Μερικά χρόνια μετά τον εμφύλιο, ένας από τους σημαντικότερους αναρχικούς διανοούμενους, επιχειρώντας να ανιχνεύσει τους όρους επανεύρεσης της εθνικής ομοψυχίας έγραφε: «Μακάρ΄ οι Τουρκαλάδες να μας συνκοινωνήσουν άλλη μια φορά με αίμα!».
Το πρόβλημα όμως σήμερα δεν αφορά την αναζήτηση ομοψυχίας, ως προς τα μεγάλα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, που για την πλειοψηφία των Ελλήνων θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Το ζητούμενο σχετίζεται με την ανίχνευση της πραγματικής βούλησης της ελληνικής πολιτικής τάξης έναντι των εθνικών θεμάτων.
Εάν αληθεύει η υπόθεση ότι η καταστατική θέση των ελληνικών κυβερνήσεων, διαχρονικά τις τοποθετεί ενάντια στην εθνική συλλογικότητα, τα συμφέροντα της οποίας τυπικώς τουλάχιστον καλείται να υπερασπίζεται, δύο μόνο στοιχεία μπορούν να γεφυρώσουν ως παράγοντες πίεσης, την παρατηρούμενη διάσταση συμφερόντων μεταξύ ελληνικών κυβερνήσεων και εκπροσωπούμενης συλλογικότητας.
Πρόκειται για το λεγόμενο επικοινωνιακό και εν συνεχεία εκλογικό κόστος. Το επικοινωνιακό κόστος έχει χαρακτήρα πολυσήμαντο, υπό την έννοια ότι διέπεται από συνεχείς αυξομειώσεις, κινούμενο παράλληλα με τη διάρκεια της ροής των πολιτικών γεγονότων και ουσιαστικά, το άθροισμα ή το υπόλοιπό του, είναι αυτό που μπορεί να υπολογιστεί τελικώς ως εκλογικό κόστος.
Στο φάσμα της συνολικής πολιτικής, το επικοινωνιακό και εκλογικό κόστος εξαρτώνται σε σημαντικό βαθμό από τη συμπάγεια ή όχι του κομματικού συστήματος. Παρατηρώντας το ελληνικό κομματικό σύστημα, διαπιστώνουμε μια ισχυρή συμπάγεια των κομματικών παρατάξεων και ειδικώς αυτών που αξιώνουν εξουσιαστικό ρόλο, πράγμα που δημιουργεί, πέραν των όποιων ιδεολογικών διαφοροποιήσεων, ταυτίσεις οι οποίες σχετίζονται με τη μορφή του ολιγαρχικού πολιτεύματος, την συγκρότηση και λειτουργία των μηχανισμών της δημόσιας διοίκησης και του προσανατολισμού της εξωτερικής πολιτικής. Το γεγονός αυτό με τη σειρά του πιστοποιεί, στον βαθμό που ο τύπος του πολιτεύματος δεν αμφισβητείται ρητά από την κοινωνική συλλογικότητα, πως το επικοινωνιακό και άρα εκλογικό κόστος δεν είναι ικανό να πιέσει τις κυβερνήσεις και τις αντιπολιτεύσεις να αναπροσαρμόσουν την πολιτική τους υπέρ του εθνικού συμφέροντος.
Επιπροσθέτως, η συστηματική αφαίμαξη της ελληνικής κοινωνίας από τις πολιτικές ελίτ, δεν προστάτευσε από την υπονόμευση ούτε τους ίδιους τους κρατικούς μηχανισμούς μέσω των οποίων η αφαίμαξη αυτή πραγματοποιήθηκε. Συνακόλουθη ήταν η πραγματική και ψυχολογική υποτίμηση της λειτουργικότητας και της αξιοπιστίας των μηχανισμών του κράτους από τους πολιτικούς προϊσταμένους των μηχανισμών. Συνδυαστικά, η αυτονόμηση των συμφερόντων των πολιτικών ελίτ από το κοινωνικό συμφέρον και η υποτίμηση των μηχανισμών του κράτους, προκαλεί στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής την ανάδυση ενός διττού φαινομένου, αφενός τη χαμηλή αίσθηση ευθύνης ως προς τη διατήρηση της ακεραιότητας της εθνικής κυριαρχίας και αφετέρου μια διαρκή αίσθηση ηττοπάθειας έναντι της Τουρκίας.
Εάν οι ίδιοι λόγοι συνεχίσουν να επικρατούν στην ελληνική πολιτική σκηνή (μάλιστα δεν φαίνεται κάτι στον ορίζοντα να τους αναιρεί) θα μας οδηγήσουν σε εθνική αποτελμάτωση.
Μια πολιτική ελίτ, όπως αυτή που περιγράψαμε, με χαμηλό αίσθημα εθνικής ευθύνης και με φοβικά σύνδρομα, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα προτιμήσει έναν ανέντιμο συμβιβασμό επικοινωνιακά διαχειρίσιμο και όχι τη διακινδύνευση μιας ένοπλης υπεράσπισης εθνικών συμφερόντων, με απρόβλεπτες συνέπειες ως προς το μέλλον της συμπαγούς πολιτικής τάξης, καθώς και των θεσμών που κατέστησαν τη χώρα έναν αδύναμο γεωπολιτικό κρίκο στην περιοχή.
- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -