Γ. ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗ
Η Ελλάδα τον 20ο αιώνα: κοινωνία και πολιτική.

1. Η είσοδος στον 20ο αιώνα θα βρει την Ελλάδα σε βαθιά κρίση. Το πρόταγμα της εθνικής παλιγγενεσίας που επεξεργάσθηκαν οι ηγήτορες του προεπαναστατικού ελληνισμού θα εκτραπεί σε ένα θνησιγενές και θεσμικά ελεγχόμενο από τις Δυνάμεις κράτος εθνοκεντρικού τύπου ανήμπορο να ανταποκριθεί στη δυναμική και στις προσδοκίες του ελληνικού κόσμου. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα θα διαμορφωθούν ωστόσο, στο πλαίσιο του ελλαδικού κράτους οι κοινωνικο-οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές και ιδεολογικές συνθήκες που θα συνοδεύσουν την ελληνική κοινωνία στο μεγαλύτερο μήκος του 20ου αιώνα.
Οι συνθήκες αυτές θα προκύψουν από το άθροισμα του ελληνικού κεκτημένου – του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας – και τις διατακτικές του νέου κοσμοσυστημικού περιβάλλοντος που επέβαλε η μετάβαση του ευρωπαϊκού κόσμου από τη φεουδαλική δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό. Το άθροισμα αυτό θα προσδιορίσει και τον χαρακτήρα του νεοελληνικού πολιτικού συστήματος, το οποίο μετά την Επανάσταση, θα κληθεί να αναπαράγει το πολιτειακό κεκτημένο της δυτικο-ευρωπαϊκής πραγματικότητας.
Η σταθερή πρόσδεση του νεοελληνικού κράτους στο δυτικο-ευρωπαϊκό πρότυπο θα επιβληθεί οριστικά από τις Δυνάμεις με την εγκαθίδρυση της απόλυτης μοναρχίας, δηλαδή ενός συστήματος δεσποτικού τύπου που ωστόσο προέβαλε ως εξ ολοκλήρου αναχρονιστικό καθώς ερχόταν σε τυπολογική αντίθεση με το ιστορικό κεκτημένο του ελληνισμού. Γι’ αυτό και η «πολιτεία» του θα συνδυασθεί με την συστηματική αποδόμηση του προγενέστερου καθεστώτος και ταυτόχρονα με την οικοδόμηση ενός πλήρους απαξιωτικού πλέγματος γύρω από αυτό. Οι ιδιαιτερότητες στην εφαρμογή του «ευρωπαϊκού» προτύπου, στο μέτρο που θα κριθούν ως αποκλίνουσες από τον κανόνα, θα αξιολογηθούν εξ ορισμού αρνητικά και θα ενοχοποιηθεί γι’ αυτές το Βυζάντιο και η Οθωμανοκρατία.
Τα ανωτέρω προϊδεάζουν ότι μια ολοκληρωμένη απεικόνιση της φύσεως του νεοελληνικού κράτους θέτει ως προαπαιτούμενο τη συγκριτική ζύμωση του ιστορικού συστήματος υπό το οποίο έζησε ο ελληνισμός με νεότερο εθνοκεντρικό πολιτικό σύστημα. Ωστόσο, και η προσεκτική παρατήρηση του ακριβούς περιεχομένου ορισμένων από τα στοιχεία που συνθέτουν την ιδιαιτερότητά του μπορεί να αποδώσει μια ικανοποιητική επισκόπηση των ποιοτικών του γνωρισμάτων.

2. Το θεμελιώδης πρόβλημα του ελληνικού πολιτικού συστήματος εντοπίζεται στο δυσπροσάρμοστο του κοινωνικού σώματος στο διατακτικό της συγκεκριμένης αντιπροσωπευτικής λογικής. Η αντιπροσώπευση υποφέρει βασικά από την υπερβάλλουσα πολιτικοποίηση των μελών της κοινωνίας, η οποία μάλιστα εκδηλώνεται όχι με αγελαίο τρόπο, δηλαδή μαζικά και συντεταγμένα όπως απαιτεί ο νεοτερικός κανόνας, αλλά ως τυπικά εξατομικευμένη πολιτική λειτουργία. Το ερώτημα συνεπώς δεν εστιάζεται στη φύση του πολιτικού συστήματος, που θέτει ως προαπαιτούμενο την α-πολιτική ιδιοσυστασία της κοινωνίας, αλλά στον αποκλίνοντα χαρακτήρα του κοινωνικού σώματος και στις εξ αυτού παραμορφώσεις που προκαλούνται στο σύστημα. Και τούτο διότι η απόκλιση αυτή θέτει υπό αμφισβήτηση τη θεμελιώδη αρχή του πολιτεύματος, τη διχοτομία μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, η οποία υποδηλώνει την απαλλοτρίωση του ουσιώδους της πολιτικής και τη μονοσήμαντη συγκρότησή της στο επίπεδο μιας τρίτης, αυτόνομης παραμέτρου, του κράτους, που εφεξής ορίζεται ως δημόσιος χώρος. Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτική, υπό όλες τις εκφάνσεις της , ανήκει εξ ορισμού στους «αντιπροσώπους» του κοινωνικού σώματος. Το τελευταίο δεν αναγνωρίζεται ως συντεταγμένη πολιτειακή παράμετρος παρά μόνον προκειμένου να νομιμοποιήσει περιοδικά τους φορείς της πολιτικής.
Η αντιπροσωπευτική αυτή αρχή που διδάσκει η ‘νεοτερική πρωτοπορία’ ανταποκρίνεται σε μια εξαιρετικά πρώιμη φάση στην πορεία προς την ανθρωποκεντρική συγκρότηση της εποχής μας. Γι’ αυτό και εξαντλείται στη νομιμοποίηση των φορέων της πολιτικής στην εξουσία. Το κοινωνικό σώμα, που αναγνωρίζεται ως ‘κυρίαρχο’, αποστερείται κάθε δυνατότητας να ελέγχει τον αντιπρόσωπο, να τον εγκαλεί προκειμένου να εναρμονισθεί με τη βούλησή του, να ανακαλεί την εντολή κλπ, με το επιχείρημα ότι ούτε οι συνθήκες (το πολιτειακό μέγεθος, η συνθετότητα των προβλημάτων) ούτε η πολιτική του ωριμότητα το επιτρέπουν.
Το κόμμα στο πλαίσιο αυτό καλείται να παίξει έναν καίριο αντισταθμιστικό ρόλο καθώς αναλαμβάνει αφενός την οικοδόμηση των θεμελίων του ανθρωποκεντρισμού (χρηματιστική οικονομία, θεσμοί, δικαιώματα κλπ) και τη διαχείριση του δημοσίου χώρου για λογαριασμό της κοινωνίας και αφετέρου την ευθύνη της κοινωνικο-πολιτικής διαπαιδαγώγησης του «νέου ανθρώπου». Οσο περισσότερο το κόμμα απευθύνεται σε λιγότερο ανθρωποκεντρικά χειράφετα άτομα – για παράδειγμα στις μάζες που φέρουν βαρύ το φορτίο της φεουδαλικής κληρονομιάς – τόσο το πρόταγμά του εστιάζεται στα βασικά δικαιώματα και ελευθερίες, εν προκειμένω στη δημιουργία των προϋποθέσεων (σχέσεις ιδιοκτησίας, θεσμική κατοχύρωση της εργασίας, αντικειμενικοποίηση του δικαίου και της δικαιοσύνης, στοιχειώδης πρόνοια κλπ) για την υποστήριξή τους.
Η πολιτική ως ελευθερία, δηλαδή ως αυτοκαθοριστική παράμετρος δεν θα απασχολήσει τον «νέο άνθρωπο» καθότι εγγράφεται ως ζητούμενο στην τελευταία φάση της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης. Στο στάδιο αυτό προσλαμβάνεται συμψηφιστικά ως δικαίωμα με διαμεσολαβητικό περιεχόμενο. Εξού και η προσέγγιση της πολιτικής πράξης με όρους αγελαίας προσχώρησης στις τάξεις του αντιπροσωπευτικού θεσμού που καλείται να ασκήσει τη διαμεσολαβητική του λειτουργία.
Ώστε, η λογική της ‘νεοτερικής’ αντιπροσώπευσης εισάγει ως καταστατική υπόθεση τη διχοτομική αρχή, ακριβώς διότι έχει επίγνωση της ιδιοσυστασίας της κοινωνίας στην οποία αναφέρεται και εν προκειμένω της μη διανοητής ικανότητας και της μη βούλησής της να διαχειρισθεί κατά τρόπο άμεσο τα κοινά, ακόμη και να διαπραγματευθεί αυτοπροσώπως τις υποθέσεις της με την πολιτική τάξη.
Στον αντίποδα του ‘νεοτερικού’ κανόνα, η ελληνική κοινωνία εμφανίζεται να τοποθετεί το πολιτικό πρόβλημα στην προμετωπίδα του προτάγματός της σε βαθμό που μπορεί να υποθέσει κανείς ότι κοινωνικοποιείται μάλλον δια της πολιτικής παρά πολιτικοποιείται δια των κοινωνικών θεσμών και μηχανισμών (παιδεία κλπ). Κατά τούτο αμφισβητεί στο κράτος το μονοπώλιο της πολιτικής, αρνείται τον «απελευθερωτικό» ή έστω καθοδηγητικό ρόλο του κόμματος – και των ενδιάμεσων ομάδων (συνδικάτων κλπ) – ο οποίος συνδυάζεται με μια εν λευκώ και πάντως ανέκλητη εντολή και την αγελαία πολιτική προσχώρηση στο διατακτικό τους. Η ιδιοσυστασία αυτή της ελληνικής κοινωνίας παραπέμπει σαφώς σε μια φάση που έχει ήδη αφομοιώσει το πλέγμα των «βασικών δικαιωμάτων και ελευθεριών» της πρώιμης ανθρωποκεντρικής εποχής. Η διαπίστωση αυτή συνάδει με την άποψη ότι πριν από την συγκρότηση του εθνοκεντρικού κράτους, ο ελληνισμός βίωνε την περίοδο της μετα-κρατικής ή οικουμενικής ωριμότητας κατά την οποία το πολιτικό απορροφάται ουσιαστικά από το κοινωνικό, έτσι ώστε το πολιτικό σύστημα να τοποθετείται στον αντίποδα των συστημάτων εξουσίας. Τούτο εξηγεί γιατί μετά τον καταστατικό αποκλεισμό κοινωνικού σώματος από την πολιτική διαδικασία που επέβαλε το εθνοκεντρικό κράτος η ζήτηση πολιτικής εμφανίζεται ως ένας υπερβάλλων εξωθεσμικός λόγος, ενώ την ίδια στιγμή η πολιτική παρέμβαση των μελών του εστιάζεται αναγκαστικά σε μια άνιση διαπραγμάτευση των συμφερόντων του με την πολιτική τάξη .
Η θεμελιώδης αυτή ιδιαιτερότητα της ελληνικής κοινωνίας εξηγεί σειρά αποκλίσεων του νεοελληνικού κράτους οι οποίες καταγράφηκαν στα αρνητικά του: η πλήρης αδυναμία της απολυταρχίας και της συνταγματικής μοναρχίας, που επέβαλαν οι Δυνάμεις, να εγκλιματισθούν στην ελληνική κοινωνία, η αποτυχία του τιμοκρατικού εγχειρήματος και η εξαρχής γενίκευση του δικαιώματος της ψήφου έτσι ώστε το ελλαδικό κράτος να αποτελεί το πρώτο νεότερο σύστημα αντιπροσώπευσης υπό συνθήκες καθολικής ψηφοφορίας, η εμπέδωση από την πρώτη στιγμή των μη ιδεολογικών και ταξικών κομμάτων με σαφή δια-στρωματική αναφορά και λειτουργία, συνάδουσα προς την ατομική – κι όχι αγελαία – πολιτική συμπεριφορά κ.α.
Οι ανωτέρω όλως ενδεικτικές ιδιαιτερότητες αποκαλύπτουν τη θεμελιώδη όντως αντίφαση μεταξύ αφενός μιας κοινωνίας με βαθιά ανθρωποκεντρική αναφορά και αφετέρου ενός κατεξοχήν πρώιμου πολιτικού συστήματος που προόρισται να διαχειρισθεί τη μετάβαση στο νεότερο ανθρωποκεντρισμό. Η ελληνική κοινωνία κλήθηκε στο πλαίσιο αυτό να προσαρμοσθεί στη λογική ενός δημοσίου χώρου που της διαφεύγει και να λειτουργήσει με όρους που ανταποκρίνονται σε κοινωνίες με υπανάπτυκτη πολιτική αναφορά.
Η διαλεκτική αυτή σχέση μεταξύ πολιτικής ανάπτυξης και πολιτικής υπανάπτυξης συνδέθηκε στην εποχή μας με τις άλλες εκδηλώσεις του φαινομένου (η οικονομία, ο πολιτισμός κλπ). Οι ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες κατατάσσονται στη χορεία των πολιτικά ανεπτυγμένων κοινωνιών (π.χ. οι χώρες της Δύσης) ενώ οι χώρες της οικονομικής υπανάπτυξης αντιμετωπίζονται ως πολιτικά ασταθείς και επιρρεπείς στον αυταρχισμό καθώς αδυνατούν να συγκροτήσουν τις ισορροπίες του ενδιαμέσου χώρου που εντέλει εξουδετερώνουν τη φυσική τάση της εξουσίας να συσσωρεύει ισχύ. Στη δεύτερη περίπτωση το αυταρχικό φαινόμενο προκύπτει ως η αναπόφευκτη κατάληξη της απουσίας μιας ισχυρής «κοινωνίας πολιτών». Η προβληματική αυτή αγνοεί το κοινωνικό σώμα ως ιστορικό πολιτικό και μάλιστα πολιτειακό κύτταρο δεδομένου ότι η νεότερη κοινωνική επιστήμη αντιλαμβάνεται την εξέλιξη ως μια γραμμική αλληλουχία με αποκορύφωμα το νεότερο κόσμο. Στο μέτρο επομένως που οι χώρες της ‘νεοτερικής πρωτοπορίας’ δεν έχουν να επιδείξουν το φαινόμενο της πολιτικής ελευθερίας ή έστω μια πολιτική υπερανάπτυξη του κοινωνικού σώματος που να αντιπαρέρχεται τις ανοχές του αντιπροσωπευτικού πλουραλισμού, συνάγεται ότι είναι αδιανόητο να καταχωρηθεί το φαινόμενο αυτό ως κεκτημένο σε μια άλλη κοινωνία, που επελέγη να ταξινομηθεί στην ‘περιφέρεια’, ή στο παρελθόν. Παρόλ’αυτά, η καλλιέργεια της πολιτικής ως αυτονομίας στο πλαίσιο του ελληνικού κοσμοσυστήματος, ήδη από τους προκλασικούς χρόνους και η λειτουργία της ως σταθεράς κατά την οικουμενική περίοδο του συστήματος των πόλεων ή ‘κοινών’, θα προικίσει τις ελληνικές κοινωνίες με μια ανεπανάληπτη πολιτική υπερανάπτυξη. Πράγμα που σημαίνει ότι η νεότερη κοινωνική επιστήμη μολονότι αναγνωρίζει γενικώς την «ιστορική παράμετρο» ως συντελεστή του πολιτικού γίγνεσθαι, αρνείται στην ελληνική κοινωνία την κληρονομιά του πολιτικού της κεκτημένου ή μάλλον την καταγράφει ως στρεβλωτική του πολιτικού συστήματος.
Για να επανέλθουμε στο παράδειγμα του αυταρχικού φαινομένου: η ελληνική δικτατορία των συνταγματαρχών, τυπολογείται στην ίδια κατηγορία με εκείνες της Ισπανίας και της Πορτογαλίας χωρίς καν να συνεκτιμάται το γεγονός ότι οι χώρες της Ιβηρικής χερσονήσου έχουν να επιδείξουν μιαν ανάξια λόγου θητεία στο αντιπροσωπευτικό σύστημα και μάλιστα στον κοινοβουλευτισμό. Το αυταρχικό φαινόμενο στο νεοελληνικό κράτος καταγράφεται ως παρένθεση σε ένα εξαιρετικά σταθερό και ανθεκτικό αντιπροσωπευτικό πολιτικό σκηνικό το οποίο νομιμοποιείται σε ένα κλίμα διαρκούς αμφισβήτησης αν και το κοινωνικό πρόβλημα ως πρόταγμα ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης δεν σκιάζει την πολιτική δυναμική. Κατά τούτο μπορεί να ερμηνευθεί μόνον ως απόρροια της εμμονής του κοινωνικού σώματος να υπερβαίνει τη λογική της «κοινωνίας πολιτών», να προσεγγίζει τον τρίτο, τον δημόσιο χώρο ως «κοινόν», θέτοντας υπό δοκιμασία την πολιτική τάξη ή εξωθώντας την σε μη αποδεκτές από τους ηρακλείς του συστήματος επιλογές. Εν προκειμένω, το αυταρχικό φαινόμενο εμφανίζεται ως αποτέλεσμα μιας προφανούς υπέρβασης των ορίων της διχοτομικής σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής που εισάγει το πολίτευμα. Η δικτατορία του Μεταξά, η δικτατορία των συνταγματαρχών και ιδίως η κατασταλτική υπερβολή της περιόδου του ψυχρού πολέμου αποδίδουν κατά τρόπο ανάγλυφο το κλίμα μιας ανάλογης προς την πολιτική αμφισβήτηση κινητοποίησης των αμυντικών αντανακλαστικών του συστήματος.
Το έλλειμα νομιμοποίησης του ελληνικού συστήματος, που αποδίδεται στην ισχυρή ζήτηση πολιτικής από την κοινωνία και κατ’ επέκταση στην παράκαμψη της καταστατικής ‘νεοτερικής’ αρχής ότι η πολιτική εντοπίζεται ταυτολογικά με τους αντιπροσωπευτικούς θύλακες και την εξουσία, συνδυάζεται με τη φυσική δυσκολία του ελληνισμού να αποσείσει την μακραίωνη οικουμενική του ιδιοσυστασία και να αφομοιώσει το εθνο-κρατο-κεντρικό κεκτημένο. Πολλώ μάλλον αφού σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα ούτε την εθνική ούτε την ανθρωποκεντρική του υπόσταση οφείλει στο ‘νεοτερικό’ κράτος το οποίο υπό μιαν άλλη έννοια, – εξ απόψεως συνολικής ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης – λειτούργησε, όπως είδαμε, κατ’ αρχήν οπισθοδρομικά. Διότι εν τέλει ακόμη και η έννοια της «κοινωνίας πολιτών» ή το συνάλληλό της, ιδίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πλουραλισμός, δεν υποδηλώνει παρά την μετάλλαξη της αντιπροσωπευτικής εκδοχής που εκφραζόταν για μεγάλο διάστημα μέσω του κομματικού φαινομένου (της κομματοκρατίας), με την προσθήκη των ενδιαμέσων ομάδων. Στην προσέγγιση της πολιτικής ως εξουσίας θα υπεισέλθει και το επιχείρημα της ισχύος, του συσχετισμού των δυνάμεων που εξισορροπεί την εξουσία, όχι όμως και η κοινωνία καθεαυτή, δηλαδή ως πολιτειακά συγκροτημένο και λειτουργούν σώμα. Η προοπτική αυτή απορρίπτεται μετά βδελυγμίας από τους ρέκτες της ‘νεοτερικότητας’, πράγμα που καταδεικνύει πόσο μικρή σχέση έχει το σύγχρονο πολιτικό πρόταγμα με την εκδοχή της πολιτικής – όχι ως δικαιώματος αλλά – ως ελευθερίας. Το ‘νεοτερικό’ πρόταγμα είναι προοδευτικό σε ότι αφορά τις χώρες της μετάβασης από το δεσποτικό στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα (π.χ. συγκρινόμενο με την ‘ιδιωτική’ φεουδαρχία ή την απόλυτη μοναρχία), όχι όμως και για τη ζωτική περιοχή του ελληνικού ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος όπου ο καταστατικός πολιτειακός ιστός είχε ενσαρκώσει και μετέφερε έως το τέλος την πράξη της (άμεσης) δημοκρατίας και οπωσδήποτε της πολιτικής χειραφέτησης και αυτονομίας. Αυτό ακριβώς το κεκτημένο κλήθηκε να εγκαταλείψει η κοινωνία του νεοελληνικού κράτους προκειμένου να μεταβεί στη μεγάλη κλίμακα, κατά το ‘νεοτερικό’ πρότυπο. Πράγματι, η ελλαδική άρχουσα τάξη, που ουσιαστικά συμποσούται στην πολιτική τάξη του κράτους, θα προσέλθει να διαχειρισθεί τη μετάβαση από την ανθρωποκεντρική οικουμένη μικρής κλίμακας, που λαμβάνει ως καταστατικό πολιτειακό κύτταρο την ‘πόλη’, στο εθνοκεντρικό γίγνεσθαι σύμφωνα με το διατακτικό του ‘νεοτερικού’ πολιτειακού προτάγματος, δηλαδή την αρχή της διχοτομίας που συγκροτεί το πολιτικό πέραν του κοινωνικού, στην περιοχή του κράτους.
Το νέο αυτό κράτος θα εστιάσει, ως εκ τούτου, τον άξονα της αντιπαλότητάς του στο ιστορικό πολιτειακό σύστημα της ‘πόλης’ καθώς αυτό αφενός έθετε υπό αμφισβήτηση την αρχή της ενότητας της πολιτικής κυριαρχίας του εξουσιαστικού κέντρου – και επέκεινα της πολιτικής τάξης – και αφετέρου ήγειρε συνειρμικά το δίλημμα πρώιμη αντιπροσώπευση ή δημοκρατία στο πλαίσιο της νέας πολιτειακής παραμέτρου μεγάλης κλίμακας, του εθνοκράτους. Ώστε η επιλογή υπέρ του ‘νεοτερικού’ πολιτειακού προτάγματος δεν έγινε στην ελληνική περίπτωση για τους ίδιους λόγους με εκείνους των χωρών της ‘νεοτερικότητας’ ούτε είχε τις ίδιες επιπτώσεις. Εκεί, οι θιασώτες του ανθρωποκεντρικού προτάγματος (η αστική τάξη κλπ) επιστράτευσαν το επιχείρημα της κρατικής κυριαρχίας προκειμένου να αντιπαλέσουν με τη φεουδαλική πραγματικότητα. Εδώ, η πολιτική τάξη, που προηγουμένως είχε πολεμήσει την πολιτειακή επιλογή του Ιωάννη Καποδίστρια στο όνομα των «κοινών», θα αναδειχθεί στον κατ’εξοχήν υπερασπιστή της κεντρικής κυριαρχίας.
Η επιλογή αυτή της πολιτικής τάξης θα αποτελέσει μια ιδιαίτερα ανθεκτική σταθερά και θα λέγαμε μέτρον της σύγκρουσης στην ελληνική πολιτική σκηνή ανάμεσα στον ‘παλαιοκομματισμό’ και στη ‘νεοτερικότητα’. Μια σύγκρουση που εν τούτοις ανάγεται όχι στο προ-εθνοκρατικό παρελθόν του ελληνισμού (π.χ. στην οθωμανοκρατία) ή στην ‘καθυστέρηση’ της ελληνικής κοινωνίας, όπως συνήθως πιστεύεται, αλλά στις παραμορφώσεις του πολιτικού συστήματος, συνεπεία του εκρηκτικού μείγματος που παρήγαγε η εφαρμογή της διχοτομικής αντιπροσωπευτικής αρχής στην ελληνική κοινωνία. Στη δύσκολη συνύπαρξη των δυο αυτών νομιμοτήτων προστίθεται ασφαλώς και η ιδιαιτερότητα της μετ-επαναστατικής ελλαδικής κοινωνίας η οποία αν και έφερε μαζί της τη μετα-κρατοκεντρική ή οικουμενική ανθρωποκεντρική εμπειρία, είχε αποστερηθεί λόγω του πολέμου του γηγενούς – μικρού σε σχέση με τον ευρύτερο ελληνικό αλλά καθόλα υπαρκτού – αστικού ιστού και συγχρόνως αποκοπεί από τον κυρίως κορμό της χρηματιστικής οικονομίας που δέσποζε στον ευρύτερο ελληνικό ζωτικό χώρο. Δεν διέθετε επομένως μια ισχυρή αστική τάξη η οποία θα κατηύθυνε ή έστω θα επηρέαζε τις επιλογές της πολιτικής.
Κατά τούτο, το δίλημμα «αναδιανεμητική» ή «επιχειρησιακή» προσέγγιση της πολιτικής, το οποίο αποτέλεσε το σημείο αιχμής στην αντιπαλότητα μεταξύ ‘παλαιοκομματισμού’ και ‘νεοτερικότητας’ και η συνάρθρώσή του με ένα μη ιδεολογικό ή ταξικό περιβάλλον, δηλαδή με ένα κοινωνικό πρόταγμα που δεν εστίαζε το ενδιαφέρον του στην ανθρωποκεντρική οικοδόμηση, πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι το ελλαδικό κράτος συγκροτήθηκε στο περιθώριο του ευρύτερου ελληνικού ζωτικού χώρου και το χειρότερο πάνω σε ένα κατεστραμμένο οικονομικο-κοινωνικό και πολιτικό ιστό. Πράγμα που υποδηλώνει ότι η «μοίρα» της ελληνικής κοινωνίας, η ίδια η φύση του ελληνικού εθνο-κεντρικού κράτους θα ήταν θεμελιωδώς διαφορετική αν είχε συγκροτηθεί στην περίμετρο ενός μεγάλου αστικού κέντρου του ελληνισμού όπως η Θεσσαλονίκη, η Σμύρνη, η Κωνσταντινούπολη, ή έστω τα Ιωάννινα κλπ.

3. Στο πλαίσιο αυτό θα καλλιεργηθεί η προβληματική για την εθνική ολοκλήρωση που ήδη από τον 19ο αιώνα θα συμβολισθεί με το πρόταγμα της Μεγάλης Ιδέας. Η είσοδος στον 20ο αιώνα θα συνοδευθεί με τη γενικευμένη εκτίμηση ότι το ελλαδικό πολιτειακό μόρφωμα είναι εντελώς απρόσφορο να αντιμετωπίσει το μείζον ζήτημα της εθνικής παλιγγενεσίας. Το κλίμα της γενικευμένης απογοήτευσης θα συνοδευθεί από μιαν άνευ προηγουμένου κινητοποίηση δυνάμεων της κοινωνίας από τις οποίες θα επιχειρηθεί η ανόρθωση του κράτους ενόψει της διαφαινόμενης μεταβολής του γεωπολιτικού χάρτη στην περιοχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Το πρόταγμα της Μεγάλης Ιδέας θα συγκεκριμενοποιηθεί από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος θα εγγράψει ως υποθήκη για την εθνική ολοκλήρωση τις περιοχές όπου υπήρχαν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί. Ωστόσο, οι ελληνικές βλέψεις στη Βαλκανική συναντούν, από το β’ ήμισυ του 19ου και ιδίως στις αρχές του 20ου αιώνα, την ανταγωνιστική παρουσία των άλλων λαών της περιοχής με τους οποίους όφειλε πια να αντιπαλέσει ή να διαπραγματευθεί. Στη Μικρά Ασία αντιθέτως το ελληνικό εθνικό πρόταγμα δεν έχει ανταγωνιστές, θα εξωθήσει όμως στην εκκόλαψη του τουρκικού εθνικισμού μέσα από τις στάχτες της καταρρέουσας οθωμανικής κληρονομιάς.
Η μεγίστη αυτή κινητοποίηση της ελληνικής κοινωνίας θα απολήξει στον υπερδιπλασιασμό της χώρας. Θα αποτύχει όμως κατά το ουσιώδες της Μεγάλης Ιδέας, δηλαδή να μετατρέψει την Ελλάδα σε περιφερειακή δύναμη. Το εγχείρημα της εγκατάστασης του ελληνικού κράτους στην περίμετρο των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας θα απολήξει στον ξεριζωμό τους ύστερα από μια αδιάκοπη πραγματική κυριαρχία που ανάγεται στους μυκηναϊκούς χρόνους. Η ενσωμάτωση των νέων εδαφών και μαζί η ελληνική υποχώρηση θα μεταβάλλουν άρδην τα δεδομένα της ελλαδικής κοινωνίας καθώς θα δημιουργήσουν μια νέα πλειοψηφία της οποίας οι επιπτώσεις θα γίνουν αισθητές πέραν της οικονομίας και του πολιτισμού, στην πολιτική ζωή.
Το μικρασιατικό εγχείρημα κρίθηκε αναγκαίο να συνδυασθεί με μια ευρύτερη παρέμβαση των Δυνάμεων στην περιοχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας η οποία αποτυπώθηκε στη Συνθήκη των Σεβρών. Η μικρασιατική καταστροφή ωστόσο ή τουλάχιστον το μέγεθός της δεν ήταν προδιαγεγραμμένη, όπως συνήθως πιστεύεται. Εγινε αναπόφευκτη από τη στιγμή που διερράγη το εσωτερικό μέτωπο όχι από εσωτερικές πολιτικές έριδες, αλλά λόγω της αντιπολιτειακής παρέμβασης του θρόνου στην πολιτική ζωή και στις στρατηγικές επιλογές της χώρας. Πέραν του ότι συζητείται η συσχέτιση της μεταστροφής του διεθνούς παράγοντα με την παρέμβαση αυτή, παραμένει γεγονός ότι ο θρόνος λειτούργησε για μια ακόμη φορά ως η «έξωθεν» δύναμη που προορίζετο «να εποπτεύει» θεσμικά την πολιτική ζωή και την πορεία της χώρας. Οι επιλογές του υπέρ της μιας ή της άλλης Δύναμης, ελλείψει μιας κοινής στρατηγικής εκ μέρους των στο ελληνικό πρόβλημα, δεν αναιρεί την άποψη ότι ο θρόνος επιζήτησε σταθερά νομιμοποίηση σε εξω-πολιτειακές δυνάμεις (στρατός κλπ) και ιδίως στον ξένο παράγοντα.
Η περίοδος από τη μικρασιατική καταστροφή κυριαρχείται από τις επιπτώσεις της. Η ελληνική κοινωνία καλείται να αφομοιώσει το προσφυγικό, να αντιμετωπίσει το σοκ της ήττας που επανέφερε τα δημογραφικά όρια του ελληνισμού στη μητροπολιτική Ελλάδα, να επιλύσει το πολιτειακό πρόβλημα που έθετε η παρουσία του θρόνου στη χώρα κ.α. Η ανατροπή της σχέσης μεταξύ ελλαδικού και μείζονος ελληνισμού υπέρ του πρώτου θα σηματοδοτήσει τελικά την εγκατάλειψη του εκτατικού προτάγματος της Μεγάλης Ιδέας υπέρ ενός εθνοκεντρικού προτάγματος που έμελλε να επικεντρωθεί στην ενδοσκόπηση και στην ανασυγκρότηση εντός των ορίων του κράτους-έθνους.
Η νέα αυτή πραγματικότητα διακρίνεται από έντονη αμφισβήτηση και ανατροπές του πολιτικού σκηνικού καθώς οι συντελεστές του (οι πολιτικές δυνάμεις κλπ) θα αποδειχθούν ανήμπορες να υπερβούν τις συνέπειες του διχασμού ενώ η νέα ιδεολογία δεν είχε επαρκώς εμποτίσει με ενέργεια την πολιτική δυναμική ώστε να ηγεμονεύσει στο επίπεδο του κράτους. Στο πλαίσιο αυτό η απομάκρυνση του θρόνου θα αποδειχθεί πρόσκαιρη. Η επάνοδος της βασιλείας θα συνοδευθεί τελικά με την επιβολή του καθεστώτος της «4ης Αυγούστου», με το επιχείρημα ότι ο κοινοβουλευτισμός απέτυχε να ανταποκριθεί στο νέο εσωτερικό και διεθνές περιβάλλον που επέβαλε την ανάγκη της ειρήνευσης των αστικών δυνάμεων ενώπιον του ανοθρόσκοντος κοινωνικού εχθρού .
Συγχρόνως, από τη βαθιά αυτή κρίση του ελληνισμού, την εσωστρέφεια και τη ρευστότητα θα αναδειχθούν τα θεμέλια μιας νέας κοινωνίας, μιας νέας προβληματικής για την πολιτική, το σπέρμα μιας νέας εθνοκεντρικής αυτογνωσίας που θα εγείρει εκ νέου το ερώτημα της φύσης και της θέσης της Ελλάδας στο κόσμο. Καταλύτης για τις εξελίξεις αυτές θα είναι η «προσφυγιά» με τα εδραία ανθρωποκεντρικά (υψηλή αστική συνείδηση, παιδεία και οικουμενικό πνεύμα κλπ) θεμέλια, τα οποία άλλωστε αποτελούν γενικότερα τον πυρήνα κάθε αιτιολογίας για τη μη ευδοκίμηση στη χώρα του φασιστικού κινήματος . Οπωσδήποτε, το νέο εθνοκεντρικό πρόταγμα καθώς θα εστιάσει την προβληματική του στην ταυτότητα του έθνους με το κράτος θα επαναφέρει στο προσκήνιο σειρά ζητημάτων που συνάπτονται μ’ αυτό. Τυπικό παράδειγμα το γλωσσικό, όπου η εθνοκεντρική αρχή ένα κράτος, ένα έθνος, μια ενιαία και κυρίαρχη πολιτική εξουσία θα επισπεύσει την αποκρυστάλλωση του δημοτικού ιδιώματος στο πλαίσιο του γλωσσικού διπολισμού αλλά και της προσπάθειας για την «ομοιογενοποίηση» της ελληνικής κοινωνίας.
Η εποποιία του πολέμου και της αντίστασης στην κατοχή αποτελεί απόρροια ακριβώς της δυναμικής αυτής. Ο εμφύλιος αν και αντανακλά κατά τρόπο πρόδρομο τον νέο διεθνή διπολισμό εξακολουθεί να «τρέφεται» ενπολλοίς με τις συνέπειες και τις δυνάμεις του διχασμού. Το ελληνικό πρόβλημα εξακολουθεί να είναι προεχόντως πολιτικό και ως τέτοιο θα αναδειχθεί σε μείζονα παράμετρο κατά την περίοδο του ψυχρού πολέμου. Η υπερβάλλουσα ζήτηση πολιτικής εκ μέρους της κοινωνίας και επέκεινα η καταστατική συνάφειά της με το πολιτικό σύστημα θα παρεμποδίσει τη δυναμική του να εναρμονισθεί με το κυρίαρχο διεθνές κλίμα που εξελάμβανε την εναλλαγή στην εξουσία ως αδιανόητη και την αμφισβήτηση των επιλογών του κράτους ως πρόκληση.
Ώστε η ενισχυμένη επίκληση της καταστολής από την πλευρά του κράτους καθ’ όλη τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου δεν υπήρξε απόρροια του εμφυλίου ή της πολιτικής «ανωριμότητας» του ελληνικού συστήματος. Αντιθέτως, μπορεί να υποστηριχθεί με ασφάλεια ότι τόσο ο εμφύλιος όσο και η κατασταλτική ιδιαιτερότητα του ψυχρού πολέμου, με αποκορύφωμα την αυταρχική εκτροπή του 1967, αποτελούν ισάριθμες εκφάνσεις του δημοκρατικού ελλείμματος της «νέας τάξης» και στο πλαίσιο αυτό της «δυσφορίας» της ελληνικής κοινωνίας να συγκατανεύσει στις επιταγές της.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου ο θρόνος θα επανέλθει στην ιστορική του «αποστολή», αναλαμβάνοντας το ρόλο του εγγυητή της νομιμοφροσύνης της χώρας. Προς τούτο θα οικοδομήσει ένα πλήρες παρα-σύστημα μηχανισμών ελέγχου του φρονήματος και καταστολής των αποκλίσεων από τη νομιμότητα της «νέας τάξης», εν ολίγοις ομηρίας του πολιτικού συστήματος. Ώστε η αναφορά στην κατασταλτική ιδιαιτερότητα του ελληνικού παραδείγματος υπονοεί την έμφαση όχι το γεγονός καθεαυτό, δεδομένου ότι τόσο στον «Δυτικό» όσο και στον «Ανατολικό» κόσμο όχι μόνον η προοπτική της εναλλαγής στην εξουσία υπήρξε απαγορευτική, αλλά και η λειτουργία του παρα-συστήματος επιβεβαιωμένη στην ολότητά της. Η ολιγότερο εμφανής κατασταλτική παρουσία του κράτους στο δυτικό ευρωπαϊκό χώρο συναρτάται προς την μεγαλύτερη νομιμοποίηση των επιλογών της εξουσίας και σαφώς στη μικρότερη πολιτική αξίωση της κοινωνίας. Στην ελληνική περίπτωση επιβεβαιώνεται η πρώιμη φύση του νεότερου κρατοκεντρικού συστήματος που εννοεί να εξομοιώνει την πολιτική με τη δύναμη, υποβιβάζοντας ουσιαστικά τον πολιτικό λόγο, δηλαδή την ελευθερία, σε προσάρτημά της.
Η αρχή της δεκαετίας του 1960 διακρίνεται από την εκκόλαψη σημαντικών διεργασιών στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πεδίο που κατατείνουν στην αμφισβήτηση του βασιλικού παρα-συστήματος και στην απόδοση του πολιτικού βίου στις πολιτικές δυνάμεις και στην κοινωνία πολιτών. Οι διεργασίες αυτές που θα ακολουθήσουν ως απόρροια της γενικότερης ανοικοδόμησης της χώρας θα μορφοποιηθούν στην πολιτική περιοχή της Ενωσης Κέντρου, η οποία με πρόταγμα τον «εκδημοκρατισμό» της πολιτικής ζωής θα επιχειρήσει την εναλλαγή στην εξουσία και περαιτέρω την υπέρβαση των «δουλειών» που επέβαλε ο ψυχρός πόλεμος (του παρα-συστήματος, των «προνομιών» του θρόνου κλπ). Τα γεγονότα που ακολούθησαν καταδεικνύουν ότι ο δυτικός παράγων και οι ηρακλείς του πολιτειακού τους προσαρτήματος στη χώρα, δεν ήσαν ακόμη έτοιμοι να αντέξουν τη δοκιμασία μιας εναλλαγής στην εξουσία που θα εισήγαγε την αμφισβήτηση του ‘κατεστημένου’ παρα-συστήματος και ενδεχομένως θα παρενοχλούσε τις ευαίσθητες ισορροπίες στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Πολλώ μάλλον αφού το πρόταγμα της «ομαλοποίησης», αν και στάθηκε ικανό να συγκεντρώσει σημαντικά ετερόκλητες δυνάμεις στην Ενωση Κέντρου, στο στάδιο της διαχείρισης της εξουσίας αναδείχθηκαν σε φυγόκεντρες τάσεις με όχι σαφώς «σύννομο» ιδεολογικό ζητούμενο για την εποχή.
Η «αποστασία» συμβολίζει, από την άποψη αυτή, τη μη διαθεσιμότητα του φιλελεύθερου κέντρου να αποδεχθεί τη μετεξέλιξη του κόμματος σε μια τυπική σοσιαλδημοκρατία ενόσω ο φυσικός του χώρος παρέμενε δέσμιος του παρα-συστήματος. Κατά τούτο η διάσπαση της Ενωσης Κέντρου υποκρύπτει συνακόλουθα τη δυναμική μιας προϊούσης πολιτικής ενοποίησης της φιλελεύθερης παράταξης και συγχρόνως την τάση αναζήτησης πολιτικής έκφρασης της σοσιαλδημοκρατίας που καθιστούσε αναγκαία η νέα οικονομικο-κοινωνική πραγματικότητα των μέσων της δεκαετίας του 1960.
Η «21η Απριλίου» αντιπροσωπεύει την τελευταία πράξη ενός παρα-συστήματος που σχετικά αυτονομημένο από τη φυσική του ηγεσία, το θρόνο, και ανήσυχο για τις εξελίξεις, θα επιχειρήσει να τις αποτρέψει. Ειδομένη στο περιβάλλον του διπολισμού συμπίπτει με μια διαρκώς αυξανόμενη τάση της «ατλαντικής» ηγεσίας να υποθάλπει την εκτροπή από τη «δημοκρατική» νομιμότητα ως τρόπο αντιμετώπισης του ιδεολογικο-πολιτικού αντιπάλου.
Οπωσδήποτε, για μια ακόμη φορά η μη εναρμόνιση της ελληνικής πολιτικής ζωής με το «διεθνή» κανόνα, απλούστερα, η αδυναμία του πολιτικού συστήματος να παραγάγει πολιτικές συναφείς προς τις δυνατότητες της χώρας και τη θέση της στο νέο κρατοκεντρικό περιβάλλον, θα οδηγήσει στη μεγιστοποίηση του αντιτίμου που θα κληθεί να καταβάλλει. Κατά τούτο μπορεί να ειπωθεί ότι η κυπριακή τραγωδία αντιπροσωπεύει τυπικά τη συστηματική παράλειψη της ελληνικής πολιτικής τάξης να συνεκτιμήσει το διεθνή παράγοντα κατά τη διαχείριση του προβλήματος ή καλύτερα να αντιμετωπίσει την επίλυσή του υπό το πρίσμα μιας στρατηγικής συνεύρεσης με τις Δυνάμεις που διαμόρφωναν το γεωπολιτικό χάρτη της περιοχής. Το «μακεδονικό» πρόβλημα θα επανεπιβεβαιώσει τη σταθερά αυτή της ελληνικής πολιτικής ζωής, σύμφωνα με την οποία τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής διατυπώνονται σε συνάφεια προς εσωτερικές εκτιμήσεις και στη συνέχεια διακινούνται στη διεθνή σκηνή ως αδιαπραγμάτευτες «αλήθειες» και πρόδηλο αποτέλεσμα την ολοκληρωτική αναδίπλωση.

4. Η μεταπολίτευση χαρακτηρίζεται από τη ραγδαία εκκαθάριση του πολιτειακού τοπίου και την αποκατάσταση του πολιτικού σκηνικού στη γραμμή πλεύσης που άρχισε ήδη να αποκρυσταλλώνεται πριν από την αυταρχική παρένθεση. Η απομάκρυνση του θρόνου, στο μέτρο που συνέδεσε την παρουσία του στη χώρα όχι ως φυσική απόρροια μιας μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό αλλά ως επιλογή των Δυνάμεων προκειμένου να αποκαθάρουν την ευρωπαϊκή ήπειρο από ένα αδιανόητο για την εποχή προοδευτικό πολιτειακό πρόταγμα συμφυές προς την ελληνική ιδιοσυστασία και να ελέγξουν τις εξελίξεις στην περιοχή του ευρύτερου ελληνισμού, αποτελεί ένα μείζον πραγματικό και συμβολικό γεγονός. Το οποίο όμως, πρέπει να υπογραμμισθεί, ήρθε σε μια στιγμή ανέξοδη για τους μείζονες συντελεστές της μοναρχίας, καθώς η ίδια παρήλθε ως πολιτικό σύστημα, ο δε ελληνισμός ως ευρύτερη ζωτική παρουσία και οπωσδήποτε ως κρατική οντότητα έπαψε ουσιαστικά να αποτελεί αστάθμητη απειλή.
Η νέα πολιτειακή τάξη που θα αποκρυσταλλωθεί στο Σύνταγμα του 1975, αποκαθιστά ουσιαστικά τη συνέχεια της ελληνικής πολιτικής ζωής, την οποία χαρακτηρίζει μια θεμελιώδης διάσταση μεταξύ τυπικού και πραγματικού πολιτικού συστήματος. Το πραγματικό πεδίο της πολιτικής, ήδη εξαιρετικά ευρύ λόγω της ανθρωποκεντρικής «προϊστορίας» της ελληνικής κοινωνίας, θα τροφοδοτηθεί με νέα δυναμική που θα απελευθερώσει η σταδιακή μετάβαση από την κλασική βιομηχανική στην τεχνολογική κοινωνία.
Στο μεταξύ η κατάρρευση της δικτατορίας θα επαναφέρει βασικά το κομματικό σύστημα στο σημείο όπου αυτό ανεστάλη. Η δεξιά παράταξη θα εμφανισθεί ως η φιλελεύθερη Νέα Δημοκρατία, τη θέση της αριστεράς θα καταλάβουν πια οι δυο εκφάνσεις της, η ευρωκομμουνιστική και η ορθόδοξη του ΚΚΕ, ενώ στη θέση της παλαιάς Ενωσης Κέντρου θα αναδειχθούν οι δυο συνιστώσες της ‘αποστασίας’, η Ενωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις και το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ). Στο μέτρο όμως που το σχήμα των δυο μεγάλων φιλελεύθερων κομμάτων αποδεικνύονταν κοινωνικά ανέφικτο, το κέντρο θα καταρρεύσει σύντομα υπό την πίεση της Νέας Δημοκρατίας, η οποία θα πραγματοποιήσει ένα σοβαρό κοινωνικό και πολιτικό άνοιγμα προς τα μικρομεσαία στρώματα και μια τομή προς την κατεύθυνση της υπέρβασης του ιστορικού παρελθόντος. Το ΠΑΣΟΚ από την πλευρά του όντας αντιμέτωπο με την κατά το μάλλον ή ήττον απογύμνωση του προ-δικτατορικού αιτήματος για εκδημοκρατισμό της πολιτικής ζωής, επανένταξη στο σύστημα των ηττημένων του εμφυλίου και μια σχετική «εξισορρόπηση» της διεθνούς θέσης της χώρας, θα επιχειρήσει να καλύψει την περιοχή ενός ριζοσπαστικού σοσιαλιστικού προτάγματος (εκτεταμένες κρατικοποιήσεις, κλπ.) επαγγελόμενο συγχρόνως την απομάκρυνση της χώρας από τη «Δύση» (έξοδος από το ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ, κατάργηση των βάσεων κλπ). Στην πραγματικότητα ωστόσο ο πολιτικός του λόγος απέβλεπε εμφανώς στη δημιουργία ενός ουσιαστικού ρήγματος ανάμεσα στη «Δεξιά» και την «Αριστερά» για την οικοδόμηση του δικού του ζωτικού χώρου. Εξού και οι καταστατικές αντιφάσεις που διακρίνουν την πολιτική του πράξη από τον πολιτικό του λόγο. Στο όνομα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού θα καλλιεργήσει την αναξιοπιστία του κράτους και μια «λεηλατική» προσέγγιση του δημόσιου χώρου ενώ συγχρόνως θα διευρύνει το χάσμα της κοινωνικής ανισότητας και θα εδραιώσει το καπιταλιστικό υπόστρωμα της κοινωνίας. Το πρόταγμα για το «βάθεμα» της δημοκρατίας θα κατοχυρώσει θεσμικά την κομματική χειραγώγηση των θεσμών του κράτους και της κοινωνίας, επιδιώκοντας συστηματικά να εγκλωβίσει το εκλογικό σώμα στην ιστορική μνήμη, στην επιστράτευση παρωχημένων πελατειακών πρακτικών και στην απροκάλυπτη ιδιοποίηση των μηχανισμών και των προσόδων του κράτους. Η ολομέτωπη ‘αντιπαράθεση’ με τη «Δύση» θα κατοχυρώσει την χωρίς προηγούμενο ενσωμάτωση της χώρας στο σύστημά της. Είναι προφανές ότι η αντιδυτική ρητορική του ΠΑΣΟΚ δεν υπέκρυπτε μια τριτοκοσμική επιλογή. Υπαγορευόταν πρωταρχικά από την πρόθεσή του να επωφεληθεί από το αντιδυτικό σύνδρομο που ενστάλλαξε στις μάζες η αλωσιακή ορθοδοξία και καλλιέργησε έκτοτε η Εκκλησία. Ενα σύνδρομο πρόσφορο στην υποδαύλιση εξαιτίας των αλλεπάλληλων ιστορικών ταπεινώσεων με τελευταίες το κυπριακό και τη δικτατορία και οπωσδήποτε ενός υφέρποντος εθνικού τραυματικού συνδρόμου του νεότερου ελληνισμού. Η Ελλάδα της μετα-διπολικής εποχής θα έχει απολέσει σημαντικά ερείσματα στη διεθνή σκηνή και ιδίως το συγκριτικό της πλεονέκτημα (ιδίως λόγω της οικονομικής της στασιμότητας) απέναντι στην Τουρκία, τη δυνατότητά της να διαλέγεται με όρους σχετικής ισορροπίας.
Η περίοδος που διανοίγεται από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 συμπίπτει με την αποκορύφωση της πολιτικής αντίδρασης στη διαρκώς αυξανόμενη κοινωνική αμφισβήτηση της πολιτικής αυτονομίας της κομματοκρατίας. Παρά την οικονομική στασιμότητα στην οποία υπεβλήθη η ελληνική κοινωνία (οι βιομηχανικοί δείκτες το 1990 παρέμεναν στο επίπεδο του 1980) η θεσμική της ενσωμάτωση στο ευρύτερο ευρωπαϊκό σύμπλεγμα, που θα πραγματοποιηθεί με την πλήρη είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ ως δέκατο μέλος, στο τέλος του 1980, θα εξισορροπήσει τις απώλειες σε δυναμισμό απέναντι στις αντιστάσεις της πολιτικής τάξης.

5. Η τελευταία δεκαετία πριν από τον 21ο αιώνα χαρακτηρίζεται ως περίοδος ραγδαίων προσαρμογών για την Ελλάδα. Γίνεται εμφανές ότι οδεύει προς την ολοκλήρωσή της η διαδικασία απόρριψης των υπολειμμάτων μιας παρωχημένης προσωποπαγούς κομματοκρατίας στην οποία είχαν εγκλεισθεί επί μακρόν οι πολιτικές δυνάμεις. Η επανενσωμάτωση στο σύστημα σημαντικών περιοχών της ελληνικής κοινωνίας, η αδιαμφισβήτητη οικονομική απογείωση, οι διαγραφόμενες εξελίξεις στις πολιτικές οικογένειες και στο πολιτικό προσωπικό, η ουσιαστική αποστασιοποίηση από το «διχαστικό» παρελθόν και η συνακόλουθη εξάντληση των ιστορικών αναγωγών στην πολιτική αντιπαλότητα, τέλος η αδιαμφισβήτητη συναίνεση στο θέμα της οργανικής ένταξης της χώρας στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και σε καίριους τομείς της εξωτερικής πολιτικής, έχουν οδηγήσει το κομματικό σύστημα να ισορροπεί εγγύτερα στους κοινωνικούς συσχετισμούς.
Τούτο άλλωστε έγινε ιδιαίτερα εφικτό από τη στιγμή που η σταδιακή ενσωμάτωση της χώρας στο νέο τεχνολογικό κεκτημένο της επικοινωνίας θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις μιας ουσιαστικής διάχυσης του πολιτικού στο κοινωνικό και επέκεινα μιας πλέον βαρύνουσας θέσης της κοινωνικής βούλησης στο πεδίο της πολιτικής. Η είσοδος της ιδιωτικής τηλεόρασης από το 1990, αν και έγινε με όρους ισχύος, υπό το βάρος του κενού εξουσίας που δημιούργησε το κυβερνών κόμμα με τη στρατηγική του να ελέγξει τα «μέσα» (με αποκορύφωμα το σκάνδαλο Κοσκωτά), μεταβάλλοντας την πολιτική τάξη σε όμηρο των συντελεστών της «τηλεκρατίας», θα πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο μιας δυναμικής, η οποία συναρτάται εξορισμού από τη διεύρυνση του πεδίου της πολιτικής προς την κατεύθυνση της κοινωνίας.
Η δραματική αυτή μεταβολή της σχέσης ανάμεσα στο τυπικό πολιτικό σύστημα και στο πραγματικό πεδίο της πολιτικής συνεπάγεται ωστόσο μεσοπρόθεσμα ο ιδιοκτήτης του ‘μέσου επικοινωνίας’ να συμπεριφέρεται και ως ιδιοκτήτης της πολιτικής. Δύναται επομένως να διαχειρίζεται την πολιτική κατά βούληση, με κίνητρο τη λεγόμενη ακροαματικότητα ή τους ευρύτερους επιχειρηματικούς του σχεδιασμούς ή τις διαπλοκές του με την πολιτική τάξη. Στις χώρες όπου το ‘μέσον επικοινωνίας’ λειτουργεί απλώς ως ‘μέσον ενημέρωσης’ το πρόβλημα δεν γίνεται ιδιαίτερα αισθητό διότι αν μη τι άλλο η πολιτική παράγεται από την πολιτική ηγεσία και τις συντεταγμένες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Συνεπώς, ο κάτοχος του «μέσου» έχει συγκεκριμένα περιθώρια παρέμβασης στο περιεχόμενο ή στην ιεράρχηση της θεματικής της ενημέρωσης. Η επιρροή του εστιάζεται κυρίως στο περιβάλλον του παρασκηνίου της εξουσίας. Την επιρροή όμως αυτή οι προσεγγίσεις που συμψηφίζουν την αντιπροσώπευση και τη δημοκρατία με τον πλουραλισμό των ομάδων δεν την αντιμετωπίζουν αρνητικά, καθώς θεωρείται ότι κατατείνει στην ανάπτυξη της μεγαλύτερης δυνατής διασποράς της εξουσίας.
Οταν αντιθέτως το μέσον επικοινωνίας εξελίσσεται σε πεδίο της πολιτικής, όπως εν προκειμένω στη μοναδική περίπτωση του ελληνικού πολιτικού συστήματος, ο ιδιοκτήτης και γενικότερα οι συντελεστές του, μεταβάλλονται σε θεμελιώδεις ρυθμιστές του πολιτικού συστήματος. Ιεραρχούν ή και καθορίζουν τις θεματικές και το εύρος της πολιτικής δυναμικής, αποφασίζουν αντί των πολιτικών δυνάμεων για τα πρόσωπα και τις προτεραιότητες της εκπροσώπησης, την οποία μεταβάλλουν συχνά σε αντικείμενο οικονομικής ή πολιτικής συναλλαγής και φυσικά υπαγορεύουν τους κανόνες του πολιτικού παιγνιδιού. Ακόμη και αν, για τις ανάγκες του επιχειρήματος, υποθέσουμε ότι ο ιδιοκτήτης του «μέσου» δεν ανταλλάσσει «στοιχεία» του δημοσίου αγαθού με συγκεκριμένες «εύνοιες» προς το πολιτικό προσωπικό, όπως είναι το συνήθως συμβαίνον, αυτή καθ’ εαυτή η αθέσμιτη παρέμβασή του στη συγκρότηση και λειτουργία του πεδίου της πολιτικής, συνιστά ιδιοποίηση. Διότι ο ίδιος δεν νομιμοποιείται στο ρόλο του ούτε από τη λογική ούτε από τον φορέα ή δικαιούχο του συστήματος. Ούτως ή άλλως, η διαχείριση της πολιτικής με όρους ιδιοκτησίας, παραπέμπει σε μια λογική απαλλοτρίωσης του πολιτικού συστήματος και, στο πλαίσιο αυτό, ομηρίας της πολιτικής τάξης, με συνεπακόλουθο, την εμπέδωση στην κοινωνία μιας εικόνας αδυναμίας, αδιεξόδου και αποξένωσης, πράγμα που επιτείνει την απαξιωτική προσέγγιση της πολιτικής από το κοινωνικό σώμα. Οπωσδήποτε οι μεταλλάξεις στο πολιτικό σύστημα που καταγράφονται ιδιαίτερα στην ελληνική περίπτωση ως απόρροια της λειτουργίας του μέσου επικοινωνίας ως πεδίου της πολιτικής οφείλονται στην ίδια αιτία που επισημάνθηκε στην αρχή της προβληματικής μας: συγκεκριμένα στον υψηλό δείκτη πολιτικής ανάπτυξης της κοινωνίας, ο οποίος ενοχοποιεί την εμμονή του πολιτικού συστήματος να αντιμετωπίζει θεσμικά το «μέσον» ως απλή ενημερωτική παράμετρο. Κι όχι το αντίθετο.
Το τέλος της χιλιετίας βρίσκει την Ελλάδα να πασχίζει ακόμη για την εναρμόνισή της στις διατακτικές της ‘νεοτερικότητας’. Οπως όμως είδαμε, η εναρμονιστική αυτή λειτουργία κατατείνει τελικά στην επιστροφή μιας κοινωνίας που βίωνε ολοκληρωτικά τη μετα-κρατοκεντρική ή οικουμενική περίοδο του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος στη λογική και στις συνθήκες μιας πρώιμης ανθρωποκεντρικής εποχής. Η μετάβαση από τη μικρή στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα δεν αναιρεί το γεγονός ότι θα πραγματοποιηθεί με γνώμονα την απόρριψη και όχι την προβολή και τη μετάταξη του προγενέστερου ανθρωποκεντρικού κεκτημένου στη νέα πολιτειακή κλίμακα.
Οι ραγδαίες εξελίξεις που καταγράφονται από τη δεκαετία του 1980 φανερώνουν ότι στο περιβάλλον της τεχνολογικής κοινωνίας το σημείο συνάντησης της ελληνικής κοινωνίας με τις χώρες της ‘νεοτερικής πρωτοπορίας’ τείνει να περιορισθεί καθώς η ζήτηση πολιτικής , ως στοιχείο ανθρωποκεντρικής αναφοράς, έχει αρχίσει να καταλαμβάνει και σ’ αυτές μια σχετικά σημαίνουσα θέση. Από το άλλο μέρος, οι αποκλίσεις που επισημαίνονται στην ελληνική περίπτωση ως αποτέλεσμα της κληρονομημένης πολιτικής υπερ-ανάπτυξης της κοινωνίας δεν αναιρούν το γεγονός ότι στις προσλήψεις της πολιτικής κυριαρχεί η επιχειρησιακή και η ανα-διανεμητική έννοια, η οποία την εξομοιώνει με την εξουσία και τις σχέσεις δύναμης που αναπτύσσονται στην περίμετρό της. Η έννοια της κοινωνίας πολιτών παραπέμπει σε ένα στάδιο της ανθρωποκεντρικής εξέλιξης όπου η πολιτική συλλαμβάνεται ως ‘δικαίωμα’ (όχι όμως ως ελευθερία) που υποδηλώνει ότι δομείται καταστατικά ως εξουσία και λειτουργεί στο πλαίσιο των σχέσεων δύναμης. Αν και η πολιτική υπερ-ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας αναπέμπει σε μια πρόσφατη εποχή, τον 19ο αιώνα, όπου η πολιτική ενεγράφετο ως πεδίο άσκησης της ελευθερίας στο πλαίσιο του ‘κοινού’, η καταγραφή της στο τέλος του 20ου αιώνα δεν συνάπτεται με τη λογική ενός προτάγματος πολιτικής ελευθερίας και κατ’ επέκταση με το αίτημα της κατάργησης της αντιπροσώπευσης ως εξουσιαστικού συστήματος που απάδει προς αυτήν. Δεν παύει ωστόσο να επιβάλει μια πλέον οργανικά αρθρωμένη σχέση μεταξύ του κοινωνικού και του πολιτικού με σαφή απόκλιση από τη διχοτομική πολιτική αρχή που διδάσκει ο ‘νεοτερικός’ αντιπροσωπευτικός κανόνας.
Η «παγκοσμιοποίηση», από την άποψη αυτή, ερμηνεύεται ως εσωτερικό στάδιο της πρώτης κρατοκεντρικής περιόδου του νεότερου ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος και όχι ως σημείο υπέρβασής της. Αναλύεται αφενός στη διεύρυνσή του στο σύνολο του πλανήτη και αφετέρου, σε μια σειρά εξελίξεων στο επίπεδο του κοσμοσυστήματος και συνακόλουθα στο εσωτερικό των πρωτογενών κοινωνικών μορφωμάτων με επίκεντρο τη συρρίκνωση της κρατικής κυριαρχίας. Η αυτονόμηση ιδίως της οικονομίας και της επικοινωνίας από την περίμετρο του κράτους – έθνους και η συστημική τους οικοδόμηση στο περιβάλλον του συνόλου κοσμοσυστήματος, εν αντιθέσει προς την πολιτική που παραμένει ερμητικά περιορισμένη στο κράτος, αλλά και η προϊούσα απελευθέρωση των επιμέρους δυναμικών της κοινωνίας από την μονοπωλιακή βούληση της κεντρικής εξουσίας αποτελούν ισάριθμες εκδηλώσεις ενός και του αυτού φαινομένου, το οποίο υποδηλώνει σε τελική ανάλυση τη διεύρυνση των παραμέτρων του ανθρωποκεντρικού κεκτημένου. Διεύρυνση που προαναγγέλλει, στο βάθος του χρόνου, την προετοιμασία των κοινωνιών, του κοσμοσυστήματος στο σύνολό του, για την πραγματοποίηση μιας μετάβασης από την ‘κοινωνία πολιτών’ στην ‘πολιτική κοινωνία’ ή με όρους πολιτικής διατύπωσης από ένα σύστημα δικαιωμάτων ή (αντιπροσωπευτικής) εξουσίας σε ένα σύστημα πολιτικών ελευθεριών, δηλαδή δημοκρατίας.
Ηδη όμως η ιστορική διάκριση ανάμεσα στη συντήρηση και στην πρόοδο αρχίζει να αποκτά ένα θεμελιωδώς διαφοροποιημένο περιεχόμενο. Η προσήλωση στις κοινωνικές και πολιτικές πραγματικότητες της «βιομηχανικής» εποχής, στις κατεστημένες ιδεολογίες της «δεξιάς» ή της «αριστεράς» που ανάγονται σε ζητήματα της πρώιμης ανθρωποκεντρικής μετάβασης, στο παρωχημένο εξουσιαστικό (αντιπροσωπευτικό ή πλουραλιστικό) πρόταγμα της «κοινωνίας πολιτών», αποτελεί ήδη παρελθόν και ως τέτοιο εγγράφεται στη συντήρηση. Η συμμετοχή στις ιδεολογικο-κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες, που συμβάλλουν στη μετάβαση των κοινωνιών – και ενός εκάστου- στη νέα, τεχνολογική εποχή και στη θεσμική συγκρότηση του πολιτικού στο επίπεδο του κοσμοσυστήματος , συνιστά πρόοδο. Στην κοινωνία πολιτών το προοδευτικό πρόταγμα ταυτίσθηκε με την οικοδόμηση των βασικών παραμέτρων του ανθρωποκεντρισμού και μιας κοινωνίας που θα διασφάλιζε τις πρωταρχικές ελευθερίες του ατόμου, την ατομική και την κοινωνική. Στην προοπτική της ‘πολιτικής κοινωνίας’ το άτομο, που μόλις αφομοίωσε τις βασικές κατακτήσεις της πρώιμης ανθρωποκεντρικής εποχής, διαπιστώνει έντρομο ότι τα θεμέλια και οι αξίες πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε η ιδέα του ‘νέου ανθρώπου’ άρχισαν να υποχωρούν (π.χ. η απόρριψη της εργασίας ως πραγματικότητας και ως συστήματος κοινωνικής ένταξης, αναδιανομής και καταξίωσης) χωρίς να προβάλει στη θέση τους ένα νέο συστηματικό πρόταγμα. Κατά τούτο η μετάβαση στην τεχνολογική εποχή φαίνεται ότι οδηγεί σε μια επανεκτίμηση της ελευθερίας ως μιας σφαιρικής παραμέτρου, που καλύπτει το ανθρωποκεντρικό πρόταγμα την ολότητά του, με προέχουσα την πολιτική και πνευματική ελευθερία ή αυτονομία του ατόμου .
Η Ελλάδα, εν αντιθέσει προς τον ελληνισμό που ταυτίσθηκε με το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα και βίωσε ως το τέλος τις παραμέτρους του, αποτελεί ένα οριακό πολιτειακό και κοινωνικό μόρφωμα του νεότερου εθνοκρατικού κοσμοσυστήματος. Αν και ταξινομείται στην πολιτική πρωτοπορία λόγω ιδίως της ανθρωποκεντρικής της κληρονομιάς δεν μπορεί να ελπίζει σε μια διαφορετική διαχείριση της εξέλιξης που θα την αποστασιοποιούσε θετικά από τον κορμό της ‘νεοτερικότητας’ καθόσον η δυναμική του κοσμοσυστήματος συμπαρασύρει προς μια ενιαία εξελικτική τροχιά την οποία καθοδηγούν οι μείζονες συντελεστές του. Μπορεί όμως να συμβαδίζει οργανικά με την πρωτοπορία έχοντας επίγνωση της θεμελιώδους ανθρωποκεντρικής της ιδιαιτερότητας. Για να γίνει όμως αυτό, η ελληνική κοινωνία καλείται όχι μόνον να διασφαλίσει τις σχετικές (υλικές κ.α.) προϋποθέσεις αλλά και να αποτινάξει την ιδεολογία και την πράξη του ελλαδισμού, που την έχει εγκλωβίσει η παλαιά – δηλαδή η νεοελληνική – τάξη πραγμάτων και να ανακτήσει την αυτοεκτίμηση, μέσα από μια νέα αυτογνωσία η οποία θα αντλεί την προβληματική της από τις πραγματικότητες του ελληνικού κοσμοσυστήματος, αποκαθαρμένη από τις δυσβάστακτες ιδεοληψίες του εθνοκεντρισμού και της εξάρτησης.

———————————–

- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -

Κοινοποίηση: