ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η οργισμένη διαμαρτυρία των νέων έφερε στην επιφάνεια έναν ενδιαφέροντα δυισμό που έχει εγκατασταθεί από την αρχή της βαυαροκρατίας στο νεοελληνικό κράτος. Ανάμεσα στην πολιτισμένη εκδοχή της ελληνικής κοινωνίας που δημιουργεί συμμετέχοντας ανταγωνιστικά στα δρώμενα του κόσμου. Και στην Ελλάδα που συνωστίζεται μέσα ή στην περίμετρο του πολιτειακού μορφώματος του κράτους και συμπεριφέρεται ως κατακτητής στο σώμα της κοινωνίας. Ανάμεσα στην Ελλάδα της αισθητικής και στην Ελλάδα της ασχήμιας. Η Ελλάδα της αισθητικής είναι αυτή που ιδιωτεύει επειδή έχει επιλέξει να μην συναινεί στην ιδιοποίηση και, ως εκ τούτου, η αποχή της συνιστά, γι’αυτό και μόνο, μια βαθιά πολιτική πράξη. Είναι η Ελλάδα που απορρίπτεται από το σύστημα στο μέτρο που δεν του μοιάζει και, προφανώς, δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις του. Η Ελλάδα αυτή, αρνείται την «απεικόνισή» της από τα ΜΜΕ, την πολιτική τάξη, το βαθύ κράτος, τους νομείς και τους συγκατανευσιφάγους του δημόσιου αγαθού.
Για να καταδειχθεί η απέχθεια της πολιτισμένης Ελλάδας στην Ελλάδα του «δημοσίου χώρου» αρκεί να υποβάλλει κανείς στην ελληνική κοινωνία το ερώτημα: πόσα από τα μέλη της θα επέλεγαν να ζήσουν σε άλλη χώρα αντί της πατρίδας τους εάν είχαν τη σχετική δυνατότητα; Ή επίσης, πόσοι από τους νέους θα ήσαν έτοιμοι να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους για να υπερασπισθούν το αγαθό της εθνικής ελευθερίας; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά ή στην ευθεία ερώτηση για το μέτρο της απογοήτευσης της ελληνικής κοινωνίας από τους επιμέρους φορείς της άρχουσας τάξης θα οδηγούσε νομίζω σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα για το βαθμό νομιμοποίησης του συστήματος. Εντούτοις, οι δημοσκόποι, συνακόλουθοι με τους εντολείς τους, εμμένουν σταθερά σε ερωτήματα που απαντούν κυρίως στις αγωνίες των νομέων της εξουσίας και των διατακτών τους, όχι της κοινωνίας. Τα ερωτήματα αυτά αντιπαρέρχονται εντούτοις την ουσία του προβλήματος που δημιουργεί την αμφισβήτηση, εστιάζοντας το ενδιαφέρον της κοινωνίας στο ποιος από τους μονομάχους θα κερδίσει τις εκλογές.
Από την άλλη, το επιχείρημα που επανέρχεται ως απάντηση στην αμφισβήτηση και κατατείνει στην εξομοίωση του σώματος της κοινωνίας με την ηγεσία του, προκαλεί καταφανώς την αισθητική της Ελλάδας του πολιτισμού. Διότι πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι οι Έλληνες σταδιοδρομούν ευδόκιμα σε άλλα κράτη υπό ένα άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον και χωρίς να έχουν εκεί προφανώς προβληματική σχέση με τη νομιμότητα; Τι είναι αυτό που «αλλοιώνει» τον χαρακτήρα του Έλληνα όταν κατοικεί στη χώρα του, πέραν της υποχρεωτικότητας να συμπεριφέρεται σύμφωνα με τους κανόνες του συστήματος για να επιβιώσει ή και να επιπλεύσει;
Χωρίς αμφιβολία, το διακύβευμα για την ελληνική κοινωνία επικεντρώνεται στην απελευθέρωσή της από το κράτος, δηλαδή από την λογική της κομματοκρατίας που το κατέχει και όχι στην περαιτέρω διεύρυνση της ομηρίας της, υπό οποιονδήποτε (αριστερό ή δεξιό) μανδύα. Απελευθέρωση που δεν είναι εφικτή παρά μόνο με την πολιτειακή θέσμιση της κοινωνίας.
Η σταθερή αυτή ασυμβατότητα του κράτους με το πολιτικό ανάπτυγμα της ελληνικής κοινωνίας και ιδίως η αιτιολογία της, συναντάται εφεξής, καθόλες τις ενδείξεις, στο σύνολο των κοινωνιών του κοσμοσυστήματος της εποχής μας. Η ασυμβατότητα αυτή, που πρέπει να αποδοθεί στη θητεία των κοινωνιών της νεοτερικότητας στην ανθρωποκεντρική ζωή (τη ζωή εν ελευθερία), μέλλεται να έχει, στην πρώτη φάση, ως κοινό παρονομαστή την αντιπροσωπευτική προσομοίωση του πολιτικού συστήματος. Η χρηματοπιστωτική κρίση που διατρέχει σήμερα τον πλανήτη συνομολογεί το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής στο οποίο οδήγησε η ολοκληρωτική πολιτική και όχι μόνο οικονομική κυριαρχία των δυνάμεων της αγοράς. Κυριαρχία η οποία, εν προκειμένω, οφείλεται ουσιωδώς στην ανατροπή των συσχετισμών που συνείχε στο παρελθόν την (εξωθεσμική) σχέση του πολιτικού προσωπικού με το σώμα της κοινωνίας. Αν και η ανατροπή αυτή επικεντρώνει την προβληματική της πολιτικής σκέψης στη διαφύλαξη του κοινωνικοοικονομικού κεκτημένου ιδίως των ασθενέστερων στρωμάτων, το ερώτημα του αναστοχασμού της έννοιας της πολιτικής συμμετοχής φαίνεται, καθόλες τις ενδείξεις, ότι δεν θα αργήσει να τεθεί με συγκεκριμένο τρόπο. Γεγονός που υποδηλώνει ότι οι παρούσες αναταράξεις, στο μέτρο που συμβαδίζουν με το ανέφικτο της ανάταξης της εξωπολιτειακής συνάντησης της κοινωνίας με την πολιτική, θα μπορούσαν να επισπεύσουν την μετατόπιση του πολιτικού ενδιαφέροντος της κοινωνίας των πολιτών στο εσωτερικό της πολιτείας.
Οπωσδήποτε, η αποτροπή της πολιτικής κυριαρχίας της αγοράς δεν είναι εφικτή χωρίς την ανάκληση της εν λευκώ εκχωρημένης πολιτικής κυριαρχίας του κράτους από την πλευρά της κοινωνίας. Πράγμα που σημαίνει ότι οι νέες πραγματολογικές συνθήκες που σηματοδοτούν τις εξελίξεις στην παρούσα φάση του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος θα εξωθήσουν προς τη μετάλλαξη της κοινωνίας των πολιτών σε δήμο-εντολέα. Αν και υπό τις παρούσες συνθήκες η προοπτική αυτή ανάγεται, προφανώς, στη σφαίρα της “ουτοπίας”, μπορεί να ειπωθεί ότι η δυναμική της ανάσχεσης της ιδιοποίησης του κράτους και της επαναπροσέγγισης του κοινού συμφέροντος από την πλευρά της πολιτικής θα την φέρει στην επικαιρότητα. Και τούτο διότι, αν μη τι άλλο, το οικονομικοκοινωνικό και πολιτικό σύστημα θα υποχρεωθεί να διαπραγματευθεί με την κοινωνία τη συναίνεσή της, η οποία για να του δοθεί θα κληθεί να καταβάλει το αντίτιμο μιας νέας ισορροπίας και, περαιτέρω, να διασφαλίσει την εφαρμογή της. Ώστε, η διασφάλιση αυτή προϋποθέτει εφεξής την επινόηση μιας συνάντησης του κοινωνικού με το πολιτικό που θα συντελείται εντός και όχι εκτός της πολιτείας.
Στο νέο αυτό κοσμοσυστημικό περιβάλλον οι νέοι καλούνται να μην εκχωρούν τη σκέψη τους, την κοινωνική ή την πολιτική τους λειτουργία, να μην συναινούν αδαπάνως σε λογικές νομιμοποίησης, αλλά να επιζητούν την οικοδόμηση του βίου τους με πρόσημο την αυτονομία. Η αυτονομία επαγγέλλεται πρωταρχικά την αποστασιοποίηση του πολίτη από την αντίληψη της αγελαίας/μαζικής κοινωνικής και πολιτικής συμπεριφοράς, η οποία συνεπάγεται τον εγκιβωτισμό του στο καθεστώς του ιδιώτη. Αξιώνει επίσης την απόρριψη της λογικής της διαμεσολάβησης, καθώς αυτή προσιδιάζει αποκλειστικά σε μη ή προ-αντιπροσωπευτικά συστήματα. Ώστε, το σύνολο των θεσμών που επαγγέλλεται η νεοτερικότητα, από τα κόμματα έως τις ομάδες διαμεσολάβησης, αρνούνται στο άτομο την αυτονομία πέραν του ιδιωτικού του βίου. Του επιφυλάσσουν δηλαδή ένα καθεστώς ετερονομίας στο κοινωνικο οικονομικό και πολιτικό πεδίο, με αντίτιμο τη δυνατότητα μιας κατά το μάλλον ή ήττον περιορισμένης εξωθεσμικής προσέγγισης του συστήματος.
Η ψευδαίσθηση αυτή της ελευθερίας ακούει προφανώς στο όνομα του «δικαιώματος». Ενόσω όμως το άτομο απολαμβάνει «δικαιωμάτων» και όχι «αυτονομίας», το (οικονομικό ή το πολιτικό) σύστημα θα ανήκει στη διαφοροποιημένη ιδιοκτησία (π.χ. στον ιδιοκτήτη του κεφαλαίου ή στο κράτος). Οπότε το άτομο-μέλος της κοινωνίας θα παραμένει εκτός συστήματος, δηλαδή εξαρτημένο και, συνεπώς, ετερόνομο. Με άλλα λόγια, η εμπραγμάτωση της αυτονομίας του ατόμου/πολίτη είναι εφικτή μόνο υπό τον όρο της μεταβολής του σε θεσμικό υποκείμενο του (οικονομικού ή του πολιτικού) συστήματος. Η ελευθερία προϋποθέτει είτε την απομάκρυνση του ατόμου από το ιδιοκτησιακά διατεταγμένο σύστημα είτε την συμμετοχή στη συγκρότησή του. Δεν συνέχεται επομένως με την κατάργηση του κεφαλαίου, της ιδιοκτησίας ή του πολιτικού συστήματος, όπως διδάσκει σύσσωμη η νεοτερικότητα.
Οι επισημάνσεις αυτές αναδεικνύουν το γνωσιολογικό ζήτημα σε καταστατικό διακύβευμα της εποχής μας. Ολοένα και περισσότερο επιτακτική γίνεται για τους νέους η ανάγκη μιας εκ βάθρων ανοικοδόμησης του συνόλου των θεμελιωδών εννοιών που συνέχονται με την ελευθερία. Αναφέρω εντελώς ενδεικτικά έννοιες όπως της ίδιας της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του οικονομικού και πολιτικού συστήματος, του κράτους. Η νεοτερικότητα, έχοντας αναγάγει τον εαυτό της σε αρχέτυπο της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης, το μόνο που κατόρθωσε ήταν να οδηγήσει στην ολοκληρωτική παραμόρφωση της ανθρωποκεντρικής γνωσιολογίας. Κατά τούτο, ενώ η επιστροφή στο δεσποτικό παρελθόν της νεοτερικότητας αποτελεί ένα κατεξοχήν αντιδραστικό διάβημα, η αναδίφηση στο ανθρωποκεντρικό ολοκλήρωμα του ελληνικού κοσμοσυστήματος αξιολογείται ως μια εξέχουσα πράξη πρόοδου, καθώς αναμένεται να αντλήσει κανείς από αυτό τα αναγκαία στοιχεία που θα τον απαλλάξουν από το άγος του γνωσιολογικού αδιεξόδου και της συντήρησης που διακινεί στις μέρες μας σύσσωμη η άρχουσα τάξη.
Η ελληνική νεοτερική διανόηση, έχοντας να αντιμετωπίσει, συμπληρωματικά, την αξίωση της κοινωνίας «να έχει λόγο» στην πολιτική, διακίνησε ως σταθερά το επιχείρημα ότι για να «εκσυγχρονισθεί» η χώρα πρέπει ο πολιτικός να απελευθερωθεί του πολίτη. Έναν αιώνα μετά τη διατύπωση του δόγματος αυτού από τον Χαρίλαο Τρικούπη οι εξελίξεις ωστόσο συνομολογούν ότι για να εκσυγχρονισθεί η χώρα απαιτείται ο πολιτικός να περιορισθεί κατ’ελάχιστον στην ιδιότητα του εντολοδόχου, ώστε να αποκοπεί η αυτονομία του. Ο πολίτης, με την μετάλλαξή του σε συλλογικό υποκείμενο (σε δήμο) και την ανάληψη από αυτόν της ιδιότητας του εντολέα, θα απελευθερωθεί ουσιαστικά από το απαξιωτικό καθεστώς του ατομικού πελάτη του πολιτικού, για να λειτουργήσει ως συλλογικός αυθέντης της πολιτείας του.
Τουλάχιστον με τον τρόπο αυτό η κοινωνία θα γίνει υπεύθυνη της μοίρας της, χωρίς να απαιτείται να υφίσταται την «σωτηριακή» ευεργεσία αυτών που, διατεινόμενοι ότι κατέχουν το τεκμήριο της αρμοδιότητας και της ευφυΐας, προστρέχουν αυτόκλητοι να την βγάλουν από το τέλμα στο οποίο οι ίδιοι την έριξαν. Στο τέλος-τέλος η κοινωνία, επειδή στοιχειοθετεί εξορισμού τον λόγο ύπαρξης και της αγοράς και του κράτους, είναι η μόνη που δικαιούται να διαπράττει λάθη ατιμωρητί ή να ζητάει ευθύνες για τη βλάβη που της προκαλούν οι φερόμενοι ως εκπρόσωποί της. Εν προκειμένω, η έννοια της πολιτικής ευθύνης ανάγεται ευθέως στη δικαιοσύνη, δεν λειτουργεί ως πλυντήριο, όπως στο σύστημα της νεοτερικότητας, για την απάλειψη των εγκλημάτων της πολιτικής.
Οπωσδήποτε, περισσότερο από ποτέ γίνεται σήμερα εμφανές ότι το κοινωνικό πρόβλημα και, κατ’ επέκταση, η εκμετάλλευση, είναι το αποτέλεσμα της αποβολής της κοινωνίας από το (οικονομικό και πολιτικό) σύστημα, και όχι όπως διδάσκεται της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, του κεφαλαίου και της αγοράς.
Η συνειδητοποίηση του γεγονότος αυτού, ιδίως από τη γενιά των νέων, θα σηματοδοτήσει, οπωσδήποτε, το τέλος της νεοτερικότητας που ανέδειξε η εποχή του δυτικοευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο κόσμος μετά την κρίση, που τον υπέβαλε η αποξένωση της κοινωνίας από το κράτος και την αγορά, δεν θα είναι πια ο ίδιος με αυτόν που γνωρίζαμε πριν από αυτήν.

- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -

Κοινοποίηση: