ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(μέρος των πανεπιστημιακών παραδόσεων του καθηγητή Δημ. Καλογρόπουλου, Κοινωνιολογία του Δικαίου, 2003-2004)

Σε σχέση με την κλασική εποχή και κατ’επέκταση για δημιουργία ενός επιστημολογικού υποβάθρου για μοντέλο κοινωνικής λειτουργίας, ο έλληνας πολιτικός επιστήμων και ιστορικός Γιώργος Κοντογιώργης, προτείνει μια προσέγγιση του κοινωνικού φαινομένου υπό το πρίσμα της κοσμοσυστημικής θεωρίας, όπως την αποκαλεί, και κατά διάρθρωση την εξέταση της σχέσης μεταξύ δικαιοσύνης και πολιτικής στο πλαίσιο αυτό. Θεώρησα εποικοδομητικό να αναφέρω στο μάθημα αυτό την συμβολή του.

1. Ο Γ.ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ, Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, διατυπώνει μία απεικόνιση που συνδέει μία άποψη της διαδικασίας παραγωγής του Δικαίου με ένα «παράδειγμα επιστημονικό», την έννοια του κοσμοσυστήματος. Ως κοσμοσύστημα ορίζει μια ολότητα κοινωνιών που έχουν κοινές ορίζουσες και θεμέλια έτσι ώστε να διέπονται από μια εσωτερική λογική, συνοχή και αυτάρκεια. Η θεμελιώδης υπόθεση εργασίας που εισάγει ο ΓΚ είναι ότι δεν είναι εφικτή η κατανόηση του κοινωνικού φαινομένου και η συγκρότηση ενός εξελικτικού σχήματος γι αυτό αν προηγουμένως αυτό δεν τοποθετηθεί στον σύνολο κόσμο μέσω του οποίου υποστασιοποιείται και λειτουργεί. Κατά τούτο η περιοδολόγηση της ιστορίας αφορά στη διαδοχή ή στην παραλληλία των κοσμοσυστημάτων αφενός και αφετέρου στην εσωτερική εξέλιξη ενός εκάστου. Ο ΓΚ διακρίνει δύο τύπους κοσμοσυστημάτων: τον δεσποτικό και τον ανθρωποκεντρικό. Ο δεσποτικός παράγει «κοινωνίες υποκειμένων», που αποτελούν δηλαδή τα μέλη τους αντικείμενο ιδιοκτησίας και διακρίνεται σε δυο μεγάλες υποκατηγορίες: την ‘ιδιωτική’ δεσποτεία, της οποίας αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι οι φεουδαλικές κοινωνίες του δυτικο-ευρωπαϊκού μεσαίωνα, και την ‘κρατική’ δεσποτεία, που αποδίδει βασικά η λεγόμενη ασιατική δεσποτεία και τα απολυταρχικά κράτη της Ευρώπης, που συγκροτήθηκαν σταδιακά μετά την Αναγέννηση.
Ο ανθρωποκεντρικός τύπος κοσμοσυστήματος, ορίζει τις κοινωνίες στις οποίες τα μέλη τους αναγνωρίζονται ως ελεύθερα άτομα, ως κύριοι της τύχης τους. Η ελευθερία ή αυτονομία αυτή ποικίλει ανάλογα με την εξέλιξη του συνόλου κοσμοσυστήματος. Διακρίνει την κρατοκεντρική περίοδο, στην οποία το κράτος είναι το αποκλειστικό ή έστω το κύριο πεδίο της ανθρώπινης ολοκλήρωσης, και την οικουμενική περίοδο, όπου συγχρόνως με το αυτόνομο κράτος οικοδομείται και μια υπερκείμενη πολιτειακή οντότητα, η κοσμόπολις που συγκροτεί το κράτος – και κατ’επέκταση το δίκαιο της οικουμένης. Το πρώτο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα που γνωρίζει η ιστορία, είναι το ελληνικό (που διήνυσε μια πλήρη ιστορική διαδρομή εξέλιξης από την κρητομυκηναϊκή εποχή έως τον 4ο αιώνα πΧ με αποκορύφωμα την ολοκλήρωση της δημοκρατικής εμπειρίας/βλ.σελ. 6), χάρη στο οποίο μπορούμε να έχουμε την πλήρη εξελικτική τροχιά που μπορεί υποθετικά να διανύσει ο άνθρωπος ως ελεύθερο όν.

2. Το κοσμοσύστημα, κατά τον Γ.Κοντογιώργη, χαρακτηρίζεται από ένα σύνολο πρώτων αναφορών (ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα ή δεσποτικό), και από ένα σύνολο θεμελιωδών μονιμοτήτων αφ’ενός, και μεταβλητών παραμέτρων αφ’ετέρου στο στάδιο της εξέλιξής του, ίσο τελικά προς ένα σύνολο σχέσεων που υπογραμμίζουν την λογική του. Αυτό το σύνολο σχέσεων το αποκαλεί ο Γ.Κοντογιώργης παράγοντα πολιτειακό (που αποτελεί μία οντότητα κοινωνικής, οικονομικής, επικοινωνιακής και ιδεολογικής βάσης που περιλαμβάνει τις νοοτροπίες, τις πολιτιστικές αναφορές, την θρησκεία, κλπ.)(ένα πολιτισμικό φαινόμενο θα έλεγαν τόσο ο Marcel Mauss – ολόκληρο κοινωνικό φαινόμενο (phénomène social total) – όσο και ο Georges GURVIΤCH που έδινε σημασία στη στρωμάτωση των πολιτιστικών σχέσεων. Με όμως θα πρόσθετε ο Γ.Κ. μια λογική της προσέγγισης απολύτως διαφορετική.
Ο ΓΚ υποστηρίζει ότι ο νεότερος κόσμος έχει εισέλθει σε μια φάση ομογενενοποίησης υπό την «ομπρέλα» του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος. Στο ιστορικό της παρελθόν η ανθρωπότητα εντούτοις βίωσε το μεγαλύτερο μέρος της μέσα στις συνθήκες του δεσποτικού κοσμοσυστήματος. Η γέννηση του ελληνικού κοσμοσυστήματος αποτελεί κάτω από την οπτική γωνία των ανωτέρω παρατηρήσεων μία παρένθεση μεταβατικού τύπου, όχι τόσο λόγω της συνύπαρξης της δεσποτείας και του ανθρωποκεντρισμού στη γη, αλλά κυρίως διότι το ελληνικό κοσμοσύστημα χρησίμευσε για το πέρασμα προς το νεότερο κοσμοσύστημα. Το πέρασμα αυτό στοιχειοθετεί μια επίσης σημαντική μεταβολή καθώς ο μεν ελληνικός ανθρωποκεντρισμός οικοδομήθηκε στη μικρή κοσμοσυστημική κλίμακα ενώ ο νεότερο αναπτύσσεται στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα. Η μετάβαση ωστόσο στην μεγάλη κλίμακα είχε ως συνέπεια ο νεότερος κόσμος να απορρίψει τελικά τις κατακτήσεις του ελληνικού κοσμοσυστήματος και να ξεκινήσει εξυπαρχής για την οικοδόμηση των ανθρωποκεντρικών του θεμελίων.
Με βάση τη υπόθεση εργασίας του κοσμοσυστήματος, ο ΓΚ. διακρίνει δύο θεμελιώδεις τύπους πολιτικών συστημάτων : α) το δεσποτικό και β) το ανθρωποκεντρικό.
Στο δεσποτικό τύπο, ο δικαιούχος και ελέγχων την πολιτική είναι ο δεσπότης.
Ο ιδιοκτήτης των μέσων της παραγωγής και της κοινωνίας συμπίπτουν στο ίδιο άτομο, που φέρεται εξ ορισμού ως ιδιοκτήτης της πολιτικής.
Ο δεσπότης μπορεί να είναι φιλάνθρωπος, σπάταλος, οικονόμος, ή αυταρχικός. Αλλά δεν είναι υπεύθυνος, ούτε έχει να δώσει λογαριασμό για τις πράξεις του. Αντιθέτως υπεύθυνοι ενώπιόν του είναι όλοι οι υπήκοοι της δεσποτείας του.
Ως παράδειγμα γι’αυτό ο ΓΚ. αναφέρει την απόλυτη μοναρχία των νεοτέρων χρόνων, όπου οι πολιτικοί κλπ υπάλληλοι του δεσποτικού Κράτους ήσαν εντελώς υπεύθυνοι μπροστά στον Μονάρχη. Και η ευθύνη ήταν τόσο πολιτική, όσο και νομική.

3. Ο ανθρωποκεντρικός τύπος πολιτικού συστήματος, που βασίζεται επί της ελευθερίας του ανθρωπίνου όντος, αναγνωρίζει, κατ’αρχήν, την κοινωνία ως δικαιούχο της πολιτικής. Αυτό σημαίνει τα μέλη της έχουν επίσης δικαίωμα να ελέγχουν την πολιτική ηγεσία για το αποτέλεσμα της ασκούμενης πολιτικής. Η άσκηση της πολιτικής ευθύνης ανήκει στην κοινωνία ως δικαίωμα και αυτός που είναι εντεταλμένος να ασκήσει το πολιτικό αξίωμα (την πολιτική ιδιότητα, τον πολιτικό ρόλο) είναι υπεύθυνος εμπρός στο κοινωνικό σώμα.
Ο ΓΚ επισημαίνει ότι στην πρώιμη περίοδο του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος διαπιστώνεται ένας κοινωνικός καταμερισμός εργασίας τόσο στο κοινωνικό όσο και μεταξύ της κοινωνίας και της πολιτικής, που οφείλεται όχι στη συνθετότητα των κοινωνιών αλλά στην αδυναμία τους να συλλάβουν και να ελέγξουν το κοινωνικο-πολιτικό γίγνεσθαι με όρους συνολικής ελευθερίας. Η κοινωνία υποδεικνύεται ως ο έχων δικαίωμα να επωφεληθεί της πολιτικής του αποτελέσματος της πολιτικής. (Π.χ. έχουμε ηλεκτρικό ρεύμα για το φωτισμό της πόλης).Αλλά αυτός που παρουσιάζεται ως νομέας της πολιτικής διαδικασίας – εν προκειμένω της πολιτικής εξουσίας – είναι το πολιτικό προσωπικό. Εντούτοις, παρατηρεί ότι το Κράτος της νεοτερικότητας αναφαίνεται ως ένας αυτόνομος τρίτος που απορροφά το πολιτικό σύστημα και μονοπωλεί την πολιτική αρμοδιότητα έτσι ώστε να αναιρείται ουσιαστικά η αντιπροσωπευτική αρχή του πολιτικού συστήματος. Πράγματι, όπως επισημαίνει ο ΓΚ η αντιπροσωπευτική αρχή προϋποθέτει τη συνάντηση του εντολέα (εδώ της κοινωνίας) και του εντολοδόχου της πολιτικής (του πολιτικού προσωπικού). Όμως στο σημερινό πολιτικό σύστημα και οι δύο αυτές ιδιότητες ανήκουν αποκλειστικά στο κράτος και δι αυτού στους διαχειριστές του. Επιπλέον, σκοπός της πολιτικής δεν είναι το κοινωνικό συμφέρον ούτε η πραγμάτωση της κοινωνικής βούλησης αλλά αφηρημένες έννοιες όπως π.χ. το ‘γενικό’ ή το ‘εθνικό’ συμφέρον, των οποίων το περιεχόμενο το προσδιορίζουν αποκλειστικά οι πολιτικοί και τοποθετείται απέναντι στο «κοινό συμφέρον» που αφορά απ’ευθείας την κοινωνία.
Συνολικά, η φύση της πολιτικής δεν αλλάζει μέσα σ’αυτόν τον ανθρωποκεντρικό τύπο που θεμελιώνεται επί της ελευθερίας του ανθρωπίνου όντος, σε σύγκριση με την φύση που παρουσίαζε σο πλαίσιο του προηγούμενου τύπου, δηλαδή του δεσποτικού. Το μόνο όμως που αναφαίνεται ανάγλυφα είναι μέσα στο πλαίσιο του Κράτους μία διαφοροποίηση των πολιτικών ρόλων. Αυτή η διαφοροποίηση αποκτά μία νομιμότητα ως προς τον σκοπό της.

4. Ετσι, μέσα σ’αυτό το σύστημα, ο πολιτικός έλεγχος, και το σύνολο του πολιτικού ρόλου, είναι μία υπόθεση αποκλειστικά του Κράτους. Ο δε νομέας της πολιτικής εξουσίας κρίνεται «εκλογικά». Στο τέλος της θητείας του, το κοινωνικό σώμα ή του ανανεώνει την εμπιστοσύνη ή όχι. Η εκλογική πράξη αποτελεί διάβημα νομιμοποίησης αυτών που είναι ήδη στην εξουσία, θετικό ή αρνητικό –αν τον επανεκλέξει ή όχι. Όμως το κοινωνικό σώμα δεν είναι άμεσος δικαιούχος της πολιτικής ούτε και εντολέας και γι αυτό δεν έχει εξελεγκτικό, ανακλητικό, εναρμονιστικό δικαίωμα πάνω στον νομέα της πολιτικής διαδικασίας.
Ακόμη μία φορά ο ασκών την πολιτική ιδιότητα είναι επικαρπωτής. Ο πολιτικός δεν ευθύνεται για τις επιλογές ή για την πολιτική που ασκεί, εκτός εάν δοκιμάσει να ανατρέψει πραξικοπηματικά την υπάρχουσα τάξη- ή να προβεί σε προδοσία- ή να σφετερισθεί τον κοινό πλούτο. Με άλλα λόγια δεν αναγνωρίζεται η ύπαρξη πολιτικού δικαίου.

5. Από την άποψη της Κοινωνιολογίας του Δικαίου αναφαίνεται το ενδιαφέρον όσον αφορά τη διάρθρωση ανάμεσα στην πολιτική επιστήμη και την γένεση του Συνταγματικού Δικαίου, αλλά επίσης και την ανάδυση οργανωτικού δικαστικού οργάνου, ειδικά καταρτισμένου με την αρμοδιότητα να δικάζει αυτών των ειδών τις αξιόποινες πράξεις ( πραξικοπηματικό διάβημα για την ανατροπή της υπάρχουσας τάξης, την προδοσία, τον σφετερισμό του κοινού πλούτου).
Στο πρώιμο αντιπροσωπευτικό σύστημα, η δικαιοσύνη εστιάζει το ενδιαφέρον της στις πτυχές της κοινωνικής ζωής (ιδιωτική ζωή, ατομική ελευθερία, δικαιώματα, εργασία κλπ). Αφού δεν αναγνωρίζεται η ύπαρξη πολιτικού δικαίου άρα και πολιτικής ευθύνης δεν έχει πολιτικό ρόλο. Ο θεσμός της δικαιοσύνης ανήκει στο Κράτος, αποτελεί μία αποστολή διοικητικού χαρακτήρα αλλά όχι πολιτικού. Έτσι μη υπάρχοντος συγκεκριμένου δικαιούχου της πολιτικής και εντολέα πέραν του κράτους λαμβάνει το χρίσμα από αυτό κι όχι από το κοινωνικό σώμα. Έτσι δεν αναμένεται έλεγχος επί του θεσμού της δικαιοσύνης από το κοινωνικό σώμα. Και όπως αναφέρθη παραπάνω, το πεδίο της δικαιοσύνης καλύπτει τη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής, όπως τα εγκλήματα κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της περιουσίας. Αφορά επίσης της περιφρούρηση της υπάρχουσας πολιτικής τάξης, καθώς και θέματα γενικής δημόσιας ασφάλειας.

6. Στο στάδιο της ολοκλήρωσης του αντιπροσωπευτικού συστήματος, κατά το οποίο η ιδιότητα του εντολέα περιέρχεται στην κοινωνία και ο σκοπός της πολιτικής ορίζεται από αυτήν, αναφαίνεται η διαφορά ως προς το πρώιμο στάδιο αυτού του συστήματος, καθότι ο νομέας του πολιτικού ρόλου υποβάλλεται στην πολιτική ευθύνη και στην νομική ευθύνη. Η επιβεβαίωση της νομιμότητας μέσω της ανανέωσης της εμπιστοσύνης δια του εκλογικού χρίσματος παραμένει. Αλλά προστίθενται α) ο έλεγχος, β) η εναρμόνιση, γ) η ανάκληση. Για την άσκηση αυτών των πολιτικών λειτουργιών η κοινωνία συγκροτείται ως δήμος, δηλαδή ως πολιτειακός θεσμός. Έτσι η σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής που στο πρώιμο πολιτικό σύστημα, όπως στο σημερινό, διαμορφώνεται βασικά στο επίπεδο της διάρθρωσης του συσχετισμού των δυνάμεων των ενδιαμέσων κοινωνικών οντοτήτων (των ομάδων της κοινωνίας πολιτών) με την εξουσία. Στο στάδιο της ανάπτυξης και ολοκλήρωσης του αντιπροσωπευτικού συστήματος η κοινωνία γίνεται εταίρος της πολιτικής εξουσίας, γίνεται συστατικό μέλος του πολιτικού συστήματος. Σαν μία οντότητα πολιτικά συγκροτημένη και που έχει ένα αυτόνομο πολιτικό ρόλο, εκείνον του εντολέα.
Η δημοκρατία αποτελεί το κατ’εξοχήν παράδειγμα που επιβεβαιώνει το εσφαλμένο της ταύτισης της έννοιας της πολιτικής με την εξουσία σύμφωνα με τη νεοτερική πολιτική επιστήμη. Όντως, ο ορισμός του πολιτικού φαινομένου ως εξουσίας, δηλαδή όχι σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκροτούν τη φύση του αλλά δυνάμει ενός συγκεκριμένου τρόπου που αυτή οργανώνεται ιστορικά, μας διαβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει διαφορετική δυνατότητα να συγκροτηθεί η κοινωνία, πλην εκείνης της εξουσίας. Το πολιτικό σύστημα επομένως θα είναι είτε δεσποτικό είτε, ως ανθρωποκεντρικό, πρώιμο ή πλήρως αντιπροσωπευτικό. Η δημοκρατία όμως μας προσφέρει ένα εναλλακτικό παράδειγμα, που φέρνει την κατάργηση της αυτονομίας της πολιτικής –δηλαδή τη συγκρότησή της ως εξουσίας – καθώς η πολιτική ως φαινόμενο απορροφάται από το κοινωνικό σώμα που συγκροτείται με τη σειρά του ως σώμα πολιτικό, σε δήμο. Η κατοχή της καθολικής πολιτικής αρμοδιότητας από το κοινωνικό σώμα έχει ως συνέπεια το πολιτικό σύστημα να αποσπασθεί από το κράτος και να ταυτισθεί με την κοινωνία. Ώστε, στη δημοκρατία δεν καταργείται η πολιτική αλλά η εξουσία, δεν καταργείται το κράτος αλλά η ενσάρκωσή του με το πολιτικό σύστημα και την πολιτική καθώς οι μηχανισμοί του μεταβάλλονται σε ‘θεραπαινίδα’ της πολιτικής, εν προκειμένω του δήμου. Στο πλαίσιο αυτό, η αντιπροσώπευση δεν εκλείπει ολοσχερώς. Όμως, από σύστημα μεταβάλλεται σε απλό εκτελεστικό θεσμό με περιορισμένες αρμοδιότητες. Ο αντιπρόσωπος δεν είναι πλέον ο νομέας της πολιτικής λειτουργίας παρά μόνο εκτελεστική αρχή στο μέτρο που είναι επιφορτισμένος να καλύψει μία συγκεκριμένη αρμοδιότητα συμβουλευτική ή στενά εκτελεστική, αλλά όχι πλέον Κυβερνητική ή νομοθετική. Έτσι ο εντεταλμένος της περιορισμένης ούτως ή άλλως πολιτικής αρμοδιότητας, που γίνεται όλο και περισσότερο συλλογική, ελέγχεται σε όλα, καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιτικής του αποστολής, της οποίας η εντολή είναι χρονικά περιορισμένη και ελευθέρως ανακλητή και υποκείμενη στη δικαιοσύνη. Η διάρκεια της αποστολής του είναι περιορισμένη και απλώς ενδεικτική από την άποψη ότι υποτάσσεται στην λογική της πιθανότητας ανάκλησης χωρίς όρους της βούλησης του εντολέως. Επομένως, εκτός από την περιορισμένη αντιπροσωπευτική λειτουργία των αρχών, στη δημοκρατία η σχέση εντολέως και εντολοδόχου εκλείπει υπέρ της καθολικής πολιτικής αρμοδιότητας του κοινωνικού σώματος.
Υπό την έννοια αυτή, δημιουργός δικαίου και απονομέας της δικαιοσύνης δεν είναι η εξουσία αλλά ο δήμος. Το δίκαιο καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα θεμάτων από την ιδιωτική σφαίρα έως την πολιτική. Η δικαιοσύνη αποβαίνει κατά το ουσιώδες πολιτική και όχι απλώς διοικητική λειτουργία. Η δημοκρατία, μας αποκαλύπτει, επισημαίνει ο ΓΚ ότι τόσο η δικαιοσύνη όσο και η ισότητα δεν έχουν σταθερό περιεχόμενο. Το περιεχόμενό τους αλλάζει καθώς παρακολουθεί τις μεταβολές του περιεχόμένου της ελευθερίας. Σε αντίθεση με την πρώιμη ανθρωποκεντρική εποχή η δικαιοσύνη στη δημοκρατία καλείται να αντιμετωπίσει τα ζητήματα που εγείρει η βίωση της κοινωνικής και πολιτικής ελευθερίας κι όχι μόνον της ατομικής. Στο πλαίσιο αυτό η ιδιοκτησία παίζει έναν σαφώς περιορισμένο ρόλο ενώ τα ζητήματα που συνδέονται με την ‘κοινωνία της σχόλης’ – αντί της κοινωνίας της εργασίας που επικρατούσε στην πρώιμη εποχή – δεν αφορούν στις σχέσεις εργασίας όπως είναι φυσικό, αλλά στις σχέσεις αναδιανομής που συνάπτονται με την πολιτική εργασία. Ομοίως, το πολιτικό δίκαιο δεν αφορά στις σχέσεις εξουσιαζομένων (της κοινωνίας) προς την εξουσία του κράτους αλλά στην πολιτική συγκρότηση και λειτουργία του δήμου. Το δίκαιο που στις εξουσιαστικά συγκροτημένες κοινωνίες παίζει έναν διπλό ρόλο – κανονιστικό και προστατευτικό – για την κοινωνία, στη δημοκρατία, ο προστατευτικός ρόλος περιορίζεται σημαντικά αφού η εξουσία και η δύναμη – οι δύο συνιστώσες του κινδύνου για την ελευθερία του ανθρώπου εκλείπουν. Η δημοκρατία είναι κοινωνία ελευθερίας κι όχι απλώς δικαιωμάτων.

7.Ο Αριστοτέλης επισημαίνει, λέγει ο ΓΚ., ότι στη δημοκρατία «το πολιτικό έγκλημα» – δηλαδή η ζημιά που προκάλεσε στον εντολέα της πολιτικής η δράση του αντιπροσώπου -, επειδή προκαλεί συλλογική βλάβη, προβλέπει ποινές πολύ πιο σοβαρές από το κοινό έγκλημα. Το γεγονός αυτό, θα υπογραμμίσει ο ΓΚ, μαρτυρεί ότι στο πολιτικό δίκαιο υπόκεινται μόνον οι μη κάτοχοι της πολιτικής κυριαρχίας και οι μη νομείς της πολιτικής. Εξού και στην πρώιμη αντιπροσώπευση το πολιτικό προσωπικό τοποθετείται υπεράνω του νόμου όπως στην ολοκληρωμένη αντιπροσώπευση και στη δημοκρατία υπεράνω του νόμου τοποθετείται ο δήμος. Στη δημοκρατία «η ευθύνη η πολιτική» συντρέχει μόνο για τον εντολοδόχο της πολιτικής ή σ’αυτόν που παίρνει την πρωτοβουλία της αμφισβήτησης της πολιτικής, αλλά όχι στον «ιδιοκτήτη» της καθολικής πολιτικής λειτουργίας, που στην προκειμένη περίπτωση είναι το κοινωνικό σώμα.
Έτσι, συμπεραίνει ο ΓΚ., η θέση της δικαιοσύνης μέσα στο πολιτικό σύστημα και σε σχέση με τα επίπεδα που καταγράφηκαν ανωτέρω ορίζεται με απαρχή τον «κύριο» ή τον νομέα της πολιτικής λειτουργίας. Ο «κύριος» της πολιτικής κατέχει επίσης και την καθολική πολιτική αρμοδιότητα, και ως εκ τούτου ορίζει το πλαίσιο της πολιτικής και νομικής ευθύνης, αλλά δεν υποβάλλεται σ’αυτό. Με άλλα λόγια : ο Κύριος είναι πλέον ο Δήμος, στον οποίο ανήκει μία καθολική πολιτική αρμοδιότητα, και όχι μία διαφοροποιημένη εξουσία. Ο σκοπός της πολιτικής (η πολιτική που θα ακολουθηθεί) προσδιορίζεται από τον δήμο και είναι αυτός που ο ίδιος επιθυμεί, όχι αφηρημένες έννοιες που τις ορίζει αυθεντικά η εξουσία. Όπως δε η δημοκρατία υπόσχεται κατά τον ΓΚ τον μικρότερο δυνατό καταμερισμό των κοινωνικών και πολιτικών έργων, η ‘επιχειρησιακή’ πτυχή της πολιτικής (δηλαδή η αποτελεσματικότητά της) υποχωρεί υπέρ της ελευθερίας και ως εκ τούτου δεν κρίνεται αναγκαία η συνδρομή των ειδικών για την άσκησή τους. Δεν είναι το ίδιο, θα αντιτάξει η δημοκρατική αρχή, να προστρέχουμε στον ειδικό στην κοινωνική ή στην πολιτική λειτουργία, όπως προστρέχουμε στον ειδικό σε ένα αντικείμενο, όπως η ιατρική. Ο γιατρός θεραπεύει δεν συγκροτεί το σύστημα απαλλοτριώνοντας την ελευθερία του ανθρώπου. Στο ζήτημα αυτό εντούτοις, που απασχόλησε τη δημοκρατία, ο Αριστοτέλης διαπιστώνει ότι ο κατέχων την πολιτική αρμοδιότητα, επί του προκειμένου, δεν είναι ούτε ο δικαστής, ούτε το μέλος της Βουλής, ούτε ο μέλος της εκκλησίας, αλλά το Δικαστήριο, δηλαδή η Βουλή και η εκκλησία του Δήμου μαζί. Και προσθέτει ο Αριστοτέλης, επαληθεύτηκε ότι η γνώμη του μεγάλου αριθμού είναι ορθότερη από την γνώμη των μερικών ή του ενός.

8. Αλλά η πολιτική και κατ’αντιδιαστολή το ζήτημα της δικαιοσύνης, δεν εξαντλούνται λέγει ορθά ο ΓΚ. στο χώρο της «παραγωγικότητας». Αφορά, στην αναπτυγμένη ανθρωποκεντρική κοινωνία και περαιτέρω τη διαμόρφωση ενός συστήματος που θα προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα της ελευθερίας και της ισότητας στο πλαίσιο τόσο της ιδιωτικής ατομικής ζωής όσο και των συμβάσεων που συνάπτει το άτομο με τα κοινωνικά υπο-συστήματα και τη συνολική κοινωνία (την πολιτική).
Η πορεία προς την ανθρωποκεντρική ολοκλήρωση, που ευνοεί το πέρασμα στη Δημοκρατία έχει να κάνει με την απάντηση στο ερώτημα της πολιτικής και κοινωνικής ελευθερίας. Η ελευθερία από την κοινωνική άποψη, προβάλει, στο μέγιστο, την αυτονομία του ατόμου έναντι των εξαρτήσεων από κοινωνικές εξουσίες. Κυριότερη από αυτές είναι η εργασία και υπό μιαν άλλη έννοια η οικογένεια. Η πολιτική ελευθερία έχει να κάμει με τις εξαρτήσεις που επιβάλει η συγκρότηση της πολιτικής ως εξουσίας. Η πολιτική ελευθερία επιτυγχάνεται με την απορρόφηση της ολότητας της πολιτικής από την κοινωνία. Ελευθερία και εξουσία είναι έννοιες ασυμβίβαστες, είτε αφορούν το ατομικό, το κοινωνικό ή το πολιτικό επίπεδο διαχείρισης. Γιατί η ελευθερία έχει σαν μέτρο αξιολόγησης του περιεχομένου της, την αυτονομία. Και φυσικά στο κοινωνικό δεν μπορεί να επιτευχθεί η ελευθερία εφόσον το σύστημα συγκροτείται με βάση την ιδιοκτησία. Έτσι, λέγει ο ΓΚ. για να επιτευχθεί η αυτονομία και να εξασφαλισθεί η κοινωνική ελευθερία, η Δημοκρατία στην τελευταία κρατοκεντρική φάση του ελληνικού κοσμοσυστήματος της Πόλης-Κράτους, αποδέχθηκε την έξοδο του πολίτη από την οικονομική διαδικασία και υιοθέτησε την αρχή της αναδιανομής του οικονομικού προϊόντος υπό τύπον πολιτικού μισθού, δια της συμμετοχής του Δήμου στην πολιτική λειτουργία. Η απόρριψη της οικονομικής εργασίας έγινε με την παράλληλη εισαγωγή της πολιτικής εργασίας. Ο Δήμος προτιμά να αυτοκυβερνάται – να είναι ελεύθερος – , θα επισημάνει, ο ΨευδοΞενοφών., παρά να παραχωρήσει την πολιτική κυριαρχία σε μία διαφοροποιημένη εξουσία, ακόμη και οι κάτοχοί της θα ήσαν δήθεν αρμόδιοι να παίρνουν τέλειες αποφάσεις.

9. Έτσι, η εμπειρία του κρατοκεντρικού ελληνικού παραδείγματος Πολιτείας (που διήνυσε μία πλήρη ιστορική διαδρομή εξέλιξης από την κρητο-μυκηναϊκή εποχή έως τον 4ο αιώνα π.Χ., με αποκορύφωμα την ολοκλήρωση της δημοκρατικής εμπειρίας), επιτρέπει να έχει κανείς μία εικόνα του ζητήματος της πολιτικής υπευθυνότητας και της εξέλιξης του δικαίου και της δικαιοσύνης τόσο ως περιεχομένου όσο και ως λειτουργίας απονομής σε διάρθρωση με τον τύπο του πολιτικού συστήματος. Αυτό επιτρέπει επίσης να δύναται κανείς να εκτιμήσει σε ποιό στάδιο της διαδρομής της εξέλιξης βρίσκεται το νεότερο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα. Όντως, το ζήτημα της πολιτικής υπευθυνότητας δεν τίθεται στο νεότερο πολιτικό σύστημα παρά μόνο, όπως επισημάνθηκε ήδη παραπάνω, αν υπάρχει σφετερισμός του δημοσίου αγαθού, ή βίαιη αμφισβήτηση ή αλλαγή της έννομης πολιτειακής τάξης, ή σε περίπτωση εσχάτης προδοσίας. Έτσι πρακτικά η πολιτική λειτουργία τοποθετείται υπεράνω του νόμου και η τάξη των πολιτικών δεν είναι υπεύθυνη, και συνεπώς δεν κρίνεται για την πολιτική της δράση, και όσον αφορά τον ιδιωτικό της βίο γενικά, προστατεύεται από την ασυλία. Η εκλογική εναλλαγή συνιστά εντολή διακυβέρνησης για το μέλλον όχι άσκηση δικαιοδοτικού ελέγχου για την ασκηθείσα εξουσία. Ο ΓΚ επισημαίνει τέλος ότι και αυτή η άσκηση πολιτικού ελέγχου στο περιβάλλον του κράτους (μέσω της αρχής της διάκρισης των εξουσιών) δεν έχει περιεχόμενο αφού με την ανθρωποκεντρική ομοιογενοποίηση της κοινωνίας ο κάτοχος της εκλογικής πλειοψηφίας γίνεται εξ’ολοκλήρου κάτοχος του συνόλου της πολιτικής εξουσίας. Ο κάτοχος της εκτελεστικής εξουσίας (της κυβέρνησης) κατέχει επίσης τη νομοθετική εξουσία (τη Βουλή) διότι αυτό είναι προϋπόθεση για το σχηματισμό κυβέρνησης και κατ’επέκταση τον κρατικό μηχανισμό και τη δικαιοσύνη. Και όχι μόνο, το σύστημα του κόμματος που έχει την πλειοψηφία δημιουργεί στην πράξη μία σύγχυση μεταξύ της εκτελεστικής, της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας αλλά και με τις άλλες θεσμικές διαστάσεις του Κράτους, με αναφορά στον κανόνα της πλειοψηφίας. Ο θεσμός της δικαιοσύνης παρουσιάζεται ως μία διοικητική αρχή, σαν δηλαδή ένας από τους ρόλους του κράτους, της οποίας το πλαίσιο καθορίζεται από την πολιτική εξουσία. Έτσι υπάρχει αυστηρή διχοτομία μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. Έχοντας μάλιστα αποδεχθεί ότι ο νεότερος ανθρωποκεντρισμός είναι τυπολογικό υποπροϊόν του ελληνικού ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, χωρίς να έχει καταφέρει να αφομοιώσει τις κατακτήσεις του, διαπιστώνει ότι τοποθετείται συγκριτικά στο ελληνικό στάδιο που χρονολογικά χωρίζει τους Νομοθέτες (όπως τον Δράκοντα) από το τέλος του Σόλωνα.
Κατά τούτο, η θέση της Δικαιοσύνης και η έννοια της πολιτικής ευθύνης σήμερα έχουν το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια θεσμική αντιμετώπιση αναλογικά με εκείνες της ομόλογης εποχής του ελληνικού κοσμοσυστήματος.

10. Τα στάδια που διακρίνει στην ελληνική πολιτεία, όσον αφορά τη σχέση δικαιοσύνης και πολιτικής και την πολιτική υπευθυνότητα, ο ΓΚ. είναι τα εξής :
Το στάδιο που τοποθετείται πριν από την εποχή του Δράκοντα (7ος αιώνας π.Χ.), δηλαδή τους ύστερους κρητομυκηναϊκούς χρόνους. Αναφερόμενος στον Αριστοτέλη, λέγει ότι στην «παλαιά πολιτεία», αυτήν που αφορά την μοναρχία εφ’όρου ζωής και την εκλεγμένη «μοναρχία», η πολιτική ανήκει στους ευγενείς, στους φεουδάρχες «ευπατρίδες».
Το πέρασμα στην εκλεγμένη μοναρχία φαίνεται ότι καλύπτει μία περίοδο ανακατατάξεων μέσα στην τάξη των ευγενών (ευπατρίδων), σε στιγμή όπου σημειώνεται αποδυνάμωση της βασιλείας και ανάδυση συλλογικού θεσμού, όπου καθιερώνεται η κυριαρχία της τάξης των «ευγενών», που είναι συλλογικά σώματα, και του Αρείου Πάγου. (Πράγμα που αφετέρου συνυπάρχει μα τις καινούργιες σχέσεις ανάμεσα στη μοναρχία και την «τάξη των ευγενών» ουσιωδώς γαιοκτημόνων). Ασκούν αρμοδιότητες κυβερνητικού χαρακτήρα, νομοθεσίας και δικαιοσύνης με δεσποτικό χαρακτήρα.
Ακολουθεί η περίοδος των Νομοθετών (όπως ο Δράκων στην Αθήνα) και του πολιτικού συστήματος της αισυμνητείας (πχ Σόλων), που χαρακτηρίζει το πέρασμα από ένα σύστημα κατ’αρχήν ημι-δεσποτικό (κρατικής δεσποτείας) σε μία διαφορετική τυπολογικά φάση, όπου υπερισχύει μία δυναμική ανθρωποκεντρική.
Το όραμα αυτής της περιόδου επικεντρώνεται στην αντικειμενικοποίηση του Δικαίου και της απονομής της δικαιοσύνης. Αυτό το όραμα διεκδικεί την θεσμική αναγνώριση του ατόμου σαν υποκείμενο δικαίου και σαν εστία της αρχής της ισότητας. Εφόσον αναγνωρίζεται ότι κάθε άτομο έχει ίση αξία εμπρός στον νόμο. Κατά συνέπεια δε ο νόμος είναι ο ίδιος για όλους, πρέπει να είναι προκαθορισμένος και σαφής. Να είναι γραμμένος προτού να εφαρμοσθεί και να μην έχει αναδρομική ισχύ ούτε να διακρίνει μεταξύ των πολιτών. Και η άσκηση της δικαιοσύνης πρέπει να ανήκει σ’ένα πολιτικό όργανο ανεξάρτητο. Πρόκειται για ένα διάβημα δημιουργίας κράτους δικαίου.
Όμως, υπογραμμίζει ο ΓΚ. ότι δεν ενσωματώνεται σ’αυτό το διάβημα η αρχή της πολιτικής ευθύνης. Έτσι η τάξη των πολιτικών, η οποία νομιμοποιείται βάσει του μηχανισμού των εκλογών, παραμένει πάνω από τους νόμους, όσον αφορά την διαχείριση της πολιτικής. Αυτή η περίοδος που τυπολογικά αντιστοιχεί στο σύστημα της περιορισμένης αντιπροσωπείας (4ος αιώνας π.Χ.), όπου ο Σόλων είναι ο πιο διάσημος αντιπρόσωπος, θεωρείται σαν η πρώτη περίοδος όπου η κοινωνία γίνεται ομοιογενής ανθρωποκεντρικά και αποκτά πολιτεία.
Όμως η ισότητα εμπρός στο Νόμο δεν παρουσιάζει όλες της αναγκαίες εγγυήσεις για τη καθιέρωση της ατομικής ελευθερίας –που ήταν μία πρωταρχική συνιστώσα του ανθρωποκεντρισμού, αν δεν πλαισιωνόταν από ένα ελάχιστο εγγυήσεων και κοινωνικής πρόβλεψης.

11. Oπως η πραγματοποίηση του κοινωνικού οράματος εξαρτάται από την πολιτική εξουσία που διευθετεί τα της κοινωνίας, το πολιτικό πρόβλημα ετέθη σ’αυτό το στάδιο του πρώιμου ανθρωποκεντρισμού, ως αμφισβήτηση της πολιτικής εξουσίας. Έτσι αποδόθηκε η πολιτική λειτουργία σε μία θεσμική οντότητα ουδέτερη –το Κράτος- του οποίου ο νομέας δεν ήταν πλέον ο τυπικός ιδιοκτήτης (ή και πραγματικός) αλλά ο εκλεγμένος και θεωρούμενος αντιπρόσωπός του μέσω της ολότητας του κοινωνικού σώματος που εξέλεγε.
Έτσι, στον 6ο αιώνα, στην περίοδο των Νομοθετών, αναφαίνεται το πολιτικό σύστημα της αισυμνητείας, που καθορίζει την αρχή της εκλογής, που εγκαθιδρύει τη σχέση ανάμεσα στο κοινωνικό στοιχείο και το πολιτικό στοιχείο με βάση αντιπροσωπευτική. Η δε Δικαιοσύνη συγκροτείται σαν αρχή μέσα στο πλαίσιο του Κράτους. Το περιεχόμενο του διαβήματος είναι να συγκεντρωθεί στην εφαρμογή μιας νομικής τάξης, που αποσκοπεί στην περιφρούρηση της ατομικής ελευθερίας και τα θεμέλια που αποτελούν το κοινωνικό σύστημα που την πλαισιώνει.
Ο διαχειρίζων τον πολιτικό ρόλο υπόκειται στην αρμοδιότητα της σε περίπτωση διαφθοράς σε σχέση με τον πολιτικό ρόλο και ανατροπής του πολιτικού καθεστώτος.
Η ευθύνη του κατέχοντος την εξουσία παραμένει πολιτική υπό την οπτική γωνία της ανανέωσης ή όχι της θητείας. Πάντως όμως παραμένει ότι δεν απορρέει ότι το κοινωνικό σώμα έχει την αρμοδιότητα του να ανακαλέσει την εξουσιοδότηση της πολιτικής θητείας.
Το τελευταίο στάδιο αφορά στη μετάβαση στις διάφορες μορφές δημοκρατίας, όπως τις περιγράψαμε παραπάνω.

12. Ο ΓΚ παρατηρεί ότι το ελληνικό ή αλλιώς ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας, μας προσφέρει και μια άλλη φάση συγκρότησης της σχέσης κοινωνίας και πολιτικής και μάλιστα πολιτειακού και κοινωνικού συστήματος δικαίου, εκείνου της μετα-κρατοκεντρικής ή οικουμενικής περιόδου. Κατά την φάση αυτή, που διαρκεί από τους ελληνιστικούς χρόνους έως τις παρυφές του 20ου αιώνα, βρισκόμαστε ενώπιον ενός υπερκείμενου πολιτειακού υποκειμένου, της κοσμόπολης, που είναι το κράτος της οικουμένης, και ενός συστήματος δικαιοσύνης που συγκροτείται από αυτό. Η κοσμόπολις οργανώνεται με βάση την κοσμοπολιτεία που είναι η σύνθεση του συστήματος των πρωτογενών κρατών ( των πόλεων) και της μητρόπολης (της πρωτεύουσας πολιτείας) η οποία παίζει έναν ρόλο κεντρικού πολιτικού συστήματος. Ο πολίτης στο πλαίσιο αυτό είναι υποκείμενο δικαίου τόσο για την πρωτογενή πόλη όσο και για την κοσμόπολη, καθώς είναι συγχρόνως πολίτης της πόλης και κοσμοπολίτης. Η παρουσία της οικουμενικής κοσμόπολης αποκτά κατά τον ΓΚ μια επιπλέον εξέχουσα σημασία στο μέτρο που δημιουργεί το περιβάλλον μιας εξέλιξης, με ανθρωποκεντρικούς όρους, της πολιτικής πέραν του κράτους, στο επίπεδο του συνόλου κοσμοσυστήματος. Όντως, η πολιτική πέραν του κράτους ορίζεται, κατά την κρατοκεντρική περίοδο του κόσμου, ως δύναμη. Ο κάτοχος της δύναμης επιβάλει τη βούλησή του, αξιώνει το συμφέρον του να αναγνωρισθεί ως κανόνας και να υπηρετηθεί από τους αδυνάτους. Δύναμη και εξουσία αποτελούν έννοιες αδιαφοροποίητες. Στην περίοδο της οικουμένης, η πολιτική ως δύναμη υποχωρεί και εγγράφεται σε ένα σύστημα εξουσίας, δηλαδή σε ένα προκαθορισμένο κανονιστικό περιβάλλον. Συντελείται επομένως μια καθοριστικής σημασίας ανθρωποκεντρική μετάβαση σε ένα στάδιο που ανάγει το λεγόμενο κράτος δικαίου όχι μόνον σε ενδο-κρατικό αίτημα αλλά και σε δια-κρατικό, δηλαδή κοσμοπολιτειακό. Το κράτος δικαίου της κοσμόπολης παρακολουθεί το άτομο-πολίτη στη λειτουργία του πέραν της πόλης κράτους, διέπει δηλαδή το άτομο-κοσμοπολίτη.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Γ.Κοντογιώργη, «Προλεγόμενα για μια κοσμοσυστημική θεώρηση του ιστορικού γίγνεσθαι», στου Δημ.Κούτρα (επιμ), Φιλοσοφία της ιστορίας και του πολιτισμού, Αθήνα, 2003.
G.Contogeorgis, «La politique comme phénomène chez Aristote et la science politique moderne», στου Δημ.Κούτρα (επιμ.), Η πολιτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη και οι επίδρασή της, Αθήνα, 1999.
Γ.Κοντογιώργη, Το ¨Ιερατείο¨. Η δεσποτική μετάλλαξη της ελλαδικής εκκλησίας, Αθήνα, 2000 (ιδίως τα κεφάλαια ¨Ελληνισμός και χριστιανισμός. Τα όρια της σύμβασης μεταξύ ανθρωποκεντρισμού και δεσποτείας¨-σελ. 9 έως 147 – και ¨Θρησκευτικός ή κοσμοσυστημικός πολιτισμός¨- 265 έως 348).
G.Contogeorgis, « Identité cosmosystémique ou identité nationale? Le paradigme hellénique », in Pôle Sud, Revue de science politique, 10/1999.

- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -

Κοινοποίηση: