Γιώργος Κοντογιώργης, Ο Ερντογάν και η νέα Τουρκία. Ο πολιτικός τρόπος του Ερντογάν ήταν μονόδρομος για την επιβίωσή του
Συνέντευξη στην εφημερίδα FREE SUNDAY, στις 30/6/2018
1. Ποιο είναι το πρώτο σχόλιό σας για την επανεκλογή Ερντογάν στη θέση του προέδρου της Τουρκίας;
ΓΚ. Θεωρώ ότι είναι λάθος να βλέπει κανείς τον Ερντογάν ως μια ιδεολογική και πολιτική εκτροπή από τον κεμαλισμό. Ο Ερντογάν εγγράφεται με ακρίβεια στην κεμαλική κατεύθυνση του «εκσυγχρονισμού» της Τουρκίας την οποία θα έλεγα ολοκληρώνει. Για πολλούς λόγους. Ο πρώτος και κύριος είναι ότι ενσωματώνει και το Ισλάμ στην «εκσυγχρονιστική» προοπτική του κεμαλισμού, το οποίο ο Κεμάλ, υπό τις συνθήκες της εποχής, εκτιμούσε και ορθώς ότι αποτελούσε το πρωταρχικό εμπόδιο στο εγχείρημά του. Ο Ερντογάν έθεσε τη θρησκεία ως τον κατεξοχήν ιδεολογικό μηχανισμό για να οδηγήσει στον «εκσυγχρονισμό» της Τουρκίας. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την διά χειρός του σημαίνουσα απογείωση της χώρας και την καταχώρησή της ως μείζονος περιφερειακής δύναμης, προκάλεσε μια εθνική συσπείρωση, δηλαδή συναίνεση, άνευ προηγουμένου, η οποία αποτυπώθηκε στο πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα. Από την άλλη, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το πολιτισμικό υπόβαθρο της εθνικής ιδεολογίας της Τουρκίας είναι η θρησκεία, το Ισλάμ, και όχι μια αντίληψη του έθνους που γνωρίζουμε στη Δύση και ιστορικά στον ελληνικό κόσμο. Ο κοσμικός Κεμάλ σε αυτή τη βάση σφυρηλάτησε την εθνική ιδεολογία της νέας Τουρκίας, ανεξαρτήτως της πολιτικής του θέσης απέναντι στο τότε πολιτικό και πολιτισμικό αρχαϊσμό της θρησκείας αυτής. Το άλλο κοινό στοιχείο του κεμαλισμού και του ερντογανισμού είναι ο πολιτικός αυταρχισμός. Ο οποίος είναι συμφυής με τον χαρακτήρα του εγχειρήματος και την φύση της τουρκικής κοινωνίας. Η Τουρκία έχει πολύ δρόμο να διανύσει για να φθάσει να ξεριζώσει το αναχρονιστικό της παρελθόν. Ο Ερντογάν θα χρειασθεί ωστόσο να υπερβεί το σκόπελο της μετάβασης από τη θρησκευτική στην κοσμική αντίληψη του έθνους, και συνακόλουθα σε μια πολιτισμική και κοινωνική συναίνεση που θα εδράζεται σε ανθρωποκεντρικές βάσεις. Η μετάβαση αυτή, προοιωνίζεται μια δύσκολη περίοδο για την Τουρκία διότι ως κοινωνία είναι πολυεθνοτική και πολιτισμικά κατακερματισμένη και οποιοδήποτε άνοιγμα με πρόσημο την ελευθερία κινδυνεύει να εκληφθεί ως απειλή για την ενότητα της χώρας. Το Ισλάμ αποτελεί την πλέον ισχυρή πολιτισμική συνιστώσα που υπό τις παρούσες συνθήκες δεν μπορεί να υπερβεί η πολιτική ελίτ χωρίς συνέπειες. Με δεδομένο επίσης ότι στους κόλπους της χώρας ενυπάρχει επίσης το κοχλάζον κουρδικό ζήτημα.
2. Παρά κάποιες περί του αντιθέτου προβλέψεις, ο Ερντογάν «καθάρισε» την επανεκλογή του από τον πρώτο γύρο. Πού αποδίδετε την επιτυχία του;
ΓΚ. Ο Ερντογάν είτε το θέλουμε είτε όχι είναι ένας μεγάλος ηγέτης. Και ό μεγάλος ηγέτης δεν κρίνεται από την αυταρχική ή την μη αυταρχική συμπεριφορά του στο πολιτεύεσθαι, αλλά από το αν οδήγησε τη χώρα του μπροστά από την εποχή του. Ο Ερντογάν παρέλαβε μια Τουρκία ανυπόληπτη εγκατεστημένη στο ΔΝΤ έγκλειστη στα εσωτερικά της προβλήματα και την μετέβαλε σε ελάχιστο χρόνο σε μια περιφερειακή δύναμη. Εάν ο Ερντογάν είχε πολιτευθεί με διαλλακτικούς όρους δεν θα είχε υπερβεί τις αγκυλώσεις που ενδημούν στη χώρα του. Κατηγορείται ότι προέβη σε απηνείς εκκαθαρίσεις παντού μετά το πραξικόπημα. Διερωτώμαι αν θα ήταν δυνατόν να σταθεί στην εξουσία χωρίς αυτές. Δεν είναι ποσοτικό το ζήτημα των εκκαθαρίσεων. Μετά από ένα πραξικόπημα οι εκκαθαρίσεις είναι αναπόφευκτες. Αυτό διδάσκει η πολιτική ιστορία του κόσμου. Επαναλαμβάνω ότι την πολιτική πρακτική του Ερντογάν πρέπει να την αξιολογούμε με μέτρο την τουρκική πραγματικότητα και όχι την δυτική οπτική του πράγματος. Ο πολιτικός τρόπος που εφήρμοσε ο Ερντογάν ήταν μονόδρομος για την επιβίωσή του και για να οδηγήσει την Τουρκία στο δρόμο που χάραξε γι’αυτήν. Ο δυτικός δρόμος θα τον είχε καταδικάσει εξ αρχής σε αποτυχία, το σύστημα θα τον είχε εκβράσει. Μην ξεχνάμε ότι η Δύση ευχαρίστως θα έβλεπε την προοπτική μιας μετα-ερντογανικής Τουρκίας. Νομίζω ότι το μυστικό της πολιτικής μονοκρατορίας του Ερντογάν βρίσκεται στο συνδυασμό της φιλοδοξίας που έχει επεξεργασθεί για την Τουρκία, στην επιτυχία του στην εσωτερική ανάταξη της χώρας, στον ίδιο τον τρόπο του πολιτεύεσθαι, που τον διακρίνει σαφώς από τους αντιπάλους του. Η τουρκική κοινωνία πιστώνει στον Ερντογάν την ανάδειξη της Τουρκίας ως μεγάλης περιφερειακής δύναμης.
3. Πόσο πειστικές κρίνετε τις καταγγελίες της αντιπολίτευσης για νοθεία στις τουρκικές εκλογές;
ΓΚ. Το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν συντριπτικό για να θεωρήσει κανείς ότι η νίκη του Ερντογάν ήταν αποτέλεσμα νοθείας στις εκλογές. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι νοθεία υπήρξε σε κάποιο βαθμό. Αν όμως ήταν γενικευμένη δεν θα μπορούσε να κρυφθεί ακόμη και στην σημερινή Τουρκία.
4. Τι σημαίνει, κατά την άποψή σας, η επανεκλογή Ερντογάν για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις;
ΓΚ. Έχω υποστηρίξει ότι η Τουρκία έχει αναβαθμίσει τη στρατηγική της έναντι της Ελλάδας πολλές κλίμακες έτσι ώστε από την «φινλανδοποίηση» που επιδίωκε τη δεκαετία του 1980 να προβάλει σήμερα ως στρατηγικό στόχο την «ιμιοποίηση» της χώρας μας. Όλα δείχνουν ότι ο Ερντογάν τα προσεχή χρόνια θα επιχειρήσει να υλοποιήσει τη στρατηγική αυτή που εγκαινιάσθηκε με την υπόθεση των Ιμίων, τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα. Πρέπει να πω ωστόσο ότι στη στρατηγική αυτή επιδίωξη του Ερντογάν βασικός του σύμμαχος είναι η ελληνική πολιτική τάξη. Για πολλούς πολύ γνωστούς λόγους: Ο πρώτος, είναι συναφής με το ομολογημένο γεγονός ότι στη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου και προεχόντως από τη μεταπολίτευση η πολιτική τάξη μερίμνησε ώστε να ανατραπούν συντριπτικά οι συσχετισμοί σε βάρος της Ελλάδας. Η σημερινή κατάπτωση της χώρας είναι το φρέσκο «βούτυρο» που προσέφερε η ελληνική πολιτική τάξη στην Τουρκία για να θέσει σε εφαρμογή την αναθεώρηση της σχέσης της με την Ελλάδα. Ο δεύτερος είναι ιδεολογικός. Η ελληνική πολιτική τάξη έχει αποδυθεί σε έναν συστηματικό αγώνα υπονόμευσης του πολιτισμικού και κοινωνικού ιστού της ελληνικής κοινωνίας. Την κορύφωση του εγχειρήματος αυτού, την συναντάμε στην εποχή Σημίτη και τώρα του Σύριζα. Πυρήνας της είναι η αποδόμηση της εθνικής συνοχής και των ιστορικών/πολιτισμικών της θεμελίων. Η διατύπωση του εγχειρήματος αυτού Την ιδεολογική διατύπωση του εγχειρήματος αυτού την ακούσαμε στη Βουλή δια στόματος βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ: «πρόβλημά μας δεν είναι ο εθνικισμός των γειτόνων μας αλλά ο εθνικισμός των Ελλήνων». Με τη διατύπωση αυτή αποδίδεται με ακρίβεια η αντίληψη της λεγόμενης εκσυγχρονιστικής πολιτικής τάξης στην Ελλάδα, ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική οφείλει να διαμορφώνεται υπό το πρίσμα της εσωτερικής απονομιμοποίησης του εθνικισμού της ελληνικής κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, ο εθνικισμός με τον οποίο χρεώνεται η ελληνική κοινωνία είναι αναγωγικός όχι σε μια εκτατική εθνική αντίληψη, αλλά στην άρνησή της να λειτουργήσει ως απολιτική μάζα, στην αμφισβήτηση που προβάλλει κατά των ενόχων του εθνικού ξεπεσμού, της εξαθλίωσής της και της αλαζονείας με την οποία διαχειρίζεται το κοινό συμφέρον. Ο τρίτος λόγος, ο και σοβαρότερος, είναι ότι η πολιτική τάξη έχει ήδη στο μυαλό της ενθυλακώσει την ιδέα της συνθηκολόγησης με την Τουρκία. Εάν διατρέξετε την πολιτική διαχείριση των εξωτερικών υποθέσεων από την παρούσα κυβέρνηση θα συνομολογήσετε ότι είναι απολύτως συνεπής με την ιδεολογία της εθελοδουλίας και της υποτέλειας, που την οδηγεί να λειτουργεί ως ο φυσικός ιπποκόμος ξένων συμφερόντων. Η επιλογή της Συριζαίας Αριστεράς, εν προκειμένω, είναι σαφής: εχθρός της είναι η ελληνική κοινωνία διότι λειτουργεί ως «ετερόκλητος όχλος», αρνούμενη να υπακούσει στο μαντρί της κομματοκρατίας. Και όχι οι όποιες απαιτήσεις των γειτόνων ή ενγένει των ξένων. Συνακόλουθα προς την επιλογή αυτή, έχει ήδη αποδεχθεί το καθεστώς των Ιμίων για τα 18 νησιά που ενέταξε η Τουρκία στις γκρίζες ζώνες, έχει κιόλας δρομολογήσει την ολοκλήρωση και την εμβάθυνση του έργου που ξεκίνησαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις στη Θράκη, και προετοιμάζει μια λύση στο κυπριακό που θα είναι συμβατή με τα συμφέροντα της Τουρκίας. Η επιχειρηματολογία με την οποία συνοδεύει την υποστήριξη της καθόλα επαχθούς για τα ελληνικά συμφέροντα συμφωνίας με τα Σκόπια είναι διδακτική. Ο τέταρτος λόγος, είναι ότι η πολιτική τάξη της χώρας, με κορυφαία την Συριζαία Αριστερά, δεν έχει ούτε στην περίοδο της κρίσης συνδέσει την ανάταξη του κράτους με ό,τι αυτή σημαίνει για την ίδια την επιβίωση του ελληνικής εθνικής κοινωνίας. Πολιτεύεται ως εάν η Ελλάδα βρίσκεται στον Ατλαντικό και όχι με βάση το γεγονός ότι κινείται στον ρυθμό του ακρωτηριασμού της και της οριστικής εξάρτησης της από την Τουρκία. Όλα δείχνουν ότι η Ελλάδα (και η Κύπρος) το προσεχές διάστημα θα κληθούν απλώς να επιβεβαιώσουν την «ιμιοποίησή» τους.
5. Θεωρείτε ότι τώρα που ο Ερντογάν επιβεβαίωσε τη θέση του ως «σουλτάνος» της Τουρκίας θα αλλάξει ρητορική έναντι της Δύσης;
ΓΚ. Η Τουρκία διεκδικεί σημαντικό μερίδιο στην περιφερειακή γεωπολιτική σκηνή σε μια εξαιρετικά σημαντική περιοχή για τα στρατηγικά συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο Ερντογάν έχει αποδείξει ότι είναι ένας μεγάλος επιτήδειος πολιτικός παίχτης τόσο στο εσωτερικό της χώρας του όσο και στο εξωτερικό, κατά τη διαχείριση της φιλοδοξίας του με τις Δυνάμεις. Εκτιμώ ότι η προσέγγιση της Ρωσίας είναι συγκυριακή και θα διαρκέσει όσο η Δύση δεν θα του αναγνωρίζει τη στρατηγική θέση του εταίρου στη γεωπολιτική σκηνή. Έως ότου συμβεί αυτό οι τριβές με την Δύση θα συνεχισθούν. Μόλις αυτό συμβεί, και πιστεύω ότι δεν θα αργήσει πολύ, θα επανέλθει ως στρατηγικός σύμμαχος στη Δύση.
6. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα πώς πιστεύετε ότι θα πρέπει να διαχειριστεί την κατάσταση που διαμορφώνεται στην Τουρκία;
ΓΚ. Πρώτον πρέπει να ανασυνταχθεί επειγόντως η χώρα στο εσωτερικό της όσο είναι ακόμη καιρός. Δεύτερον να επεξεργασθεί μια στρατηγική με ορίζοντα για τη χώρα, η οποία δεν υπάρχει. Από την πολιτική τάξη απουσιάζει αυτό που θα λέγαμε μία ιδέα για τη χώρα. Θεωρεί ότι η χώρα υπάρχει γι’αυτήν και της οφείλει, όχι το αντίθετο. Τρίτον, να προετοιμασθεί η χώρα ενόψει του αναπόφευκτου κατ’εμέ διλλήματος ή να παραδοθεί αμαχητί ή να διαμορφώσει τους (στρατηγικούς, διπλωματικούς, και στρατιωτικούς) όρους που θα κάνουν την Τουρκία να συνεκτιμήσει τις συνέπειες μιας πολεμικής έντασης με την Ελλάδα. Η Τουρκία έχει πεισθεί, δια χειρός της ελληνικής πολιτικής τάξης, ότι μπορεί να επιτύχει το 100% των επιδιώξεών της προς την Ελλάδα χωρίς να πέσει τουφεκιά. Μεταξύ των στρατηγικών επιλογών που έχει η Ελλάδα είναι: πρώτον, να εγγράψει ως υποθήκη ότι η αποτροπή της Τουρκίας είναι εφικτή μόνον εάν καταστήσει σαφές πώς η όποια δημιουργία τοπικού τετελεσμένου από αυτήν (του λεγόμενου θερμού επεισοδίου) θα σημάνει γενικευμένη σύρραξη. Και δεύτερον, να συνειδητοποιήσει η πολιτική τάξη ότι τα συμφέροντα της χώρας στην περιοχή είναι απολύτως συμβατά με τα συμφέροντα των Δυνάμεων που διαμορφώνουν τον γεωπολιτικό χάρτη. Η φιλοδοξία της Τουρκίας την περίοδο αυτή είναι μια νέα ευκαιρία για την Ελλάδα.
- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -