Γεώργιος Κοντογιώργης
Κράτος και Αυτοδιοίκηση στο περιβάλλον της ‘παγκοσμιοποίησης’
Κρίνοντας τις εξελίξεις που αποδίδονται με την έννοια της ‘παγκοσμιοποίησης’, από τη σκοπιά της νεοτερικότητας, συμπεραίνεται ότι η ανθρωπότητα βιώνει πρωτόγνωρα φαινόμενα μυθικού χαρακτήρα. Αντιμετωπίζοντας ωστόσο τα φαινόμενα αυτά υπό το πρίσμα της κοσμοϊστορίας διαπιστώνουμε ότι αντιστοιχούν σε μία απλώς πρώιμη φάση της σύνολης ανθρωποκεντρικής ανάπτυξης των κοινωνιών.
Όντως, με τον καθόλα αδόκιμο όρο της ‘παγκοσμιοποίησης’ οφείλουμε να εννοήσουμε δύο τινά: πρώτον, την ενοποίηση του πλανήτη υπό ένα μοναδικό κοσμοσύστημα ανθρωποκεντρικού τύπου (που έχει ως πρόσημο την κατ’ελάχιστον ατομική ελευθερία του ανθρώπου) . Και δεύτερον, τη σχετική ολοκλήρωση της φάσης που συνέχεται με την πρωτο-οικοδόμηση του ανθρωποκεντρικού κεκτημένου, εν προκειμένω εντός του κράτους. Η ολοκλήρωση της φάσης αυτής υποδηλώνει αφενός, την οριστική παράκαμψη της δεσποτείας (ή απλούστερα, της φεουδαρχίας) ως κοσμοσυστημικής συνιστώσας και αφετέρου, τη ανάδυση των παραμέτρων μιας δυναμικής που επάγεται την μετά την ‘κρατική κυριαρχία’ εποχή.
1. Το ανθρωποκεντρικό υπόβαθρο της ‘νεοτερικότητας’
Η κοσμοσυστημική ενότητα του πλανήτη δεν αποτελεί την εξαίρεση αλλά τον κανόνα της ανθρώπινης ιστορίας. Η διαφορά έγκειται στο ότι η ανθρωπότητα έζησε, κατά το μεγαλύτερο μέρος του βίου της, στο περιβάλλον της δεσποτείας. Απόκλιση σ’αυτό αποτέλεσε το ελληνικό κοσμοσύστημα, η εμφάνιση του οποίου σηματοδοτεί τη σύμπλευση των ανθρωποκεντρικών κοινωνιών σε παραλληλία με το δεσποτικό κοσμοσύστημα, έως τις παρυφές του 20ου αιώνα. Ο νεότερος ανθρωποκεντρισμός συνθέτει μια ενότητα με τον ελληνικό σε σχέση με τον οποίο αποτελεί τυπολογική προέκταση. Διαφέρει όμως θεμελιωδώς από αυτόν κατά το ότι συνδέεται με τη μετάβαση από τη μικρή – την ελληνική – στη μεγάλη – την εθνοκεντρική – κοσμοσυστημική κλίμακα. Η μετεξέλιξη αυτή δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο μεν ελληνικός ανθρωποκεντρισμός εμφανίζεται να έχει πραγματοποιήσει μια ολοκληρωμένη εξελικτική διαδρομή από τον πρώιμο κρατοκεντρισμό στην ύστερη οικουμένη, ο δε εθνοκεντρικός ανθρωποκεντρισμός διάγει απλώς τη φάση της πρωταρχικής του οικοδόμησης εντός του κράτους.
Η διαπίστωση αυτή έχει ξεχωριστή σημασία για την κατανόηση της εποχής μας. Η καθόλα φυσιολογική εκκίνηση των νεοτερικών κοινωνιών από μηδενική ανθρωποκεντρική αφετηρία, που πρέπει να αποδοθεί τόσο στη δεσποτική τους καταβολή όσο και στην αλλαγή κοσμοσυστημικής κλίμακας, είχε ως συνέπεια να απορρίψουν καθοδόν το ανθρωποκεντρικό κεκτημένο του ελληνικού κοσμοσυστήματος. Έτσι, ενώ η επανενσωμάτωση της δυτικής Ευρώπης στη ζωτική περιοχή του ελληνικού κοσμοσυστήματος και η μετακένωση σ’αυτήν των παραμέτρων του λειτούργησε ως καταλύτης για την εσωτερική υπονόμευση της δεσποτείας αρχικά και για τη σταδιακή ανθρωποκεντρική της μετάλλαξη στη συνέχεια, έως το τέλος του 19ου αιώνα , δεν συνδυάσθηκε με την ανάληψη της σκυτάλης από το σημείο της συνάντησής τους.
Ώστε, η μετάβαση στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα στοιχειοθετεί όντως μια σημαίνουσα εξέλιξη, η οποία εντούτοις έμελλε να πραγματοποιηθεί με την καταβολή ακριβού αντιτίμου σε ότι αφορά το ανθρωποκεντρικό ανάπτυγμα των νεοτερικών κοινωνιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πρόσληψη της ελευθερίας ως αυστηρά ατομικής και κατά τούτο ελλειπτικής σε σύγκριση με το σύνολο ολοκλήρωμα της αυτονομίας του ανθρώπου που συμπεριλαμβάνει επίσης την κοινωνική και την πολιτική ελευθερία .
Ήταν εξίσου αναμενόμενο η ανθρωποκεντρική μετάβαση του πλανητικού κόσμου να συντελεσθεί σε διαφορετικούς χρόνους, κατά γεωγραφική περιοχή, και σε επίπεδο συσχετισμών, να μεταφρασθεί με το δίπολο ‘κέντρο’ – ‘περιφέρεια’. Η ‘περιφέρεια’ εμφανίζεται να ολοκληρώνει, στη φάση της λεγόμενης ‘παγκοσμιοποίησης’, τη διαδικασία αποσύνθεσης του παλαιού, κατά βάση δεσποτικού καθεστώτος, την οποία ξεκίνησε η αποικιοκρατία και να βιώνει, στα γενικά της γνωρίσματα, τη δυναμική της ενσωμάτωσής της στο ανθρωποκεντρικό γίγνεσθαι. Το ‘κέντρο’ από την πλευρά του δίνει το στίγμα της ανθρωποκεντρικής πρωτοπορίας, η οποία, όπως προανήγγειλα, χαρακτηρίζεται από τη σχετική ολοκλήρωση της εποχής της πρωτο-οικοδόμησης του ελεύθερου ανθρώπου στο πλαίσιο του κράτους.
Το ‘τέλος των ιδεολογιών’ που συνάπτονται με τον τρόπο της μετάβασης και συγκρότησης του ‘νέου ανθρώπου’ – της κλασικής φιλελεύθερης και της σοσιαλιστικής ιδεολογίας – προαναγγέλλουν ακριβώς μια περίοδο οργανικής συσχέτισης του ‘κέντρου’ με την ‘περιφέρεια’, ανάλογη με εκείνη που βίωσαν οι κοινωνίες του ‘κέντρου’ προηγουμένως στο εσωτερικό των κρατών. Είθισται να γίνεται λόγος για την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Είναι όμως εξίσου γεγονός η κατάρρευση του υπαρκτού ή κλασικού καπιταλισμού. Η κατάρρευσή τους δεν ανάγεται εντούτοις στην αποτυχία τους ως ιδεολογιών και ως συστημάτων αλλά στην εκπλήρωση της αποστολής τους. Και οι δύο συνέχονταν με τις ιδιαιτερότητες της ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης εντός του κράτους. Ο υπαρκτός σοσιαλισμός επαγγέλθηκε την επαναστατική – δηλαδή την με όρους ρήξης – μετάβαση στον ανθρωποκεντρισμό και κατά τούτο αφορούσε κοινωνίες που βρίσκονταν σε προφανή υστέρηση, εντός όμως της ζώνης όπου συντελούνταν οι διεργασίες αυτές. Η σοσιαλιστική μετάβαση, επομένως, δεν σχετίζεται με μία ανώτερη φάση ανθρωποκεντρικής εξέλιξης των κοινωνιών, αλλά με έναν διαφορετικό τρόπο απόσεισης της δεσποτείας και συγκεκριμένα της κρατικής δεσποτείας. Η επιλογή της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας, αντί της εφαρμογής της αρχής του αναδασμού της, της ισότητας ενώπιον της ιδιοκτησίας, με την περιέλευσή της στο κράτος είχε ως συνέπεια να απελευθερωθεί μεν η κοινωνία από τις δεσποτικές της καταβολές, να δημιουργηθούν όμως οι συνθήκες για τη συγκρότηση ενός συστήματος πολιτικής δεσποτείας που ολίγον διέφερε από τη λογική της κρατικής δεσποτείας, η οποία εντούτοις αποτέλεσε το ολοκλήρωμα του δεσποτικού κοσμοσυστήματος. Συνέβη έτσι, το σύστημα του υπαρκτού σοσιαλισμού, με την πρόταξη ως ‘τέλους’ του την οικοδόμηση των παραμέτρων (της μεταποιητικής και εμπορευματικής οικονομίας, της ατομικής ελευθερίας κλπ) της ανθρωποκεντρικής κοινωνίας, να δημιουργήσει συγχρόνως τις προϋποθέσεις του αδιεξόδου του και κατ’επέκταση της κατάρρευσής του. Το επιχείρημα του Κ. Μαρξ επιβεβαιώνεται για το αδιέξοδο του υπαρκτού σοσιαλισμού, όχι για το στάδιο που αντανακλούσε ούτε για το μέλλον του .
Ο φιλελεύθερος καπιταλισμός, από την πλευρά του, προσδιόρισε μία διαδικασία ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης χωρίς ρήξεις και ανατροπές, η οποία αφενός, θα υπονόμευε τα θεμέλια της δεσποτικής κοινωνίας και αφετέρου, θα συνέβαλε στη σταδιακή διαμόρφωση της νέας κοινωνίας στο πλαίσιο του κράτους. Το κράτος ήταν αναπόφευκτα η ‘εκ των ων ουκ άνευ’ πολιτειακή συνιστώσα της ‘νέας οικονομίας’ (της ‘χρηματιστικής’ ή μεταποιητικής και εμπορευματικής οικονομίας), της υποστασιοποίησης του ανθρώπου με όρους ατομικής ελευθερίας, των βασικών κοινωνικο-πολιτικών δικαιωμάτων, της νέας κοινωνίας της εργασίας κλπ. Το σύνολο κοσμοσύστημα στοιχειοθετούσε την περίοδο αυτή το σκηνικό μιας αναγκαστικής συνύπαρξης κρατών – και άρα ενός πλέγματος διακρατικού συσχετισμού ισχύος – όπου το άτομο και οι εν γένει παράμετροι της νέας εποχής (η οικονομία κλπ) συνέτρεχαν ως απλές του προεκτάσεις .
Η περίοδος της μετάβασης εξηγεί το κοινό υπόβαθρο του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού, το οποίο εξακολουθεί να παραγνωρίζεται στο όνομα της διαφοροποίησής τους στο θέμα της ιδιοκτησίας. Και οι δύο προϋποθέτουν το κυρίαρχο, ενιαίο και ομοιογενές κοινωνιο-εθνοτικά κράτος ως αναγκαία συνθήκη για την οικοδόμηση της ‘χρηματιστικής’ οικονομίας. Και οι δύο προβάλουν καταστατικά τη γενική αρχή ενός αυστηρού καταμερισμού των κοινωνικών έργων και ως εκ τούτου την κοινωνία της εξαρτημένης εργασίας και της διχοτομίας μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. Θεμέλιο της καπιταλιστικής κοινωνίας αποτελεί αφενός, η ατομική ελευθερία και επέκεινα, η προσέγγιση της οικονομίας υπό το πρίσμα του συστήματος που υπαγορεύει – και κατέχει – η ιδιοκτησία και αφετέρου, η μαζική ή αγελαία πολιτική συμπεριφορά που λειτουργεί ουσιαστικά ως νομιμοποιητικό υποστήριγμα των κατόχων της κρατικής εξουσίας. Πέραν αυτών, η προτεραιότητα στην ‘οικονομία της αγοράς’ (στην έννοια της ιδιωτικής κοινωνίας κλπ) ή στην ‘οικονομία του κράτους’ δεν αναιρεί το γεγονός ότι η κοινωνία ως πολιτειακή παράμετρος τελεί υπό αυστηρή απαγόρευση, ενώ η λειτουργία της πολιτικής υπάγεται σε ένα καθεστώς διαμεσολάβησης, το οποίο όμως προβλέπει επαρκείς ασφάλειες ώστε να κατοχυρώνεται η αυτονομία της εξουσίας του κράτους έναντι της βούλησης του κοινωνικού σώματος.
2. Η ‘παγκοσμιοποίηση’ στο κοσμοσυστημικό γίγνεσθαι. Το αδιέξοδο της εξουσιαστικής ή κρατοκεντρικής κυριαρχίας
Τι αλλάζει με την ‘παγκοσμιοποίηση’; Ορισμένες παράμετροι του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, με κυριότερες την οικονομία και την επικοινωνία, αλλά και, υπό μιαν έννοια, την πολιτική, διαπιστώνουν ότι το κρατικό περίβλημα που τους παρείχε έως τώρα προστασία και υποστήριξη για την άνδρωσή τους, όχι μόνον δεν επαρκεί αλλά και συνιστά ένα φυσικό εμπόδιο για την περαιτέρω ανάπτυξή τους. Το διακύβευμα είναι πολυσήμαντο και αφορά τόσο στην ανασύνθεση της σχέσης μεταξύ οικονομίας και πολιτικής (στην ακώλυτη διακίνηση του κεφαλαίου, των αγαθών, της εργασίας, στην εκχώρηση στην ‘ιδιωτική’ σφαίρα περιοχών του ‘δημόσιου’ χώρου όπως η πρόνοια , η υγεία, οι επικοινωνίες κλπ) ή ευρύτερα, μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, στο εσωτερικό του κράτους όσο και στη διεκδίκηση, από τους συντελεστές των παραμέτρων αυτών, ενός εταιρικού ρόλου στις διακρατικές ή ορθότερα στις κοσμοσυστημικές σχέσεις. Ώστε, το κράτος, που προηγουμένως είχε προικισθεί με το χάρισμα της μοναδικότητας στις δια-κρατικές σχέσεις και της εσωτερικής πολιτικής κυριαρχίας, προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ανθρωποκεντρικής πρωτο-οικοδόμησης, καλείται τώρα να παραιτηθεί από αυτό, αναλαμβάνοντας ρόλο επικούρου της ‘ιδιωτικής’ κοινωνίας και επέκεινα, πολιτικού συνάδοντος στην ‘κοινωνίας πολιτών’ .
Συγχρόνως όμως παρατηρείται και μία ουσιώδης ωρίμανση ή μάλλον εξοικείωση της κοινωνίας με το κεκτημένο του ‘νέου ανθρώπου’. Στην εποχή της μετάβασης, πρώτη προτεραιότητα του ανθρώπου ήταν, όπως είδαμε, η ατομική του υποστασιοποίηση με όρους ελευθερίας. Η στοιχειώδης εγγραφή της πολιτικής στο αξιακό του ενδιαφέρον επιβεβαιώθηκε τυπικά μόλις στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, με την εισαγωγή του δικαιώματος της καθολικής ψήφου. Η αρχή της ατομικότητας συνέχισε ωστόσο να εστιάζεται στην ιδιωτική ζωή (ατομική ελευθερία) ενώ στο κοινωνικό και ιδίως στο πολιτικό πεδίο στη θέση της ελευθερίας υπεισήλθε το απλό δικαίωμα, καθώς τα ‘υποσυστήματα’ αλλά και το σύνολο πολιτικό σύστημα συνέχισαν να λαμβάνουν ως συστατικό υπόβαθρο την ιδιοκτησία και σε κάθε περίπτωση την εξουσία. Εξού και το άτομο αντιμετωπίσθηκε ως ‘μάζα’. Η έννοια της πολιτικοποίησης έως το τέλος της δεκαετίας του 1990 οριζόταν με όρους μαζικής ή αγελαίας συμπεριφοράς. Ευλόγως, αφού η επικέντρωση του ενδιαφέροντος στην επίλυση του κοινωνικού προβλήματος, δηλαδή στην απόσειση των παλαιών και νέων κοινωνικών εξαρτήσεων που παρεμπόδιζαν την ατομική χειραφέτηση και την κατάκτηση θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων (π.χ η θεσμική κατοχύρωση των όρων εργασίας, της κοινωνικής πρόνοιας, του ‘αντικειμενικού’ δικαίου κλπ) αλλά και η ολοσχερής απουσία κάθε μη ‘επιχειρησιακής’ πτυχής της πολιτικής από το πρόταγμα του κοινωνικού σώματος, δημιούργησε τις προϋποθέσεις μιας μαζικής προσχώρησης του ατόμου, δίκην οπαδού, στην πολιτική δυναμική και μιας εν λευκώ εξουσιοδότησης της πολιτικής εξουσίας.
Η χαλάρωση της κρατικής κυριαρχίας στο εσωτερικό και το εξωτερικό της επικράτειας που συνεπάγεται η ‘παγκοσμιοποίηση’ συνάδει λοιπόν, επίσης, με μία σχετική χειραφέτηση του ατόμου, η οποία, στο πολιτικό, εκφράζεται με τη μετάβαση από τη μαζική ή αγελαία στην ‘ατομικιστική’ πολιτική συμπεριφορά. Η μετάλλαξη αυτή δεν φέρνει τον προσωπικό ‘εγωισμό’ στην πολιτική, όπως νομίζεται, αλλά την αξίωση του ατόμου να έχει ‘λόγο’ για τα δρώμενα ώστε η σύνθεση να γίνεται στο επίπεδο μιας διαλεκτικής συνάντησης των μελών του κοινωνικού σώματος στην πολιτική αγορά κι όχι εν απουσία του, ‘δια χειρός’ της πολιτικής εξουσίας.
Η πολιτική χειραφέτηση του ατόμου συνδυάζεται αφενός, με τη μακρόχρονη βίωση των ανθρωποκεντρικών συνθηκών και αφετέρου, με τη σταδιακή δημιουργία του κατάλληλου επικοινωνιακού περιβάλλοντος που κάνει εφικτή τη λειτουργία του στο πλαίσιο του πολιτικού συστήματος. Η νέα αυτή μορφή πολιτικής συμπεριφοράς, ορίζει την έννοια της πολιτικοποίησης με γνώμονα όχι πια το στατιστικό γινόμενο της προσχώρησης ενός εκάστου στις δυνάμεις που τοποθετούνται ως διαμεσολαβητικές ανάμεσα στην κοινωνία και στην εξουσιαστικά διατεταγμένη πολιτική, αλλά τον πραγματικό χρόνο ενασχόλησης με την πολιτική. Έτσι, ενώ στη φάση της κοινωνικής πρωτο-συγκρότησης του ανθρωποκεντρισμού οι μάζες προσέφευγαν, δίκην αγέλης, στις πολιτικές δυνάμεις για να αντισταθμίσουν τις κοινωνικές δουλείες ή να ενισχύσουν την κοινωνική τους θέση (προστασία της εργασίας κλπ), στη φάση της ανθρωποκεντρικής χειραφέτησης η πολιτική αυτή συμπεριφορά αντιμετωπίζεται ολοένα πιο απαξιωτικά και ουσιαστικά, απορρίπτεται. Οι πολιτικές και οι άλλες δυνάμεις της διαμεσολάβησης συλλαμβάνονται ως έκπτωτες από τον απελευθερωτικό ρόλο που τις προίκισε η εποχή της πρωτο-οικοδόμησης του ‘νέου ανθρώπου’ και περαιτέρω, ως υπόλογες μιας πολυσήμαντης καταχρηστικής διαχείρισης του κράτους .
Τον 19ο αιώνα ο Κ.Μαρξ προσήπτε στην πολιτική εξουσία του κράτους τη συνάφειά της με τις επιλογές της αστικής οικοδόμησης. Τη φορά αυτή η πολιτική εξουσία συναντάται με την αστική τάξη σε ένα άλλο επίπεδο που της ‘ενεχείρισε’ η οικείωσή της με την ιδιοποίηση της εξουσίας και τη διαπλοκή, υπό το πρίσμα μιας ‘συν-εταιρικής’ συνεύρεσής τους στη διαχείριση του δημοσίου αγαθού. Και στις δυο περιπτώσεις η προβληματική της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής ανάγεται στους συσχετισμούς ανάμεσα στις δυνάμεις που συνέχουν την οικονομία. Διαφεύγει όμως της προσοχής ότι οι συσχετισμοί αυτοί δεν δρουν ανεξάρτητα από τη συνολική κοινωνική σχέση την οποία σε τελική ανάλυση ενσαρκώνει η δομή της πολιτικής. Η προσοχή της νεοτερικότητας εστιάζεται μονοσήμαντα στην προβληματική για το βαθμό αυτονομίας της πολιτικής λειτουργίας (των πολιτικών του κράτους) από τους κοινωνικο-οικονομικούς συσχετισμούς. Η δομική αυτονομία της πολιτικής (η ιδιοποίηση της πολιτικής λειτουργίας από το κράτος) από τον φυσικό της χώρο την κοινωνία προβάλει ως απολύτως αυτονόητη και μάλιστα συμφυής με τη λογική της κοινωνικής ύπαρξης. Μια από τις καταστατικές σταθερές της νεοτερικής θεωρίας είναι η αρχή του ‘καταμερισμού των κοινωνικών έργων’, η οποία όμως αναδεικνύει όχι την πολυπλοκότητα της εποχής μας σε σχέση με το παρελθόν, όπως νομίζεται γενικώς, αλλά το βαθμό της αν-ωριμότητάς της σε σύγκριση με τη συνολική ανθρωποκεντρική ολοκλήρωση. Με διαφορετική διατύπωση, οι ‘συνάφειες’ της πολιτικής εξουσίας με συγκεκριμένες συνιστώσες του κοινωνικού συστήματος αποτελούν ευθεία συνάρτηση της ιδιοσυστασίας της κοινωνίας και συνακόλουθα της διχοτομίας που συντρέχει μεταξύ αυτής και της πολιτικής. Η αυτόνομη συγκρότηση της πολιτικής με όρους εξουσιαστικής κυριαρχίας αποτελεί το υπόβαθρο για την αναγωγή της σε απλή σχέση δύναμης και ως εκ τούτου για την αποθέωση των συσχετισμών ισχύος. Υπό την έννοια αυτή, η προβληματική για τις κοινωνικές εξαρτήσεις της πολιτικής λειτουργίας ή αλλιώς για την αυτονομία ή μη των πολιτικών επιλογών της εξουσίας είναι, σε τελική ανάλυση, ευθέως αντίστοιχη της δομικής αυτονομίας της πολιτικής εξουσίας. Η συζήτηση θα ήταν χωρίς αντικείμενο σε ένα σύστημα δημοκρατίας όπου η πολιτική απορροφάται από την κοινωνία ή ακόμη και ολοκληρωμένης αντιπροσώπευσης στην οποία η πολιτική εξουσία τίθεται υπό την άμεση κηδεμονία του πολιτειακά συντεταγμένου κοινωνικού σώματος .
Οπωσδήποτε, υπό το παρόν σύστημα της ελλειμματικής ή μάλλον συναγόμενης, δηλαδή ‘έμμεσης’ αντιπροσώπευσης, οι πολιτικές δυνάμεις βρίσκονται αντιμέτωπες με την καταστατική αυτονομία της πολιτικής εξουσίας – η οποία συγκροτεί τη μήτρα της διαπλοκής – και το προαπαιτούμενο της νομιμοποιητικής λειτουργίας του κοινωνικού σώματος. Συγχρόνως, οι δυνάμεις της κοινωνικής διαμεσολάβησης ορθώνουν έναν διεκδικητικό λόγο απέναντί τους, επιζητώντας εντούτοις όχι την υπέρβαση του ελλειμματικού χαρακτήρα της αντιπροσώπευσης και την απόδοση στο κοινωνικό σώμα του εντολιακού του ρόλου, αλλά την ουσιαστική υποκατάστασή της και την ανάδειξη της ‘κοινωνίας πολιτών’ σε θεμέλιο του πολιτικού συστήματος. Με την απώλεια του ιστορικού τους ρόλου και φυσικά του κοινωνικού κλίματος μέσα στο οποίο οικοδομείτο η νομιμοποιητική τους βάση, αισθάνονται ότι πολιτεύονται ‘εν κενώ’.
Πρώτον, διαπιστώνουν ότι η νέα μορφή ‘πολιτικοποίησης’ αποξενώνει το άτομο-πολίτη από την παραδοσιακή άσκηση της πολιτικής λειτουργίας. Άλλοτε, οι μάζες προσέτρεχαν στην πολιτική προκειμένου να παράσχουν στις δυνάμεις της διαμεσολάβησης νομιμοποίηση και στήριξη στην άσκηση της εξουσίας. Εφεξής, οι δυνάμεις αυτές βρίσκονται αντιμέτωπες με τη δυσπιστία με την οποία περιβάλει η κοινωνία την αντιπροσωπευτική τους λειτουργία. Για να αποκαταστήσουν το νομιμοποιητικό τους έρεισμα στην κοινωνία καλούνται επομένως να προστρέξουν σ’αυτήν, να αναζητήσουν νέους τρόπους επαφής με τα μέλη της, η οποία εκ των πραγμάτων οφείλει να εγκαταλείψει το αγελαίο και δη ‘προσκυρωτικό’ της περιεχόμενο, δίνοντας έμφαση μάλλον σε μια διαλεκτική επικοινωνία με πρόσημο το ‘λόγο’.
Δεύτερον, συνειδητοποιούν ότι το πρόταγμα της νέας εποχής, έχει μεταβληθεί αισθητά. Το ‘τέλος των ιδεολογιών’ αναδεικνύει το πεπερασμένο μιας εποχής που ολοκλήρωσε τον ‘κύκλο’ της – της εποχής της ανθρωποκεντρικής μετάβασης – και την είσοδο σε μια νέα φάση της ανθρωποκεντρικής ιστορίας. Η φάση αυτή συνάδει, όπως είδαμε, αφενός, με την ουσιώδη μετάλλαξη των παραμέτρων του κοσμοσυστήματος και αφετέρου, με την εμπέδωση και μάλιστα με τη διεύρυνση της ελευθεριακής θέσης του ατόμου στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Είναι φυσικό λοιπόν το νέο ανθρωποκεντρικό περιβάλλον να επιζητεί την επεξεργασία αναλόγων, προς τη φάση που αντανακλά, ιδεολογικών παραστάσεων, να επικαλείται ένα διαφορετικό πρόταγμα για την συγκρότηση του κοινωνικού και του πολιτικού πεδίου, εστιασμένο στην ‘ατομικιστική’ προσέγγιση της πολιτικής από τα μέλη του κοινωνικού σώματος και κατά τούτο βασισμένο σε μια λιγότερο αυστηρή διχοτομία του φορέα της εξουσίας από τον πολίτη.
Τρίτον, η σχέση αυτή, σχέση διαλεκτική και όχι πια αγελαία, ‘ατομικιστική’ κι όχι ‘προσχωρητική’, προόρισται ωστόσο να οικοδομηθεί σε ένα επίπεδο έμμεσης – τεχνοδικτυακής – και όχι άμεσης – φυσικής – επικοινωνίας. Όντως, η μετάβαση στο τεχνοδικτυακό επικοινωνιακό σύστημα αποτελεί το υπόβαθρο για την εξέλιξη αυτή, στο μέτρο που δημιουργούνται, για πρώτη φορά, οι όροι της συγκρότησης μιας ολοκληρωμένης οριζόντιας και κάθετης συνεύρεσης των κοινωνιών της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας. Η παραδοχή αυτή υποδηλώνει ότι οι ‘απεικονίσεις’, οι ‘λειτουργίες’ και σαφώς η ‘λογική’ του κοινωνικού και του πολιτικού συστήματος θα αρθρώνονται στο μέλλον ολοένα περισσότερο στο επίπεδο του τεχνοδικτύου και δια μέσου των μηχανισμών του, όπως ακριβώς και η συμμετοχή του ατόμου-πολίτη, στις πολιτικές λειτουργίες .
Εδώ ακριβώς έγκειται και το πρόβλημα με τα μέσα επικοινωνίας. Από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής τους, κατεγράφησαν ως μέσα ενημέρωσης, με την έννοια ότι εκλήθησαν να λειτουργήσουν ως απλοί δίαυλοι μεταφοράς στο κοινωνικό σώμα της πολιτικής πράξης, η οποία παραγόταν στους συντεταγμένους χώρους του πολιτικού συστήματος. Γι αυτό και η περιέλευσή τους στην ιδιωτική επιχειρηματική σφαίρα (ή στο ιδιοποιημένο από την κυβερνητική ή κομματική εξουσία κράτος) εθεωρείτο συμβατή με τη διαχείριση ενός δημόσιου αγαθού όπως η πολιτική.
Από τη στιγμή όμως που το πεδίο παραγωγής της πολιτικής έχει ουσιωδώς διευρυνθεί προς την κατεύθυνση της κοινωνίας και το μέσον επικοινωνίας, από απλό μέσον ενημέρωσης έχει αναλάβει ευθέως λειτουργίες πεδίου παραγωγής πολιτικής, οι πολιτικές δυνάμεις αλλά και η πολιτική εξουσία βρίσκονται αντιμέτωπες με τον συντελεστή του ‘μέσου’, ο οποίος από διεκπεραιωτής της ‘πολιτικής πληροφορίας’ γίνεται πραγματικός κάτοχος της πολιτικής πράξης. Εφεξής, ο συντελεστής του ‘μέσου’ αποφασίζει, αντί των συντεταγμένων πολιτικών δυνάμεων και της εξουσίας, για τις θεματικές του πολιτικού διαλόγου, για τις προτεραιότητες της πολιτικής ενημέρωσης, για τους πολιτικούς που θα λειτουργήσουν ως εκπρόσωποι στο διάλογο, για το σύνολο εν γένει της πολιτικής πράξης. Το σύνολο αυτό, περιλαμβάνει επιλογές για τον αποκλεισμό ή την ανάδειξη πολιτικών ή πολιτικών δυνάμεων, για τα όρια του ‘λόγου’ και του ‘αντιλόγου’, τις θεματικές της πολιτικής και κοινωνικο-οικονομικής δυναμικής που οφείλουν να τεθούν στο απυρόβλητο, για το ποιος νομιμοποιείται ως πολιτικός αναλυτής κλπ. Ο συντελεστής του ‘μέσου επικοινωνίας’ επικαλείται το ‘δικαίωμα στην κριτική’ και την ‘ελευθερία του λόγου’, προκειμένου να τις μονοπωλήσει ή έστω να τις διαχειρισθεί ο ίδιος κατά το δοκούν. Στο όνομά τους έχει ήδη επιβληθεί μια άνευ προηγουμένου χειραγώγηση της πολιτικής ζωής και εν τέλει, ένα καθεστώς πολυσήμαντης (θετικής και αρνητικής) λογοκρισίας που ανάλογό του ούτε η κομματική ιδιοποίηση του κράτους δεν είχε επιχειρήσει .
Είναι φανερό ότι από τη στιγμή που η λειτουργία της πολιτικής υποτάσσεται στο διατακτικό των συντελεστών των μέσων επικοινωνίας, η λογική της αντιπροσώπευσης, η ίδια η σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής αναιρείται. Ο συντελεστής του ‘μέσου’, επιβάλλοντας ένα καθεστώς ομηρίας στο πολιτικό προσωπικό και κατ’επέκταση, κηδεμονίας στις πολιτικές του κράτους, γίνεται πραγματικός ιδιοκτήτης της πολιτικής και συνακόλουθα, της κοινωνίας. Το ζήτημα, επομένως, δεν εστιάζεται πια απλώς στη διαφθορά ή στη διαπλοκή, όπως νομίζεται, αλλά στην ομηρία αυτή καθεαυτή της πολιτικής και γενικότερα στη ‘στρέβλωση’ του πολιτικού συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτική τάξη από ενορχηστρωτής του συστήματος πελατείας μεταβάλλεται η ίδια σε υποκείμενό της, σε ‘πελάτη’ των δυνάμεων της ‘οικονομίας’ που συναγελάζονται με το ‘δημόσιο χώρο’ και των συντελεστών των μέσων επικοινωνίας. Η ‘προστασία’ τους αποτελεί καταστατική προϋπόθεση ευθέως ανάλογη της πολιτικής τους φιλοδοξίας. Η δημόσια ‘εικόνα’ τους συναρτάται από την ‘εικόνα’ που επιφυλάσσουν γι αυτούς οι συντελεστές των ‘μέσων’. Το ‘δημόσιο ταμείο’ επωμίζεται και τη φορά αυτή το βάρος της αναδιανεμητικής λειτουργίας που επιτελεί η πολιτική τάξη. Όχι όμως υπέρ του σώματος των πολιτών αλλά δαπάναις τους, ‘δια χειρός’ του δημοσιονομικού συστήματος και των πολιτικών του κράτους.
Η ‘στρέβλωση’ αυτή του πολιτικού συστήματος δεν αποτελεί νέο φαινόμενο. Το νέο εν προκειμένω, έγκειται στο ότι η απομύθωση του σκοπού της πολιτικής (το πρόταγμα της καπιταλιστικής ή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης που δημιούργησε μια δυνάμει αντιπροσωπευτική συνάφεια της πολιτικής με την κοινωνία) και η μεταβολή του τρόπου πρόσληψης της πολιτικής εξουσίας από το κοινωνικό σώμα έφερε στην επιφάνεια το θεμελιώδες πρόβλημα του νεοτερικού πολιτικού συστήματος: ότι δηλαδή δεν διαθέτει αντιπροσωπευτική θεμελίωση και κατά τούτο η διαπλοκή, η ιδιοποίηση και συνακόλουθα η διαφθορά αποτελούν συμφυή γνωρίσματα και υπό μιαν έννοια, πρόκριμα για τη λειτουργία του. Όντως, η αντιπροσωπευτική αρχή προϋποθέτει τη συνάντηση των δυο οργανωτικών της παραμέτρων: του εντολέως και του εντολοδόχου. Στο πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας όμως οι δυο αυτές παράμετροι ανήκουν εξ ολοκλήρου στο κράτος. Ο πολίτης δεν διαθέτει την ιδιότητα του αντιπροσωπευομένου (του εντολέως), η ψήφος του στοχεύει απλώς τη νομιμοποίηση του πολιτικού προσωπικού στην εξουσία και βεβαίως, η βούληση ή έστω το συμφέρον του δεν αποτελούν αναγκαίο στοιχείο της εντολής ώστε να υποχρεώνει τον κάτοχο της εξουσίας.
Το κομματικό σύστημα ανέλαβε αρχικά να οδηγήσει στην πολιτική ενοποίηση των ‘εξουσιών’ των κράτους, συνακόλουθα με την πολιτισμική ομοιογενοποίηση της κοινωνίας, ενώ από την εποχή του υπαρκτού σοσιαλισμού, καταβλήθηκε προσπάθεια η εν γένει λειτουργία των ομάδων συμφερόντων, που μετεγράφη ως ‘κοινωνία πολιτών’, να νομιμοποιηθεί ως πρόσθετος ενδιάμεσος φορέας που θα οδηγούσε στη σύνθεση της κοινωνικής βούλησης με την πολιτική εξουσία και θα ακύρωνε τη φυσική τάση της τελευταίας να συρρικνώνει το κοινωνικό κεκτημένο (των ελευθεριών, των δικαιωμάτων κλπ). Στην πραγματικότητα, το επιχείρημα της ‘κοινωνίας πολιτών’ υπέκρυπτε – και εξακολουθεί να ομολογεί – την απουσία της κοινωνίας ως πολιτειακού υποκειμένου (ως εντολέως) και του ατόμου ως πολίτη του πολιτικού συστήματος . Συγχρόνως, μεταθέτει το ζήτημα της αντιπροσωπευτικής σύνθεσης του κοινωνικού με το πολιτικό στο επίπεδο των συσχετισμών δύναμης, που αναδεικνύει η παρέμβαση των ομάδων συμφερόντων στο περιβάλλον της εξουσίας. Όμως, η υποβάθμιση του κανονιστικού πλαισίου που ενσαρκώνει η λειτουργία της εξουσίας υπέρ των σχέσεων δύναμης, συμβαδίζει αναπόφευκτα με την αποθέωση της λειτουργίας του παρασκηνίου. Η μετάθεση στο παρασκήνιο του πεδίου της πολιτικής επιβαρύνεται με τη σειρά του από τη δυναμική της σχέσης μεταξύ ‘κοινωνίας πολιτών’ και πολιτικής εξουσίας και ιδίως από την παρεμβολή της ‘άδηλης’ διαπλοκής που διαχειρίζονται οι δυνάμεις της πραγματικής ισχύος, τις οποίες οι θιασώτες της ‘κοινωνίας πολιτών’ αποποιούνται ως εάν δεν ανήκουν στις τάξεις της .
Είναι φανερό ότι το πρόβλημα δεν εστιάζεται στην παρουσία των ομάδων συμφερόντων στην πολιτική ζωή, η οποία άλλωστε αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί μια σταθερά, συμφυή με το κοινωνικό γεγονός, αλλά στην αναγωγή τους σε κεντρικό και μάλιστα σε διακριτικό στοιχείο του πολιτικού συστήματος. Η αναγωγή ακριβώς αυτή, που στο παρελθόν υπηρέτησε το φιλελεύθερο πρόταγμα έναντι του υπαρκτού σοσιαλισμού, συγκροτεί στις μέρες μας τον κεντρικό πυρήνα μιας συνειδητής συντηρητικής επιλογής που διαχέεται στο σύνολο του πολιτικού φάσματος και αποβλέπει στη νομιμοποίηση της δύναμης ως καταστατικής παραμέτρου της πολιτικής διαδικασίας και μάλιστα στην επιβεβαίωσή της ως συνιδρυτικής συνιστώσας του κοινωνικο-πολιτικού συστήματος.
Η προσέγγιση αυτή του πολιτικού συστήματος εκλαμβάνει ως δεδομένο και οριστικό τον οστρακισμό του κοινωνικού σώματος από την πολιτική διαδικασία, διδάσκει τη διαμεσολαβητική φύση της πολιτικής λειτουργίας και συνεπώς τον κεντρικό ρόλο των συντελεστών της διαμεσολάβησης στο πολιτικό σύστημα, εξισώνει τελικά τη δημοκρατική του λογική με το άθροισμα των ομάδων πίεσης χωρίς τουλάχιστον να λαμβάνει πρόνοια για την εσωτερική τους συγκρότηση. Η ‘κοινωνία πολιτών’ αρκείται στον πλουραλισμό των ομάδων ανεξάρτητα από την εσωτερική τους φύση. Δεν την ενδιαφέρει αν οι ομάδες είναι συγκροτημένες με βάση το δεσποτικό πρόσημο (πχ η Εκκλησία) ή αν δεν διαθέτουν καμία αντιπροσωπευτική νομιμοποίηση. Ένα σύστημα είναι κατ’αυτήν ‘δημοκρατικό’ εφόσον είναι κοινωνικο-πολιτικά πλουραλιστικό. Η ‘δημοκρατία’ συνοψίζεται εν τέλει στο άθροισμα των δεσποτικά ή μη διατεταγμένων ομάδων συμφερόντων, οι οποίες συναντώνται με έναν αντίστοιχο, αυταρχικά συνήθως δομημένο κομματικό πλουραλισμό και μια απλώς εκλογικά νομιμοποιημένη πολιτική εξουσία. Άλλοτε, στη θέση του ‘καθοδηγητή’ της κοινωνίας ετοποθετείτο το κόμμα. Εφεξής, το ρόλο αυτόν επιζητεί η ‘κοινωνία πολιτών’. Η οργανική συνάντηση του κοινωνικού σώματος με τους συντελεστές της πολιτικής διαδικασίας και πολύ περισσότερο με την ίδια την πολιτική δεν εγγράφεται στην προβληματική αυτή.
Η μετάβαση από την ‘πλήρη’ στη ‘σχετική’ κρατική κυριαρχία, που συνεπάγεται η ‘παγκοσμιοποίηση’, ενισχύει όντως την τάση αυτή, η οποία συνδυάζεται με τους ευρύτερους συσχετισμούς που αναπτύσσονται στο δια-κρατικό περιβάλλον. Η ‘κοινωνία πολιτών’, διαπλεκόμενη αναπόφευκτα με τις δυνάμεις της ‘παγκοσμιοποίησης’, αποτελεί τον καλό αγωγό, όχι για την αποτροπή αλλά, για τη μεταφορά στο εσωτερικό του κράτους των συσχετισμών ισχύος που αναπτύσσονται στο επίπεδο του συνόλου κοσμοσυστήματος. Ο νέος αυτός ρόλος της ‘κοινωνίας πολιτών’ συνδυάζεται προφανώς με την υπονόμευση της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους και την απόρριψη εκ μέρους της κάθε προβληματισμού για μια αντισταθμιστική θεσμική ενσωμάτωση του κοινωνικού σώματος στην πολιτική διαδικασία. Οι λειτουργίες αυτές της ‘κοινωνίας πολιτών’ συνάδουν επίσης με μια ουσιώδη μεταβολή του διατακτικού των ομάδων που την επικαλούνται: ενώ άλλοτε επιδείκνυαν, συγχρόνως, ένα ισχυρό ενδιαφέρον για το κοινωνικοπολιτικό σύστημα – καθώς διέκριναν σ’αυτό την προϋπόθεση για την ανθρωποκεντρική τους συγκρότηση –, στην παρούσα φάση, η πολιτική τους παρέμβαση εστιάζεται βασικά στην επίτευξη συγκεκριμένου συμφέροντος. Γι αυτό και η πολιτική τους παρουσία καταγράφεται ως αποσπασματική και επιλεκτική. Όμως, και εκεί όπου το ενδιαφέρον τους αναλώνεται σε γενικότερα ζητήματα, όπως οι επιπτώσεις της ‘παγκοσμιοποίησης’, οι αναφορές τους λαμβάνουν ως αφετηρία τα παλαιά υλικά του ιδεολογικού τους διατακτικού και γι αυτό το πρόταγμά τους συμποσούται σε μια κριτική άρνηση χωρίς στοιχεία ορατής διεξόδου. Ως εάν η προβληματική για τη φύση του πολιτικού συστήματος έχει ολοκληρωθεί και η παρουσία τους στις παρυφές του κεφαλαιοποιεί στο μέγιστο τη δημοκρατική του ιδιοσυστασία.
3. Κράτος και ‘ηγεμονικό σύμπλεγμα’. Οι μεταλλάξεις του ‘κέντρου’ και η δυναμική της ανθρωποκεντρικής ενσωμάτωσης της ‘περιφέρειας’
Η ανωτέρω εξέλιξη συνάπτεται τέλος με το γεγονός ότι η πολιτική δυναμική που παράγεται σε διακρατικό ή καλύτερα σε κοσμοσυστημικό επίπεδο υπαγορεύεται από τη φύση της περιόδου που διέρχεται η εποχή μας, εν προκειμένω από την κρατοκεντρική της ιδιοσυστασία. Πρόκειται για μία δυναμική η οποία αρθρώνεται σε ένα καθαρά συσχετισμικό περιβάλλον, που καθορίζει το ‘ηγεμονικό σύμπλεγμα’ – οι Δυνάμεις και οι νέοι συντελεστές της δια-κρατικής σκηνής όπως η οικονομία, η επικοινωνία κλπ – με στόχο να μεταβάλει τη βούλησή του σε νόμο κοσμοσυστημικής ισχύος, νομιμοποιώντας την έτσι κανονιστικά στο εσωτερικό ενός έκαστου κράτους. Η ανισορροπία ανάμεσα στην πολιτική δυναμική, που παράγεται στο κοσμοσύστημα υπό την αιγίδα του ‘ηγεμονικού συμπλέγματος’ και στο πολιτικό σύστημα που ενσαρκώνει το κράτος, συνομολογεί ευρέως για την αδυναμία του τελευταίου να ανταποκριθεί στην αποστολή του, να παραγάγει πολιτικές, συμβατές με την κοινωνική προσδοκία (π.χ. στον τομέα της πρόνοιας, της εργασίας κ.λ.π.) .
Η υπέρβαση του κράτους – ως φορέα πολιτικής κυριαρχίας – και η ανάδειξη του κοσμοσυστήματος ως πεδίου αυτόνομης δράσης καταστατικών του παραμέτρων, όπως η οικονομία, εξηγούν ουσιαστικά και τη μεταβολή του αντικειμένου της δια-κρατικής πολιτικής. Κατά τη φάση της ανθρωποκεντρικής πρωτο-οικοδόμησης η διεύρυνση του ζωτικού χώρου της οικονομίας επιδιωκόταν είτε μέσα από τη μεγέθυνση των ορίων του κράτους (οι κατακτητικοί πόλεμοι κατά την εθνοκρατική οικοδόμηση) είτε με τον άμεσο πολιτικό έλεγχο ζωτικών χωρών ή περιοχών του πλανήτη (ιδίως με την αποικιοκρατία). Η ίδια η λογική της κρατικής κυριαρχίας οδηγούσε τις Δυνάμεις να επιδιώκουν τον έλεγχο χωρών που αμφισβητούσαν το διεθνή καταμερισμό ισχύος με την επιβολή αυταρχικών καθεστώτων (οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου).
Στην εποχή της σχετικής κρατικής κυριαρχίας, αντιθέτως, προέχει η ελαχιστοποίηση του κόστους της ηγεμονίας που επιτυγχάνεται με την επιβολή πλουραλιστικών συστημάτων, τα οποία, καθώς συνάδουν με την κοσμοσυστημική δυναμική, προσφέρονται για την εσωτερίκευση της βούλησης των φορέων της (των δυνάμεων της οικονομίας κλπ) και στο πλαίσιο αυτό, για τη νομιμοποίηση της ‘Νέας Τάξης’ που διακινεί το ‘ηγεμονικό σύμπλεγμα’. Η επίκληση του αυταρχισμού ή κατά περίπτωση του ολοκληρωτισμού και συναφών ιδεολογικών ή πολιτισμικών απεικονίσεων για την υποστήριξή τους, γίνεται εφεξής από τις χώρες ή τις κοινωνικές δυνάμεις που τοποθετούνται στην ‘περιφέρεια’ και ανθίστανται στην ανθρωποκεντρική εξέλιξη.
Η επίγνωση του κοσμοσυστημικού σταδίου που διέρχεται η ανθρωπότητα κάνει εμφανές ότι η δυναμική αυτή προόρισται να αποτελέσει το θεμελιώδες γνώρισμα της νέας εποχής. Η ανθρωποκεντρική εξέλιξη θα συνεχίσει να εστιάζει το ενδιαφέρον της στο εσωτερικό του πρωτογενούς κοινωνικού μορφώματος του κράτους. Γι αυτό και η προβληματική της ‘παγκοσμιοποίησης’, παρόλη τη ρητορική της, επικεντρώνει την προσοχή της στην αντιμετώπιση του νέου πλέγματος σχέσεων που δημιουργεί η αυτονόμηση των παραμέτρων του κοσμοσυστήματος από το κράτος. Αντιμετώπιση η οποία από τη φύση της δεν μπορεί παρά να επιδιωχθεί βασικά στο εσωτερικό του κράτους, μέσα από τη διαμόρφωση μιας νέας σχέσης κοινωνίας και πολιτικής που θα συναρτά αμεσότερα την πολιτική εξουσία από το κοινωνικό σώμα.
Η προβληματική αυτή αναμένεται να αποκτήσει δραματικό περιεχόμενο στο κοντινό μέλλον, καθόσον θα επιταχύνεται η δυναμική της ‘παγκοσμιοποίησης’ των παραμέτρων (της ‘χρηματιστικής’ οικονομίας κλπ) του ανθρωποκεντρισμού και συνακόλουθα, η αποσύνθεση των παραδοσιακών δομών της κοσμοσυστημικής ‘περιφέρειας’. Η αποσύνθεση αυτή ή διαφορετικά, η ανθρωποκεντρική ενσωμάτωση της ‘περιφέρειας’, προόρισται να αναπαραγάγει, στο επίπεδο του πλανητικού κοσμοσυστήματος, τα φαινόμενα που βίωσαν οι κοινωνίες των κρατών εθνών της ανθρωποκεντρικής πρωτο-οικοδόμησης στο εσωτερικό τους: μια μαζική οικονομική μετανάστευση, η οποία θα έχει και αυτή τη φορά ως κατεύθυνση τις περιοχές – εν προκειμένω τις χώρες – της αστεακής και αστικής ή ‘χρηματιστικής’ συγκέντρωσης. Όπως έχω καταδείξει αλλού , η δυναμική της επίλυσης του κοινωνικού προβλήματος με τη μεταφορά του στο ‘κέντρο’, θα προκαλέσει θεμελιώδεις μεταβολές στις χώρες της ανθρωποκεντρικής πρωτοπορίας σε πολιτισμικό, κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Μια από αυτές, η πλέον άμεσα αισθητή, θα είναι η σταδιακή επικράτηση της ‘εργασίας εμπορεύματος’ αντί της ‘πολιτειοτικής εργασίας’ (της εργασίας του πολίτη). Η απόρριψη της τελευταίας αναμένεται να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις στον τρόπο προσέγγισης της οικονομικής αναδιανομής, του κοινωνικού προβλήματος αλλά και στις ίδιες τις δομές του κοινωνικο-πολιτικού συστήματος .
Η εξέλιξη αυτή μέλλεται να αποτελέσει τη μεγαλύτερη τομή στην εσωτερική δομή και λειτουργία του νεότερου ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος. Σε βάθος χρόνου ανοίγεται η προοπτική της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης εντός του κράτους με τη διεύρυνση της ελευθερίας, πέραν του ατομικού, στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο, και συνακόλουθα, με την υπέρβαση της εξαρτημένης εργασίας (των πολιτών) και τη μετάβαση στη δημοκρατία. Σε κοντινότερο ορίζοντα η απόρριψη της ‘πολιτειοτικής εργασίας’ και η διακινδύνευση των πολιτικών και πολιτισμικών θεμελίων του ‘έθνους’ συγκροτούν το σώμα της δυναμικής που προορίζονται να ανατρέψουν τη λογική της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής: η ‘εργασία εμπόρευμα’ και το κεφάλαιο συναντώνται στη βάση του ιδίου συμφέροντος που εμποδίζει τον πολίτη να υπερασπισθεί το κεκτημένο του δια της πολιτικής. Το κεφάλαιο από την πλευρά του διακρίνοντας στην ‘εργασία εμπόρευμα’ το μέσον να αυξήσει τη διαθεσιμότητα της εργασίας και να ασκήσει πίεση στην ‘πολιτειοτική εργασία’ δεν έχει λόγους να ενθαρρύνει την ενσωμάτωσή της στην ‘πολιτειότητα’ (την ιδιότητα του πολίτη). Έτσι, αν και η ‘ξενοφοβία’ των πολιτών που πλήττονται από την ‘εργασία εμπόρευμα’ αντιβαίνει το συμφέρον του κεφαλαίου συγχρόνως αποτελεί ένα ασφαλή σύμμαχο στην παρεμπόδιση της απώλειας των θεμελίων του προνομίου αυτού.
Η επισήμανση αυτή αποκτά όλη της τη σημασία αν αναλογισθεί κανείς ότι σε λιγότερο από πενήντα χρόνια, εάν η σημερινή τάση συνεχισθεί όπως όλα δείχνουν, πληθυσμός της ‘ώνιας εργασίας’ – της ‘εργασίας εμπορεύματος’ – στις χώρες της ανθρωποκεντρικής πρωτοπορίας, θα ξεπεράσει ευρέως τον ενεργό πληθυσμό των πολιτών και μάλιστα τον ‘πολιτειακό’ πληθυσμό, με προοπτική να υποκαταστήσει εξολοκλήρου την εξαρτημένη εργασία. Στην περίπτωση αυτή, το θεμελιώδες πρόταγμα του πολίτη δεν θα εστιάζεται στην ενσωμάτωση στην αγορά εργασίας αλλά στην εξεύρεση τρόπων συμμετοχής του στην αναδιανομή της οικονομικής υπεραξίας, ανεξαρτήτως της μη συμμετοχής του στην παραγωγή του οικονομικού προϊόντος. Από τη στιγμή όμως που η πάλη των τάξεων δεν τροφοδοτείται από την εμπλοκή των κοινωνικών εταίρων στη διαδικασία της παραγωγής, το ερώτημα της αναδιανομής του οικονομικού προϊόντος, είναι αναπόφευκτο να τεθεί με όρους καθαρά πολιτικούς. Έτσι όμως η έννοια της ‘πολιτειότητας’ θα μεταβληθεί επίσης τόσο όσον αφορά τις προϋποθέσεις εισόδου σ’αυτήν όσο και της θέσεις του πολίτη στο πολιτικό σύστημα. Η πολιτική συμμετοχή, έχοντας μεταβληθεί σε μέσον αναδιανομής, η ‘πολιτειότης’ θα αποτελέσει ένα πολυσήμαντο διακύβευμα και ο πολίτης τον δυνάμει σύμμαχο του κεφαλαίου, έναντι της ‘εργασίας εμπορεύματος’. Διότι η ενσωμάτωση του κατόχου της ‘εργασίας εμπορεύματος’ και παραγωγού της οικονομικής υπεραξίας στο πολιτικό σύστημα θα τον μεταβάλει αυτομάτως σε συνεταίρο του πολίτη στην πολιτική αναδιανομή. Οπότε θα συμβούν δυο τινά: ή ο εργαζόμενος θα συμμετέχει διπλά στην αναδιανομή – δια της εργασίας και δια της πολιτικής – ή θα εκπέσει και αυτός από την εργασία, υποκαθιστάμενος από μια νέα διαρκώς ανατροφοδοτούμενη από την ‘περιφέρεια’, εργασία εμπόρευμα.
Βραχυπρόθεσμα, το σοκ που προκαλεί η συγκατοίκηση της ‘πολιτειοτικής εργασίας’ με την ‘εργασία εμπόρευμα’ βρίσκεται αντιμέτωπη με δυο προτάγματα: το φιλελεύθερο και το σοσιαλιστικό που εισηγούνται την πλήρη απασχόληση μέσα από την επιστράτευση της κλασικής οικονομικής θεωρίας. Και το ακροδεξιό που καταγγέλλει την ‘εργασία εμπόρευμα’ ως υπαίτια για τον αποκλεισμό του πολίτη από την οικονομική διαδικασία, για τις διαταράξεις της εθνικής συνοχής και της ασφάλειας του καθημερινού βίου. Και τα δυο, αντιμετωπίζουν ένα πρωτόφαντο στην εποχή μας φαινόμενο με τα εργαλεία του παρελθόντος: ούτε η πλήρης απασχόληση μέσω της ανάπτυξης (ιδιωτικής και κρατικής) ούτε η εκπαραθύρωση της εργασίας εμπορεύματος μπορούν να αποτελέσουν εφεξής εφικτές πολιτικές διότι η δυναμική της ανάπτυξης των ανθρωποκεντρικών παραμέτρων, πέραν του κράτους έθνους, δεν μπορεί να αναστραφεί χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο το κεκτημένο του κόσμου.
Στο πλαίσιο αυτό, το πρόταγμα της πλήρους απασχόλησης γίνεται ολοένα και περισσότερο απατηλό, επειδή ακόμη και αν δεν συνεκτιμηθεί η καταλυτική παρέμβαση της ‘εργασίας εμπορεύματος’, η τεχνολογική παράμετρος συντελεί ώστε η οικονομική ανάπτυξη να είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την προσφορά εργασίας . Όμως οι διακηρύξεις περί αποκλεισμού της ‘εργασίας εμπορεύματος’ και επανόδου στον κρατικό προστατευτισμό εμφανίζονται ως τυπικά αντιδραστικές, διότι επαγγέλλονται την επιστροφή στο ιδεώδες ενός ομοιογενούς και αυτάρκους κράτους έθνους που θα εγγυώταν την εργασία και επέκεινα, την πλήρη απασχόληση των πολιτών. Η ουτοπική διάσταση και των δυο προταγμάτων δεν αναιρεί το γεγονός ότι το μεν πρώτο από αυτά συνάδει με το σεβασμό του ανθρωποκεντρικού κεκτημένου στα θεμελιώδη του γνωρίσματα, όπως η ατομική ελευθερία, η ανοχή, τα δικαιώματα κλπ, ενώ το δεύτερο δεν αποκρύπτει την εκλεκτική του συγγένεια με τον αυταρχισμό του κράτους που διακίνησε στο παρελθόν την πολιτισμική ομοιογένεια της εθνικής κοινωνίας.
Σε κάθε περίπτωση, η κοινωνική αντιπαλότητα που τροφοδότησε η ταξική πάλη – ανάμεσα στους συντελεστές της ιδιοκτησίας που ενσαρκώνουν το σύστημα και της εξαρτημένης εργασίας – κατά τη φάση της μετάβασης, θα αφήνει σταδιακά τη θέση της σε άλλες μορφές κοινωνικής πάλης με πρόσημο τα δίπολα: ‘κοινωνία της πολιτειότητας’ – ‘κοινωνία της εργασίας εμπορεύματος’, ‘κοινωνία της εργασίας’ – ‘κοινωνία της σχόλης’, ‘κοινωνία της οικονομικής αναδιανομής’ – ‘κοινωνία της πολιτικής αναδιανομής’ κλπ. Την ίδια στιγμή η αποσύνδεση του κοινωνικού προτάγματος από την ιδιοκτησία και τις σχέσεις εργασίας που επάγεται, θα εγείρει το ζήτημα του επανορισμού της έννοιας του ‘δημοσίου χώρου’ ο οποίος αναπόφευκτα θα απογαλακτισθεί από την αυθεντική βούληση του κράτους και θα προσδεθεί στην πολιτειακά συντεταγμένη κοινωνία.
Μεσοπρόθεσμα οι εξελίξεις αυτές και πιο συγκεκριμένα η εξασθένηση της εξουσίας του κράτους, η σχετική κοινωνικο-πολιτική χειραφέτηση του ατόμου και συγχρόνως, η απομάκρυνση του πολίτη από το αγελαίο σκηνικό της πολιτικής ζωής, ανατοποθετεί το ζήτημα της ‘ετερότητας’ στο εσωτερικό του κοινωνικού σχηματισμού, με προεκτάσεις σε ότι αφορά το πρόταγμα της πολιτειακής αυτονομίας ή αυτοθέσμισης, το οποίο εκφράζεται, μεταξύ των άλλων, και μέσα από την αυτοδιοίκηση. Άμεση συνέπεια της εξέλιξης αυτής είναι η αμφισβήτηση της προγενέστερης μονομερούς αρμοδιότητας του κεντρικού κράτους να ενθυλακώνει το σύνολο της πολιτικής, να εκφράζει και να διαχειρίζεται το λεγόμενο ‘γενικό’ ή ‘εθνικό’ ή ‘δημόσιο’ συμφέρον, καθώς οι περιφέρειες ή άλλες πολιτειακές συντεταγμένες, τοπικού (και συχνά κλαδικού ή πολιτισμικού) χαρακτήρα, διεκδικούν μια ολοένα μεγαλύτερη συμμετοχή στη νομή της πολιτικής λειτουργίας.
Η δυναμική του θεσμικού κεκτημένου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κάνει εναργέστερη την προοπτική αυτή, καθώς επάγεται ήδη σοβαρές συνέπειες στο πολιτειακό σύστημα των κρατών μελών. Η ‘Ευρώπη των περιφερειών’ τοποθετείται ως ο τρίτος θεσμικός πυλώνας του πολιτειακού οικοδομήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πλάι στην ‘Ευρώπη καθεαυτή’, που ανάγεται στους ιδίους θεσμούς, και στην ‘Ευρώπη των κρατών εθνών’, με πιθανή την προσημείωση της ανάδειξης ως του τέταρτου πυλώνα της, της ‘Ευρώπης των ‘πόλεων’ (ή των ‘δήμων’), του πεδίου όπου ο πολίτης συναντάται αμεσότερα με την πολιτική διαχείριση της καθημερινότητάς του.
Οι άμεσες αυτές εξελίξεις αναμένεται να θέσουν σε νέες βάσεις την προβληματική της νεοτερικότητας για την έννοια και το περιεχόμενο των ‘καθολικών δικαιωμάτων’. Υπό την επήρεια της λογικής του ενιαίου, συγκεντρωτικού και εθνοτικά ομοιογενούς κράτους, ως ‘καθολικά δικαιώματα’ (π.χ. το δικαίωμα της ψήφου) οριζόταν εκείνα που συνέτειναν στην εμπραγμάτωσή του και κατά τούτο στην ενσωμάτωση του ατόμου στο περιβάλλον του. Εφεξής, στη χορεία των ‘καθολικών δικαιωμάτων’ εγγράφονται παράμετροι που συνάπτονται με τις ταυτοτικές αναζητήσεις του ατόμου, όπως το δικαίωμα αυτοθέσμισης με πρόσημο την πολιτισμική, γεωγραφική ή άλλη ετερότητα, το οποίο υποδεικνύει πράγματι την προοπτική μιας πολυεπίπεδης πολιτειακής συγκρότησης του πολιτικού και επομένως, ένα νέο πλαίσιο άσκησης ορισμένων από τα πρώιμα ‘καθολικά δικαιώματα’ (όπως το δικαίωμα της νομιμοποιητικής ψήφου).
Επισημαίνεται ωστόσο συγχρόνως ότι η δυναμική αυτή για τον αναστοχασμό των ‘καθολικών δικαιωμάτων’, παραμένει ερμητικά δέσμια των αρχών της Γαλλικής Επανάστασης και γι αυτό εστιασμένη στην ολοκλήρωση της ατομικής ελευθερίας. Δεν υπεισέρχεται στην ουσία μιας διεύρυνσης της σχετικής προβληματικής για να συμπεριλάβει το κοινωνικό και το πολιτικό πεδίο του ανθρώπινου βίου. Στον κύκλο της ατομικής ελευθερίας εγγράφεται, για παράδειγμα, το δικαίωμα στον πολιτικό λόγο, η δυνατότητα του ατόμου να κρίνει εξω-πολιτειακά (ιδιωτικά ή ‘δημόσια’) την πολιτική, τους πολιτικούς κλπ. Για να μεταβληθεί όμως το δικαίωμα αυτό σε πρωτογενή πολιτική ελευθερία πρέπει να μπορέσει η άσκησή του να γίνει σε ένα περιβάλλον πολιτειακής συγκρότησης του κοινωνικού σώματος. Τούτο εξηγεί άλλωστε γιατί το αίτημα της ‘αυτο-διοίκησης’ (τοπικής ή περιφερειακής) δεν συνοδεύεται από ένα ανάλογο πρόταγμα που να αφορά στο πολιτικό της σύστημα, πολλώ μάλλον τη μεταβολή της σε ‘αυτο-νομία’. Η αυτοδιοίκηση αναπαράγει βασικά την πολιτειακή λογική του κεντρικού κράτους και επέκεινα τη σχέση κοινωνίας και πολιτικής που αυτό υπαγορεύει. Η αρμοδιότητα της κεντρικής εξουσίας να προνοεί για το εσωτερικό σύστημα της αυτοδιοίκησης και μάλιστα κατά τρόπο ενιαίο για το σύνολο της επικράτειας θεωρείται ρητό και αυτονόητο. Ώστε, όπως και το κεντρικό πολιτικό σύστημα, το πολιτικό σύστημα της αυτοδιοίκησης δεν ανήκει, για τη νεοτερικότητα, στα ‘καθολικά δικαιώματα’ και περαιτέρω, στις προνομίες της κοινωνίας.
Καταλήγουμε ότι ενόσω το ζήτημα της ελευθερίας και των οροθετικών της δικαιωμάτων, διατηρούν τις πρώιμες προδιαγραφές της περιόδου της ανθρωποκεντρικής πρωτο-οικοδόμησης των παραμέτρων του κοσμοσυστήματος, οι όποιες ιδεολογικές και μάλιστα γνωσεολογικές επεξεργασίες που θα ήσαν ικανές να οδηγήσουν σε μια θεμελιώδη μεταβολή της φύσης του πολιτικού συστήματος, θα συνεχίζουν να τελούν υπό την αυστηρή απαγόρευση των φορέων της ‘κοινωνίας πολιτών’. Αναφέρομαι, όπως είναι φανερό, στην προβληματική μιας απλώς οριακά μορφολογικής μετάλλαξης του συστήματος που θα επιφύλασσε μια πιο ισόρροπη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής και συνακόλουθα την άμεση πολιτειακή θέσμιση του κοινωνικού σώματος. Μια θέσμιση που θα μετέβαλε εντέλει το σύστημα από δυνάμει σε όντως αντιπροσωπευτικό.
Σε κάθε περίπτωση, οι μεταλλάξεις του πολιτικού συστήματος (και της αυτοδιοίκησης) κατά τους νεότερους χρόνους συναρτήθηκε οργανικά με τη διαδικασία της ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης εντός του κράτους. Κατά τη φάση της τελικής και δυναμικής εκκαθάρισης των θυλάκων της απερχόμενης δεσποτείας, προς το τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, η αυτοδιοίκηση θα τοποθετηθεί στο στόχαστρο της κεντρικής εξουσίας, η οποία θα προτάξει, το δόγμα του ενός κράτους, του ενός έθνους, του ενός ενιαίου κεντρικού και κυρίαρχου πολιτικού συστήματος. Το δόγμα αυτό θα διακινηθεί με συνέπεια από την ‘εθνοτική’ ομάδα που θα κατορθώσει να ηγεμονεύσει στο πολιτικό σύστημα, προκειμένου να επιβάλει την αφομοίωση του διαφορετικού και την πολιτισμική ομοιογενοποίηση της κρατικής κοινωνίας. Από τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα και μάλιστα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αυτοδιοίκηση θα δοκιμασθεί εκ νέου υπό το κράτος της αντιπαράθεσης των δύο Συνασπισμών. Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι έως τη δεκαετία του ’80 η σπουδή της αυτοδιοίκησης ανήκε στο Διοικητικό Δίκαιο όχι στην Πολιτική Επιστήμη, καθώς δεν εθεωρείτο ότι η δυναμική της παρήγε πολιτική. Από τη χρονική αυτή περίοδο όμως οι ευρύτερες εξελίξεις που προετοίμασαν τη μετάβαση από το κυρίαρχο στο απλώς ανεξάρτητο κράτος, η αυτοδιοίκηση αρχίζει να καταγράφει αισθητά την παρουσία της και να αναγνωρίζεται σ’αυτήν η πολιτική της διάσταση.
Τα ανωτέρω φανερώνουν ότι η τοποθέτηση της αυτοδιοίκησης στο περιθώριο και η επιβεβαίωση του κυρίαρχου κεντρικού κράτους υπαγορεύθηκαν από πολιτικούς λόγους, που είχαν να κάμουν με τη διαδικασία της ανθρωποκεντρικής μετάβασης και συνεπώς με την αντιπαράθεση του παλαιού (δεσποτικού) με τον νέο (πρώιμο ανθρωποκεντρικό) κόσμο, ή με τη σύγκρουση ανάμεσα στις δύο διαφορετικές εκδοχές της ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης, η οποία διαίρεσε τον κόσμο του 20ου αιώνα. Συνεχόταν συνεπώς με την εξαιρετικά πρώιμη θητεία της ανθρωποκεντρικής χειραφέτησης, με το ιδεολογικό διατακτικό των νέων κοινωνιών και υπό μιαν έννοια, με τις ανάγκες της πρωτο-οικοδόμησης στην περιοχή της ‘χρηματιστικής’ οικονομίας. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν συνδέεται με το περιεχόμενο μιας ώριμης καπιταλιστικής (ή σοσιαλιστικής) συσσώρευσης, όπως διατείνεται η νεοτερικότητα και πολύ περισσότερο με κοινωνίες που διάγουν ένα προχωρημένο στάδιο ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης. Τούτο άλλωστε καταδεικνύει και το γεγονός ότι τώρα που η οικονομική, για παράδειγμα, παράμετρος – η οποία οδηγεί, μεταξύ των άλλων, την ‘παγκοσμιοποίηση’ και υποχρεώνει το κράτος να χαλαρώσει τον ασφυκτικό του κλοιό επί της κοινωνίας -, κάνει εμφανή την αυτόνομη παρουσία της, η αυτοδιοίκηση επανέρχεται ως επίκαιρο αίτημα και μάλιστα, εμφανίζεται εσφαλμένα, καθ’υπερβολήν νομίζω, ως ο κατεξοχήν φυσικός φορέας για μιαν ανα-συσχέτιση της κοινωνίας με την πολιτική.
4. Το ελληνικό ‘παράδειγμα’
Πως τοποθετείται η Ελλάδα στο σχήμα αυτό; Έχω υποστηρίξει ότι η Ελλάδα αποτελεί μια ερμηνευτική ιδιαιτερότητα, από πολλές απόψεις, η οποία όμως τοποθετείται στην αντίθετη ακριβώς φορά από εκείνη που διακινεί η νεοτερικότητα: το σχήμα της σχέσης που μόλις σκιαγράφησα αφορά βασικά στις κοινωνίες της μετάβασης από το δεσποτικό στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα. Εν αντιθέσει όμως προς αυτό, ο ελληνικός κόσμος, έχοντας συγκροτήσει και εν ολίγοις ταυτισθεί οργανικά με το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας, όχι μόνον ουδέποτε μετήχθη στη φεουδαρχία, αλλά και συνέχισε να βιώνει καταστατικά έως το τέλος, τον 19ο αιώνα, το κεκτημένο της μετα-κρατοκεντρικής ή οικουμενικής του φάσης. Υπό την έννοια αυτή, είναι αναγκαία η επισήμανση δύο κρίσιμων παραμέτρων: πρώτον, ότι ο ελληνικός ανθρωποκεντρικός κόσμος συνέχεται καταστατικά με τη μετάβαση της Ευρώπης από το δεσποτικό στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα. Και δεύτερον, ότι η ελληνική κοινωνία, η κοινωνία του κράτους έθνους, στοιχειοθετεί μια φάση ενδο-ανθρωποκεντρικής μετάλλαξης .
Όντως, συνηθίζεται να γίνεται αναφορά στον κυρίαρχο ρόλο του ελληνικού κόσμου, στην οικονομία, την πολιτική και πνευματική ζωή της περιόδου της οθωμανοκρατίας, αγνοείται όμως ότι η άποψη αυτή συνομολογεί για την ανθρωποκεντρική του φύση, της οποίας θεμελιώδες πολιτειακό όχημα συνέχισε να αποτελεί η “πόλη” ή, όπως αποδόθηκε κατά την οικουμενική περίοδο, αναδεικνύοντας την εσωτερική της ιδιοσυστασία, το ‘κοινό’ .
Η παραδοχή ότι ο ελληνικός κόσμος έζησε έως τον 19ο αιώνα σε ένα ανθρωποκεντρικό περιβάλλον με κοσμοσυστημικό υπόβαθρο και πολιτειακό όχημα την ‘πόλη’, αποκτά καίρια σημασία, που ξεπερνά τα στενά ιστορικά του όρια αλλά και ένα ειδικό ενδιαφέρον για την κατανόηση των εξελίξεων στο εσωτερικό του ελληνικού κράτους-έθνους. Διαπιστώσαμε παραπάνω ότι το ευρωπαϊκό κράτος-έθνος εκλήθη να καταλύσει τους θύλακες της φεουδαρχίας και τις κοινωνικές ‘δουλείες’ που συνεπάγονταν οι συνθήκες της μετάβασης. Όφειλε επίσης να δημιουργήσει τις κοινωνικές, νομικές και πολιτισμικές προϋποθέσεις του νέου, ατομικά ελεύθερου, ανθρώπου με πρόσημο την ιδιοκτησία, την εργασία, την εξουσιαστική δόμηση της πολιτικής και το υπόβαθρό τους, δηλαδή τις παραμέτρους του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος (το εμπόριο, τη μεταποίηση, την κεφαλαιακή συσσώρευση κλπ). Το νέο αυτό ‘τέλος’ της πολιτικής σε συνδυασμό με την α-πολιτική φύση της κοινωνίας, προσέδωσε στο κράτος πλήρη νομιμοποίηση να ενθυλακώσει το πολιτικό σύστημα με όρους κυριαρχίας και να υπηρετήσει τις νέες σχέσεις εθνοκεντρικής ηγεμονίας στον κόσμο.
Το ελληνικό κράτος-έθνος, αντίθετα, ούτε εδικαιολογείτο ούτε και μπορούσε να προτάξει τον ανωτέρω σκοπό της πολιτικής. Ορθώθηκε κατά των θεμελίων του ελληνικού ή ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας και ιδίως ενάντια σε ένα κεκτημένο ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης που συνείδε με την οικουμενική της φάσης (την ‘εταιρική κοινωνία’, τη σύνολη ελευθερία, τη δημοκρατία ή ανάλογα την πλήρη αντιπροσώπευση κλπ) και ενσάρκωνε πολιτειακά το σύστημα των ‘κοινών’. Παρατηρήσαμε ήδη ότι η ανθρωποκεντρική οικουμένη των ‘κοινών’ όχι μόνον δεν εμπόδισε την οικονομική ‘συσσώρευση’, όπως διατείνονται οι ηρακλείς της εθνοκεντρικής νεοτερικότητας, αλλ’αντιθέτως προέβαλε το κεκτημένο του μετα-κρατικοκεντρικού οικουμενικού της αναπτύγματος απέναντι στο προστατευτικό, κυρίαρχο ή αλλιώς, πρώιμο κράτος-έθνος.
Η απόσταση που χωρίζει τις δυο αυτές φάσεις του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος είναι προφανώς χαοτική. Η οικουμένη εστιάζει τη δυναμική της στη ‘συσσώρευση’ όπως και το σύνολο της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης στο επίπεδο του κοσμοσυστήματος, στο οποίο ενσωματώνει και το πρωτογενές κοινωνικό μόρφωμα του κράτους. Ήταν φυσικό λοιπόν το κράτος-έθνος και μάλιστα τα συναφή προς αυτό προτάγματα ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης (το φιλελεύθερο και το σοσιαλιστικό) να οριοθετήσουν ερμητικά τον πολιτειακό τους χώρο, το κράτος, και να αντιστρατευθούν καταστατικά την ανθρωποκεντρική οικουμένη. Δεν ήταν η μικρή πολιτειακή κλίμακα των ‘κοινών’ που ενοχλούσε το εθνοκεντρικό κράτος αλλά η ασυμβατότητα των ανθρωποκεντρικών σταδίων που αντιπροσώπευαν. Η οικονομική (πολιτισμική κλπ.) ηγεμονία του ελληνικού κόσμου στη ζωτική του περιοχή, ως οικουμενικού τύπου, ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με το διατακτικό του πρώιμου εθνοκεντρικού προτάγματος, που διακινούσε ο σε ανθρωποκεντρική μετάβαση ευρωπαϊκός κόσμος.
Το ελληνικό κράτος έθνος, στο πλαίσιο αυτό, είχε να αντιμετωπίσει τον ευρύτερο ελληνισμό, ο οποίος κατείχε έως την οριστική του αποδόμηση, στη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, το κεφάλαιο, την αστική παιδεία, το ιδεολογικό και πνευματικό κεκτημένο της οικουμένης, τη στιγμή που αυτό δεν διέθετε καν την αναγκαία εδαφική αυτάρκεια ή το κοινωνικό ‘κίνητρο’ για την εσωτερική ανάπτυξη της χώρας. Οι δυνάμεις που κατέλαβαν τα ‘κοινά’ στη διάρκεια της επανάστασης, μετά από μια σύντομη αντίσταση του Καποδίστρια , θα εγκατασταθούν εντέλει στο κεντρικό κράτος και θα λειτουργήσουν, μέσω αυτού, ως δύναμη κατοχής επί της ελλαδικής κοινωνίας.
Καταλήγουμε λοιπόν ότι το κράτος στην Ευρώπη συνέδραμε αποφασιστικά την ανθρωποκεντρική μετάβαση, ενώ το ομόλογό του στην Ελλάδα χρησίμευσε ως μηχανισμός ανθρωποκεντρικής οπισθοδρόμησης, συνδιαχείρησης της κατοχής της κοινωνίας από τις Δυνάμεις (ιδίως δια του θρόνου) και την κομματοκρατία. Στον ανταγωνισμό μεταξύ θρόνου και κομματοκρατίας, το ‘κοινό’, μεταλλαγμένο σε ‘κοινοτική αυτοδιοίκηση’ , θα χρησιμοποιηθεί ως θεσμικός προμαχώνας της κομματοκρατίας και σε κάθε περίπτωση, για την εδραίωση του κεντρικού κράτους. Η “Μεγάλη Ιδέα” αποτέλεσε το διαρκές συσπειρωτικό επιχείρημα για να καταλυθεί κάθε εσωτερική διαφοροποίηση (στη γλώσσα, στην αυτοδιοίκηση κλπ), ελάχιστα όμως υπηρετήθηκε από την πολιτική, τουλάχιστον έως την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα. Για να συγκαλυφθεί η μη επιλογή του κράτους να αναλάβει την οικοδόμηση των παραμέτρων του ανθρωποκεντρισμού (της ‘χρηματιστικής’ οικονομίας κ.α.) στο περιβάλλον της μεγάλης εθνοκεντρικής κλίμακας και η αναπόφευκτη δυσπραγία που συνεπήγετο η λεηλατική διαχείριση του ‘δημόσιου’ χώρου από τις δυνάμεις της κομματοκρατίας, θα επιχειρηθεί, επιτυχώς πρέπει να ειπωθεί, η επίρριψη της ευθύνης στην ‘τουρκοκρατία’.
Στο πλαίσιο αυτό, η συζήτηση για την ελληνική πολιτική ζωή θα επικεντρωθεί όχι στην ανάγκη προσαρμογής του πολιτειακού συστήματος στην πολιτική φύση της κοινωνίας αλλά στην ενοχοποίηση των συμπεριφορών της τελευταίας που εννοούσε να μην εναρμονίζεται με το διατακτικό της ‘νεοτερικότητας’. Η στροφή αυτή ήταν αναπόφευκτη, καθόσον διαφορετικά η σύγκριση θα έφερνε στο προσκήνιο το πραγματικό ισοδύναμο του κράτους έθνους στη μικρή κοσμοσυστημική κλίμακα , το ‘κοινό’ (ή ‘πόλη’) και κατ’ επέκταση, τους πραγματικούς λόγους που οι θιασώτες του κράτους-έθνους, παρέκαμψαν συγχρόνως με αυτό, τα πολιτικά συστήματα (τη δημοκρατία, την πλήρη αντιπροσώπευση κλπ) τα οποία βίωναν έως τότε ιστορικά οι ελληνικές κοινωνίες.
Προεκτείνοντας την προβληματική αυτή, η νεοτερικότητα θα εκφράσει τη λύπη της που η ελληνική κοινωνία δεν διήλθε από τη φεουδαρχία ώστε προφανώς να αποβάλει την ανθρωποκεντρική της ιδιοσυστασία και να λειτουργήσει ως προσηνής παράκλητος του αυστηρά εξουσιαστικού και όντως ανεξέλεγκτου πολιτικού συστήματος του νέου κράτους. Ο μέγας νεοτερικός της ελληνικής πολιτικής σκηνής, ο Χαρίλαος Τρικούπης, ως λάτρης του βρετανικού μοντέλου, διαπιστώνει με νόημα ότι για να εκσυγχρονισθεί – εν προκειμένω, για να αποκτήσει ‘επιχειρησιακό’ πρόταγμα – το ελληνικό κράτος όφειλε ο πολιτικός να ελευθερωθεί από τον ισχυρό εναγκαλισμό του πολίτη!
Η διαφορετική φύση της ελληνικής κοινωνίας εξηγεί γιατί την ώρα που η Ευρώπη θα εστιάσει την προσοχή της στην ανταγωνιστική διελκυστίνδα των δύο ιδεολογικών προταγμάτων (του φιλελεύθερου και του σοσιαλιστικού) για την οικοδόμηση της νέας ανθρωποκεντρικής κοινωνίας, η πολιτική στο ελλαδικό κράτος θα έχει ήδη επιλέξει το δικό της δρόμο και θα λειτουργεί με όρους ‘μετα-ταξικούς’ και ‘μετα-ιδεολογικούς’. Ζητούμενο τον 19ο και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα δεν ήταν, για παράδειγμα, η κοινωνική υποστασιοποίηση του ατόμου με πρόσημο την ελευθερία, ή η απόδοση σ’αυτό της στοιχειώδους ιδιότητας του πολίτη, που επιφέρει η γενίκευση του δικαιώματος της ψήφου, αλλά η διαχείριση της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής σε ένα περιβάλλον χειραγώγησης, που υπέβαλε τον πολίτη η έκπτωσή του από το πολιτικό σύστημα και η περιέλευσή του στην ιδιότητα του τυπικού ‘εκλογέα’ .
Στο μέτρο που ο αναγκαστικός ‘εξευρωπαϊσμός’ της ελληνικής κοινωνίας – δηλαδή η συμμόρφωσή της με το κεκτημένο της κρατικής δεσποτείας που κυριαρχούσε τον 19ο αιώνα στην Ευρώπη – δεν στάθηκε ικανός να εισαγάγει επίσης την ‘τιμηματική’ ψήφο και η ισχυρή κοινωνικο-πολιτική ανάπτυξη που κληροδότησε στα μέλη της η θητεία τους στο οικουμενικό ‘κοινό’ λειτούργησε απαγορευτικά για την εξουσιαστική στεγανοποίηση της πολιτικής τάξης, η σχέση κοινωνίας και πολιτικής ήταν επόμενο να οικοδομηθεί σε ένα μη ταξικό και πάντως ‘διαστρωμματικό’ κομματικό περιβάλλον. Η σχέση αυτή, παραπέμπει σε μία ‘ατομικιστική’ – κι όχι αγελαία – προσέγγιση της έννοιας της πολιτικοποίησης, σε μια ‘διαπραγματευτική’ σχέση μεταξύ πολίτη και πολιτικού, ουδόλως ‘προσχωρητική’ στις δυνάμεις της εξουσίας. Έχοντας υιοθετήσει ένα αναδιανεμητικό πρόταγμα – που απέβλεπε στη βελτίωση των όρων του ήδη συγκροτημένου με όρους ελευθερίας βίου – ο πολίτης προσερχόταν σε μία άμεση, προσωπική διαπραγμάτευση με τον πολιτικό: του εκχωρούσε την ψήφο του έναντι ενός υποσχετικού ανταλλάγματος που εκ των πραγμάτων συνείχετο με τις προδιαγραφές της πολιτικής κυριαρχίας της εξουσίας.
Ώστε, παρόλη τη σύγχυση που επικρατεί στους κόλπους της νεοτερικότητας , ως προς το θέμα αυτό, το πελατειακό σύστημα αποτελεί μετα-ταξική κι όχι προ-ταξική σχέση, η οποία αναδεικνύει ακριβώς την εξουσιαστική απόκλιση ή πιο συγκεκριμένα υστέρηση του πολιτικού συστήματος από την πολιτική φύση της κοινωνίας. Με απλούστερη διατύπωση, αποδίδει το καθεστώς διαπραγμάτευσης που επιχειρεί το μη αγελαίο – ήτοι το πολιτικά ώριμο – άτομο με τον πολιτικό, στο περιβάλλον μιας πολιτείας που το αποκλείει ολοκληρωτικά από την πολιτική διαδικασία και ως εκ τούτου, το εξαρτά από τη διαμεσολάβηση της πολιτικής τάξης. Η χειραγώγηση του α-πολιτικού κοινωνικού σώματος, με πρόσημο τη μαζική ή αγελαία προσχώρηση στις δυνάμεις της διαμεσολάβησης, ή η άμεση καθόλα διαπραγμάτευση, που επιβάλουν στο πρώιμο εξουσιαστικά πολιτικό σύστημα τα πολιτικά χειράφετα μέλη του, συνθέτει ακριβώς το δίλημμα το οποίο συνέχεται με τη θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα σε μια κοινωνία σε ανθρωποκεντρική μετάβαση και σε μια ανθρωποκεντρικά αναπτυγμένη κοινωνία.
Συναφής και εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η πτυχή του ελλαδικού κράτους που εστιάζεται στην ιδιαιτερότητα, όπως είδαμε, της ελληνικής αστικής τάξης. Η εθνοκρατοκεντρική προσέγγιση της νεο-ελληνικής κοινωνίας αγνοεί ότι το ουσιώδες της αστικής της τάξης συνέχισε να δραστηριοποιείται στο ζωτικό περιβάλλον των ‘κοινών’, διατηρώντας ατόφια την οικουμενική της ιδιοσυστασία. Το εν γένει εθνο-κρατικό κίνημα, το οποίο την εύρισκε διαμετρικά αντίθετη, αρχίζει ήδη από το β’ ήμισυ του 19ου αιώνα να λειτουργεί ασφυκτικά γι αυτήν ενώ το ελλαδικό κράτος παρέμενε έως το τέλος στο περιθώριο των ενδιαφερόντων της και δεν υιοθετήθηκε παρά μόνον ως αποτέλεσμα του αναγκαστικού της εκπατρισμού από τον ζωτικό της χώρο. Υπό την έννοια αυτή, όπως η κομματοκρατία έτσι και η οικουμενική φύση και λειτουργία της αστικής τάξης, η καθεμιά για διαφορετικούς λόγους και από διαφορετικές αφετηρίες, θα υπονομεύσουν την αποδιδόμενη στο πρώιμο ανθρωποκεντρικό κράτος έθνος επιλογή να καταγίνεται με την επεξεργασία ‘επιχειρησιακών’ πολιτικών για την ανάπτυξη και την προστασία του εσωτερικού ή εθνικού κεφαλαίου.
Όντως, το ‘αναδιανεμητικό’ πρόταγμα που εισάγει η πολιτικά αναπτυγμένη κοινωνία, σε ότι αφορά το οικονομικο-κοινωνικό αγαθό κι όχι μονοσήμαντα την ιδιοκτησία, δεν αντιβαίνει τον ‘επιχειρησιακό’ σκοπό της πολιτικής. Η αντίφαση έγκειται στην ελλειμματική αντιστοιχία του πολιτικού συστήματος με τη συγκεκριμένη κοινωνία και στην αγωνιώδη προσπάθεια της πολιτικής τάξης να διατηρήσει ατόφια την αυτονομία της πολιτικής εξουσίας που της παρέδωσε απρόσμενα η προσκύρωση της χώρας στο δυτικο-ευρωπαϊκό έρμα. Αναντιστοιχία που είχε ως συνέπεια το διαμεσολαβητικό της κεκτημένο να νομιμοποιείται σε ένα περιβάλλον διαρκούς διαλεκτικής διαπραγμάτευσης και αμφισβήτησης.
Η κοινωνία εθισμένη από το οικουμενικό της παρελθόν, επικαλείται την πολιτική για τη διαμόρφωση όρων δικαίου, πρόνοιας και ισόρροπης συμμετοχής στις προσόδους ενώ η πολιτική τάξη ανταποκρίνεται στο αίτημα αυτό διαμοιράζοντας τα ιμάτια του κράτους. Η πολιτική αυτή επιλογή θα διευκολυνθεί τα μέγιστα από το γεγονός ότι το κράτος, ‘εμπράγματος’ δικαιούχος της πολιτικής λειτουργίας, ουδέποτε θα νομιμοποιηθεί ως το ταυτόσημο του δημοσίου χώρου, αφού ο τελευταίος συνδυάσθηκε σταθερά στον ελληνικό ανθρωποκεντρικό κόσμο με την έννοια του ‘κοινού’. Η απουσία μιας εδραίας αστικής τάξης με πρωτο-γενετική δυναμική στο εσωτερικό του κράτους που θα ισορροπούσε την ‘επιχειρησιακή’ αποστολή της πολιτικής εξουσίας με το κοινωνικό πρόταγμα και τον πολιτικό λόγο του κοινωνικού σώματος, θα επιτείνει τη διαιώνιση της λογικής αυτής. Η επιχώρια αστική τάξη θα διατηρηθεί έως και το μεσοπόλεμο θεμελιωδώς θνησιγενής και βασικά πελάτης του κράτους, αφήνοντας έτσι στην πολιτική τάξη τη νομή του και γενικότερα τη διαμόρφωση του σκοπού της πολιτικής, τον οποίο εν τέλει υπέταξε μονοσήμαντα στην εκλογική διαπραγμάτευση.
Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι η απουσία του ‘επιχειρησιακού’ σκοπού της πολιτικής στο νεοελληνικό κράτος οφείλεται, καταρχήν, στη θεμελιώδη ασυμβατότητα που εισήγαγε η επιβολή ενός πολιτικού συστήματος συμφυούς με την πρωτο-οικοδομητική φάση της ανθρωποκεντρικής μετάβασης σε μια κοινωνία με ανθρωποκεντρικό υπόβαθρο μετα-κρατοκεντρικού ή οικουμενικού τύπου. Στις κοινωνίες της μετάβασης ο ‘επιχειρησιακός’ σκοπός της πολιτικής επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στη συγκρότηση του ανθρωποκεντρικού περιβάλλοντος (της ‘χρηματιστικής’ οικονομίας, του νέου συστήματος ιδιοκτησίας, της θεμελιώδους ατομικής ελευθερίας και των συναφών προς αυτήν δικαιωμάτων κλπ) και κατά τούτο μονοπωλεί ουσιαστικά το διατακτικό της. Η διαφωνία επικεντρώνεται στο σύστημα και μάλλον στον τρόπο της μετάβασης όχι στον ‘επιχειρησιακό’ σκοπό της πολιτικής καθεαυτόν ούτε και στο είδος, δηλαδή στο στάδιο της ανθρωποκεντρικής κοινωνίας. Στις κοινωνίες της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης η πολιτική εμπλουτίζεται με πλειονότητα σκοπών και ιδίως με προβληματικές που συνάδουν με το διατακτικό της σύνολης, δηλαδή της σωρευτικά βιούμενης ελευθερίας στο ατομικό, κοινωνικό και πολιτικό πεδίο. Η πολιτική, κατά τη φάση αυτή, ορίζεται επίσης και ιδίως ως πεδίο βίωσης της ελευθερίας και επέκεινα ως ταυτολογία του κοινωνικού. Η διάχυση του πολιτικού στο κοινωνικό και εν πάσει περιπτώσει, η στενή συνάφεια της πολιτικής με την κοινωνική βούληση έχει ως συνέπεια ο ‘επιχειρησιακός’ σκοπός της πολιτικής να συναντάται, όπως είδαμε, με την έννοια του ‘κοινού’. Η μετάβαση από τον κρατοκεντρισμό στην οικουμένη, στο μέτρο που καταγράφεται ως μείζον τυπολογικό στάδιο στην ανθρωποκεντρική εξέλιξη του κοσμοσυστήματος, συντελεί ώστε το ‘τέλος’ της πολιτικής να μεταβάλλεται κατά τρόπο ριζικό, επικεντρωνόμενο στις προτεραιότητες της οικουμενικής ιδιοσυστασίας της κοινωνίας και οικονομίας.
Επομένως, το δίλημμα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει το νεοελληνικό κράτος, από τη στιγμή που συγκροτήθηκε με όρους πρώιμης ανθρωποκεντρικής, κοινωνικής και πολιτικής, ανάπτυξης, ήταν συγκεκριμένο: όφειλε, καταρχήν, να επιλέξει μια προσέγγιση της πολιτικής που να συνάδει με τη φύση του, δηλαδή με ένα μονοσήμαντο ‘επιχειρησιακό’ περιεχόμενο και μάλιστα, προσανατολισμένο σε έναν πρωτο-οικοδομητικό σκοπό. Κι όχι με τη φύση της κοινωνίας. Απέμενε, ωστόσο, να επιτύχει την προσχώρηση της κοινωνίας στο διατακτικό του ή να την αγνοήσει και μαζί τη μη φεουδαλική της φύση και να προσποιηθεί ότι οικοδομούσε από μηδενική αφετηρία την ανθρωποκεντρική της υπόσταση. Διαφορετικά δεν είχε παρά να εναρμονισθεί το ίδιο στη λογική της κοινωνίας. Το ζήτημα ήταν συγχρόνως πραγματικό και ιδεολογικό.
Στο πλαίσιο αυτό, θα ήταν ασφαλώς εξωπραγματικό να αναμένει κανείς την προβολή του κεκτημένου της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης που βίωνε το περιβάλλον της ‘πόλης’ (του ‘κοινού’), στο επίπεδο του νέου πολιτειακού μορφώματος, του κράτους έθνους. Για να συμβεί αυτό, το πολιτικό σύστημα έπρεπε, κατ’ελάχιστον, να ισορροπήσει ανάμεσα στην κοινωνία και στο κράτος και ουσιαστικά η κοινωνία να απορροφήσει την πολιτική λειτουργία, μεταβάλλοντας το κράτος, από νομέα της πολιτικής, σε θεράποντά της. Προφανώς διεφάνη, εξ αρχής, ότι δεν ήταν διανοητή ούτε η πραγματοποίηση του τυπολογικού αυτού άλματος ούτε η προσαρμογή της κοινωνίας στη λογική ενός ημι-δεσποτικού πολιτικού συστήματος με πρόδηλο σκοπό την ανθρωποκεντρική πρωτο-οικοδόμηση.
Υπό την έννοια αυτή, το αποτέλεσμα του ‘συμβιβασμού’ που προκάλεσε η συνάντηση των ελληνικών κοινωνιών των ‘πόλεων’ (ή ‘κοινών’) με το σύστημα της πρώιμης ανθρωποκεντρικής μετάβασης του ευρωπαϊκού κόσμου – που οι ίδιες ως κοσμοσυστημικό ανάπτυγμα είχαν αφήσει πίσω τους ήδη από τον 6ον αιώνα π.Χ. – ήταν αναπόφευκτο να οδηγήσει σε ένα νέο πολιτικό σύστημα, το οποίο θα ανταποκρινόταν, αναπόφευκτα, στη δυναμική της κοινωνίας και συνακόλουθα, των πολιτικών της συσχετισμών. Η απουσία, όπως ήδη επισημάνθηκε, από τους συσχετισμούς αυτούς μιας αστικής τάξης που θα εξισορροπούσε ως καταλύτης το ‘τέλος’ της πολιτικής με την εισαγωγή ‘επιχειρησιακών’ στοιχείων στο διατακτικό της, μπορεί να εξηγήσει την απουσία τους όχι όμως και την πελατειακή φύση της σχέσης πάνω στην οποία οικοδομήθηκε το νεο-ελληνικό πολιτικό σύστημα.
Οπωσδήποτε, η τουρκοκρατία όχι μόνον δεν είναι υπόλογη της αδυναμίας του νεοελληνικού κράτους να ανταποκριθεί στο ‘επιχειρησιακό’ ζητούμενο της ελληνικής κοινωνίας και συνακόλουθα, του πελατειακού συστήματος, αλλά μπορεί να χαρακτηρισθεί ως χορηγός ενός εναλλακτικού παραδείγματος όπου το ‘επιχειρησιακό’ πρόταγμα της πολιτικής συναντάται με τη δυναμική μιας οικουμενικά διατεταγμένης κοινωνίας και οικονομίας, στο πλαίσιο του συστήματος των ‘κοινών’.
Θα μπορούσε να απαριθμήσει κανείς πλήθος περιπτώσεων στρέβλωσης της λογικής του πολιτικού συστήματος, που οφείλονται στον αναντίστοιχα περιοριστικό για τις ελευθερίες χαρακτήρα του εθνικού κράτους, σε σύγκριση με την ανθρωποκεντρική φύση (το υψηλό πολιτικό της ανάπτυγμα, τις προσεγγίσεις της εργασίας, τη δικαιϊκή συνείδηση, την κοινωνική πρόνοια κλπ) της ελληνικής κοινωνίας. Η αναντιστοιχία αυτή, θα κάμει ώστε ο ‘λαός’ να αναδειχθεί, κατά το σύστημα, σε νομιμοποιητικό πρόσχημα και συγχρόνως, σε βασικό αντίπαλο, αφού το περιεχόμενο της πολιτικοποίησής του (‘ατομικιστικός’ και ‘διαπραγματευτικός’, με αναδιανεμητική αξίωση) ερχόταν σε καταστατική αντίθεση προς τη φύση του νεοελληνικού πολιτικού συστήματος.
Η λειτουργία αυτή της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στην περίπτωση της αυτοδιοίκησης. Ενόσω, η αυτοδιοίκηση χρησίμευε ως όχημα της κομματαρχίας και η τελευταία εκπλήρωνε αποτελεσματικά το ρόλο της για τη συνεκτική ακτίνωση της κρατικής εξουσίας με την κοινωνία, το σύστημα διατηρούσε πλήρως την ισορροπία του. Μόλις διεφάνη το ενδεχόμενο η αυτοδιοίκηση να αποτελέσει έναν σχετικά αυτοδύναμο πόλο εξουσίας που θα μπορούσε να διαταράξει την ακώλυτη κρατική κυριαρχία και να λειτουργήσει ανταγωνιστικά προς την καθεστηκυία τάξη, όπως στην περίοδο του ‘ψυχρού πολέμου’, απονευρώθηκε. Δεν είναι άσχετο με τις διαπιστώσεις αυτές το γεγονός ότι οι δυνάμεις της αντίστασης στην ιταλο-γερμανική κατοχή προσέφυγαν στην ‘κοινοτική αυτονομία’, την οποία προίκισαν με εδραία δημοκρατική δομή (υπό την έννοια της αυτοκυβέρνησης), προκειμένου να προσεγγίσουν τα λαϊκά στρώματα. Το γεγονός αυτό, αποκτά μια ξεχωριστή σημασία, καθώς εμφανίζει το ΚΚΕ να παραμερίζει την ιδιαίτερη φιλοσοφία του για την πολιτική, προκειμένου να συναντηθεί με την ιστορική φύση της ελληνικής κοινωνίας .
Ο οργανικός εναγκαλισμός της κομματαρχίας με τη λογική της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους κρύβεται πίσω από τη σθεναρή αντίσταση που προέβαλε η ελληνική πολιτική τάξη στην ευρωπαϊκή δυναμική για την απελευθέρωση της αυτοδιοίκησης, η οποία εκδηλώνεται ακόμα στις μέρες μας με την άρνησή της να προχωρήσει στη θέσμισή της σε περιφερειακό επίπεδο. Η αντίσταση αυτή αποκτά ειδικό βάρος αν συνεκτιμήσει κανείς ότι στην Ελλάδα η δυναμική της τοπικής ή περιφερειακής αυτονομίας έχει καθαρά πολιτικό υπόβαθρο, εν αντιθέσει προς τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, όπου το τοπικό ή περιφερειακό πρόταγμα υποκρύπτει συχνά μια εθνοτική ή άλλη πολιτιστική επιδίωξη.
Τα ανωτέρω κάνουν φανερό ότι η μετάβαση στην τεχνολογική κοινωνία και οπωσδήποτε, με δεδομένη τη συσχετισμική λογική της έννοιας της ‘κοινωνίας πολιτών’, οι αντιστάσεις της ‘εθνικής’ πολιτικής τάξης στην αυτοδιοίκηση, συνάδουν με την χωρίς προηγούμενο ομηροποίηση της κεντρικής εξουσίας από τις δυνάμεις του παρασκηνίου και δι’ αυτής με τη χειραγώγηση της ίδιας της κοινωνίας. Όντως, αν και το τοπικό σύστημα αναπαράγει τη δομή και τη λογική του κεντρικού πολιτικού συστήματος, η ανάδειξη μιας νέας πολιτικής τάξης με τοπική νομιμοποίηση και αναφορά αφήνει ανοικτή την ανταγωνιστική προβολή του ιδίου συμφέροντος και συνακόλουθα, της διεκδίκησης μιας ‘αναδιανομής’ του δημοσίου χώρου . Σε τελική ανάλυση, η ανάπτυξη της αυτο-διοίκησης δεν οδηγεί μεν σε μια αναδιάταξη της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, όπως νομίζεται, δημιουργεί όμως τις προϋποθέσεις μιας πολυ-επίπεδης συγκρότησης του πολιτικού συστήματος, που ως εκ τις φύσεώς της, θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτρεπτικά στη μονοσήμαντη ομηροποίηση της πολιτικής εξουσίας. Σε κάθε περίπτωση, ο ‘πλουραλισμός’ από υπόθεση της καθαρής πολιτικής δυναμικής, θα μπορούσε να μεταβληθεί ως ένα βαθμό με την ανάπτυξη της αυτοδιοίκησης σε ενδο-πολιτειακό διακύβευμα.
5. Η κατεύθυνση της κοσμοσυστημικής μετάβασης: ‘παγκόσμια διακυβέρνηση’, ‘παγκόσμια κυβέρνηση’ ή ‘ηγεμονικό σύμπλεγμα’?
Ας επανέλθουμε όμως στην προβληματική για την προοπτική της κοσμοσυστημικής μετάβασης και ειδικότερα για τις επιπτώσεις της ‘παγκοσμιοποίησης’ στις δομές και τις λειτουργίες του κράτους. Διευκρινίσαμε ότι η ‘παγκοσμιοποίηση’ αποτελεί πλημμελή απόδοση μιας μείζονος εξέλιξης που αντιστοιχεί στη φάση του τέλους της πρωτο-οικοδόμησης των παραμέτρων του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος εντός του κράτους. Ότι, επομένως, στοιχειοθετεί μια μορφολογικού τύπου μετεξέλιξη της πρώιμης κρατοκεντρικής περιόδου, όχι όμως τη μετάβαση από τον κρατοκεντρισμό στην οικουμένη.
Η θεμελιώδης αυτή παραδοχή υποδηλώνει ότι η σχετική αποδυνάμωση του κράτους – ως αποτέλεσμα της απελευθέρωσης από αυτό σημαντικών ανθρωποκεντρικών παραμέτρων – θα συνοδευθεί από την αποθέωση της ισχύος σε κοσμοσυστημικό (ή δια-κρατικό) επίπεδο – αφού σ’αυτό η δύναμη προβάλει ως το κατεξοχήν μέσον άσκησης πολιτικής – και εν τέλει, από τη μεταβολή της σε ουσιώδη συντελεστή της εσωτερικής πολιτικής ζωής. Όντως, όπως ήδη διαπιστώσαμε, εκείνο που χαρακτηρίζει την κρατοκεντρική περίοδο του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος είναι ότι η ανάπτυξη των παραμέτρων του συντελείται βασικά εντός του κράτους και διακρίνεται από την εμμονή της αρχικά στην κανονιστική οριοθέτηση της ισχύος ή εν τέλει στην ακύρωσή της. Η αποθέωση του δικαίου αποδίδει ακριβώς τη δυναμική αυτή και κατά τούτο εγγράφεται ως σταθερά του κοινωνικού σώματος και ως σκοπός του κράτους της πρώτης περιόδου. Η ανθρωποκεντρική ανάπτυξη πέραν του κράτους αποτελεί θεμελιώδες ζητούμενο της οικουμενικής περιόδου. Κατά την κρατοκεντρική φάση, η ανάπτυξη αυτή εξελίσσεται με πολύ βραδύτερους ρυθμούς, πράγμα που συνομολογεί τόσο η αποθέωση της ισχύος στις διακρατικές σχέσεις όσο και η μη αναγνώριση του ατόμου ως πολίτη του σύνολου κόσμου ή έστω ως στοιχειώδους θεσμικού υποκειμένου με υπόσταση πέραν του κράτους στο οποίο ανήκει .
Διαπιστώσαμε ωστόσο ότι οι εξελίξεις που χρεώνονται στην ‘παγκοσμιοποίηση’ συνδυάζονται με την ανάπτυξη φυγοκέντρων τάσεων, πολιτισμικού ή γεωπολιτικού χαρακτήρα, που κατατείνουν στην επιβεβαίωση τους σε διάφορα επίπεδα πολιτειακής αυτοθέσμισης (μεταξύ αυτών και σ’εκείνο της αυτοδιοίκησης). Η διεύρυνση του σώματος των ‘καθολικών αξιών’, με την καλλιέργεια νέων που έως τώρα βρισκόταν είτε στο απαγορευτικό στόχαστρο του κυρίαρχου κράτους είτε μακράν των ενδιαφερόντων των κοινωνιών της εποχής μας, αποτελεί την αναπόφευκτη απόληξη.
Ώστε η ‘παγκοσμιοποίηση’, αν και κατηγορείται από τους απολογητές του κυρίαρχου κράτους-έθνους ως ισοπεδωτική της ‘ετερότητας’, οδηγεί από μίαν άλλη άποψη στην απελευθέρωση του ‘άλλου’ και στην ανατοποθέτησή του σε ένα πλουραλιστικό περιβάλλον που αναμένεται να οροθετηθεί από την κλίμακα των νέων αξιών. Με απλούστερη διατύπωση, η ‘παγκοσμιοποίηση’ – και ουσιαστικά, η φάση που αυτή ενσαρκώνει στο πλαίσιο της νεότερης κοσμοσυστημικής εξέλιξης-, σηματοδοτεί την ολοκλήρωση της πρώιμης ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης εντός του κράτους και την έναρξη μιας ανάλογης διαδικασίας, η οποία εφεξής θα κάνει διάχυτη την παρουσία της σε δια-κρατικό επίπεδο. Κατά τούτο, επαναλαμβάνεται, όπως ήδη προανέφερα, το προηγούμενο της κοινωνίας του κράτους-έθνους, σε ότι αφορά την ανθρωποκεντρική συνάντηση του ‘κέντρου’ με τον κόσμο της ‘περιφέρειας’. Τη φορά όμως αυτή, στο σχήμα της σχέσης μεταξύ κράτους και κοινωνίας θα υποκατασταθεί από το πλέγμα των Δυνάμεων που συγκροτούν τη δια-κρατική ή κοσμοσυστημική Ηγεμονία, το οποίο έχοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων, θα αναλάβει και το μέρος της αναγκαίας, για τον έλεγχο του εγχειρήματος, καταστολής.
Η διαφορά είναι κεφαλαιώδης: η ανθρωποκεντρική οικοδόμηση εντός του κράτους έγινε με πρόσημο τη συγκρότηση ενός κανονιστικού πλαισίου που θα συνείχε τη λειτουργία της ισχύος, θέτοντάς την υπό την ‘αιγίδα’ της πολιτικής εξουσίας του κράτους. Η περίοδος της σχετικής κρατικής κυριαρχίας και η επάνοδος της δύναμης – συγκεκριμένα της προσέγγισης της πολιτικής ως δύναμης -, σε θεμελιώδες επιχείρημα του εξελικτικού γίγνεσθαι, οδηγεί σε μια ουσιώδη υπομείωση του κανονιστικού χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων. Συγχρόνως, η εσωτερίκευση του ‘διεθνούς’ περιβάλλοντος, στο μέτρο που γίνεται βασικά από τις δυνάμεις της διαμεσολάβησης, συγκεκριμένα από την λεγόμενη ‘κοινωνία πολιτών’, μεταβάλει την πολιτική βούληση του κράτους σε πεδίο συσχετισμών οι οποίοι συναρτούν την εσωτερική νομιμότητα και τις πολιτικές της, ολοένα και περισσότερο από την κοσμοσυστημική δυναμική. Η σύνθεση της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, στο επίπεδο της συνάντησης της ‘κοινωνίας πολιτών’ με την κρατική εξουσία, την οποία εισηγήθηκε η νεοτερικότητα πολύ πριν από την ‘παγκοσμιοποίηση’, απολήγει ακριβώς στην αποδυνάμωση των δυνάμεων που τοποθετούνται εγγύτερα στην κοινωνία και ιδίως στην απομάκρυνση της τελευταίας από τα πολιτικά δρώμενα.
Η εξέλιξη αυτή, που συνδυάζει το κενό της κρατικής κυριαρχίας με την ανάδυση του ‘ηγεμονικού συμπλέγματος’ σε εσωτερική παράμετρο της πολιτικής δυναμικής, συνέχεται με τη γενίκευση της τεχνοδικτυακής επικοινωνίας, η οποία επιβάλει τη μεταβολή των όρων και των μέσων της σύγκρουσης. Η αδυναμία του κράτους να διασφαλίσει το μονοπώλιο της βίας (και της καταστολής) και συγχρόνως η ανεπάρκειά του να ανταποκριθεί στις ανάγκες της κοινωνίας στο περιβάλλον της νέας εποχής κάνουν εφικτή την υποκατάσταση του από δυνάμεις της ‘κοινωνίας πολιτών’ και, ως εκ τούτου, τη μεταφορά της σύγκρουσης από τα σύνορα της επικράτειας στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο. Η ‘τρομοκρατία’ αποδίδει ακριβώς την πραγματικότητα αυτή.
Η περίοδος της ‘παγκοσμιοποίησης’, ωστόσο, και συγκεκριμένα η υπέρβαση της εποχής της πρωτο-οικοδόμησης του ανθρωποκεντρισμού εντός του κράτους, προαναγγέλλει και μια επιπρόσθετη όσο και ενδιαφέρουσα συνέπεια. Ενόσω η εναλλαγή στην εξουσία μπορούσε να συνδυασθεί με τη μεταβολή του κοινωνικού συστήματος και το πλέγμα της δυναμικής που υπαγόρευε την αρχή της κυριαρχίας του κράτους περιόριζε αποφασιστικά τη διείσδυση του διεθνούς παράγοντα στους κοινωνικο-πολιτικούς συσχετισμούς, η πολιτική βούληση του τελευταίου εκδηλωνόταν, σε τελική ανάλυση, με την επιβολή ενός αυταρχικού καθεστώτος. Από τη στιγμή όμως που το ιδεολογικο-κοινωνικό δίλημμα εξέλειπε και οι μεταβολές στις παραμέτρους (στην οικονομία, στην επικοινωνία, στην πολιτική δυναμική κλπ) του κοσμοσυστήματος έκαμαν χωρίς αντικείμενο την αρχή της μη επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις, τα πράγματα αντεστράφησαν. Οι παράμετροι που καθοδηγούν τη δυναμική της ‘παγκοσμιοποίησης’ επιλέγουν τη λεγόμενη ‘ανοιχτή’ ή πλουραλιστική κοινωνία, τα ‘δικαιώματα του ανθρώπου’, τη ‘δημοκρατία’ . Προβάλουν μάλιστα ως οι ‘απόστολοί’ τους στο περιβάλλον του κοσμοσυστήματος απέναντι στις δυνάμεις του εγκλεισμού στο δεσποτικό παρελθόν, οι οποίες για να παρεμποδίσουν την εξέλιξη υιοθετούν με τη σειρά τους αυταρχικά καθεστώτα, ως τα μόνα ικανά να οριοθετήσουν ερμητικά τον εσωτερικό τους χώρο που υπονοεί η αρχή της κρατικής κυριαρχίας. Ώστε, η ‘δημοκρατία’ γίνεται αυτόχρημα μέσον εσωτερικής απελευθέρωσης και εξωτερικής ενσωμάτωσης στο κεκτημένο της δυναμικής που διακινούν οι θιασώτες της ‘χρηματιστικής’ οικονομίας και ηγεμονεύουν την ‘παγκοσμιοποίηση’. Οι εσωτερικές δυνάμεις, στις χώρες της ‘περιφέρειας’, που συντάσσονται με τη ‘δημοκρατία’ συμπορεύονται συγχρόνως με τις δυνάμεις της ‘παγκοσμιοποίησης’ για να αντισταθμίσουν την ισχύ των αυταρχικών καθεστώτων και των κατάλοιπων της δεσποτείας. Όσο και αν η σύνθεση αυτή της ενδο-κρατικής και της σύνολης κοσμοσυστημικής δυναμικής δημιουργεί απορίες και, υπό μιαν άλλη έννοια, ανησυχίες στον εθνοκεντρικό κόσμο, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η ανθρωποκεντρική εξέλιξη εντός του κράτους θα συναρτάται εφεξής ολοένα και περισσότερο από τους συντελεστές του ευρύτερου κοσμοσυστημικού περιβάλλοντος .
Από το άλλο μέρος, η προβολή του προτάγματος της πολιτειακής αυτοθέσμισης βασικά εντός του κράτους και της πολιτιστικής ετερότητας ως νέας ‘καθολικής αξίας’ αν και υπόσχεται μια πολυσήμαντη εκφορά της ‘πολιτειότητας’ παραμένει στερεά προσηλωμένη στη λογική της ολοκλήρωσης της εθνοκεντρικής ιδεολογίας που γέννησε η μετάβαση στη διάρκεια ιδίως του 19ου αιώνα. Επομένως, το πρόταγμα αυτό δεν επαρκεί από μόνο του να απαντήσει επί της ουσίας στα ζητήματα που εγείρει προοπτικά η νέα αποχή. Πολλώ μάλλον αφού το πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας αποδεικνύεται εν τέλει όχι απλώς αναποτελεσματικό αλλά και ολοκληρωτικά ξεπερασμένο από τις εξελίξεις. Το γεγονός αυτό κάνει εμφανέστερη την αδυναμία του κράτους να διαχειρισθεί τις επιπτώσεις που γενούν οι παράμετροι (οικονομικές, πολιτικές, επικοινωνιακές κ.λ.π.) του κοσμοσυστήματος και συνακόλουθα η αποσύνθεση της ‘περιφέρειας’ (για παράδειγμα στο ζήτημα της εργασίας). Παρουσιάζεται έτσι το φαινόμενο η δυναμική των παραμέτρων αυτών να υπερβαίνει σαφώς τον περιορισμένο ορίζοντα του κράτους και πολύ περισσότερο του πολιτικού του συστήματος, ενώ το αποτέλεσμά τους να συσσωρεύεται τελικά στο εσωτερικό του κράτους. Η κάλυψη του κενού από τις Δυνάμεις του ‘ηγεμονικού συμπλέγματος’ μοιάζει, υπό την έννοια αυτή, αναπόφευκτη και εξ επόψεως συσχετισμών συντριπτική, σε βάρος του εξουσιαστικού περιβάλλοντος του κράτους.
Ως απόρροια της αντίφασης αυτής, εγείρεται επομένως το ερώτημα της εφικτότητας ενός εναλλακτικού προτάγματος.
Η ιδέα μιας ‘παγκόσμιας διακυβέρνησης’ , που υπονοεί την ενεργό παρουσία της ‘κοινωνίας πολιτών’, και πολύ περισσότερο μιας ‘παγκόσμιας κυβέρνησης’ (ή ορθότερα μιας κοσμοπολιτείας), που προβάλει κατά καιρούς, είναι χωρίς αμφιβολία χιμαιρική καθώς είτε υπερβαίνει τις ‘ανοχές’ του κοσμοσυστήματος (η πρώτη) είτε ανταποκρίνεται σε μία μετα-κρατοκεντρική φάση στη διαδικασία της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης του κοσμοσυστήματος. Δεν αποτελεί νομίζω πλεονασμό να υπογραμμισθεί ότι το εξελικτικό γίγνεσθαι δεν είναι προϊόν διανοητικής επεξεργασίας ούτε φαντασιακών προθέσεων. Προκύπτει ως λογική αλληλουχία του αναπτύγματος των παραμέτρων που οδηγούν στην ανθρωποκεντρική ολοκλήρωση, οι οποίες όμως στο παρόν στάδιο, μόλις επαρκούν για τη διαμόρφωση ενός απλώς πρώιμου, από κάθε άποψη, ανθρωποκεντρικού κλίματος στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα. Υπό την έννοια αυτή, η νεοτερική ανθρωποκεντρική δυναμική όχι μόνον δεν επαρκεί να οδηγήσει στην υπέρβαση του κρατοκεντρικού περιβάλλοντος αλλά και απέχει σημαντικά από την περίοδο εκείνη που θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι ολοκληρώνει το ανάπτυγμά της εντός του κράτους.
Συγχρόνως, σε ότι αφορά ειδικότερα την ιδέα της ‘παγκόσμιας διακυβέρνησης’, πρέπει να επισημανθεί ότι η κρατοκεντρική λογική του κοσμοσυστήματος δεν προσφέρεται από τη φύση της σε δεοντολογικές διαγνώσεις ως προς την αναγκαιότητα της παραίτησης του ‘ηγεμονικού συμπλέγματος’ από το προνόμιο της ισχύος και μάλιστα από την πολιτικο-οικονομική του κυριαρχία. Η υπόθεση της οικοδόμησης μιας αλυσίδας συσχετισμών ικανής να εξισορροπήσει τη μονοσήμαντη ηγεμονία και να κάμει εφικτή την αθροιστική λειτουργία των δυνάμεων της ‘κοινωνίας πολιτών’, ανεξάρτητα από τις γενικότερες αδυναμίες της, δεν αναιρεί το γεγονός ότι συνομολογεί επίσης για την αναγόρευση της ισχύος σε εξουσία και το σύμπυγμα της πολιτικής βούλησης του συσχετισμικού περιβάλλοντος σε κανόνα καθολικής αναφοράς. Η απουσία ενός κοσμοπολιτειακού πολιτικού συστήματος είναι εξορισμού καταλυτική.
6. Κράτος και κοσμοσύστημα στη νέα εποχή. Η προοπτική του πολιτικού συστήματος εντός του κράτους
Η παρατήρηση αυτή δεν αρνείται τη σημασία της παρουσίας των ομάδων συμφερόντων στην κοσμοσυστημική σκηνή, πολλώ μάλλον αφού αποτελεί ούτως ή άλλως οργανική συνιστώσα της δυναμικής της. Επιμένει όμως ότι η λύση οφείλει να αναζητηθεί βασικά εντός του κράτους, καθώς εκεί εστιάζεται, κατά τη φάση αυτή, το ουσιώδες της ανθρωποκεντρικής υποστασιοποίησης του ατόμου και η κανονιστική λειτουργία της πολιτικής διαδικασίας. Υπό την έννοια αυτή, η ανάσχεση της καθαρής ισχύος ως συντελεστή της πολιτικής και επέκεινα, η θετική αποτίμηση της αδιαμφισβήτητης ανάπτυξης των παραμέτρων του κοσμοσυστήματος με μέτρο την ελευθερία, θα συντελεσθεί μόνον με την είσοδο του συνόλου κοινωνικού σώματος στο πολιτικό προσκήνιο. Η είσοδος αυτή θα καταστήσει δυνατή, από μόνη της, την ανασύνθεση της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής ή με διαφορετική διατύπωση, την επικέντρωση του ενδιαφέροντος της πολιτικής εξουσίας και των δυνάμεων της διαμεσολάβησης, στο διατακτικό της κοινωνικής βούλησης.
Για να επιτευχθεί όμως η στροφή αυτή και μάλιστα να αποκτήσει ουσιαστικό αντίκρισμα εξ απόψεως δικαιωμάτων για το κοινωνικό σώμα απαιτείται ένας συνολικός ανασχεδιασμός του πολιτικού συστήματος που να προνοεί, κατ’ελάχιστον, τη μετάβαση, σε βάθος χρόνου, από την δυνάμει (την ‘ως εάν’) στην πλήρη αντιπροσώπευση.
Ορισμένες από τις πτυχές του ανασχεδιασμού αυτού, που θα μπορούσαν να τεθούν αμεσότερα στο τραπέζι του διαλόγου, είναι οι εξής:.
(α) η ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος σε περισσότερα πολιτειακά επίπεδα, αρχής γενομένης από την αυτοδιοίκηση αλλά και η μετάβαση, στο πλαίσιο αυτό, από την ‘αυτοδιοίκηση’ στην ‘αυτονομία’ της τοπικής και περιφερειακής κοινωνίας. Η μετάβαση αυτή υπονοεί, κατά λογική ακολουθία, την παραίτηση της κεντρικής εξουσίας από την εμμονή της να καθορίζει η ίδια, με όρους ομοιομορφίας, το εσωτερικό σύστημα των πολιτειακών μορφωμάτων της επικράτειας. Ο πολιτειακός πλουραλισμός στο πλαίσιο του κράτους συνάδει με τη δυνατότητα μιας έκαστης εσωτερικής ‘πολιτείας’ να αρθρώνει το πολιτικό της σύστημα. Η μη συνδρομή, στις μέρες μας, ενός εναλλακτικού πολιτειακού προτάγματος δεν αναιρεί το γεγονός ότι η απόδοση της ελευθερίας αυτής στις ‘τοπικές’ κοινωνίες θα μπορούσε να κινήσει δυναμικές αναζήτησης του διαφορετικού, με ενδιαφέρουσες προεκτάσεις και στο σύνολο πολιτικό σύστημα.
Αμέσως ορατή προέκταση της εξέλιξης αυτής θα μπορούσε να είναι η αποδέσμευση της νεοτερικότητας από την εμμονή της να αναδεικνύει το παράδειγμά της σε κανόνα γενικής αναφοράς, πειθόμενη και η ίδια ότι, μεταξύ των άλλων, κράτος και πολιτικό σύστημα δεν αποτελούν έννοιες ταυτόσημες, ότι η πολιτική ως φαινόμενο δεν αποτελεί το ταυτολογικό ισοδύναμο της εξουσίας, ότι εξουσία και δύναμη ή ελευθερία και δικαίωμα είναι διακριτές έννοιες κλπ . Απώτερο αποτέλεσμα θα ήταν, οπωσδήποτε, να υποκατασταθεί τελικά η δυναμική της ‘ενσωμάτωσης’ και μάλιστα, της αφομοίωσης του ‘διαφορετικού’, που αποτελεί το ‘καθολικό αξίωμα’ του κράτους έθνους, από τη λογική της ‘αυτονομίας’, δηλαδή της πολυ-πολιτισμικής ανασύνθεσης του κοινωνικού και, στο πλαίσιο αυτό, της πολιτειακής επιβεβαίωσης του ‘άλλου’ . Το ζήτημα αυτό αναμένεται να αποκτήσει ένα εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο καθώς η ‘εργασία εμπόρευμα’ (η ‘ώνια εργασία’), θα κατατείνει στην υποκατάσταση της ‘πολιτειακής εργασίας’ στον κόσμο της ανθρωποκεντρικής πρωτοπορίας.
(β) η εναρμόνιση της αρχής της πλειοψηφίας, που αφορά στις λειτουργίες του πολιτικού συστήματος, με τις πολιτισμικές και κοινωνικές ετερότητες της σύνολης κοινωνίας. Είναι φανερό ότι στα συστήματα πρώιμης εξουσίας η μεταβολή της στιγμιαίας πλειοψηφίας σε γεγονός με χρονικό ορίζοντα (π.χ. η εκλογή του πολιτικού προσωπικού με ‘εντολή’ 4ετίας χωρίς ανακλητικό δικαίωμα), μεταβάλει την εκλογική μειοψηφία σε πολιτική μειονότητα. Η ‘πολυσχιδής’ εφαρμογή της αρχής αυτής, απολήγει αντιθέτως στη συνοδική συγκρότηση της πολιτικής εξουσίας, όπου οι κοινωνικές υπο-ολότητες αναδεικνύουν την εκπροσώπησή τους σ’αυτήν αυτοτελώς. Είναι προφανές ότι η συνοδικότητα τεκμηριώνεται μόνον εφόσον οι φορείς της εξουσίας διαθέτουν αυτοτελή νομιμοποιητική αναφορά και δεν εξαρτώνται από τη βούληση του ‘μονάρχη’. Η συνοδική λογική της εξουσίας υπονοεί ότι η πολιτική σύνθεση επιζητείται, τελικά, όχι πια στο επίπεδο της δυναμικής αντιπαράθεσης της ‘κοινωνίας πολιτών’ με την κρατική εξουσία αλλά εντός της πολιτικής εξουσίας. Αναγκαία συνθήκη για την επίτευξη της σύνθεσης αυτής είναι τα μέλη της συνοδικής εξουσίας να εφαρμόσουν μεταξύ τους την αρχή της ομοφωνίας ή όλως εξαιρετικά, την ενισχυμένη πλειοψηφική αρχή και εν εναντία περιπτώσει, να επιστρέψουν στη βούληση του εντολέα.
(γ) η υπαγωγή της πολιτικής και επέκεινα, του πολιτικού προσωπικού στο νόμο, δηλαδή στη δικαιοσύνη. Η έννοια του ‘πολιτικού δικαίου’ ορίζει ότι η πολιτική πράξη στο σύνολό της – από την ‘εισηγητική’ της λειτουργία έως το τελικό της αποτέλεσμα – κρίνεται για την ορθότητά της και συνακόλουθα, για τις επιπτώσεις της στο συμφέρον του εντολέα. Αξιολογείται επομένως τόσο ως γεγονός καθεαυτό όσο και για την αρμονία της με τις επιλογές του αντιπροσωπευομένου και εν τέλει, για τις πρόνοιες της ‘εισήγησης’ να διασφαλισθεί η ορθότητα της απόφασής του. Υπεισέρχεται δηλαδή όχι απλώς στην καταχρηστική λειτουργία της πολιτικής (πχ στο ζήτημα της διαφθοράς) αλλά κυρίως στο περιεχόμενο της ασκουμένης πολιτικής. Υπό την έννοια αυτή, το ‘πολιτικό δίκαιο’ δεν αφορά στην ‘ασυλία’ με την οποία το πολιτικό προσωπικό υποβάλει τον ιδιωτικό του βίο στον όρο της εξαίρεσης του νόμου.
Όντως, διαφεύγει της προσοχής ότι στο πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας απουσιάζει εξ ολοκλήρου η έννοια του ‘πολιτικού δικαίου’ και συνεπώς, του πολιτικού εγκλήματος. Η πολιτική λειτουργία δεν υπόκειται σε κύρωση, δεν ελέγχεται ως προς τις επιπτώσεις της. Η νεοτερικότητα διατήρησε εξ ολοκλήρου, ως προς αυτό, το προγενέστερο καθεστώς της κρατικής δεσποτείας (της απόλυτης μοναρχίας) και μάλιστα, περιέβαλε τους φορείς της πολιτικής με ένα πλέγμα προνομίων που ουσιαστικά τους θέτει υπεράνω του νόμου όχι μόνον ως προς την πολιτική τους δράση αλλά και όσον αφορά στον ιδιωτικό τους βίο (η ασυλία).
Ώστε, η φύση του πολιτικού συστήματος δεν άλλαξε στην εποχή της νεοτερικότητας. Μεταβλήθηκε όμως ο νομέας και συνάμα ο σκοπός της πολιτικής: στη θέση του ‘ενσώματου’ απόλυτου μονάρχη υπεισήλθε το ‘ασώματο’ νομικό πρόσωπο του κράτους και οι φορείς του, ενώ αντί του συμφέροντος του δεσπότη, η πολιτική επαγγέλλεται την πραγμάτωση του ‘εθνικού’ ή ‘γενικού’ ή ‘δημοσίου’ συμφέροντος. Η εξέλιξη όμως αυτή δεν αναιρεί το γεγονός ότι η μη αναγνώριση της κοινωνικής βούλησης στην πολιτική, η απουσία της έννοιας του κοινωνικού ή ‘κοινού’ συμφέροντος, προϊδεάζει για τον πολιτειακό οστρακισμό της κοινωνίας και ως εκ τούτου για τη μη νομιμοποίησή της να ζητά ‘λογοδοσία’ και φυσικά, να επιβάλει κυρώσεις στον εντολοδόχο .
Το ερώτημα που εγείρει η εφαρμογή της αρχής αυτής, δηλαδή ποια δικαιοσύνη θα κρίνει και θα δικάσει την ‘πολιτική πράξη’ και εντέλει θα επιβάλει κύρωση στο πολιτικό προσωπικό, χωρίς να αναιρεθεί η θεμελιώδης αντιπροσωπευτική αρχή, είναι όντως καταστατικό και η απάντησή του δεν μπορεί παρά να συναρτηθεί με την απόδοση στον πολίτη τόσο της σχετικής πρωτοβουλίας όσο και της δικαιοδοτικής αρμοδιότητας .
(δ) η αναγνώριση στον πολίτη της ύπαρξης ‘εννόμου συμφέροντος’ σε ότι αφορά τις πολιτικές αποφάσεις που λογίζονται ως παράνομες ή βλαπτικές. Τούτο σημαίνει ότι ο πολίτης θα δύναται να εγκαλέσει τον πολιτικό στη δικαιοσύνη τόσο για τις ενεργητικότητες του ιδιωτικού του βίου όσο και ιδίως για την πολιτική του δράση.
(ε) αναγκαία συνθήκη της τομής αυτής σε σχέση με το δεσποτικό παρελθόν της πολιτικής εξουσίας, αποτελεί η μεταβολή του σκοπού της πολιτικής και η άμεση συνάρτησή του με την κοινωνική βούληση. Συνάρτηση που υπονοεί ακριβώς ότι ο εντολοδόχος δεν δικαιούται εφεξής να ορίζει αυθεντικά την πολιτική βούληση της εξουσίας του κράτους ή να επικαλείται γι αυτό μη μετρήσιμες νοητικές επινοήσεις (όπως το ‘γενικό συμφέρον’), πολιτισμικές συνάφειες (όπως το ‘εθνικό’ συμφέρον) ή ανορθολογικούς ευφημισμούς (όπως η εξίσωση του ‘κρατικού’ με το ‘δημόσιο’ συμφέρον) ούτε καν να συνάγει ή έστω να ερμηνεύει σε τελική ανάλυση την κοινωνική βούληση.
(ζ) η αποκατάσταση της κοινωνίας, ως ολότητας, στη θέση του εντολέα. Η ρητορική αναγνώριση του ‘λαού’ ως ‘κυρίαρχου’, κατά τη φάση της ανθρωποκεντρικής πρωτο-οικοδόμησης, εισήγαγε την παρουσία του στην πολιτική ως φορέα της εκλογικής αρμοδιότητας και συνακόλουθα ως πηγής νομιμοποίησης του πολιτικού προσωπικού στην εξουσία. Δεν τον εγκατέστησε όμως στη θέση του εντολέα και γι αυτό δεν του ενεχείρησε τις σχετικές αρμοδιότητες. Το σύνολο της πολιτικής αρμοδιότητας που συνάπτεται τόσο με την ιδιότητα του εντολοδόχου όσο και του εντολέα έχουν παρακρατηθεί από το νομικό πρόσωπο του κράτους και συνακόλουθα από τους κατόχους του. Το επιχείρημα της ‘διάκρισης των εξουσιών’ δεν αναιρεί το γεγονός αυτό καθώς πέραν του ότι πρόκειται για μια απλή εσωτερική διαρρύθμιση έχει επιπλέον απολέσει την όποια σημασία της μετά και την οριστική ενοποίηση της πολιτικής λειτουργίας που επέφερε η ανθρωποκεντρική ομοιογενοποίηση της κοινωνίας. Η αυστηρή διχοτομία μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, παρ’όσα διατείνεται με περισσή έπαρση η νεοτερικότητα, δικαιολογείται ως απόρροια της αντικειμενικής αδυναμίας του κοινωνικού σώματος να αναλάβει το ρόλο που προσιδιάζει στον εντολέα και επειδή διαπιστώνεται η μη συνδρομή των πραγματολογικών προϋποθέσεων (επικοινωνιακό σύστημα κλπ) για την αναζήτηση μιας εναλλακτικής λύσης κατά το προγενετικό στάδιο του κοσμοσυστήματος .
Η απόδοση της ιδιότητας του αντιπροσωπευομένου στο κοινωνικό σώμα συνεπάγεται τη μεταφορά σ’αυτό των συναφών προς τη λογική του εντολέα αρμοδιοτήτων (της ανακλητικής, της εναρμονιστικής, εξελεγκτικής, της δικαιοδοτικής κ.λ.π. αρμοδιότητας) και συνακόλουθα, τη συγκρότησή του ως ‘αρχής’, ή διαφορετικά τη μετάλλαξή του σε ‘δήμο’, δηλαδή σε διαρκή πολιτειακή οντότητα με ιδίαν βούληση και θέση στην ‘πολιτική αγορά’.
(η) Επισημαίνεται ότι με τα ανωτέρω δεν υπαινίσσομαι τη μετάβαση σε ένα σύστημα δημοκρατίας όπου το πολιτειακά συντεταγμένο κοινωνικό σώμα αποσπά το πολιτικό σύστημα από το κράτος και ασκεί την καθολική πολιτική αρμοδιότητα. Όμως, η θέσμιση της ‘πολιτικής αγοράς’ και περαιτέρω, η συγκρότηση του πολίτη της ‘ιδιωτικής κοινωνίας’ σε ‘δήμο’, δηλαδή σε πολιτειακά συντεταγμένη οντότητα, θα συνεπήγετο μια καταστατική τομή στη φύση του πολιτικού συστήματος της νεοτερικότητας. Θα μετέβαλε επίσης εξ ολοκλήρου τη λογική της πολιτικής δυναμικής, αναπροσανατολίζοντας τις αναφορές της ‘κοινωνίας πολιτών’ από την εξουσία του κράτους στο κοινωνικό σώμα.
(θ) η μετάβαση από τον ‘πολίτη του κράτους’ – με την οποία αναγνωρίζεται στο άτομο η ιδιότητα του ‘ανήκειν’ συστατικά στο κρατικό κοινωνικό μόρφωμα και συνακόλουθα, του απλού ψηφοφόρου – στον ‘πολίτη της πολιτείας’, συνεπάγεται, κατ’ελάχιστον, ότι το δικαίωμα του ‘λόγου’ δεν επιδέχεται διαμεσολάβηση και συναρθρώνεται με ένα επίσης αυτοτελές δικαίωμα του ‘εκλέγειν’ και του ‘εκλέγεσθαι’ το οποίο αντιπαρέρχεται την ‘αίρεση’ των φορέων της διαμεσολάβησης. Ο πολίτης, στο πλαίσιο αυτό, αναλαμβάνει μιαν αυτόνομη, πρωτογενή λειτουργία στην πολιτική σκηνή, με ‘λόγο’ συμφυώς συναρτημένο με τη θεσμική του παρουσία. Η θέσμιση αυτή του ‘λόγου’ και γενικότερα της πολιτικής παρουσίας του πολίτη διευρύνει οπωσδήποτε την αρχή της μη συναρτημένης από ‘προσαρτήματα’ πολιτειακής του οντότητας, η οποία σήμερα συνδέεται μόνον με το δικαίωμα ψήφου. Αγνοείται πράγματι ότι το πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας δεν αναγνωρίζει στον πολίτη έναν αυτόνομο ‘δημόσιο λόγο’, καθώς θεωρεί ότι όπως το σύνολο της πολιτικής του λειτουργίας έτσι και ο ‘λόγος’ του στην πολιτική διαδικασία διαμεσολαβείται, εν ολίγοις ‘ασκείται’ δι’αντιπροσώπου.
Πρέπει να ομολογηθεί ότι οι παραπάνω αρχές τις οποίες η αναλυτική σκέψη και θα έλεγα ο απλώς ορθός λόγος θα ταξινομούσε ως αυτονόητες όσο και καταστατικές συνιστώσες μιας σχετικά αναπτυγμένης ανθρωποκεντρικής κοινωνίας, η νεοτερικότητα εξακολουθεί να τις αποστρέφεται καθώς αρνείται κάθε προβληματική για τη μετάβαση από την πρώιμη ή δυνάμει αντιπροσώπευση – την οποία διακινεί ως το καταστάλαγμα της εξέλιξης και ως πρότυπο αναφοράς – στην πλήρη αντιπροσώπευση. Πρόκειται ωστόσο για μια αποστροφή που δεν αποκρύπτει τη βαθιά συντηρητική της περιχαράκωση και εν ολίγοις το αδιέξοδό της, το οποίο αποδίδει σε τελική ανάλυση το οριστικό τέλος της εποχής που κλήθηκε να ερμηνεύσει.
Εν είδη επιλόγου
Συμπεραίνουμε ότι η κοσμοσυστημική φάση που διανοίγεται με τη λεγόμενη ‘παγκοσμιοποίηση’, προαναγγέλλει την είσοδο σε μια καθοριστικής σημασίας μεταβατική περίοδο της διαδικασίας προς την ανθρωποκεντρική ολοκλήρωση, η οποία εκδηλώνεται με την υπέρβαση ως προς πολλά, του αυστηρού κρατοκεντρικού και πιο συγκεκριμένα, εξουσιαστικού της περιβάλλοντος. Η εξέλιξη όμως αυτή δεν σηματοδοτεί τη μετάβαση σε μια μετα-κρατοκεντρική εποχή αλλά την οργανική συνάρθρωση των κοινωνιών μεταξύ τους και στο πλαίσιο αυτό, την ενσωμάτωση του κράτους στη σύνολη κοσμοσυστημική διαδικασία, όπου καλείται να συναντηθεί με την αυτοτελή παρέμβαση σ’αυτήν νέων ‘παικτών’, όπως της ‘χρηματιστικής’ οικονομίας, της επικοινωνίας κ.λ.π. Οι εξελίξεις αυτές κινητοποιούν με τη σειρά τους νέες δυναμικές εντός του κράτους, οι οποίες στον άμεσο χρόνο προοιωνίζονται τη μεταβολή του ιδεολογικού προτάγματος της κοινωνίας και του σκοπού της πολιτικής, ενώ μεσοπρόθεσμα αφήνουν να διαφανεί η προοπτική μιας ριζικής μετάλλαξης της σχέσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας και εντέλει μιας μεταβολής της φύσης της κοινωνίας που θα μπορούσε να επιφέρει τη μετάβαση από την ‘κοινωνία της εργασίας’ στην ‘κοινωνία της σχόλης’ και μιαν ανασυγκρότηση της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής.
Η δυναμική της απομάκρυνσης από την πρώιμη – και γι’ αυτό άκρως ελλειμματική – αντιπροσώπευση εκδηλώνεται στις μέρες μας αρνητικά: ως αμφισβήτηση του παραδοσιακού πολιτικού περιβάλλοντος που επιφυλάχθηκε στο άτομο-πολίτη και μέσα από την αγωνία της πολιτικής τάξης να ανασυστήσει τη νομιμοποιητική της σχέση με την κοινωνία, χωρίς να απεκδυθεί του εξουσιαστικού της προνομίου, με την χειραγώγηση της τεχνολογίας της επικοινωνίας. Η πολιτική παρέμβαση των δυνάμεων της ‘κοινωνίας πολιτών’ και η προσπάθειά τους να συνεταιρισθούν με τους παραδοσιακούς φορείς της πολιτικής εξουσίας και συχνά να τους υποκαταστήσουν στη νομή του πολιτικού συστήματος, εγγράφεται στην ίδια κατεύθυνση. Και οι δυο αυτές συνιστώσες αγνοούν εντούτοις ότι η μετάβαση στην κοινωνία του τεχνοδικτύου είναι αναμενόμενο να προετοιμάσει επίσης το ιδεολογικό υπόβαθρο και το σύστημα που θα εμπραγματώσει τη νέα, σωρευτικά σύνολη, ελευθερία.
Για την ώρα είναι εξόχως σημαντικό να αποδεχθούμε ότι η εποχή της νεοτερικότητας και συναφώς της ‘παγκοσμιοποίησης’ αποτελούν ένα απλώς προκριματικό στάδιο. Δεν συναντώνται όμως με τη δημοκρατία ούτε μάλιστα με το σύστημα της ολοκληρωμένης αντιπροσώπευσης. Η βίωση της ολοκληρωμένης αντιπροσώπευσης προϋποθέτει την πολιτειακή συγκρότηση της κοινωνίας και την απόδοση σ’αυτήν των αρμοδιοτήτων του εντολέα, ενώ η δημοκρατία υποδεικνύει περαιτέρω την ολοκληρωτική εμπέδωση της ελευθερίας, στο ατομικό, κοινωνικό και πολιτικό πεδίο. Η εμπέδωση όμως αυτή είναι εφικτή μόνον σε ένα περιβάλλον που αποσυνδέει την έννοια του ‘καταμερισμού των κοινωνικών έργων’ από την εξουσιαστική θέσμιση των κοινωνικών υποσυστημάτων αλλά και του ίδιου του πολιτικού συστήματος. Αποδέσμευση η οποία καταγράφει ως καταστατική προϋπόθεση την απελευθέρωση της ‘πολιτειακής’ εργασίας από το σύστημα της ιδιοκτησίας και τη διάχυση του πολιτικού στο κοινωνικό.
Εντούτοις, η οικοδόμηση του νέου επικοινωνιακού συστήματος με μέτρο την τεχνολογία και ειδικότερα οι ραγδαίες εφαρμογές της τεχνολογίας της επικοινωνίας στην πολιτική, αφορά οπωσδήποτε και το ‘δια-κρατικό’ πεδίο. Θα μπορούσαν όντως να συμβάλουν στην ανάπτυξη δυναμικών ‘αντισωμάτων’, πρόσφορων να βοηθήσουν μακροχρόνια στη δημιουργία ενός κοινωνικού και πολιτικού φόρουμ, ικανού να εξισορροπήσει τους συσχετισμούς προς την κατεύθυνση ενός πολιτικού πολιτισμού που θα συνεκτιμά την προβληματική για την απάλυνση της ανισότητας, για τη δικαιοσύνη, για την εδραίωση και μάλιστα για την εξάπλωση της ελευθερίας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου σε ένα ολοένα μεγαλύτερο γεωγραφικό φάσμα του πλανήτη. Εξισορρόπηση όμως η οποία δεν θα ήταν εντέλει εφικτή χωρίς την αντιπροσωπευτική υποστασιοποίηση του πολιτικού συστήματος του κράτους.
Ώστε, το ενδιαφέρον της ‘παγκοσμιοποίησης’ και για την ακρίβεια της πρώιμης κοσμοσυστημικής μετάλλαξης, που συντελείται στις μέρες μας, έγκειται σ’αυτήν ακριβώς την πολυσήμαντη προοπτική, η οποία θα μπορούσε εν κατακλείδι να επιταχυνθεί μέσα από μια αναδρομική άσκηση αυτογνωσίας με επίκεντρο τη φύση της νεοτερικής εποχής που βιώνει η ανθρωπότητα.
Περιεχόμενα
1. Το ανθρωποκεντρικό υπόβαθρο της ‘νεοτερικότητας’………..2.
2. Η ‘παγκοσμιοποίηση’ στο κοσμοσυστημικό γίγνεσθαι. Το αδιέξοδο της εξουσιαστικής ή κρατοκεντρικής κυριαρχίας…..6.
3. Κράτος και ‘ηγεμονικό σύμπλεγμα’. Οι μεταλλάξεις του ‘κέντρου’ και η δυναμική της ανθρωποκεντρικής ενσωμάτωσης της ‘περιφέρειας’……………………………………………..18.
4. Το ελληνικό ‘παράδειγμα’……………………………………29.
5. Η κατεύθυνση της κοσμοσυστημικής μετάβασης: ‘παγκόσμια διακυβέρνηση’, ‘παγκόσμια κυβέρνηση’ ή ‘ηγεμονικό σύμπλεγμα’;………………………………………………….43.
6. Κράτος και κοσμοσύστημα στη νέα εποχή. Η προοπτική του πολιτικού συστήματος εντός του κράτους……………………49.
7. Αντί επιλόγου…….…………………………………………..57.
- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -