του Γιώργου Κοντογιώργη,
Η Αριστερά παραμένει εμμονικά στο σύστημα που επεξεργάσθηκε η νεοτερικότητα κατά την έξοδό της από τη φεουδαρχία και του οποίου η εφαρμογή ολοκληρώθηκε προς το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Το γεγονός αυτό συνομολογεί την προσχώρησή της στην αρχή της ενιαίας σκέψης και πράξης που στοχεύει την περιοριστική οριοθέτηση του διαλόγου για την εξέλιξή του. Όσον αφορά το διακύβευμα της πολιτικής χειραφέτησης της κοινωνίας των πολιτών, η Αριστερά πρωτοστατεί στην άρνησή της.
Το ενδιαφέρον εν προκειμένω είναι ότι η Αριστερά συντάσσεται με την κυρίαρχη σταθερά της νεοτερικότητας, η οποία υποστηρίζει ότι ο κόσμος της, η εποχή μας, αποτελεί όχι φάση στην εξελικτική πορεία του κοινωνικού ανθρώπου, αλλά το τέλος της (ανθρωποκεντρικής) της ολοκλήρωσης. Επομένως, το αύριο γι’ αυτήν είναι το σήμερα και κατά τούτο οι λύσεις στα προβλήματα θα πρέπει να αναζητηθούν στο πλαίσιο του παρόντος συστήματος. Όχι με την υπέρβασή του.
Εύλογα, αφού το σύστημα εισήλθε, κατ’ αυτήν, ευθέως από τη δεσποτεία-φεουδαρχία στην πλέον ολοκληρωμένη εκδοχή της δημοκρατίας. Ως εκ τούτου, η όποια αμφισβήτησή του οδηγεί αναπόφευκτα στην οπισθοδρόμηση. Η προσέγγιση αυτή, εντούτοις, είναι στην πηγή της περιέλευσης της κοινωνίας σε πολιτική αδυναμία. Και μάλιστα στην απολύτως ταξική και αντικοινωνική οριοθέτηση του σκοπού της πολιτικής. Διότι, δεν εξηγεί πώς είναι δυνατόν, ένα σύστημα και μάλιστα μια Πολιτεία που συμπυκνώνει το καταστάλαγμα της δημοκρατίας, να παράγει ολιγαρχικές πολιτικές!
Συντηρητική συνταγή
Κάτι, εν πάση περιπτώσει, οδηγεί τη νεοτερικότητα να επιδιώκει η διαμόρφωση των συσχετισμών, που υπαγορεύουν τις δημόσιες πολιτικές, να συντελείται στο πεδίο της εξωθεσμικής δυναμικής των ομάδων, χωρίς τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών στην πολιτική διαδικασία. Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι στον πολιτικό λόγο τα πεπραγμένα της πολιτικής αποδίδονται ως ευθύνη στον λαό παρ’ όλον που ο λαός δεν κυβερνάει, δεν παράγει πολιτικές.
Οπωσδήποτε, η προσέγγιση αυτή, πέραν του ότι ομολογεί το απόλυτο γνωσιολογικό κενό, αποκαλύπτει την ουσία της συνάντησης ολόκληρου του πολιτικού φάσματος της εποχής μας στο ζήτημα του εγκιβωτισμού της κοινωνίας στην ιδιωτεία. Ή με διαφορετική διατύπωση, της κατακράτησης της νομής της Πολιτείας από τους νομείς της.
Η προσέγγιση του πολιτικού συστήματος είναι άκρως συντηρητική και οπωσδήποτε ανοίκεια προς τις εξελίξεις που επισημαίνονται προς το τέλος του 20ου αιώνα. Είναι υπόλογη του γεγονότος ότι στο πεδίο των “δημοσίων” πολιτικών, οι ελάχιστες πινελιές κοινωνικής ευαισθησίας, που εμπεριέχεται στο πρόγραμμα της Αριστεράς, και ιδίως στην κυβερνητική της πολιτική, διασταυρώνονται με εκείνες της Δεξιάς.
- Πρώτον, επειδή δεν εγγράφονται στην προοπτική μιας διαφορετικής ιδέας για την κοινωνία, αφού περιορίζονται σε ορισμένες δημοσιονομικού χαρακτήρα διαρρυθμίσεις.
- Δεύτερον, επειδή και ιδίως η Αριστερά υπερασπίζεται, ολοένα και περισσότερο, “φιλελεύθερες” πολιτικές επιλογές, που προηγουμένως απέρριπτε ως συντηρητικές. Και αυτό, μόνο και μόνο επειδή η Δεξιά τις εγκαταλείπει, στο πλαίσιο της εναρμόνισής της με το μέλλον των δυνάμεων της οικονομίας.
Θεραπαινίδα των αγορών
Εν κατακλείδι, Δεξιά και Αριστερά διαγκωνίζονται για την αποτελεσματικότητα της πολιτικής διαχείρισης της νέας τάξης. Θα υποστηρίζαμε με ασφάλεια ότι η Αριστερά έχει μεταβληθεί, αμέσως ή εμμέσως, σε θεραπαινίδα της διεθνούς των αγορών και διακινητή της πολιτικής συναίνεσης, που οι αγορές χρειάζονται εκεί όπου προκαλούν εντάσεις. Για να εκτιμήσουμε σωστά πού οφείλεται αυτή η παταγώδης κατάρρευση της Αριστεράς μετά τη δεκαετία του 1980, ως ιδεολογίας και ως προτάγματος, οφείλουμε να έχουμε κατά νου το σκοπό που ήρθε να υπηρετήσει στον ιστορικό χρόνο.
Ο σοσιαλισμός δεν αποτέλεσε την μετακαπιταλιστική φάση της νεοτερικότητας, αλλά τον εναλλακτικό δρόμο εξόδου από την φεουδαρχία και μετάβασης στον πρώιμο ανθρωποκεντρισμό (τις κοινωνίες εν ελευθερία). Όπως ακριβώς και ο φιλελευθερισμός, η Αριστερά συνέδεσε το πρόταγμά της με την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της φεουδαρχίας (η ατομική ελευθερία) και με την οικοδόμηση σειράς θεσμικών και άλλων προϋποθέσεων (τα κοινωνικοπολιτικά δικαιώματα), που θα του διασφάλιζαν τη μετάβαση στην μεταφεουδαλική εποχή της ανθρωπότητας.
Η Αριστερά, στο πλαίσιο αυτό, επαγγέλθηκε την επιτάχυνση της ενσωμάτωσης των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων στην πρωτο-ανθρωποκεντρική εποχή, την οποία η φιλελεύθερη οπτική του πράγματος ήθελε να ελέγξει. Στην πιο ριζοσπαστική της εκδοχή (ο κομμουνισμός) ήρθε να επιταχύνει τις εξελίξεις εκεί όπου η μετάβαση στον ανθρωποκεντρισμό είχε καθυστερήσει, ή συναντούσε ανυπέρβλητες αντιστάσεις (Ρωσία, Κίνα κλπ).
Η συγγένεια φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού
Σε κάθε περίπτωση, η αντιπαράθεση μεταξύ του φιλελεύθερου και του σοσιαλιστικού δρόμου της μετάβασης, εδράσθηκε σε μια συμφωνία η οποία κάνει ολοφάνερη την εκλεκτική τους συγγένεια. Αφορούσε στον έλεγχο της ιδιοκτησίας του συστήματος και όχι στη μεθάρμοσή της. Το αίμα που χύθηκε στη διάρκεια του 20ού αιώνα είχε να κάνει με τη διερώτηση εάν η ιδιοκτησία του συστήματος της οικονομίας θα ανήκε κατά κύριο λόγο στον ιδιώτη ή θα περιήρχετο στο κράτος.
Η κοινωνία, και στα δύο αυτά προτάγματα, δεν περιλαμβανόταν στους συντελεστές του. Την ίδια στιγμή, το πολιτικό σύστημα θεωρήθηκε ως εξ ορισμού προθεματική παράμετρος του κράτους. Η αντίφαση αυτή, ανάμεσα στη νομιζόμενη θέση του σοσιαλιστικού προτάγματος στην ιστορία και στις πραγματικότητες που εξέφρασε, αποτελεί το κλειδί για την κατανόηση της κατάρρευσής του μετά από ένα χρονικό σημείο. Και κατ’ επέκτασιν, της περιέλευσης της Αριστεράς εν γένει στο μαυσωλείο του χρόνου.
Η Αριστερά, λοιπόν, μπορεί να απέτυχε όσον αφορά την επαγγελία της για τον σοσιαλισμό, αλλά, ως ιστορική παράμετρος, δεν απέτυχε. Εξεπλήρωσε τον ιστορικό της ρόλο. Ρόλο, όμως, τον οποίο σε καμιά περίπτωση δεν το προσκυρώνουμε στο μέλλον, όπως νόμισε ο Μαρξ. Δεν αφορά στην υπέρβαση του καπιταλισμού και στη μετάβαση σε μια μετακαπιταλιστική κοινωνία.
- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -