελληνικό ή ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας τόσο της κρατοκεντρικής όσο και της οικουμενικής του φάσης. Πράγμα που αναδεικνύει το αδιαμφισβήτητο πλην όμως απολύτως άγνωστο για τους «νεότερους» γεγονός ότι το ελληνικό κοσμοσύστημα -η πόλη και τα συστήματά της, ενοίς και η δημοκρατία- υπήρξε όχι απλώς υπόθεση δυο αιώνων αλλά ζώσα πραγματικότητα έως τις παρυφές του 20ου αιώνα. Και ότι μάλιστα αυτό αποτέλεσε το αιτιακό όχημα για τη μετάβαση του ευρωπαϊκού κόσμου στον ανθρωποκεντρισμό. Στο τρίτο μέρος, εξετάζεται το ζήτημα της μετάβασης του νεότερου κόσμου από το δεσποτικό στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα και η φύση του πρωτο-ανθρωποκεντρικού διακυβεύματος της νεοτερικότητας, ενώ στο τέταρτο και τελευταίο μέρος, αποτυπώνονται οι θεμέλιες βάσεις του προ-αντιπροσωπευτικού πολιτικού συστήματος όπως αυτό λειτουργεί και εξελίσσεται στο περιβάλλον της εποχής μας. Στον επίλογο, επιχειρείται το άνοιγμα μιας συζήτησης για την προοπτική της δημοκρατίας –και πριν από αυτήν της αντιπροσώπευσης- με δεδομένη την ανάδυση του νέου, τεχνοδικτυακού ως προς τη φύση του, επικοινωνιακού συστήματος που μέλλεται να αποτελέσει το υπόβαθρο της ανθρωποκεντρικής ανέλιξης και δη ολοκλήρωσης του κοσμοσυστήματος μεγάλης κλίμακας. Συζήτησης που φέρνει την προβληματική της κοσμοσυστημικής υπόθεσης αντιμέτωπη με το διανοητικό αβαθές της νεοτερικότητας. Υπό την έννοια αυτή, φαινόμενα όπως η λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση» και πολλά άλλα αποτιμώνται σε συνάφεια με το καθολικό ανθρωποκεντρικό παράδειγμα και όχι κατά την ιδεολογική επιλογή του κόσμου της νεοτερικότητας που ηγεμονεύει. Η κεφαλαιώδης διαπίστωση ότι η δημοκρατία, όπως και η αντιπροσώπευση, εγγράφονται στην προοπτική του μέλλοντος και δεν αποτελούν κεκτημένο της εποχής μας, διδάσκει προφανώς ότι η συμφιλίωση της νεοτερικότητας με τη διαδικασία της κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας θα λειτουργήσει ευεργετικά για τον αναστοχασμό θεμελιωδών εννοιών και για τη συνειδητοποίηση του χαρακτήρα της εποχής μας”.
- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -