του Δημήτρη Καραμπούλα,

Ανάμεσα στους στοχαστές της νεοτερικότητας που προσπάθησαν να ορίσουν και να ερμηνεύσουν την έννοια και το φαινόμενο της ελευθερίας είναι οι Τζων Λοκ, Τόμας Χόμπς, Ζαν Ζακ Ρουσσώ και Στιούαρτ Μιλλ.
Ο Χομπς, στο έργο του «Λεβιάθαν», αναφέρει ότι ελεύθερος άνθρωπος είναι αυτός ο οποίος δεν εμποδίζεται να πράξει αυτά τα οποία θέλει και μπορεί, σύμφωνα με τις φυσικές και πνευματικές ικανότητές του.

Κατά τον Λοκ, ελευθερία σημαίνει ο άνθρωπος να είναι ελεύθερος από κάθε υπέρτερη δύναμη που βρίσκεται στη γη. Οι άνθρωποι δεν υπόκεινται στη θέληση κανενός, αλλά μόνο στους νόμους της φύσης. Σε μια πολιτική κοινωνία (όρος του Λοκ), οι ελεύθεροι πολίτες επίσης δεν υπόκεινται στη νομοπαρασκευαστική εξουσία κανενός, εκτός εάν έχουν δώσει τη συγκστάθεσή τους σε αυτό. Για τον Λοκ, ελευθερία σε φυσικό επίπεδο σημαίνει απουσία οποιουδήποτε περιορισμού εκτός από αυτούς που σχετίζονται με τους νόμους της φύσης, ενώ σε πολιτικό επίπεδο σημαίνει απουσία οποιουδήποτε περιορισμού εκτός από αυτούς που σχετίζονται με τους νόμους που ισχύουν και έχουν θεσπιθεί από τους κυβερνητικούς φορείς μιας πολιτικής κοινωνίας. Τα άτομα είναι ελεύθερα όταν (1) ενεργούν και ζουν σύμφωνα με τη θέλησή τους σε κάθε τι εφόσον ο νόμος δεν το απαγορεύει και (2) δεν υπόκεινται σε άγνωστες, αβέβαιες ή αυθαίρετες βουλές άλλων.

Οι απόψεις του Χομπς και του Λοκ συνέβαλλαν στη διαμόρφωση του λεγόμενου Κοινωνικού συμβολαίου από τον Ρουσώ. Σύμφωνα με αυτό, τα άτομα εξακολουθούν να παραμένουν ελεύθερα όταν α) έχουν συγκατατεθεί στην απεμπόληση μέρους της ελευθερίας και των δικαιωμάτων τους και β) όλα τα άτομα έχουν παραδώσει τα ίδια δικαιώματα και βαθμό ελευθερίας. Αυτή η εκχώρηση ελευθερίας γίνεται προς κυβερνητικούς θεσμούς με αντάλλαγμα αυτοί να φροντίζουν για την επικράτηση και διατήρηση του λεγομένου κράτους δικαίου.
Οι ανωτέρω απόψεις που έχουν εκφραστεί από εκπροσώπους της δυτικής σκέψης και του ευρωπαϊκού διαφωτισμού θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν και να εκφρασθούν ως εξής: Ο ελεύθερος άνθρωπος ζει όπως αυτός θέλει και επιθυμεί στα πλαίσια των νόμων χωρίς να εμποδίζεται από κανένα. Δεν υπόκειται στην νομοπαρασκευαστική ή άλλη εξουσία κανενός εκτός αν έχει δώσει τη συγκατάθεσή του σε αυτό.

ΤΙ ΑΝΑΦΕΡΕΙ Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑ
Πριν περιγράψουμε την έννοια της ελευθερίας κατά την κοσμοσυστημική γνωσιολογία, έχει ενδιαφέρον να δούμε τι πιστεύει ο Αριστοτέλης για την ελευθερία. Στα Πολιτικά του ο φιλόσοφος συνδέει τον πολίτη μιας δημοκρατικής πολιτείας (όπως αυτή γινόταν αντιληπτή από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο και όχι από τη νεοτερικότητα) με την ελευθερία, θεωρώντας ότι η τελευταία είναι και η βάση κάθε δημοκρατικής πολιτείας, αλλά και ο τελικός, απώτερος σκοπός της. Για τον Αριστοτέλη η ελευθερία έχει δύο αρχές: α) Ο πολίτης έχει την επιλογή να ζει όπως θέλει, και β) Ο πολίτης αξιώνει να μην κυβερνάται από κανένα, αν αυτό είναι δυνατό, και αν αυτό δεν είναι εφικτό, να ασκεί διαδοχικά την εξουσία.

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΝΕΟΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
Γίνεται αμέσως αντιληπτή η διαφορά απόψεων μεταξύ Αριστοτέλη και νεοτερικότητας. Ενώ φαίνεται ότι υπάρχει σχετική συμφωνία όσον αφορά τη θέση ότι ο ελεύθερος άνθρωπος ζει όπως αυτός θέλει και επιθυμεί, δεν συμβαίνει το ίδιο όταν τεθεί το ερώτημα τι συμβαίνει με την ελευθερία όταν αυτή περιορίζεται από τους φορείς που θεσπίζουν νόμους και ασκούν την εξουσία. Για τη νεοτερικότητα, ο ελεύθερος άνθρωπος εξακολουθεί να βιώνει την ελευθερία αναλλοίωτη στο περιεχόμενό της και στο εύρος της ακόμα και αν έχει δώσει τη συγκατάθεσή του να εξουσιάζεται και να κυβερνάται από άλλους. Για τον Αριστοτέλη τέτοια κατάσταση είναι αναιρετική της ελευθερίας, γι’αυτό και προτείνει τη διαδοχική άσκηση της εξουσίας από όλους ως κάποιου είδους αντίδοτο.
Υπάρχει επίσης και μια άλλη διαφορά στον τρόπο που προσεγγίζει ο Αριστοτέλης την ελευθερία σε σχέση με τη νεοτερικότητα: Η έννοια της ελευθερίας συνδέεται άμεσα με τη δημοκρατία και τον πολίτη, ενώ οι εκπρόσωποι της νεοτερικότητας μιλούν για ανθρώπους και μάλιστα για άτομα. Ο Λοκ μιλά για «persons» ενώ ο Στιούαρτ Μιλλ στο έργο του «Περί Ελευθερίας» τονίζει τη σημασία που έχει κατ’αυτόν η ατομικότητα (individuality) στην ευτυχία και ευδαιμονία καθενός. Εδώ να σημειωθεί ότι ατομικότητα συνδεέται ευθέως με τον ατομικισμό, ο οποίος αφενός τονίζει την ιδιαιτερότητα του καθενός όσον αφορά ανάγκες, επιδιώξεις, συμφέροντα κλπ, και τα τοποθετεί πάνω από αυτά μιας κοινωνίας ή κοινωνικής ομάδας.

ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΨΕΩΝ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
Αυτή η θέση της νεοτερικότητας σχετικά με τη σημασία της ατομικότητας στη διαμόρφωση και επίτευξη της ελευθερίας, είναι περιοριστική της κατανόησης της πραγματικής, ευρύτερης έννοιας που έχει η τελευταία. Οι εκπρόσωποι της νεοτερικότητας θεωρούν ότι η ελευθερία είναι αδιαπραγμάτευτη και δεν υπόκειται σε κανένα συμβιβασμό μόνον όταν διακυβεύβεται η ατομικότητα του καθενός, όταν η υπάρχει περιορισμός στη δυνατότητα και επιδίωξη κάποιου να ζει τη ζωή του όπως αυτός νομίζει και θέλει. Στο ατομικό πεδίο, δεν είναι αποδεκτή καμμία συγκατάθεση για αποδοχή κάποιων άλλων να ρυθμίζουν τη ζωή του ατόμου. Σε άλλα πεδία του βίου όμως, όπως για παράδειγμα στο χώρο της πολιτικής, η νεοτερικότητα θεωρεί ότι η ελευθερία υπάρχει αρκεί το άτομο να έχει δώσει τη συγκατάθεσή του για αυτούς που κυβερνούν. Στην πραγματικότητα είναι σαν η έννοια της ελευθερίας να περιορίζεται σε ατομικό επίπεδο, και τυχόν εκφάνσεις της σε άλλα πεδία του βίου είτε να μην γίνονται αντιληπτές είτε να μην τους προσδίδεται η δέουσα σημασία.

ΤΙ ΑΝΑΦΕΡΕΙ Η ΚΟΣΜΟΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ
Θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια να περιγράψουμε την έννοια της ελευθερίας κατά την κοσμοσυστημική γνωσιολογία. Κατ’αρχήν, η ελευθερία ορίζεται ως αυτονομία, δηλαδή η δυνατότητα του ανθρώπου να αυτοκαθορίζεται, δεν εξαρτάται δηλαδή από τη βούληση ή την εξουσία κάποιου άλλου, που διαχειρίζεται το ίδιο τα του βίου του.
Με βάση τον ανωτέρω ορισμό, η ελευθερία ως αυτονομία δεν μπορεί να εκχωρηθεί, έστω και οικειοθελώς, χωρίς να τρωθεί ή αλλοιωθεί το περιεχόμενό της. Η συναίνεση για παραχώρηση του όλου ή μέρους της ελευθερίας, δημιουργεί χωρίς αμφιβολία νομιμοποίηση, όμως η ελευθερία δεν διασώζεται. Αυτό βεβαίως ισχύει σε κάθε μορφή και πτυχή του βίου και της δράσης του ανθρώπου, είτε δηλαδή αφορά τον ιδιωτικό του βίο είτε τις δράσεις του σε πεδία που συναλλάσεται και αλληλεπιδρά με τη σύνολη κοινωνία ή υποσυστήματά της. Τέτοια πεδία είναι για παράδειγμα οι χώροι εργασίας ή εκπαίδευσης (πανεπιστήμια).

Η κοσμοσυστημική γνωσιολογία, λαμβάνοντας υπόψη όσα αναφέρθηκαν για τα διάφορα πεδία δράσης του ανθρώπου, διακρίνει τρία πεδία ή διαστάσεις ή πτυχές της ελευθερίας:
α. Την ατομική ελευθερία, η οποία αφορά στην προσωπική αυτονομία του καθενός στον ιδιωτικό του βίο, αλλά και στις άλλες πτυχές του βίου του που αλληλεπιδρά με την κοινωνία.
β. Την κοινωνική ελευθερία, η οποία αφορά περιοχές και δράσεις του ατόμου όταν συναλλάσεται/συμβάλλεται με την κοινωνία ή υποσυστήματά της. Το πιο σημαντικό από αυτά τα υποσυστήματα είναι το οικονομικό, που αφορά στη σχέση εργασίας και κεφαλαίου.
γ. Την πολιτική ελευθερία, η οποία αφορά το καθεστώς της αυτονομίας του ατόμου όταν αυτό συναντάται με τη σύνολη κοινωνία, και μάλιστα συμμετέχοντας και ενεργώντας στο χώρο της πολιτικής.

Είναι σημαντικό να τονισθεί ότι για την κοσμοσυστημική γνωσιολογία, η ελευθερία είναι μία και ο ανωτέρω διαχωρισμός γίνεται για λόγους συστηματικούς και κατανόησης. Αυτό που έχει διαπιστωθεί ότι συμβαίνει είναι ότι η κατάκτηση του όλου της ελευθερίας γίνεται σταδιακά και τα πεδία που κατακτούνται και απολαμβάνονται είναι με τη σειρά τα τρία ανωτέρω, δηλαδή ατομική, κοινωνική και πολιτική ελευθερία. Η βίωση του επόμενου πεδίου ελευθερίας δεν αναιρεί το προηγούμενο, αλλά το περιλαμβάνει και προστίθεται σε αυτό.

Για να γίνει κατανοητή αυτή η σωρευτική ανάπτυξη των πεδίων της ελευθερίας, ας αναλύσουμε λίγο περισσότερο τα τρία αναφερθέντα πεδία της ελευθερίας. Αρχίζοντας με την ατομική ελευθερία, μπορούμε να πούμε ότι αφορά τη δυνατότητα κάποιου να είναι κύριος του εαυτού του και όχι κτήμα κάποιου άλλου, και να αποφασίζει αυτός και κανένας άλλος για προσωπικά του θέματα. Το πεδίο αυτό της ελευθερίας είναι αυτό που βιώνεται σήμερα στις κοινωνίες της νεοτερικότητας και του λεγόμενου δυτικού κόσμου και είναι γι’αυτό και περισσότερο κατανοητή. Όλοι για παράδειγμα θεωρούν αυτονόητο ότι μπορούν να φορέσουν ότι ρούχα επιθυμούν, να πάνε διακοπές σε όποιο μέρος θέλουν, να αλλάξουν τόπο ή και χώρα διαμονής, να εκφράζουν τη γνώμη τους, να επιλέγουν (ψηφίζουν) αυτούς που τους κυβερνούν, να διαδηλώνουν εναντίον τους, να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα ανεμπόδιστα και ούτω καθεξής. Εύλογο συμπέρασμα είναι ότι για να απολαύσει ο άνθωπος όλα αυτά που συνθέτουν την ατομική ελευθερία που μόλις αναφέρθηκαν, θα πρέπει να μπορεί να έχει δική του ιδιοκτησία ή/και να υπάρχει κατοχύρωση της εργασίας. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να απολαμβάνει ανεμπόδιστος την ελευθερία του και μάλιστα να την ολοκληρώνει. Ειδικά η εργασία προβάλλει ως σημαντική αξιακή παράμετρος διότι βοηθά στην υποστασιοποίηση, κοινωνική ενσωμάτωση και καταξίωση του ατόμου.

Όπως ήδη αναφέρθηκε, η κοινωνική ελευθερία καλύπτει περιοχές δράσης του ατόμου στο πεδίο της κοινωνίας, εκεί όπου συμβάλλεται με υποσυστήματά της. Το ζητούμενο της κοινωνικής ελευθερίας είναι πώς θα δημιουργηθεί ένα αξιακό σύστημα στην κοινωνία, ώστε να αποδώσει στα άτομα που την απαρτίζουν τέτοια κοινωνική κατάσταση ώστε αυτά να εξακολουθούν να είναι αυτόνομα (ελεύθερα) όταν αλληλεπιδρούν με τα κοινωνικά υποσυστήματα. Το πιο σημαντικό από αυτά είναι ο τομέας της εργασίας.

Στην εργασία λοιπόν για παράδειγμα, το ζητούμενο είναι πώς η συμμετοχή του ατόμου στην οικονομική διαδικασία μέσω της εργασίας του δεν θα του μειώσει την (ατομική) αυτονομία/ελευθερία του, ή με άλλη διατύπωση, δεν θα το καταστήσει εξαρτώμενο από άλλους. Αυτή η διερώτηση μοιάζει να μην έχει απάντηση, ειδικότερα με όρους σκέψης της νεοτερικότητας. Η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων παρέχουν εργασία σε εργοδότη που είναι ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής. Κατά συνέπεια, υπάρχει εξάρτηση του εργαζομένου από τον εργοδότη τουλάχιστον κατά το διάστημα που ο πρώτος παρέχει την εργασιακή του δύναμη στον δεύτερο. Εδώ υπεισέρχεται όπως θα δούμε στη συνέχεια η έννοια του δικαιώματος η οποία όμως δεν διασφαλίζει την ελευθερία.

Ο ελληνικός κόσμος και ελληνικός πολιτισμός έχει δώσει απαντήσεις σε αυτό το αδιέξοδο, δύο φορές μάλιστα. Η πρώτη αφορά την έξοδο του πολίτη από την οικονομική διαδικασία με την ταυτόχρονη μη εξάρτησή του από την εργασία για την επιβίωση και για την κοινωνική του ένταξη. Αυτό έλαβε χώρα στην κρατοκεντρική φάση του ελληνικού κοσμοσυστήματος, την περίοδο των κλασσικών χρόνων. Η δεύτερη έλαβε χώρα σταδιακά από τους ελληνιστικούς χρόνους και γενικεύθηκε στο Βυζάντιο και αποτέλεσε το φαινόμενο της εταιρικής οικονομίας.
Ο ελληνικός κόσμος είχε κατανοήσει αυτό που και ο Μαρξ αλλά και οι εκπρόσωποι του φιλευθερισμού δεν μπόρεσαν: Τα μέσα παραγωγής από μόνα τους δεν είναι ικανά να κατασκευάσουν ένα προϊόν ή να παρέξουν μία υπηρεσία. Χρειάζεται η παροχή εργασίας. Δηλαδή η παραγωγή προϊόντων ή/και υπηρεσιών είναι αποτέλεσμα της λειτουργίας ενός συστήματος παραγωγής που το αποτελούν και τα μέσα παραγωγής και αυτοί που τα λειτουργούν, οι εργαζόμενοι. Στην εταιρική οικονομία λοιπόν η σχέση κεφαλαίου/μέσων παραγωγής και εργασίας, ή αλλιώς εργοδοσίας και εργαζομένων, είναι εταρική, εφαρμόζεται σ’αυτήν η δημοκρατική αρχή, και όχι πλέον σχέση εξουσίας που υπαγορεύεται από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής/κεφαλαίων από την εργοδοσία. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η κοικωνική ελευθερία του ατόμου, καθόσον δεν υπάρχει εξάρτησή του στο χώρο εργασίας. Η λογική της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής/κεφαλαίων δεν διαταράσσεται, παραμένει στα χέρια αυτών που τα κατέχουν. Αυτό όμως δεν τους καθιστά ικανούς να ελέγχουν τους εργαζομένους, διότι οι τελευταίοι είναι εταίροι τους σε ένα σύστημα παραγωγής προϊόντων και/η υπηρεσιών.

Είναι φανερό από τα αναφερθέντα έως τώρα για την κοινωνική ελευθερία, ότι δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί χωρίς πρώτα να εμπραγματωθεί η ατομική ελευθερία και μάλιστα στο μέγιστο βαθμό, δηλαδή με ύπαρξη του θεσμού της ιδιοκτησίας, την καταχύρωση της εργασίας και της αναγόρευσή της σε μέγιστο αγαθό. Δεν είναι δυνατό να ζητείται από έναν δουλοπάροικο για παράδειγμα να επιζητεί τη μη εξάρτησή του από την εργασία, δηλαδή την κοινωνική του ελευθερία. Πρώτα θα πρέπει να επιζητήσει την ατομική του αυτονομία, την απεξάρτησή του από τον αφέντη φεουδάρχη, να επιτύχει την ατομική του υποστασιοποίηση, να εργάζεται για να ικανοποιήσει τις δικές του ανάγκες και όχι του όποιου φεουδάρχη, και στη συνέχεια να αρχίσει να αναρωτιέται για το πώς και το γιατί υφίσταται εξάρτηση στο χώρο εργασίας. Άλλωστε και τα ιστορικά προηγούμενα αυτό αποδεικνύουν. Εκτός από τα παραδείγματα του ελληνικού κοσμοσυστήματος που αναφέρθηκαν, η αποτίναξη της φεουδαρχίας στη δυτική και κεντρική Ευρώπη οδήγησε τις κοινωνίες σε καθεστώτα όπου βιώθηκε η ατομική ελευθερία (με την εισαγωγή της ατομικής ιδιοκτησίας και της θέσμισης της ατομικότητας ενός εκάστου με όρους ελευθερίας) και όχι η κοινωνική. Ακόμη και σήμερα, οι κοινωνίες στο δυτικό κόσμο απολαμβάνουν μόνο το την ατομική ελευθερία.

Περνώντας τώρα στην πολιτική ελευθερία, το ζητούμενο είναι η διατήρηση της αυτονομίας και μη εξάρτησης του ατόμου όταν αυτό δρα και συναντάται με το σύνολο της κοινωνίας και ειδικότερα στο χώρο της πολιτικής. Εφόσον η ελευθερία (άρα και η πολιτική ελευθερία), ορίζεται ως αυτονομία, το άτομο ως πολιτικό ον για να είναι ελεύθερο θα πρέπει να μην υπόκειται στην εξουσία/εξάρτηση κανενός, συμπεριλαμβανομένου και κατόχου πολιτικής εξουσίας ή πολιτικής δύναμης/επιρροής. Για να γίνει αυτό πραγματικότητα, επίσης θα πρέπει ολόκληρη (η καθολική) πολιτική αρμοδιότητα να κατέχεται από την κοινωνία, η οποία για να την πραγματώσει συγκροτείται θεσμικά και πολιτειακά ως δήμος, ως πολιτειακή κοινωνία. Έτσι, το πολιτικό σύστημα (νόμοι, κανόνες και θεσμοί σύμφωνα με τους οποίους κυβερνάται η πολιτεικακή κοινωνία) και οι λειτουργίες που ο υποστηρίζουν (πχ δημόδια διοίκηση, ένοπλες δυνάμεις, σώματα ασφαλείας), τώρα προσαρτώνται και ελέγχονται από την κοινωνία-δήμο και όχι από το κράτος. Το τελευταίο μεταβάλλεται από ιδιοκτήτη της πολιτικής σε διοικητικό και εκτελεστικό μηχανισμό της πολιτειακής κοινωνίας.

Γίνεται φανερό ότι το ελεύθερο πολιτικά άτομο θα πρέπει να επίσης να είναι όχι μόνο ατομικά ελεύθερο, αλλά και κοινωνικά. Δεν είναι νοητό ένας δουλοπάροικος που δεν έχει καν ατομική συνείδηση και ανήκει κυριολεκτικά στον φεουδάρχη να απαιτεί συμμετοχή στην πολιτική. Επίσης ακόμη και αν κάποιος απολαμβάνει την ατομική ελευθερία, αλλά υπόκειται σε εξαρτήσεις στο χώρο της εργασίας, θα είναι αρκετά προβληματικό να απαιτεί να μεταβληθεί σε κάτοχο της πολιτικής και να ασκεί πολιτική εξουσία. Ο λόγος είναι ότι οι εξάρτηση που υφίσταται στην εργασία, θα επηρεάζει πιθανότατα τις αποφάσεις του στο χώρο της άσκησης της πολιτικής. Θα είναι πολύ δύσκολο για παράδειγμα να αποφασίσει ενάντια στο συμφέροντα του αφεντικού του ή της εταιρείας για την οποία εργάζεται. Σε κάθε περίπτωση δεν είναι νοητό να είναι κάποιος πολιτικά ελεύθερος και να αποδέχεται την στέρηση ελευθερίας στο πεδίο της κοινωνίας και οικονομίας.

ΣΧΕΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΜΕ ΙΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Προτού επιχειρηθεί μια πιο λεπτομερής σύγκριση μεταξύ ελευθερίας κατά τη νεοτερικότη και κατα την κοσμοσυστημική γνωσιολογία, είναι χρήσιμο και διαφωτιστικό να γίνει αναφορά στις έννοιες της ισότητας και της δικαιοσύνης και τη σχέση τους με την ελευθερία.
Αν υποθέσουμε ότι τα μέλη σε μια κοινωνία απολαμβάνουν την ατομική ελευθερία, θα πρέπει επίσης να ισχύει ότι κάθε μέλος της την κατέχει στον ίδιο βαθμό. Αν αυτό δεν συμβαίνει, τότε υπάρχουν ανισότητες εντός της κοινωνίας, κάποιοι απολαμβάνουν περισσότερες ελευθερίες από τους υπόλοιπους, άρα κάποιοι είναι «λιγότερο» ελεύθεροι. Τέτοια κατάσταση όμως αναιρεί την αρχική μας υπόθεση. Αν κάποιοι είναι/αισθάνονται «λιγότερο» ελεύθεροι», δεν είναι ατομικά ελεύθεροι και η συγκεκριμένη κοινωνία δεν απολαμβάνει την ατομική ελευθερία στο σύνολό της.

Ο ανωτέρω υποθετικός συλλογισμός μπορεί να επεκταθεί και στα άλλα πεδία της ελευθερίας. Επομένως, το μέτρο της ελευθερίας είναι η ισότητα. Δηλαδή η ισότητα αποτελεί το μέτρο που επιτρέπει σε κάθε μέλος μιας πολιτειακής κοινωνίας, σε κάθε πολίτη, να συγκριθεί με όρους ελευθερίας με τους ομολόγους του. Για να εξασφαλισθεί ότι τα αγαθά της ελευθερίας κατέχονται και απολαμβάνονται εξίσου από όλους, οι πολιτειακές κοινωνίες έχουν συγκροτήσει ένα κανονιστικό περιβάλλον, το οποίο έχει ως γνώμονα το περιεχόμενο της βιούμενης ελευθερίας και ενδείκτη την ισότητα. Αυτό το κανονιστικό περιβάλλον είναι η δικαιοσύνη. Δεδομένου ότι τα πεδία της ελευθερίας έχουν διαφορετικό περιεχόμενο, έτσι και το περιεχόμενο, αντικείμενο/στόχος και πρόσληψη της ισότητας και της δικαιοσύνης διαφέρουν αναλόγως.

Η ΣΧΕΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ
Υπενθυμίζεται αρχικά ότι η ελευθερία ορίζεται ως αυτονομία, ως μη εξάρτηση από κανέναν, ως δυνατότητα αυτοκαθορισμού. Η αυτονομία αντιδιαστείλλεται στην ετερονομία, δηλαδή στην αντίθετη κατάσταση όπου το άτομο/πολίτης εξαρτάται αό τη βούληση ή την εξουσία κάποιου άλλου.

Όταν τα μέλη μιας κοινωνίας που βιώνουν μόνο την ατομική ελευθερία, αλληλεπιδρούν με υποσυστήματα της κοινωνίας, για παράδειγμα εργασία ή πολιτική, αποδέχονται μεν το γεγονός της εξάρτησης στους χώρους αυτούς, αλλά επιζητούν συνθήκες τέτοιες ώστε να μην πλήττεται η βιούμενη ατομική ελευθερία. Αυτές οι συνθήκες διαμορφώνονται από τα δικαιώματα. Το δικαίωμα επομένως οριοθετεί την περίμετρο του πεδίου της ελευθερίας (αυτονομίας) που βιώνεται, το προστατευτικό της ανάχωμα. Από την άλλη όμως, αυτά τα όρια της βιούμενης ελευθερίας, φανερώνουν ότι αυτή η ελευθερία δεν υπάρχει έξω από αυτά, και τα μέλη της κοινωνίας εκεί βρίσκονται σε καθεστώς ετερονομίας δηλαδή εξάρτησης. Όπου αφθονούν τα δικαιώματα, ελλείπει κάποιο ή κάποια από τα πεδία της ελευθερίας. Όταν η ελευθερία επεκτείνεται, τα δικαιώματα καθίστανται άνευ αντικειμένου. Για παράδειγμα, όταν το άτομο απολαμβάνει την πολιτική ελευθερία δεν έχει την ανάγκη για το δικαίωμα να διαδηλώνει για να διεκδικήσει κάποιες παροχές ή κατοχυρώσεις κεκτημένων. Συμμετέχει στο δήμο όπου η φωνή του έχει αποφασιστικό περιεχόμενο και δεν είναι απλά φωνή διαμαρτυρίας.

ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΣΥΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΑΠΟΨΕΩΝ ΝΕΟΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΣΥΣΤΗΜΙΚΗΣ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑΣ
Αναφερθήκαμε έως τώρα στον τρόπο που προσλαμβάνεται η ελευθερία από τη νεοτερικότητα και από την κοσμοσυστημική γνωσιολογία. Επίσης αναφερθήκαμε και στις έννοιες της ισότητας και δικαιοσύνης, καθώς και στη σχέση τους με την έννοια της ελευθερίας. Τέλος, έγινε αναφορά στην έννοια του δικαιώματος και την αντιθετική του σχέση με την ελευθερία. Θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε λίγο περισσότερο την αντίληψη της ελευθερίας κατά τη νεοτερικότητα και στη συνέχεια θα επιχειρηθεί μια κριτική και σύγκριση με τις απόψεις της κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας.

Για τη νεοτερικότητα το μείζον είναι η ύπαρξη και η διατήρηση της ατομικής ελευθερίας. Προσπαθεί να αντιπαρέλθει την προβληματική κατάσταση μείωσης/απώλειας της ατομικής ελευθερίας στον κοινωνικοπολιτικό χώρο με την ύπαρξη συναφών δικαιωμάτων σε αυτόν. Για τη νεοτερικότητα η ελευθερία δεν χάνεται όταν το άτομο στο χώρο εργασίας απολαμβάνει σειρά δικαιωμάτων/ευεργετημάτων όπως οκτάωρο, διαφόρων ειδών επιδόματα, ιατρική περίθαλψη, ανθρώπινες συνθήκες εργασίας κλπ. Ομοίως υπάρχουν δικαιώματα στον πολιτικό χώρο, όπως το εκλέγειν και το εκλέγεσθαι. Επίσης υπάρχουν και άλλα δικαιώματα, τα λεγόμενα civil liberties, όπως ελευθερία λόγου, γνώμης, έκφρασης, συνάθροισης, διαδήλωσης, ανεξιθρησκεία κλπ. Για τη νεοτερικότητα η ελευθερία είναι το καταστάλαγμα της ατομικής ελευθερίας και των συναφών κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων.

Κάποιοι εκπρόσωποί της βέβαια προχωρούν ακόμα πιο πέρα. O Μπενζαμίν Κονστάν διακηρύσσει ότι η ελευθερία των «νεοτέρων» ανθρώπων είναι ανώτερη από την ελευθερία των «αρχαίων» ανθρώπων. Για τον Κονστάν, η συμμετοχή των «αρχαίων» στα κοινά, στην πολιτική, ήταν μια βαριά ηθική υποχρέωση που απαιτούσε σημαντικό χρόνο και ενέργεια εκ μέρους τους. Απαιτούσε την ύπαρξη σκλάβων για την παραγωγή του οικονομικού προϊόντος, περιορισμένη μόνο σε μικρό αριθμό αρρένων πολιτών που μπορούσαν να συγκεντρωθούν εύκολα και χωρίς τον περιορισμό του χρόνου. Αν στις απόψεις του Κονστάν συνυπολογίσουμε και αυτές του Στιούαρτ Μιλλ που αναφέρθηκαν παραπάνω, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι για τη νεοτερικότητα η πολιτική ελευθερία είναι όχι μόνο κατώτερη από την ατομική, αλλά και ότι την αναιρεί. Επεκτείνοντας τον συλογισμό, η νεοτερικότητα καταλήγει ότι τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα είναι ανώτερα και προτιμότερα από τα αντίστοιχα πεδία ελευθερίας.

Ως σύντομη κριτική, θα αναφερθεί ότι η νεοτερικότητα δεν έχει λάβει υπόψη ή αγνοεί την ιστορική διαδρομή και εξέλιξη του ελληνικού κόσμου και του κοσμοσυστήματος που δημιούργησε. Οι απόψεις του Κονστάν θεωρούν μόνο την εποχή του κρατοκεντρικού συστήματος των πόλεων-κρατών. Αγνοεί τη εξέλιξη προς την ελληνιστική εποχή με τη δημιουργία υπερκείμενων κρατικών μορφωμάτων όπου όμως διατηρείτο η ελευθερία που βιωνόταν στις πόλεις-κράτη. Αγνοεί επίσης την περαιτέρω εξέλιξη κατά τους ρωμαϊκούς και κυρίως βυζαντινούς χρόνους αναφορικά με την εταιρική οικονομία και την απόρριψη της δουλείας. Όσο για τον Στιούαρτ Μιλλ που θεωρεί την ατομικότητα το ύψιστο αγαθό, μάλλον αγνοεί και τις απόψεις του Αριστοτέλη, αλλά και το αξιακό περιεχόμενο των κοινωνιών των ελληνικών πόλεων της κλασσικής εποχής και όχι μόνο.

Για την κοσμοσυστημική γνωσιολογία, η ελευθερία είναι μία στην πραγματικότητα, αλλά ο ελληνικός κόσμος έχει δείξει ότι αποκτάται σταδιακά. Πρώτα επιδιώκεται και κατακτάται η ατομική, στη συνέχεια η κοινωνική και τέλος η πολιτική ελευθερία. Επίσης και πιο σημαντικό όσον αφορα τη σύγκριση με τη νεοτερικότητα, η βίωση ενός πεδίου ελευθερίας δεν αναιρεί σε καμμία περίπτωση το προηγούμενο. Απλά το περιλαμβάνει και κατά συνέπεια το απορροφά. Αυτός που βιώνει την πολιτική ελευθερία, βιώνει σίγουρα και τις άλλες δύο, δεν τις χάνει όπως πιστεύει η νεοτερικότητα.

Η κοσμοσυστημική γνωσιολογία βρίσκεται στον αντίποδα της πεποίθησης της νεοτερικότητας ότι η ύπαρξη κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων είναι αρκετή για την πλήρη ελευθερία. Τα δικαιώματα μαρτυρούν έλλειψη κάποιου πεδίου ελευθερίας και ο ρόλος τους είναι να προστατέψουν το ήδη βιούμενο εύρος ελευθερίας. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να είναι ανώτερα από την αντίστοιχη ελευθερία, απλά προετοιμάζουν το έδαφος για τον ερχομό της.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Έγινε προσπάθεια αρχικά να ορισθεί η έννοια της ελευθερίας όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από τη νεοτερικότητα. Στη συνέχεια περιγράφηκε η ελευθερία όπως ερμηνεύεται από την κοσμοσυστημική γνωσιολογία. Αναφέρθηκαν επίσης επιγραμματικά οι έννοιες της ισότητας, της δικαιοσύνης και του δικαιώματος και ο τρόπος συσχέτισής τους με την ελευθερία. Τέλος επιχειρήθηκε μία σύντομη σύγκριση μεταξύ των απόψεων της νεοτερικότητας και της κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας.

Από τη σύγκριση είναι προφανές ότι η νεοτερικότητα έχει περιορισμένο γνωσιολογικό εύρος, κυρίως διότι αγνοεί το εξελικτικό παράδειγμα του ελληνικού κόσμου. Οι αιτίες που το αγνοεί είναι αρκετές και χρήζουν ιδιαίτερης μνείας αλλού.
Κλείνοντας, μία μελλοντική ανάλογη προσπάθεια που θα είναι φυσική συνέχεια της παρούσας, είναι η περαιτέρω επεξήγηση των εννοιών της ισότητας και δικαιοσύνης σε σχέση με την ελευθερία, καθώς επίσης και τα πολιτεύματα/πολιτείες που επικρατούν ανάλογα με τα πεδία ελευθερίας που βιώνονται.

- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -

Κοινοποίηση: