Οι «ελληνικές» σταθερές του κράτους της μεταπολίτευσης

Πώς εκδηλώνεται κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο η δυσμορφία αυτή του ελληνικού κράτους; Καταρχήν επιβεβαιώνονται όλα τα γνωρίσματα που κατέγραψα προηγουμένως ως σταθερές του: ο εγκιβωτισμός της κοινωνίας στην ιδιωτική σφαίρα και η μονοπώληση του πολιτικού συστήματος από το κράτος. Και περαιτέρω, η μη ανταποκρισιμότητά του προς τις θεμελιώδεις προσδοκίες της κοινωνίας.
Η τελευταία αυτή διάσταση, εάν έλειπε, θα ελάφρυνε σαφώς την αμφισβήτηση της πολιτικής τάξης από την κοινωνία. Συνδυάζεται όμως με μια προβληματική επιχειρησιακή λειτουργία του κράτους, η οποία μεταβάλλει τους πολίτες σε όμηρους και, μάλιστα, σε παράκλητους των δικαιωμάτων τους. Ώστε, η συνύπαρξη αυτή της αναντιστοιχίας του κράτους με την πολιτική ανάπτυξη της κοινωνίας βρίσκεται εντέλει στη βάση της απουσίας μιας θεμέλιας επιχειρησιακής λογικής, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος, απολύτως αποτρεπτικός για την αποκατάσταση μιας σχετικής έστω ανταπόκρισης της πολιτικής προς την κοινωνική βούληση. Δεν είναι τυχαίο ότι η επιταγή της πολιτικής εξυγίανσης του κράτους, της διοικητικής μεταρρύθμισης και της πάταξης της διαφθοράς, εμφανίζονται ως αξίωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία ανθίστανται σταθερά οι ελληνικές κυβερνήσεις. Να υποθέσουμε άραγε ότι το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πλέον συμβατό με εκείνο της ελληνικής κοινωνίας ενάντια στις ιδιοτέλειες των κατόχων του κράτους;
Σε κάθε περίπτωση, η διαπίστωση ότι στο ελληνικό κράτος απουσιάζει πράγματι η έννοια της κύρωσης, επιβεβαιώνει ακριβώς την υψηλή ιδιοποίηση στην οποία έχει υποβληθεί ο δημόσιος χώρος και ο σκοπός που υποτίθεται ότι καλείται να υπηρετήσει. Απουσία που συνδυάζεται με τη διάχυτη ανομία η οποία διευκολύνει τη συναλλαγή και, μάλιστα, τη διαμόρφωση θυλάκων ιδιωτείας στο εσωτερικό του κράτους και το σφετερισμό των λειτουργιών του. Η ιδιοποίηση αυτή δεν αφορά μόνο στα κλιμάκια της πολιτικής ιεραρχίας, όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες. Εξακολουθεί να καλύπτει ευρείες περιοχές του διοικητικού μηχανισμού συμπεριλαμβανομένης προφανώς και της αυτοδιοίκησης. Οι φορείς του κράτους, για να παράσχουν τελικά τις υπηρεσίες τις οποίες αυτό οφείλει στους πολίτες ή στους συναλλασσόμενους μαζί του, αξιώνουν είτε να λειτουργήσει η πελατειακή διαμεσολάβηση είτε να τους καταβληθεί πρόσθετη οικονομική ιδίως «ανταμοιβή». Η επισήμανση αυτή κάνει φανερό ότι στο κράτος της μεταπολίτευσης η διάρρηξη της ισορροπίας ανάμεσα στην επιχειρησιακή του ανταποκρισιμότητα προς την κοινωνία και στην ιδιοποίηση παραμένει η διαρκής σταθερά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτη η διασκέδαση της τελευταίας μέσω μιας μερικής έστω ικανοποίησης της κοινωνικής προσδοκίας.
Θεμελιώδης μηχανισμός της ιδιοποίησης εξακολουθεί να είναι βασικά το κόμμα. Η ιδιοποίηση και, ως εκ τούτου, η διαπλοκή και η διαφθορά αποτελούν διακομματικές παραμέτρους. Διαπιστώνεται μάλιστα ότι έχει υφανθεί ένας άτυπος αλλά ισχυρός και συνεκτικός κώδικας συνενοχών, στον οποίο υπακούει το σύνολο των λειτουργών της κομματοκρατίας. Εξόχως χαρακτηριστική είναι η συστηματική διακομματική συναίνεση στην «ασυλία» του πολιτικού προσωπικού, δυνάμει της οποίας γίνεται μεν επίκληση της ιδιοποίησης (λ.χ. των σκανδάλων που προσημειώνουν το δημόσιο ταμείο) για να πληγεί πολιτικά ο αντίπαλος, ουδέποτε όμως για να εκτεθεί στη δικαιοσύνη. Το πολιτικό σύστημα εξακολουθεί να μην ανέχεται την τιμωρία ούτε των μικρών πολιτικών αξιωματούχων για κατάχρηση της θέσης του. Η πολιτική διαπάλη επικεντρώνει την προσοχή της στην ποσόστωση της «συμμετοχής» ενός εκάστου κόμματος στην ιδιοποίηση, όχι σε μια ενδεχόμενη εναλλακτική πρόταση για την ανασυγκρότηση του κράτους ή τη μεταβολή της προσέγγισης του δημοσίου χώρου και της σχέσης του με την κοινωνία. Υπό την έννοια αυτή, είναι προφανές ότι η αναποτελεσματικότητα του κράτους συνδέεται με την εκτροπή του από τη δημόσια λειτουργία που καλείται να εκπληρώσει. Δεν είναι γενική. Το κράτος είναι απολύτως αποτελεσματικό όταν πρόκειται για την εξυπηρέτηση του κομματικού σκοπού και της συνακόλουθης διαπλοκής με το ιδιωτικό οικονομικό και επικοινωνιακό παρασιτικό κατεστημένο. Για να γίνει αντιληπτή η πτυχή αυτή του μεταπολιτευτικού κράτους αρκεί να συγκρίνει κανείς την αποτελεσματικότητά του κατά τη διετία πριν από τους ολυμπιακούς αγώνες του 2004 με τον παρελθόντα χρόνο από την ανάληψή τους ή με τη διαχείριση των εκκρεμοτήτων τους κατά την μετα-ολυμπιακή περίοδο. Δεν έχει, επίσης, παρά να αναδιφήσει στην υπόθεση του Βατοπεδίου ή στη «διαχείριση» του κεφαλαίου Μέγαρο Μουσικής. Οι δυο αυτές υποθέσεις είναι νομίζω πέραν από κάθε αμφιβολία αποκαλυπτικές της αποτελεσματικότητας του κράτους, εκεί που το επιβάλλει ο κομματικός σκοπός ή ο σκοπός της ιδιοποίησης.
Η ιδιοποίηση και εντέλει η απονεύρωση του κράτους οδηγεί αναπόφευκτα στη δημιουργία αυτόνομων θυλάκων εξουσίας που ενεργούν δι’ ίδιον όφελος ως είδος «κράτους εν κράτει» επί του δημοσίου χώρου ή επί της κοινωνίας. Η ύπαρξη μιας συντεταγμένης πολιτείας δεν θα άφηνε περιθώρια εκδήλωσης φαινομένων όπως η περίπτωση της συμπεριφοράς του αστυνομικού την 6η Δεκεμβρίου. Η ειδική δεσπόζουσα θέση που κατέλαβαν τα ΜΜΕ στην ελληνική πολιτική σκηνή, στο όνομα της λεγόμενης αυτορύθμισης, εξηγεί εξάλλου τη σύγχυση που υπάρχει στην παρούσα φάση της νεοτερικότητας, η οποία αδυνατεί να διακρίνει μεταξύ (κανονιστικής) εξουσίας και ισχύος ή, ακόμη χειρότερα, μεταξύ μέσων παραγωγής και συστήματος. Η αρχή της αυτορύθμισης (όπως στην αγορά έτσι και στα ΜΜΕ) αποτελεί απόρροια της ιδιοποίησης της πολιτικής από τους συντελεστές των «μέσων», οι οποίοι επικαλούμενοι τη δεοντολογία της ενημέρωσης και, ουσιαστικά, την υπεροχή του ιδιωτικού (της ιδιοκτησίας) επί του δημοσίου χώρου, διαφεύγουν από την κανονιστική αρμοδιότητα της πολιτειακά συντεταγμένης κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτική λειτουργία, αντί να ανήκει στο συλλογικό υποκείμενο ή, τουλάχιστον, στον εντολέα του, περιέρχεται στον συντελεστή/ιδιοκτήτη του «μέσου», ο οποίος με τη σειρά του μετέρχεται τη δύναμη ή τη διαχειρίζεται κατά το ίδιον αυτού συμφέρον και, πάντως, αναλαμβάνει να καθορίζει την πολιτική θεματική, τα πρόσωπα της εκπροσώπησης κ.λπ. Με τον τρόπο αυτό, ο τηλεκράτορας υποκαθίσταται στη θέση του νομίμου φορέα της πολιτικής λειτουργίας και, σε κάθε περίπτωση, της κοινωνίας. Έτσι διασφαλίζει για τον εαυτό του την ελευθερία στην ιδιοποίηση της πολιτικής που διέρχεται από τα ΜΜΕ, αντί της ελευθερίας της κοινωνίας. Τέλος η παρείσφρηση του νέου τηλεοπτικού περιβάλλοντος σε συνδυασμό με την αποδυνάμωση της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους, συνέβαλε τα μέγιστα στην ακύρωση της μυθολογίας που υφάνθηκε γύρω από την ιδέα της λεγόμενης χαρισματικής ηγεσίας, αναδεικνύοντας παράλληλα το μέτρο και, ιδίως, το ρόλο του πολιτικού προσωπικού στην ιδιοποίηση του δημοσίου χώρου.
Η περίπτωση των πανεπιστημίων στην Ελλάδα είναι εξόχως αποδεικτική της μεταβολής ενός κατεξοχήν ευαίσθητου δημοσίου θεσμού σε ιδιωτικό χώρο. Απαιτήθηκε περισσότερο από μια δεκαετία για να αφεθεί η δικαιοσύνη να ασχοληθεί με το σκάνδαλο του Παντείου Πανεπιστημίου. Στη διάρκεια αυτή οι πολιτικές δυνάμεις, οι προσκείμενες σ’αυτές φοιτητικές παρατάξεις και πανεπιστημιακοί καθηγητές, διαγκωνίζονταν για να «προσεταιρισθούν» τους συντελεστές του. Και όταν η δικαιοσύνη ανέλαβε επιτέλους να ασχοληθεί με την υπόθεση, πλήθος από υψηλόβαθμους πολιτικούς αξιωματούχους όλου σχεδόν του πολιτικού φάσματος και εξέχοντα μέλη της διανόησης προσέτρεξαν ως μάρτυρες να υπερασπισθούν τους πρωταιτίους ή προσκλαίοντες στα ΜΜΕ για να εκφράσουν την αγανάκτησή τους για την «αυστηρότητα» των ποινών. Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι η πλειοψηφία των μελών ΔΕΠ του Παντείου παρεμπόδισε τη λήψη μιας απόφασης που θα αναφερόταν στοιχειωδώς αποδοκιμαστικά στο σκάνδαλο, ενώ και οι παραταξιάρχες φοιτητές περιέβαλαν με απροσχημάτιστη συγκάλυψη την υπόθεση. Το πλέον ενδιαφέρον, ωστόσο, στο σκάνδαλο αυτό είναι ότι αποτέλεσε το μοναδικό, απ’ ότι γνωρίζω, μεταπολεμικό παράδειγμα καταδίκης κρατικών αξιωματούχων για διαφθορά και κατάχρηση εξουσίας.
Από τα ανωτέρω ολίγα συνάγεται νομίζω αβίαστα ότι η ενδιάθετη «αντικρατική» ψυχολογία της κοινωνίας των πολιτών που εκδηλώνεται στην καθημερινότητά της, ιδίως δε σε περιόδους κρίσης, τροφοδοτείται σταθερά από την αποξένωσή της από την πολιτεία και την μη ανταποκρισιμότητα της τελευταίας προς το κοινό συμφέρον. Εξηγεί, από την άλλη, τη «συμπαθητική» προσήνεια την οποία η κοινωνία επιδεικνύει συχνά έναντι του λεγόμενου «αντιεξουσιαστικού» χώρου και, μάλιστα, στον λόγο της τρομοκρατίας. Όπως ήδη διαπιστώσαμε, το πρόταγμα των νέων δεν εξήλθε του πλαισίου που οριοθέτησε το συμβάν της 6ης Δεκεμβρίου. Εντούτοις, στο πρώτο τουλάχιστον στάδιο, την οργή τους καρπώθηκαν με άνεση οι φορείς του «αντιεξουσιαστικού» χώρου, πετυχαίνοντας έτσι να αναβαθμίσουν το πεδίο της αμφισβήτησης και να προσδώσουν στο διάβημά τους χαρακτήρα εξέγερσης.
Με άλλα λόγια, η συνάντηση των νέων με τον λεγόμενο «αντιεξουσιαστικό» χώρο στο επίπεδο της αντικρατικής συμπεριφοράς δεν υποδηλώνει ότι συναντώνται εξίσου και στο πεδίο της αιτιολογίας, του κινήτρου δηλαδή που την προκάλεσε. Στο δεύτερο στάδιο, τα κόμματα και οι επαγγελματίες της διαμεσολάβησης που τρέφονται από τις «κινητοποιήσεις» (οι επικαρπωτές της ΠΟΣΔΕΠ και ποικίλων άλλων οργανώσεων), περικύκλωσαν με «στοργή» την αμφισβήτηση των νέων και την ενέταξαν στον πολιτικό τους λόγο, προκειμένου να την εκτονώσουν και να την επενδύσουν εκλογικά. Οι νέοι, από συντελεστές του συγκυριακού έστω διακυβεύματος της ιστορίας και, υπό μια έννοια, εκφραστές της γενικότερης δυσαρέσκειας της κοινωνίας, θα μεταβληθούν, για μια ακόμη φορά, σε αγελαίο/μαζικό υποκείμενο της αντιπαράθεσης για την οικειοποίησή της και τελικά σε τροφοδότη μηχανισμό για τη διαιώνιση της ιδιοποίησης του κράτους.

- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -

Κοινοποίηση: