Το ανθρωποκεντρικό ή ελληνικό κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας έχει ως υπόβαθρο το φυσικό επικοινωνιακό περιβάλλον, ως θεμελιώδη κοινωνία την πόλη, ενώ διαθέτει πε- ριορισμένο γεωγραφικό βάθος. Το αποκαλώ επίσης ελληνικό διότι συγκροτήθηκε από τον ελληνισμό, ο οποίος διατήρησε την ανθρωποκεντρική του ηγεσία έως το τέλος, παρόλον ότι εντάχθηκαν κατά καιρούς σε αυτό και άλλοι λαοί, ορισμένοι από τους οποίους μάλιστα το ηγεμόνευσαν εν όλω ή εν μέρει. Το ελληνικό ή ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας διήνυσε μια ολοκληρωμένη εξελικτική διαδρομή, η οποία διακρίνεται σε δύο φάσεις: την κρατοκεντρική και την οικουμενική.

Το ανθρωποκεντρικό (ή εθνοκρατικό) κοσμοσύστημα μεγάλης κλίμακας αποτελεί φάση του σύνολου ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος. Προήλθε από τη μετακένωση των παραμέτρων του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας στην ευρωπαϊκή δεσποτεία και, υπό την πρώιμη ανθρωποκεντρική του ιδιοσυστασία, λόγω της επικράτησης εντέλει του δυτικού έναντι του ελληνικού δρόμου προς αυτήν. Η ανάληψη της ηγεσίας της μετάβασης από την Εσπερία είχε ως συνέπεια την ανθρωποκεντρική επανεκκίνηση από το σημείο της φεουδαλικής/δεσποτικής της αφετηρίας και συνακόλουθα την απόρριψη του γεννήτορά της, της ελληνικής οικουμένης. Ώστε η απόρριψη του ελληνικού/ανθρωποκεντρικού κεκτημένου της μικρής κλίμακας από τη «νεοτερικότητα» δεν υποδηλώνει την ασυμβατότητά του με τη φάση της μεγάλης κλίμακας. Αντιθέτως, ομολογεί ότι η φάση της ανθρωποκεντρικής οικουμένης που βίωνε ο ελληνικός κόσμος και, πριν από αυτήν, εκείνη της κρατοκεντρικής (κλασικής) ολοκλήρωσης, ήταν φύσει ασύμβατες με την καθόλου «νεοτερικότητα» ως εκ της δεσποτικής και στη συνέχεια πρωτοανθρωποκεντρικής της ιδιοσυστασίας. Εξού και η φάση την οποία βιώνει η εποχή μας είναι η κρατοκεντρική με πρώιμο ανθρωποκεντρικό υπόβαθρο. Η ανασύνταξη του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος στη βάση της μεγάλης κλίμακας επέτρεψε σε αυτό να επιβληθεί στο σύνολο του πλανήτη.

Ανθρωποκεντρισμός: Ορίζει τις κοινωνίες που συγκροτούνται με υπόβαθρο την ατομική κατ’ ελάχιστον ελευθερία και τοποθετούν τον άνθρωπο στο επίκεντρο των προτεραιο- τήτων του κοινωνικού γίγνεσθαι.

Αντιπροσώπευση: Το πολιτικό σύστημα μοιράζεται μεταξύ αφενός της κοινωνίας των πολιτών που, συγκροτημένη σε Δήμο, αναλαμβάνει την ιδιότητα του εντολέα, αφετέρου της πολιτικής εξουσίας που κατέχει την ιδιότητα του εντολοδόχου.

«Αρχαιότητα»: Ο όρος σε εισαγωγικά. Η νεοτερική ιστοριογραφία αποδίδει με τον όρο τον ελληνικό κόσμο ιδίως της κρατοκεντρικής εποχής και, υπό μια έννοια, την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή οικουμένη. Με τον τρόπο αυτόν εκτιμά ότι διαχωρίζει το παρελθόν από τη νεότερη εποχή με ενδιάμεσο σταθμό τον δυτικοευρωπαϊκό Μεσαίωνα, ενώ ταξινομεί το Βυζάντιο ως πολιτισμό «ξένο», τόσο έναντι της εσπεριανής δεσποτείας όσο και ως προς την «αρχαιότητα». Η κοσμοσυστημική προσέγγιση του εξελικτικού γίγνεσθαι απορρίπτει την εν λόγω προσέγγιση επειδή είναι κενή περιεχομένου, ανιστορική και, κυρίως, διότι φέρει ιδεολογική προσημείωση. Η περιοδολόγηση της κοσμοϊστορίας γίνεται αντιληπτή με γνώ- μονα την κοσμοσυστημική συγκρότηση του κοινωνικού και, στο πλαίσιο αυτό, την εσωτερική μετάλλαξη του (δεσποτικού ή του ανθρωποκεντρικού) κοσμοσυστήματος. Το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα περιοδολογείται εσωτερικά με γνώμονα αφενός τη συγκρότησή του ως όλον (σε κρατοκεντρική και σε οικουμενική φάση) και αφετέρου την ολοκλήρωση των παραμέτρων (οικονομία, επικοινωνία κ.λπ.) που οδηγούν και υπο- στασιοποιούν ως σύστημα (οικονομίας, πολιτικής κ.λπ.) την ελευθερία. Το εξελικτικό βάθος του ελληνικού ή ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας καλύπτει την πε- ρίοδο από τις απαρχές της ελληνικής πόλης έως τις παρυφές του 20ού αιώνα. Η μετακένωση των παραμέτρων του ελληνικού κοσμοσυστήματος στην Εσπερία και η ώσμωσή τους με το πεδίο της δεσποτείας αποτελούν μεν τη βάση της μετάβασης στη νεότερη εποχή, δεν αναιρούν όμως το γεγονός ότι το ανθρωποκεντρικό ή ελληνικό κοσμοσύστημα εξακολούθησε να αποτελεί μια δεσπόζουσα πραγματικότητα μέχρι την ορι- στική ανθρωποκεντρική αναδιαμόρφωση των κοινωνιών με πρόσημο τη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα στη διάρκεια του 19ου και, ιδίως, του 20ού αιώνα. Κατά τούτο, το τέλος της «αρχαιότητας» εστιάζεται στη διάρκεια του 19ου, όχι στον 5ο αιώνα. Ο 5ος αιώνας σήμανε την έξοδο της Εσπερίας από την «αρχαιότητα» και την είσοδό της στη δεσποτεία, όχι το τέλος του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος. Αυτός συνέχισε αδιατάρακτα τον βίο του με όχημα τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή ελληνική οικουμένη, στην οποία ενσωματώθηκε υπό μια έννοια από τη λεγόμενη «Αναγέννηση» και η ευρωπα- ϊκή της περιφέρεια.

Αυτοκρατορία/απολυταρχία: Είναι το δεσποτικό κράτος του οποίου η θεμέλια κοινωνική ιδιοσυστασία είναι φεουδαλική, ενώ το ίδιο ανήκει δίκην ιδιοκτησίας ή ελέω θεού στον μονάρχη. Η κοινωνίες του κράτους αυτού είναι α-εθνικές ή, εν πάση περιπτώσει, η πολιτική τους συνάντηση/συνοχή επιτυγχάνεται στο πρόσωπο του απολυταρχικού άρχοντα που τις στεγάζει. Το εν λόγω κράτος δεν συγκροτεί δημόσια σφαίρα, ούτε επομένως πολιτεία. Αυτοκρατορίες συγκρότησαν οι ασιατικές δεσποτείες όπως επίσης και οι ευρωπαϊκές κρατικές δεσποτείες κατά το ύστερο στάδιο της εξόδου τους από τον Μεσαίωνα.

Αυτοκράτορας ή στρατηγός αυτοκράτορας: Ονομάζεται ο κάτοχος πλήρους στρατιωτικής αρμοδιότητας ενόψει μιας συγκεκριμένης αποστολής που του αναθέτει μία ή περισσό- τερες πολιτείες (λ.χ. ο Αλέξανδρος από το Συνέδριο της Κορίνθου). Στη Ρώμη αυτοκράτορας/ιμπεράτορας ονομάσθηκε ο πολιτικός ηγέτης της κοσμόπολης, ιδίως από τη στιγμή που ανήρχετο στην αρχή από τον ρωμαϊκό στρατό. Στο Βυζάντιο αυτοκράτορας απεκαλείτο ο πρώτος τη τάξει βασιλέας που κατείχε και την ηγεσία του στρατεύματος για να διακριθεί από τους συμβασιλείς. Σπανίως ορίζετο ως (στρατηγός) αυτοκράτορας ο επιφορτισμένος με μια αποστολή και πλήρη αρμοδιότητα για την εκτέλεσή της (λ.χ. ο Αλέξιος Κομνηνός πριν γίνει βασιλέας). Η νεοτερικότητα επικαλείται όλως καταχρηστικά τον όρο του αυτοκράτορα (και της αυτοκρατορίας) για να ορίσει πλείστες όσες πολιτικές πραγματικότητες ελλείψει μιας ικανής γνωσιολογίας που θα της επέτρεπε να τις διακρίνει.

Βασιλεύουσα πόλη/βασιλίς των πόλεων: Έτσι απεκαλείτο στο Βυζάντιο η μητροπολιτική πόλη για να ορίσει αφενός τη θέση της επί των άλλων πόλεων της επικράτειας, αφετέρου το επωνύμιο της σύνολης οικουμενικής κοσμόπολης.

Βιολογία κοινωνική: Η εξελικτική δυναμική του ζώντος κοινωνικού οργανισμού στον ιστορικό του χρόνο. Η κοινωνική βιολογία αποκρυσταλλώνεται στην εξελικτική αλληλουχία των φάσεων που αναδεικνύει το δεσποτικό ή το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα. Η εξελικτική βιολογία που διδάσκει η Κοσμοσυστημική Γνωσιολογία διαφέρει πλήρως από τις τελεολογικές θεωρίες της νεοτερικότητας, αποτελεί δε συστατικό μέρος της καθολικής Κοινωνικής Επιστήμης την οποία επαγγέλλεται.

Δεσποτεία: Ορίζει τις κοινωνίες που συγκροτούνται με γνώμονα το ανήκειν των μελών τους στον κύριο του συστήματος και με όρους ιδιοκτησίας. Η ιδιωτική δεσποτεία αποδίδει το τυπικό φέουδο, ενώ η κρατική δεσποτεία απαρτίζεται από πολλά ιδιαίτερα δεσποτικά πεδία (π.χ. φέουδα) και, ενδεχομένως, στοιχειώδεις ανθρωποκεντρικούς θύλακες που διασφαλίζουν την εσωτερική τους επικοινωνία. Ο κεντρικός δεσπότης είναι ο υπερκείμενος κύριος/ιδιοκτήτης του όλου. Στις κρατικές δεσποτείες συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, οι αφροασιατικές και οι ευρωπαϊκές από την Αναγέννηση και εντεύθεν.

Δημοκρατία: Η πολιτεία που θεραπεύει σωρευτικά την καθολική (ατομική, κοινωνική και πολιτική) ελευθερία. Εξού και προκρίνει την ανάκληση του (οικονομικού, πολιτικού κ.λπ.) συστήματος από τη διαφοροποιημένη ιδιοκτησία και την απόδοσή του στους συντελεστές του. Ειδικότερα, αντί του κράτους, επενδύεται το πολιτικό σύστημα η κοινωνία, η οποία, συγκροτημένη σε πολιτειακό θεσμό/σε Δήμο, ασκεί την καθολική πολιτική αρμοδιότητα. Η κοινωνία της δημοκρατίας είναι πολιτική κοινωνία.

Διαφωτισμός: Το κίνημα γνώσης που προσεγγίζει τον άνθρωπο ως αυτόνομη οντότητα υπό το πρίσμα της ελευθερίας. Διακύβευμά του αποτέλεσε η προβληματική για την υπέρβαση της δεσποτείας και την ανασύνταξη των κοινωνιών με πρωτο-ανθρωποκεντρικό πρόσημο. Το εγχείρημά του απέδωσε στη διανοητική λειτουργία του ανθρώπου αυτόνομη, και μάλιστα πρωταρχικά αξιωματική σημασία, αντί να την αξιολογήσει εντάσσοντάς την στο κοσμοσυστημικό πλαίσιο που προκάλεσε τη γένεσή της. Αγνοώντας ολοσχερώς τους νόμους της ανθρώπινης λειτουργίας και, κατ’ επέκταση, της ιστορικής εξέλιξης, αποφάσισε ότι αρκούσε να χρησιμοποιήσει ο άνθρωπος τη διάνοιά του για να αποτινάξει την προ- κατάληψη και τη μισαλλοδοξία. Έτσι, ταξινόμησε εαυτήν με όρους μοναδικότητας στην Ιστορία. Η έξοδος του εσπεριανού ανθρώπου από την «παιδικότητα» ισοδυναμούσε εφεξής με την έξοδο της ίδιας της ανθρωπότητας από αυτήν. Στο σύνολο παρελθόν αποδόθηκε η σκοτεινή έννοια της «παράδοσης», η οποία εξομοιώθηκε με τη δεσποτεία προκειμένου να αιτιολογήσει το επιχείρημα της ριζικής ρήξης με αυτό και να αναδείξει πρωτοτυπικά την έννοια του «νέου ανθρώπου». Μολονότι απέδωσε μεταφυσικές διαστάσεις στην ελληνική «αρχαιότητα» δεν άργησε να την απαρνηθεί, ταξινομώντας την εξίσου στην προ-νεοτερική περιοχή της «παράδοσης». Τη δε συνέχειά της, ήτοι τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περί- οδο, απέδωσε ως «ξένο πολιτισμό». Εντέλει, από γνωσιολογία της νεότερης ανθρωποκεντρικής μετάβασης εξέπεσε σε απολογητική ιδεολογία του κατεστημένου. Ο Διαφωτισμός τελικά δεν αντιπροσωπεύει παρά τη γνώση και την αντίληψη για τον (ελεύθερο) άνθρωπο που προσιδιάζει σε μια πρωτο-ανθρωποκεντρική κοινωνία. Ο Διαφωτισμός χρεώνεται την καταχρηστική αποκένωση των εννοιών που δανείστηκε από την ελληνική γραμματεία (όπως η δημοκρατία κ.λπ.) από το πραγματικό τους περιεχόμενο και την αναγόμωσή τους με το περιεχόμενο των φαινομένων της εποχής του ώστε να εξυ- πηρετήσει τις ιδεολογικές και γνωστικές προτεραιότητες της μετάβασης. Η πνευματική απογείωση που καταγράφεται στον ελληνικό υστεροβυζαντινό και μεταβυζαντινό κόσμο δεν ταξινομείται στην έννοια του Διαφωτισμού καθώς οι πνευματικές της προτεραιότητες είναι εστιασμένες στις πραγματικότητες της οικουμενικής φάσης του ελληνικού/ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος και στις δουλείες που επέβαλε η οθωμανική αιχμαλωσία του. Η εμμονή στην καταγραφή της ως (νεο-) ελληνικού Διαφωτισμού αποτελεί γνωσιολογική διαστροφή με ιδεολογικό υποκρυπτόμενο την προβολή της δίκην προσαρτήματος της εσπεριανής ορθοταξίας.

Δικαίωμα: Ευδοκιμεί εκεί όπου δεν συντρέχει η ελευθερία. Δεν καθιστά αυτόνομο το άτομο όπως η ελευθερία. Αντιθέτως, οριοθετεί το πλαίσιο της ελευθερίας στο πεδίο όπου βιώνεται το προστατευτικό της ανάχωμα. Στην εποχή μας τα δικαιώματα απαντώνται στα πεδία της κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής ζωής (λ.χ. στην εξαρτημένη εργασία, στη σχέση κοινωνίας και πολιτικής) επειδή εκεί το άτομο δεν είναι ελεύθερο. Προβάλλουν δηλαδή ως αξιακά και θεσμικά προφράγματα για την προστασία της ατομικής του ελευθερίας. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια στροφή από τα κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά δικαιώματα στα δικαιώματα των «ομάδων». Η στροφή αυτή αφήνει έκθετη την κοινωνία της εργασίας (που μεταβάλλεται σε εργασία εμπόρευμα) και την πολιτική αποτελεσματικότητά της, ενώ εστιάζει στη διάρρηξη της πολιτισμικής συνοχής της κοινωνίας, ορθώνοντας εστίες αντιμαχίας μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Αποκρύπτεται έτσι ότι εάν η ελευθερία επεκταθεί στα πεδία του οικονομικοκοινωνικού και του πολιτικού συστήματος, τα αντίστοιχα δικαιώματα είτε θα απορροφηθούν είτε θα περιέλθουν σε αχρησία.

Εθνικισμός: Ο εθνικισμός αποδίδεται ως παράγωγο του έθνους, εντούτοις αποτελεί υποπαράγωγο του κράτους. Το έθνος ορίζει το πρόταγμα της με όρους ελευθερίας πολιτικής συγκρότησης μιας ανθρωποκεντρικά δομημένης πολιτισμικής κοινωνικής συλλογικότητας. Ο εθνικισμός εμφανίζεται να επιδιώκει την ανάσχεση της πολιτικής ολοκλήρωσης άλλων εθνοτικών οντοτήτων που ενυπάρχουν στο ίδιο κράτος καθώς και την εκτατική επέκταση των γεωγραφικών ή πολιτικών συνόρων του εθνικού κράτους εις βάρος άλλων εθνών στο εξωτερικό του. Ειδικότερη εκδήλωση του εθνικισμού αποτελεί η βούληση πολιτικής, οικονομικής ή ιδεολογικής ηγεμονίας επί άλλων ανθρωποκεντρικών κοινωνιών και, συνακόλουθα, ακύρωσης ή περιορισμού της ελευθερίας άλλων εθνών ή εθνών/ κρατών. Επομένως, η διεκδίκηση της πολιτικής υποστασιοποίησης ενός έθνους ή της ανεξαρτησίας του έναντι εξωτερικών απειλών ή η θετική δήλωση του ανήκειν σε μια εθνική συλλογικότητα δεν εγγράφονται στον εθνικισμό, όπως αφελώς ή σκοπίμως υποστηρίζεται από τη νεοτερική ρητορική. Από την άλλη, η επίκληση του έθνους για τη νομιμοποίηση σκοπών που επιδιώκει το κράτος, δηλαδή οι δυνάμεις που καθορίζουν τις πολιτικές του, δεν εγγράφονται στον εθνικισμό, αλλά σε πολιτικές που εντέλει αποβλέπουν στη χειραγώγηση της εθνικής κοινωνίας. Συμβαίνει, μάλιστα, συχνά οι δυνάμεις αυτές να ενοχοποιούν τον λόγο της πολιτισμικής/εθνικής συνοχής ως εθνικιστικό προκειμένου να καταστείλουν το εθνικό φρόνημα/πρόταγμα με απώτερο σκοπό τον έλεγχο της εθνικής κοινωνίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το δόγμα του νέου φιλελευθερισμού/της διεθνούς των αγορών που εγγράφει στον εθνικισμό κάθε αναφορά στην εθνική/ πολιτισμική συνοχή, και συγκεκριμένα στην υπεράσπιση της ελευθερίας και του συμφέροντος της εθνικής συλλογικότητας. Υπό μια άλλη έννοια, στον «εθνικισμό» της «Ακροδεξιάς» ταξινομείται ουσιωδώς το αξίωμα του παλαιού φιλελευθερισμού που διακινούσε την ιδέα της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους έθνους. Ενδιαφέρουσα πτυχή με ιδιαίτερη θητεία στην Ελλάδα αποτελεί η εγγραφή της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού στον εθνικισμό. Το εγχείρημα συνέχεται με τη μηρυκαστική αναπαραγωγή της δυτικής ταξινομίας της Ιστορίας (αρχαιότητα, Μεσαίωνας, νεοτερικότητα), της προσαρτηματικής πρόσδεσης του καθόλα ανθρωποκεντρικού ελληνισμού στο άρμα της ευρωπαϊκής δεσποτείας/απολυταρχίας. Συνακόλουθα και της επιλογής των θεραπόντων του αρχικά υπέρ της ομόλογης, στη συνέχεια υπέρ της συνταγματικής/αιρετής μοναρχίας αντί της δημοκρατίας και του κράτους της οικουμενικής κοσμόπολης που αντιπροσώπευσε το ελληνικό παράδειγμα έως τη μετάβαση στο κράτος έθνος. Κατά τούτο, η εν λόγω θέση αξιολογείται ως βαθιά οπισθοδρομική, ιδεολογικά εθελόδουλη, προσαρτηματική έναντι του ηγεμόνα και, οπωσδήποτε, ανιστορική.

Έθνος: Η ταυτοτική συνείδηση της κοινωνίας. Ως εκ τούτου, απαντάται μόνο σε ανθρωποκεντρικά συντεταγμένες, δηλαδή ελεύθερες κοινωνίες οι οποίες διαλογίζονται για το συλλογικό τους «είναι» με πρόσημο το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον τους. Η νεοτερικότητα νομίζει ότι το έθνος «κατασκευάσθηκε» από το κράτος της προκειμένου να δημιουργήσει μια νέα πηγή νομιμοποίησης πέραν του μονάρχη. Εξού και θεωρεί ότι αυτός είναι ο λόγος ταύτισης του έθνους με το κράτος (το κράτος έθνος) σήμερα ή για τον οποίο το έθνος προώρισται να εξαφανισθεί στην περίπτωση που το κράτος παύσει να το ενσαρκώνει, δηλαδή να κατέχει το μονοπώλιο της πολιτικής «κυριαρχίας». Η συγκεκριμένη άποψη συγχέει το πολιτισμικό «είναι» της συλλογικής ταυτότητας και την πολιτική της σημειολογία (το πρόταγμα της συλλογικής ελευθερίας) με τον τρόπο της έκφρασης (ως έθνος κράτος στη μεγάλη κλίμακα ή ως έθνος κοσμοσύστημα στον ελληνισμό) ή τον φορέα (το κράτος/σύστημα, την κοινωνία/σύστημα ή το κοσμοσύστημα) της πολιτικής ευθύνης της. Στα συστήματα της συνταγματικής/αιρετής μοναρχίας την ευθύνη της συλλογικής ταυτότητας (της συνείδησης κοινωνίας) αναλαμβάνει το πολιτικά κυρίαρχο κράτος διότι αυτό κατέχει το πολιτικό σύστημα/το σύνολο της πολιτικής αρμοδιότητας και, κατ’ επέκταση, τη διαχείριση των υποθέσεων της κοινωνίας. Στο αντιπροσωπευτικό σύστημα και στη δημοκρατία η κοινωνία, συγκροτημένη σε πολιτεία, αναλαμβάνει την ευθύνη των υποθέσεών της, την καθολική πολιτική αρμοδιότητα και, συνακόλουθα, την αρμοδιότητα του έθνους. Από το έθνος του κράτους, το οποίο περιάγει την κοινωνία στην ιδιωτεία και την ορίζει ως άθροισμα ατομικοτήτων που λειτουργεί συλλογικά ως μάζα αντιτείνοντας έτσι το άτομο στη συλλογικότητα, μεταβαίνουμε στο έθνος της κοινωνίας. Εν προκειμένω, το άτομο εγγράφεται ως συστατικό μέλος της κοινωνικής συλλογικότητας η οποία συγκροτείται πολιτειακά, αποκτά βούληση και αναλαμβάνει την ευθύνη της εθνικής του συλλογικότητας. Ώστε το έθνος ως πολιτική έννοια ενθυλακώνει την ελευθερία στο συλλογικό έναντι του «άλλου» συλλογικού καθώς και, στην εποχή της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης, την ελευθερία υπέρ της κοινωνίας στη σχέση της με το κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό σύστημα.

Έθνος και εθνότητα. Η εθνότητα ορίζει την πολιτισμικά διακριτή κοινωνική συλλογικότητα. Η εθνότητα απαντάται τόσο στις δεσποτικές όσο και στις ανθρωποκεντρικές κοινωνίες. Όμως στις ανθρωποκεντρικές κοινωνίες υποστασιοποιείται στη βάση της κατ’ ελάχιστον ατομικής ελευθερίας και κατά τούτο αποτελεί τη μήτρα του πολιτικού της προτάγματος, της συλλογικής εν κράτει ελευθερίας που μεταβάλλει την εθνότητα σε έθνος. Υπό το πρίσμα αυτό, η εθνότητα αποτελεί τον πυλώνα της κοινωνικής συνοχής μιας ανθρωποκεντρικής κοινωνίας, εν αντιθέσει προς τη δεσποτική κοινωνία της οποίας η συνοχή διασφαλίζεται στο πρόσωπο του δεσπότη/μονάρχη.

Έθνος κοσμοσύστημα: Έτσι συγκροτήθηκε πολιτικά το έθνος των Ελλήνων, δηλαδή η ταυτοτική συνείδηση της σύνολης κοινωνίας τους στην εποχή του ελληνικού/ανθρωποκε- ντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας. Η πολιτική του έκφραση εμπραγματώθηκε είτε μέσω της συνέργειας των πόλεων (στην κρατοκεντρική εποχή) είτε με εναρμονιστικό όχη- μα τη μητρόπολη πολιτεία (κατά την περίοδο της οικουμενικής κοσμοπολιτείας). Ο ελληνισμός ως έθνος κοσμοσύστημα τερμάτισε τον ιστορικό του βίο στις παρυφές του 20ού αιώνα.

Ελευθερία: Ορίζεται ως αυτονομία, ως το γινόμενο της αυτοκαθοριστικής δυνατότητας του ανθρώπου. Κατά τούτο, η ελευθερία τοποθετείται στον αντίποδα της (αναγκαστικής ή εθελουσίας) εξάρτησης, δηλαδή της εξουσίας, επομένως διαφοροποιείται θεμελιωδώς από το δικαίωμα. Η ελευθερία διακρίνεται στην ατομική, κοινωνική και στην πολιτική της διάσταση. Η ατομική αφορά στην προσωπική υπόσταση του κοινωνικού ανθρώπου. Η κοινωνική ανάγεται στις συμβάσεις που συνάπτει το άτομο με (κοινωνικοοικονομικά) υποσυστήματα (π.χ. στον τομέα της εργασίας). Η πολιτική καλύπτει τη σχέση του ατόμου με το κοινωνικό όλον. Η σωρευτική απόλαυση της ατομικής, κοινωνικής και πολιτικής ελευθερίας αποδίδεται με την έννοια της καθολικής ελευθερίας. Τα ανωτέρω πεδία της ελευθερίας απαντώνται στο εσωτερικό μιας κοινωνικής συλλογικότητας η οποία είναι θεσμημένη πολιτικά, δηλαδή με όρους ελευθερίας έναντι άλλων πολιτισμικών ολοτήτων (η συλλογική/εθνική/κρατική ελευθερία) ή δυνάμει της πολιτισμικής της πολυσημίας (η ελευθερία των επιμέρους συλλογικών ταυτοτήτων).

Εσπερία: Η δυτική Ευρώπη. Η έννοια απαντάται στον ελληνικό κόσμο των πόλεων κρατών για να ορίσει την πέραν της ελληνικής χερσονήσου περιοχή της μεσογειακής λεκάνης όπου δύει ο ήλιος. Στο Βυζάντιο η Εσπερία θα ταυτισθεί με τη λατινική παρειά της οικουμένης, που συμπίπτει με τη δυτική Ρώμη. Στις ημέρες μας η έννοια της Δύσεως έχει περιβληθεί μια ακραιφνώς ιδεολογική αναφορά, στο μέτρο που ταυτίζεται με τη λεγόμενη «δυτική χριστιανοσύνη». Στους ύστερους βυζαντινούς χρόνους η Εσπερία/Δύση ορίζει τη μία από τις δύο παρειές της (δεσποτικής) περιφέρειας του ελληνικού/ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος και κατά τούτο τους δύο δρόμους από τους οποίους ο ευρωπαϊκός κόσμος εισήλθε στη «νεοτερικότητα». Ωστόσο, ο εσπεριανός/δυτικός δρόμος προηγήθηκε του ανατολικού/σλαβικού δρόμου.

Ιακωβίνοι: Το ριζοσπαστικότερο ρεύμα της γαλλικής επανάστασης, το οποίο προέτασσε τη βίαιη κατάργηση των πυλώνων του φεουδαλικού καθεστώτος, την άμεση εγκαθίδρυση του πρωτο-ανθρωποκεντρικού κράτους/συστήματος και μιας ομόλογης κοινωνίας. Η «πολιτεία» τους συνδέθηκε, μεταξύ των άλλων, με τη θανάτωση του βασιλέα και την τρομοκρατία υπό τον Ροβεσπιέρο, η δε πολιτική τους σκέψη αποτυπώθηκε στο Σύνταγμα της γαλλικής επανάστασης του 1793, το οποίο φυσικά ουδέποτε εφαρμόσθηκε. Το πολιτικό σύστημα των Ιακωβίνων είναι εκείνο της αιρετής μοναρχίας με ισχυρή ολιγαρχική θεμελίωση, όπως το ενέπνευσε η πρώτη περίοδος της σολώνειας πολιτείας, παγιώθηκε μάλιστα στη Δύση μόλις στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα.

Ισότητα: Το περιεχόμενό της δεν είναι σταθερό, όπως διατείνεται η νεοτερική θεωρία. Μεταλλάσσεται ανάλογα με το στάδιο του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, δηλαδή σύμφωνα με τις προτεραιότητες της ελευθερίας. Όταν επικρατεί μόνο η ατομική ελευθερία, οι θεματικές της ισότητας εστιάζονται στην ιδιοκτησία, στο Δίκαιο (στην αντικειμενικο- ποίηση του νόμου κ.λπ.) και στα δικαιώματα. Όταν κυριαρχεί η καθολική, και άρα προέχει η πολιτική ελευθερία, η ισότητα αφορά κυρίως σε αυτήν. Η ισότητα επιτυγχάνεται είτε με τον αναδασμό (π.χ. της γης) είτε, όπου αυτό δεν είναι εφικτό, με την ιδανική συμμετοχή του δικαιούχου στην ιδιοκτησία του συστήματος (π.χ. της πολιτικής).

Καισαροπαπισμός: Είναι το καθεστώς που συγκεντρώνει την κοσμική και τη θρησκευτική πολιτική εξουσία στο πρόσωπο του κατόχου του κράτους. Αυθεντική έκφραση του καισαροπαπισμού αποτελεί η παπική εξουσία από τη στιγμή που συγκροτήθηκε επίσης σε (δεσποτικό) κοσμικό κράτος. Η νεοτερική «επιστήμη», θέλοντας να ταξινομήσει το Βυζάντιο στον Μεσαίωνα, απέδωσε όλως καταχρηστικά το προσωνύμιο του «καισαροπαπισμού» σε αυτό ορίζοντάς το ως θεοκρατία, ενώ απάλλαξε την παπική Εκκλησία από το καισαροπαπικό της ιδιώνυμο.

«Κοινωνία πολιτών»: Η ευφημιστική απόδοση από τους Έλληνες φορείς της νεοτερικής ιδεολογίας της έννοιας civil society/société civile, δηλαδή των ομάδων πίεσης που εξέ- χουν/διαφοροποιούνται της κοινωνίας και διαμεσολαβούν στόχους ή συμφέροντα στην περιοχή του κράτους. Οι δυνάμεις που ταξινομούνται στην «κοινωνία πολιτών» δεν έχουν κατά τεκμήριο αντιπροσωπευτικό πρόσημο. Λειτουργούν είτε ως φορείς ιδίων συμφερόντων είτε ως διαμεσολαβητές της σύνολης κοινωνίας των πολιτών. Στην πραγματικότητα, η «κοινωνία πολιτών» αποτελεί ένα επιπλέον ανάχωμα για την αντιπροσωπευτική μετάλλαξη του πολιτικού συστήματος. Το σύστημα που προσιδιάζει στην «κοινωνία πολιτών» είναι το προ-αντιπροσωπευτικό, το νεοτερικό ιδίωμα της μοναρ- χεύουσας ολιγαρχίας όπου η σύνολη κοινωνία των πολιτών ανήκει στην ιδιωτική σφαίρα, είναι κοινωνία ιδιώτης, και μάλιστα υπήκοος κοινωνία του κράτους. Η νεότερη εκδοχή της «κοινωνίας πολιτών», οι λεγόμενες «ΜΚΟ» διαφέρουν από τις προγενέστερες ομάδες συμφερόντων καθόσον οι μεν τελευταίες επιχειρούν τον επηρεασμό της πολιτικής εξουσίας, οι δε πρώτες αξιώνουν τον διαμοιρασμό του δημόσιου χώρου.

Κοινωνία των πολιτών: Με τον όρο αυτόν ορίζω το σώμα της κοινωνίας που κατέχει την ιδιότητα του πολίτη. Αποτελεί την πολιτική εκφορά της πολιτισμικής έννοιας του «λαού», η οποία στην αντιπροσώπευση και στη δημοκρατία υποστασιοποιείται πολιτειακά, δηλαδή ως Δήμος.

Κοινωνική Επιστήμη: Η Κοσμοσυστημική Γνωσιολογία εισάγει μια νέα καθολική Κοινωνική Επιστήμη η οποία περιέχει τα θεμελιώδη προαπαιτούμενα της γνώσης: την εννοιολογία των φαινομένων, την τυπολογία τους, τη βιολογία του κοινωνικού ανθρώπου και την αναλογική μέθοδο, δυνάμει της οποίας το γνωστικό της κεκτημένο έχει καθολική εφαρμογή στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον του κοσμοϊστορικού χρόνου.

Κοσμόπολη: Το κράτος που προσιδιάζει στη μετα-κρατοκεντρική ή οικουμενική φάση του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος. Συγκροτείται από τις θεμελιώδεις πολιτειακές κοινωνίες (πόλεις/κράτη) και από τη μητροπολιτική πολιτεία, η οποία λειτουργεί εναρμονιστικά στη σύνολη επικράτεια. Η κοσμόπολη δηλώνει ότι ο σύνολος κόσμος μεταβάλλεται από άθροισμα κρατών σε μια «πόλη», δηλαδή σε ένα (κοσμο-)κράτος. Οπότε και η πολιτική από σχέση δύναμης που υπαγορεύει η διακρατική τάξη εξελίσσεται σε σχέση κανονιστικής εξουσίας ή ελευθερίας. Οι θεμελιώδεις κοινωνίες (λ.χ. οι πόλεις) διατηρούν πλήρη αυτονομία σε ό,τι αφορά στη διοίκηση των εσωτερικών τους υποθέσεων, το δικαίωμα της πολιτειακής (κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής) αυτοθέσμισής τους, την ασφάλεια και ευρέως την άμυνά τους ενώ αναλαμβάνουν επίσης την άσκηση ουσιωδών αρμοδιοτήτων της μητρόπολης πολιτείας που ανάγονται στο πεδίο των σχέσεών τους (π.χ. τη δημοσιονομική αρμοδιότητα). Η κοσμόπολη τοποθετείται στον αντίποδα της δεσποτικής αυτοκρατορίας/απολυταρχίας.

Κοσμοπολιτεία: Το πολιτικό σύστημα της (οικουμενικής) κοσμόπολης. Συγκροτείται από τις πολιτείες των επιμέρους πόλεων και από τη μητρόπολη (τη βασιλεύουσα) πολιτεία.

Κοσμοσύστημα: Σύνολο κοινωνιών που διαθέτουν εσωτερική αυτάρκεια και συνοχή ως προς τις καταστατικές τους παραμέτρους (την οικονομία, την επικοινωνία, την πολιτική κ.ά.) καθώς και κοινές θεμέλιες αξιακές και ιδεολογικο-πολιτισμικές ορίζουσες που ανάγονται στην ομόλογη βιολογία. Διακρίνουμε το δεσποτικό και το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα.

Κοσμοσυστημική Γνωσιολογία: Η Κοσμοσυστημική Γνωσιολογία ορίζει ένα καθολικό σύστημα γνώσης που αντλεί το υλικό του από το σύνολο της κοσμοϊστορίας, την οποία ανα- συγκροτεί δίκην κοσμοσυστήματος. Αποτελεί ένα αποδεικτικό σύστημα γνώσης, όχι μια απλή διανοητική κατασκευή, καθόσον καθιστά εφικτή την ανάγνωση του παρελθόντος σε κοσμοσυστημικό χρόνο, δηλαδή εξ επόψεως ιδιοσυστασίας των κοινωνιών, προάγει την αυτογνωσία σε ό,τι αφορά στο παρόν και την αποκωδικοποίηση της εξελικτικής προοπτι- κής του κοινωνικού ανθρώπου στο μέλλον. Πρόκειται για ένα γνωσιολογικό διάβημα που εμπνέεται ευρέως από την κοσμοσυστημική ανασυγκρότηση του ελληνικού ανθρωποκεντρικού φαινομένου και, περαιτέρω, από το δεσποτικό ομόλογό του και τις ανθρωποκεντρικές αποσαφηνίσεις της νεότερης εποχής. Η σημαίνουσα θέση του ελληνικού φαινομένου πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι στην Ιστορία της ανθρωπότητας μόνον αυτό έχει να επιδείξει ένα εξ επόψεως εξελικτικής βιολογίας ολοκληρωμένο ανθρωποκεντρικό παράδειγμα με κοσμοσυστημική αξίωση. Ως τέτοιο, προσφέρει στην Κοινωνική Επιστήμη όλο το πιθανό εύρος των πολιτειακών εκφάνσεων και των σταδίων, δηλαδή του εξελικτικού (βιολογικού) αναπτύγματος του ανθρωποκεντρικά συγκροτημένου κοινωνικού ανθρώπου. Το εν λόγω ανάπτυγμα επιτάσσει ασφαλώς μια διαφορετική περιοδολόγηση του κοινωνικού γίγνεσθαι του ανθρώπου συναρτώμενη με τον πυρήνα του διακυβεύματος, που είναι η ελευθερία ή, ορθότερα, η θέση της ελευθερίας στην Ιστορία και η σχέση της με τους θεμελιώδεις αντίποδές της (π.χ. τη δεσποτεία). Υπό το πρίσμα αυτό, η Κοσμοσυστημική Γνωσιολογία υποβάλλει επίσης τον παρόντα κόσμο στην αξι- ολογία της έτσι ώστε να αποκωδικοποιήσει τη φάση από την οποία διέρχεται, τον βιολογικό του χρόνο, και να υποδείξει τα εξελικτικά στάδια του μέλλοντός του. Εν ολίγοις, συγκροτεί μια εκ βάθρων νέα Επιστήμη του κοινωνικού γίγνεσθαι, αποκαθαρμένη από τις ιδεολογικές δουλείες που υποστασιοποιούνται από τη συγκαιρινή «επιστήμη».

Κρατοκεντρισμός/οικουμένη: Οι δύο εξελικτικές φάσεις του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος. Στον κρατοκεντρισμό το σύνολο κοσμοσύστημα γίνεται αντιληπτό ως άθροισμα των θεμελιωδών κοινωνιών του, οι οποίες συγκροτούνται σε κράτη. Τα κράτη αυτά επικοινωνούν πολιτικά, συνθέτοντας μια στοιχειώδη έννομη τάξη, της οποίας το κανονιστικό πλαίσιο βασίζεται στις σχέσεις ηγεμονίας, δηλαδή στη δύναμη. Στην οικουμένη, εξελικτική φάση που ακολουθεί, το σύνολο κοσμοσύστημα διατηρεί τις θεμελιώδεις κρατικές κοινωνίες, προστίθεται όμως η υπερκείμενη μητροπολιτική πολιτεία, η οποία λειτουργεί εναρμονιστικά στο σύνολο κοσμοσύστημα ή σε ένα ευρύτατο πεδίο που εγγράφει στην επικράτειά της. Κρατοκεντρικό είναι το στάδιο της εποχής της πόλης-κράτους και η σημερινή εθνοκρατική περίοδος του κόσμου. Μοναδικό ιστορικό παράδειγμα οικουμένης αποτέλεσε το ελληνικό, που εκτείνεται χρονικά από τον 4ο αιώνα π.Χ. έως τις παρυφές του 20ού αιώνα. Στην πραγματικότητα, η οικουμένη ολοκληρώνει την κοσμοσυστημική διακτίνωση των ανθρωποκεντρικών παραμέτρων, με την ομόλογη επίσης ανάπτυξη της πολιτείας.

Κράτος/σύστημα: Το κράτος που ενσαρκώνει με όρους ιδιοκτησίας το πολιτικό σύστημα και βασικά ορίζει την επικράτεια της θεμελιώδους κοινωνίας. Στην έννοια του κράτους όμως η νεοτερικότητα εντάσσει ό,τι ενσαρκώνει το εφεύρημα του «νομικού πλάσματος» που ως πολιτειακή οντότητα διαδέχθηκε την κρατική δεσποτεία/απολυταρχία: το πολιτικό σύστημα (και κατ’ επέκταση, την έννοια του Δήμου/δημοσίου), τη διοίκηση, τη δικαιοσύνη, τον στρατό, την αστυνομία κ.λπ., θεωρώντας τα φύσει συστατικά του γνωρίσματα. Παράδειγμα τέτοιου κράτους είναι αυτό της εποχής μας. Προφανώς, η νεότερη σκέψη αγνοεί τη διάκριση μεταξύ πόλεως ή κράτους (που ορίζει το έδαφος, την επικράτεια της θεμελιώδους κοινωνίας) και πολιτικού συστήματος. Το είδος της πολιτείας, επομένως και το ανήκειν αυτής στο «κράτος» ή στην κοινωνία, αποφασίζεται από το ανθρωποκεντρικό ανάπτυγμα/φάση από το οποίο διέρχεται ο κοινωνικός άνθρωπος. Δεν είναι φύσει καταχωρημένη ως ταυτολογία του κράτους. Ώστε το κράτος/ σύστημα αντιπαραβάλλεται στην κοινωνία/σύστημα. Κράτος/ σύστημα είναι και η δεσποτεία, όμως σε αυτό η ιδιοκτησία του δεσπότη περιλαμβάνει και το κράτος και την κοινωνία. Εξού και η κρατική δεσποτεία δεν συγκροτεί πολιτεία. Σε κάθε περίπτωση, το κράτος ως επικράτεια αποτελεί την εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την όποια πολιτειακή συγκρότηση της κοινωνικής συλλογικότητας.

Οικονομικά συστήματα: Τα οικονομικά συστήματα που προσιδιάζουν στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα σε συνάφεια με τα στάδια της ανάπτυξής του είναι: πρώτον, εκείνο που αποδίδει το σύστημα στην (ατομική ή κρατική) ιδιοκτησία και υποβάλλει τον φορέα της εργασίας στην εξουσία του. Πρόκειται για το σύστημα που ορίζει την κοινωνία της (εξαρτημένης) εργασίας. Εν προκειμένω, η σύμβαση εργασίας υποκρύπτει παραίτηση από αντίστοιχη ελευθερία. Δεύτερο σύστημα είναι εκείνο που απορρίπτει τον πολίτη από την οικονομική διαδικασία μεταβάλλοντας τον σε συντελεστή της πολιτικής εργασίας, μέσω της οποίας συμμετέχει στην αναδιανομή του οικονομικού προϊόντος. Πρόκειται για την κοινωνία της (οικονομικής) σχόλης που αντισταθμίζεται με την έννοια της πολιτικής μισθοφορίας. Η οικονομική εργασία αξιολογείται ως περιθωριακή και συντρέχουσα ως εργασία-εμπόρευμα. Το οικονομικό σύστημα παραμένει αντικείμενο διαφοροποιημένης ιδιοκτησίας, πλην όμως ο πολίτης, έχοντας ενσαρκώσει το πολιτικό σύστημα, αποδεσμεύεται από την ανάγκη της (εξαρτημένης) οικονομικής εργασίας. Η απόρριψη της οικονομικής εργασίας και η μετάθεση του πολίτη στην πολιτική εργασία αποδόθηκε στην κλασική εποχή με την έννοια της σχόλης. Αποδίδει τον τρόπο εμπραγμάτωσης της καθολικής ελευθερίας τον οποίο επέλεξε η δημοκρατία της κρατοκεντρικής/κλασικής εποχής της πόλης. Το τρίτο κατά σειρά οικονομικό σύστημα επανεντάσσει τον πολίτη στην παραγωγική διαδικασία, πλην όμως το οικονομικό (υπο-)σύστημα, όπου δεν παρεμβάλλεται το κεφάλαιο, διαφοροποιείται από την (ατομική) ιδιοκτησία και περιέρχεται στους συντελεστές του (στους φορείς της εργασίας). Όταν συμμετέχει και το κεφάλαιο στη συγκρότησή του η εργασία αποτιμάται ως κεφάλαιο και ο φορέας της εγγράφεται στο σύστημα ως εταίρος. Πρόκειται για την εταιρική οικονομία που αναγγέλλει την εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής και στο οικονομικό σύστημα. Το πρώτο σύστημα, η κοινωνία της (εξαρτημένης) εργασίας, απαντάται στις μέρες μας και στην ομόλογη πρωτο-ανθρωποκεντρική εποχή της πόλης-κράτους. Το δεύτερο είναι το οικονομικό σύστημα της δημοκρατίας της κρατοκεντρικής εποχής, το οποίο είναι ευρέως οφειλέτης της συνύπαρξής της με τη δεσποτεία. Το τρίτο εμφανίζεται σταδιακά, παράλληλα με την ανάπτυξη της μετα-κρατοκεντρικής οικουμένης, και ολοκληρώνεται στο Βυζάντιο. Παρόλον ότι απαντάται σε όλα τα πολιτικά συστήματα, συνάδει μάλλον με τη δημοκρατική πολιτεία. Συνιστά το οικονομικό σύστημα υπό το οποίο έζησε ο ελληνισμός καθόλη τη διάρκεια της οικουμένης και είχε κατά νουν ο Ρήγας Βελεστινλής. Η μετακένωση του εταιρικού οικονομικού συστήματος από κοινού με την πόλη στην Εσπερία αποτέλεσε το όχημα για την έξοδο των κοινωνιών της από τη φεουδαρχία. Όσο η κοινωνία υπερβαίνει την εξαρτημένη εργασία αναπτύσσεται, παράλληλα με το κυρίως οικονομικό σύστημα, η έννοια της «παραγωγής έργου».

Πολεοτικός: Ο αναφερόμενος στην πόλη/κράτος.

Πολιτεία: Ορίζει καταρχήν το σύνολο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό σύστημα στον ανθρωποκεντρισμό. Τα είδη των πολιτειών περιλαμβάνουν την αιρετή μοναρχία, την αντι- προσώπευση και τη δημοκρατία, έτι δε περαιτέρω την κοσμόπολη της φάσης της οικουμένης. Αναλόγως τυπολογούνται επίσης και τα κοινωνικά και οικονομικά υποσυστήματα όπως επίσης και οι αξιακές παράμετροι που αντιστοιχούν σε καθεμία από τις πολιτείες αυτές. Υπό την έννοια αυτή, η πολιτειακή τυπολογία συμπυκνώνει την εξελικτική βιολογία του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος.

Πόλη κράτος: Είναι η θεμέλια κοινωνία του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας. Κατά τη φάση της οικουμένης διατήρησε το καθεστώς της πλήρους πολιτειακής αυτονομίας και κατέλαβε συστατική θέση στη σύνολη πολιτεία της κοσμόπολης. Η πόλη ως θεμελιώδης κοινωνία αποτελεί το ομοθετικό ανάλογο του κράτους έθνους της μεγάλης ανθρωποκεντρικής κλίμακας. Κατά τούτο ταξινομείται στον αντίποδα της κοινότητας, της αυτοδιοίκησης ή του άστεως. Η έννοια του κοινού όριζε αρχικά τη συμπολιτειακή ένωση πόλεων. Για την κατανόηση του φαινομένου αποκαλούμε αδιακρίτως «κοινό» τη θεμέλια κοινωνία της οικουμενικής πόλης, είτε συγκροτεί συμπολιτεία είτε όχι. Άλλωστε όλες οι πόλεις είναι, σε τελική ανάλυση, συμπολιτειακά δομημένες στο εσωτερικό τους.

Πολιτειότης: Εισήγαγα τον συγκεκριμένο όρο για να αποδώσω την ιδιότητα του ανθρωποκεντρικού πολίτη. Η πολιτειότης δεν είναι μία, είναι πολλές, όσες και οι πολιτείες/πολιτικά συστήματα. Διακρίνουμε την ατελή, την απλή και την πλήρη πολιτειότητα. Η ατελής πολιτειότης προσιδιάζει στο σύστημα της συνταγματικής/αιρετής μοναρχίας και ταυτίζεται ουσιαστικά με την υπηκοότητα. Η απλή πολιτειότης απαντάται στο αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα, ενώ η πλήρης στη δημοκρατική πολιτεία. Η πολιτειότης διακρίνεται επίσης εξ επόψεως συνθετότητας, δηλαδή δυνάμει των πολιτειακών πεδίων στα οποία συγκροτείται το κράτος και εγγράφεται ο πολίτης ως πολιτικός εταίρος. Η μονο-πολιτειότης απαντάται στον πρώιμο ανθρωποκεντρισμό, όπου το κράτος κατέχει μονοσήμαντα, δίκην ιδιοκτησίας, το πολιτικό σύστημα και το διακτινώνει ομοιόμορφα στην επικράτεια. Η πολυ-πολιτειότης παρακολουθεί τη συγκρότηση της πολιτείας υπό το πρίσμα της πολιτισμικής πολυσημίας της κοινωνίας. Τέλος, είναι συ- ντρέχουσα και η κοσμοπολιτειότης, η οποία ορίζει τον πολίτη της οικουμενικής κοσμόπολης. Η πολιτειότης του νεοτερικού πολιτικού συστήματος είναι η ατελής πολιτειότης, συντεταγμένη στη βάση του μονο-πολιτειοτικού κράτους/συστήματος.

Πολιτική διαδικασία, πολιτική δυναμική: Η πολιτική διαδικασία περιλαμβάνει το θεσμικό πεδίο του πολιτικού συστήματος εντός του οποίου λαμβάνονται οι πολιτικές αποφάσεις και εφαρμόζεται η πολιτική βούληση του κατόχου του. Η πολιτική δυναμική ορίζει το πεδίο της αθέσμητης λειτουργίας των κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών δυνάμεων, δυνάμει της οποίας σκοπείται η επιρροή τους στη διαμόρφωση των πολιτικών αποφάσεων και η κατάληψη του πολιτικού συστήματος. Η πολιτική δυναμική ορίζει την περίμετρο της πολιτι-κής διαδικασίας που επηρεάζει το είναι και τη λογική της, εγγράφονται δε σε αυτήν ως συντελεστές της οι ποικίλες όσες ομάδες συμφερόντων, διαμεσολάβησης ή του παρασκηνίου, οι λεγόμενες «μη κυβερνητικές οργανώσεις» (ΜΚΟ), η ίδια η πολιτική παρέμβαση μερίδας ή του συνόλου της κοινωνίας των πολιτών κ.λπ.

Πολιτικό φαινόμενο, πολιτική εξουσία, καθολική πολιτική αρμοδιότητα, πολιτική κυριαρχία, έννομος επιστασία: Η πολιτική ως φαινόμενο απαντάται σε δύο επίπεδα: το ένα εστιάζει την προσοχή του στη φύση του καθεαυτή, ήτοι ως φαινόμενο που ορίζει την πλαισιωμένη με αξίωση καθολικής ενέργειας κοινωνική δυναμική, στο περιβάλλον της οποίας θα επιτευχθεί η συγκρότηση, η συνοχή, η νομιμοποίηση ή η επιβολή, η κίνηση ή η ανατροπή, άρα η αμφισβήτηση ή η λειτουργία της τάξης και συνακόλουθα της κοινωνίας στο σύνολό της. Υπό το πρίσμα αυτό, η πολιτική περιλαμβάνει τόσο την πολιτική διαδικασία όσο και την πολιτική δυναμική. Το άλλο επίπεδο αφορά στο εύρος της οργανικής συσχέτισης της πολιτικής με την ολοκλήρωση του κοινωνικού ανθρώπου, δηλαδή με τον βαθμό εμπραγμάτωσης της καθολικής ελευθερίας. Από τον βαθμό αυτόν εξαρτάται εάν το πολιτικό φαινόμενο θα θεσμηθεί ως πεδίο βίωσης της καθολικής ελευθερίας (η δημοκρατία) ή δίκην αυτόνομης εξουσίας (η μοναρχία). Στη μια περίπτωση ομιλούμε για καθολική πολιτική αρμοδιότητα, στην άλλη για πολιτική κυριαρχία. Στην πρώτη απουσιάζει το υποκείμενο της κυριαρχίας/εξουσίας, στην άλλη συντρέχει το πρόσωπο της κοινωνίας. Έννομος επιστασία αποκαλείται η πολιτική αρμοδιότητα που κατέχει ο πολιτικός φορέας της κεντρικής πολιτείας της κοσμόπολης στην επικράτεια.

Προ­αντιπροσωπευτικό σύστημα (η συνταγματική/αιρετή μοναρχία): Είναι το πολιτικό σύστημα της πρώιμης ανθρωποκεντρικής εποχής, όπως εκείνο του προσολώνειου ελληνι-σμού και της νεοτερικότητας. Η νεοτερικότητα, παρόλον ότι διατείνεται πως το σύστημά της είναι αντιπροσωπευτικό, δεν ενσωματώνει κανένα από τα στοιχεία της αντιπροσωπευτικής αρχής. Αμφότερες οι ιδιότητες του εντολέα και του εντολοδόχου κατέχονται από τον φορέα του κράτους/συστήματος ο οποίος οικειοποιείται έννοιες όπως το έθνος, το γενικό ή το δημόσιο συμφέρον, δηλώνει ότι τις αντιπροσωπεύει, εναπόκειται όμως σε αυτόν να ορίσει κατά βούληση το περιεχόμενό τους. Έτσι, οι φορείς του κράτους αντιπαρέρχονται την κοινωνία και, κατ’ επέκταση, την ευθύνη τους να αντιπροσωπεύουν το συμφέρον της, ακολουθώντας, φυσικά, τη βούλησή της. Η κοινωνία των πολιτών στο προ-αντιπροσωπευτικό σύστημα (της συνταγματικής/αιρετής μοναρχίας) είναι υπήκοος στο κράτος, δεν συγκροτεί πολιτική κοινωνία. Εξού και οι φορείς του κράτους δεν υπέχουν ευθύνη έναντι της κοινωνίας ούτε ελέγχονται από αυτήν. Αντιθέτως, είναι αυτοί που αποφασίζουν με αυτόνομο και αυθεντικό τρόπο τι συνιστά τη βούληση της κοινωνίας και τι τη συμφέρει. Στην πραγματικότητα, το σημερινό προ-αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα αντιστοιχεί σε μια τυπικά συνταγματική ή αιρετή, πλην όμως θεμελιωδώς ολιγαρχική, μοναρχία.

Χρηματιστική (ή νομισματική) οικονομία: Ο τύπος της οικονομίας που έχει ως υπόβαθρο, συνεκτική και λειτουργική συνιστώσα το χρήμα/νόμισμα. Η χρηματιστική οικονομία είναι η οικονομία του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, η οποία διακτινώνεται με τη μορφή του εμπορίου και της μεταποίησης. Η χρηματιστική οικονομία διαφέρει από τη λεγόμενη «οικονομία της αγοράς», η οποία αποδίδει τελικά μια συγκεκριμένη στιγμή του πρώιμου ανθρωποκεντρικά οικονομικού κύκλου και, σε κάθε περίπτωση, τη «φιλελεύθερη» εκδοχή της ιδιοκτησίας/συστήματος.

Χρόνος, κοσμοσυστημικός χρόνος: η έννοια του κοσμοϊστορικού χρόνου προσεγγίζεται υπό το πρίσμα της κοσμοσυστημικής ιδιοσυστασίας του κοινωνικού ανθρώπου και της εξελικτικής βιολογίας ενός εκάστου κοσμοσυστήματος.

Ώνια εργασία/δουλεία: Είναι το σύστημα εξαρτημένης εργασίας που επικράτησε στην κλασική εποχή. Το σύστημα αυτό ομοιάζει προς τη (δεσποτική) δουλεία κατά το ότι η σχέση του φορέα της εργασίας είναι εμπράγματη. Διαφοροποιείται όμως καθόσον ο ώνιος δούλος είναι περιβεβλημένος με ένα σύνολο δικαιωμάτων που προσιδιάζουν στο καθεστώς της εξαρτημένης εργασίας της εποχής μας. Διαθέτει δικαιώματα στα πεδία της ιδιοκτησίας, της οικογένειας, της προστασίας της ατομικότητας και της προσωπικότητάς του ενώ δύναται επίσης να αναπτύσσει επιχειρηματική δραστηριότητα, να κατέχει με τη σειρά του δούλους και να διαμένει σε δική του οικία (οι χωρίς οικούντες). Η ώνια εργασία/δουλεία απώλεσε την ανάγκη της σταδιακά στη διάρκεια της οικουμένης ως απόρροια της ανάπτυξης της εταιρικής οικονομίας έως ότου από τις αρχές του Βυζαντίου ουσιαστικά εξέλιπε.