Πολλές οι εκδόσεις για την επέτειο των 200 χρόνων από την έναρξη της ελληνικής Επανάστασης του 1821. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει αυτή του Γιώργου Κοντογιώργη, Ελληνισμός και Ελλαδικό κράτος (εκδόσεις Ποιότητα). Και ξεχωρίζει γιατί βάζει στην συζήτηση λιγότερο δημοφιλή αλλά εξαιρετικής σπουδαιότητας ζητήματα. Κάποια από αυτά τα αποσαφήνισε η συνομιλία μας με τον καθηγητή. Τα υπόλοιπα θα τα ανακαλύψουν οι αναγνώστες μελετώντας (κι όχι φυλλομετρώντας!) το βιβλίο. – alakati.gr

ΕΡ.: κ. Κοντογιώργη τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821 είναι επέτειος που προσφέρεται για γιορτές ή για –να μην πούμε πένθος– περισυλλογή;

Γ.Κ.: Για να ισχυρισθεί κάποιος ότι καλούμαστε να γιορτάσουμε το γεγονός των 200 χρόνων πρέπει να είναι είτε αυτόκλητος αναβάτης στο υποζύγιο της κομματοκρατίας και του δυναστικού κράτους ή να είναι εμποτισμένος από κάποια υψηλή διαστροφή όπως εκείνη της καθολικής αλλοτρίωσης. Ο απολογισμός των διακοσίων χρόνων προσφέρεται μόνο για καβάφειους θρήνους όπως αυτοί που περιγράφονται στο ποίημά του, «Ποσειδωνιάται». Η απλή αποτίμηση του προεπαναστατικού ελληνισμού και του κρατικού μορφώματος που εμφύτευσαν οι απολυταρχικές δυνάμεις της Ευρώπης στη μήτρα του κοσμοσυστημικού του χώρου είναι από μόνη της αποκαλυπτική: ο προεπαναστατικός ελληνισμός εκινείτο στην ανθρωποκεντρική ομοθεσία της οικουμένης με θεμέλιες κοινωνίες τις πόλεις/κοινά και πρόταγμα απελευθέρωσης την αποκατάσταση του ομόλογου κράτους της δημοκρατικής κοσμόπολης. Ο ελληνισμός είχε επανέλθει μετά την άλωση σε μια πρωτοφανή όσο και πολυσήμαντη απογείωση που του επέτρεπε να φιλοδοξεί τη διαδοχή και κατ’ επέκταση την οικειοποίηση της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο τρόπος της επανάστασης τον καταδίκασε σε μια συντριπτική ήττα, που οδήγησε εντέλει στην παράδοσή του στις δυνάμεις της ευρωπαϊκής φεουδαλικής απολυταρχίας. Οι δυνάμεις αυτές έθεσαν δύο όρους για να αναγνωρίσουν την ελευθερία ακόμη και μιας ελάχιστης γεωγραφικής άκρης του ελληνισμού, όπως η Πελοπόννησος και η Στερεά. Πρώτον, το κράτος να είναι θνησιγενές, σε ασφυκτικά όρια, θεσμικά εξαρτημένο από αυτές ως προτεκτοράτο και δεύτερον, να είναι πολιτικά ομότροπο, δηλαδή υπό καθεστώς δεσποτικής απολυταρχίας. Για να διασφαλισθούν οι συγκεκριμένοι όροι επελέγη μια ξενική μοναρχία που συνοδεύθηκε από ξένο στρατό κατοχής, ενώ το σύνολο των πολιτικών, στρατιωτικών και διοικητικών αξιωματούχων στελεχώθηκε επίσης από Γερμανούς. Το εν λόγω κράτος δεν μπορεί να αποτιμηθεί παρά ως εμφύτευμα της φεουδαλικής δεσποτείας στη μήτρα του έως τότε ζώντος ελληνικού κόσμου, και μάλιστα στον δικό του ζωτικό ανθρωποκεντρικό χώρο, ο οποίος του επέτρεπε να στοχάζεται με γνώμονα τη φάση της οικουμένης στην οποία εισήλθε από τους ελληνιστικούς χρόνους βιώνοντάς την αδιάλειπτα έκτοτε. Το εν λόγω εμφύτευμα υπέβαλε τον ελληνισμό στο καθεστώς της μεσαιωνικής φεουδαρχίας που άφησε πίσω του από την προδρακόντεια εποχή, ενώ σήμανε την ολοκληρωτική οπισθοδρόμησή του προκειμένου να εναρμονισθεί με τη μετάβαση του ευρωπαϊκού κόσμου από τη φεουδαρχία στον πρώιμο ανθρωποκεντρισμό. Συγχρόνως οι Δυνάμεις δεν απέκρυπταν ότι δεδηλωμένος σκοπός του νεότευκτου κράτους ήταν ο έλεγχος του μείζονος ελληνισμού και στο βάθος η αποδόμησή του, δηλαδή η ανάσχεση της εθνικής ολοκλήρωσης.

ΕΡ.: Να υποθέσουμε ότι ο ελληνικός κόσμος του 19ου αιώνα αποτελούσε δυνάμει απειλή για τον ευρωπαϊκό κόσμο;

Γ.Κ.: Προφανώς. Οι ίδιες οι ευρωπαϊκές δυνάμεις ομολογούν ότι ο ελληνισμός αποτελούσε δυνάμει απειλή γι’ αυτές, και μάλιστα διττή. Το κοσμοπολιτειακό επαναστατικό πρόταγμα των Ελλήνων και τα δημοκρατικά κοινά ενέπνεαν τις ανερχόμενες ανθρωποκεντρικές δυνάμεις που αντιμάχονταν τη δεσποτική απολυταρχία και ως εκ τούτου εθεωρείτο ότι συνιστούσε μεγίστη απειλή για τη σταθερότητα του παλαιού καθεστώτος. Την ίδια στιγμή το ελληνικό δημοκρατικό κεκτημένο προκαλούσε απέχθεια και στις δυνάμεις του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Ο φόβος αυτός σε συνδυασμό με το πολυσήμαντο μέγεθος που αντιπροσώπευσε ο ελληνισμός κατά την προεπαναστατική εποχή δημιουργούσε ένα εκρηκτικό μείγμα που έκανε την όποια φιλοδοξία του να βυθίζεται στο βαθύ ελλαδικό προτεκτοράτο.

ΕΡ.: Ώστε ο προεπαναστατικός κοσμοσυστημικός ελληνισμός υπήρξε η βασική αιτία για την αποτροπή της εθνικής του ελευθερίας;

Γ.Κ.: Έγινε βασική αιτία από τη στιγμή που το επαναστατικό εγχείρημα απέτυχε παταγωδώς. Η εμφύτευση του απολυταρχικού κράτους στη μήτρα του ανθρωποκεντρικού/κοσμοσυστημικού ελληνισμού και η εξ αποφάσεως αποδόμησή του ήταν προδιαγεγραμμένες: όντως ανάμεσα στον οικουμενικό ελληνισμό και στο ελλαδικό δεσποτικό κράτος διαμορφώθηκε μια θανάσιμη αντιμαχία που δεν άφηνε χώρο για συμβιβασμούς. Η επιβίωση και η νομιμοποίηση του φεουδαλικού αρχικά και του μεταφεουδαλικού ελλαδικού κράτους έθεταν ως προϋπόθεση την εξάλειψη κάθε ίχνους του ιστορικού ελληνικού κόσμου, ομού και του μείζονος ελληνισμού. Αξίωνε επίσης την πολιτισμική αποκοπή της ελλαδικής κρατικής κοινωνίας από τις εθνικές της ρίζες, προκειμένου να προσδεθεί και να ιστορηθεί διά της δυτικής ορθοταξίας. Μπορούμε να παρακολουθήσουμε τη συστηματική αποδόμηση των θεμελίων του ελληνικού κόσμου διά χειρός του ελλαδικού κράτους καθόλον τον 19ο αιώνα έως και το τελικό χτύπημα του μικρασιατικού ελληνισμού. Στο ίδιο κλίμα εξηγείται το μένος των θεραπόντων του κράτους εναντίον του ελληνικού εθνικού λογισμού, που συμποσούται στην άρνηση της ελληνικής συνέχειας.

ΕΡ.: Επομένως έτσι εξηγείται όλη αυτή η αντιπάθεια των ελίτ του ελλαδικού κράτους κατά του έθνους και της ελληνικής συνέχειας.

Γ.Κ.: Δοξάζοντας τα πεπραγμένα του κράτους, όπως πράττουν οι δημοσιώνες του, ομολογούμε ότι συμπράττουμε στο έγκλημα της κατάλυσης ενός πολιτισμού που, παρά τις κακουχίες, συνέχισε αδιάπτωτα από την αρχαιότητα να δημιουργεί ενώ γέννησε κυριολεκτικά τη νεοτερικότητα. Διότι εντέλει η νεοτερικότητα, ο κόσμος της μεγάλης κλίμακας και κατ’ επέκταση η λεγόμενη Ευρώπη, αναδύθηκε στο μέσο Βυζάντιο. Η επικράτηση της ευρωπαϊκής περιφέρειας συνεπήγετο στο βάθος την ήττα του ελληνικού δρόμου (που ειδάλλως θα συνέχιζε από το σημείο της κοσμοπολιτειακής οικουμένης) και την επανεκκίνηση της μετάβασης με αφετηρία την ευρωπαϊκή φεουδαλική δεσποτεία. Το ερώτημα λοιπόν εάν θα ιστορήσουμε τον νεότερου ελληνισμού δυνάμει των πεπραγμένων του κράτους ή του έθνους είναι κοσμοϊστορικά κρίσιμο. Στη μια περίπτωση δοξάζουμε τη νίκη της φεουδαλικής απολυταρχίας και απαξιώνουμε τον ελληνικό ανθρωποκεντρικό δρόμο που έχει ως αφετηρία την οικουμενική φάση. Στην άλλη καλούμαστε να θρηνήσουμε την εξ αποφάσεως αποδόμηση των θεμελίων του κράτους της δημοκρατικής κοσμόπολης, δηλαδή του ανθρωποκεντρικού ελληνισμού που διήγε τη φάση της οικουμένης και μαζί του τον μείζονα ελληνισμό. Έναν ελληνισμό που κατείχε θέση ηγεμόνα στο μέσον τριών (δεσποτικών) αυτοκρατοριών ή ένα εξ αντικειμένου αναντίστοιχο, και γι’ αυτό μεταλλαγμένο, έκφυλο κράτος που συνεχίζει να βυσσοδομεί και να απεργάζεται την εξάλειψη κάθε ίχνους από τα εναπομείναντα λείψανα του γένους των Ελλήνων. Εάν αποδεχθούμε ότι η «αρχαιότητα» που βίωνε ομοθετικά ο ελληνισμός της τουρκοκρατίας ήταν κατώτερος της ευρωπαϊκής απολυταρχίας, όπως διατείνονται οι θαμώνες της κρατικής διανόησης, προς τι ο υποκριτικός θαυμασμός του ομόλογου ελληνισμού της προρωμαϊκής εποχής;

ΕΡ.: Αρκεί να παραμένουμε επομένως δέσμιοι ενός δρόμου που, όπως λέτε, εξέλιπε οριστικά;

Γ.Κ.: Η πλευρά του θρήνου δεν υποδηλώνει μια νοσταλγία για επιστροφή στο παρελθόν. Ο ελληνισμός ως κοσμοσύστημα και ως ανθρωποκεντρική πρόταση έχει φύγει όντως οριστικά και τελεσίδικα. Όμως ως ιστορικό συμβάν είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε επίκαιρος, τόσο για ολόκληρη την ανθρωπότητα όσο και για την ελληνική κοινωνία. Για την ανθρωπότητα διότι ο ελληνισμός ως ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα είναι ένα μοναδικό παράδειγμα, ικανό να στηρίξει την οικοδόμηση μιας πλήρους γνωσιολογίας και κατ’ επέκταση μιας επιστήμης του κοινωνικού ανθρώπου που να δείχνει τον δρόμο της εξέλιξης που θα είναι απαλλαγμένη από φορτία ολόκληρα ιδεολογίας, όπως σήμερα η νεοτερική. Για την ελληνική κοινωνία η ανάκτηση του προεθνοκρατικού παρελθόντος είναι η εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη προκειμένου να κατανοήσει το μετεπαναστατικό παρόν, να απαντήσει το ερώτημα «τι έφταιξε» και «τι εξακολουθεί να αποτελεί την αιτία της ελληνικής κακοδαιμονίας».

ΕΡ.: Αυτήν την αυτογνωσία δεν μπορούμε να την αντλήσουμε διά του κράτους;

Γ.Κ.: Η ιστόρηση του ύστερου ελληνισμού διά του κράτους είναι σαν να επιδιώκεται η ιστόρησή του με τα πεπραγμένα του βιαστή του. Το απολυταρχικό και στη συνέχεια το κράτος έθνος εγγράφονται στην εξελικτική βιολογία των φεουδαλικών κοινωνιών προς την πρώιμη ανθρωποκεντρική νεοτερικότητα. Για τον οικουμενικό ελληνισμό ήταν απλώς το όχημα και το σημείο του ενταφιασμού του. Επομένως η ιστόρηση του ιστορικού όσο και του νεότερου ελληνισμού διά του εν λόγω κράτους εμποδίζει ακόμη την αποκομιδή των συντριμμιών του, προκειμένου να προσέλθουμε στη συναγωγή των αναγκαίων συμπερασμάτων με όρους περισυλλογής και αποτίμησης. Η ανάκτηση της ιστορίας του ελληνισμού θα μας επιτρέψει να στοχασθούμε με ασφάλεια για τα αίτια της καταστροφής ώστε να αποτραπεί το μοιραίο που έρχεται με την ακρίβεια που το αναγγέλλει ο Καβάφης στους «Ποσειδωνιάτες» του. Να αναλογισθούμε γιατί οι θαμώνες του έκφυλου ελλαδικού κράτους καταγίνονται και σήμερα, εξίσου συστηματικά, με το εγχείρημα της απαξίωσης του πολιτισμικού έρματος τόσο του ιστορικού ελληνισμού όσο και της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας που τροφοδοτεί τις όποιες αντιστάσεις της απέναντί του. Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί ότι το κράτος αυτό, παρόλον ότι ξεκαθάρισε τους λογαριασμούς του με τον ιστορικό και τον μείζονα ελληνισμό, καταγίνεται εμμονικά με την απαλλαγή του από την εναπομείνασα ελληνική κοινωνία και τις αντιστάσεις της; Πώς να ερμηνεύσει άραγε κανείς το γεγονός ότι οι εορτασμοί για τους δύο αιώνες «ελεύθερου βίου» των Ελλήνων αποβλέπουν στη δοξαστική νομιμοποίηση των πεπραγμένων αυτού του κράτους με επωδό το επιχείρημα της ανάγκης ενός «νέου πατριωτισμού» που υποκρύπτει το πρόταγμα αλλαγής λαού; Ο ίδιος λόγος που οδήγησε στην εκρίζωση των ανθρωποκεντρικών θεμελίων του κοσμοσυστημικού ελληνισμού και του ίδιου του μείζονος ελληνισμού είναι αυτός που σήμερα έχει στρέψει την εχθρότητα των θαμώνων του κράτους προς την ελληνική κοινωνία. Η προφανής αναντιστοιχία του πρώιμου ανθρωποκεντρικά κρατικού μορφώματος της νεοτερικότητας προς το κοσμοπολιτειακό κράτος του οικουμενικού ελληνισμού. Το συμφέρον του κράτους αυτού δεν συμπίπτει με το συμφέρον της κοινωνίας.

ΕΡ.: Μιλάμε συχνά για «ανολοκλήρωτο ’21». Αυτό είναι παραδοχή ήττας ή υπόμνηση εκκρεμότητας;

Γ.Κ.: Το πρόταγμα του 1821 δεν έμεινε ανολοκλήρωτο, κατεδαφίστηκε ολοκληρωτικά διά χειρός του ελλαδικού κράτους, κατ΄ουσίαν από την ευρωπαϊκή νεοτερικότητα. Εάν δεν αποκτήσουμε συνείδηση της κοσμοϊστορίας, δεν θα αντιληφθούμε τι μας συνέβη, άρα θα συνεχίσουμε να χορηγούμε φάρμακο σε λάθος ασθενή, στην κοινωνία αντί του κράτους. Εν προκειμένω, μπορούμε με βεβαιότητα να αναμένουμε ότι στο τέλος αυτού του αιώνα ο ελληνισμός θα έχει οδηγηθεί στη ευθανασία. Τη χώρα, εφόσον συνεχίσει να υπάρχει, θα τη μεταβάλουν οι θαμώνες του κράτους σε χώρο, θα την υποβάλουν στην ευθανασία. Η Ιστορία του ελληνισμού διδάσκει ότι εάν η ελλαδική κοινωνία θέλει να επιβιώσει, οφείλει να ξαναπιάσει το νήμα της ανθρωποκεντρικής προόδου που διδάσκει ο ελληνισμός, από το σημείο του έθνους της κοινωνίας από το οποίο μας απέκοψε η δεσποτική απολυταρχία και η συνέχειά του της αιρετής μοναρχικής δεσποτείας στο όνομα του έθνους του κράτους. Να επεξεργασθεί επειγόντως ένα νέο εθνικό πρόταγμα που θα θέτει στην προμετωπίδα το έθνος της κοινωνίας των πολιτών κατέναντι του έθνους του κράτους, που θα ανασυνδέει την πολιτική, το πολιτικό σύστημα οργανικά με την κοινωνία.

ΕΡ.: Παρότι δεν θεωρείται δόκιμο, είναι, νομίζουμε, θεμιτό το ερώτημα αν μπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικό από αυτό που προέκυψε από την Επανάσταση του 1821 και τη χειραγώγησή της;

Γ.Κ.: Έχω ασχοληθεί ενδελεχώς με το ερώτημα αυτό στο τελευταίο μου έργο Ελληνισμός και ελλαδικό κράτος, για να δείξω ότι ανέφικτο ήταν η ευρωπαϊκή φεουδαλική απολυταρχία να πιάσει το νήμα της μετάβασης στη νεοτερικότητα από το σημείο που το παρέλαβε από τον ελληνικό δρόμο, όχι το αντίθετο. Όταν σπουδάζει κανείς τον τρόπο της επανάστασης είναι να απορεί πώς συνέβη οι συντελεστές της να μην γνώριζαν τι διέπραξαν με τόση ελαφρότητα.

ΕΡ.: Πού οφείλεται η, αρχικώς ακαδημαϊκής προέλευσης, αποστροφή των νέων Ελλήνων για τον εαυτό τους;

Γ.Κ.: Το κράτος της απολυταρχίας, για να δυνηθεί να νομιμοποιηθεί, όφειλε να εξαφανίσει τα ίχνη του μείζονος ελληνισμού, να απαξιώσει τα ανθρωποκεντρικά του θεμέλια, να εμποτίσει τα μυαλά των Ελλήνων με την ιδεολογία της εξάρτησης και της ντροπής προς τον εαυτό τους, ώστε να απωλέσουν την αυτοεκτίμησή τους, ακόμη και τη θέληση της αυτονομίας της σκέψης. Μόνον εάν θα έφθαναν να βλέπουν τον ανθρωποκεντρικό εαυτό τους με τα μάτια του Ευρωπαίου δουλοπάροικου και εάν πίστευαν ότι υπό το κράτος της απολυταρχίας ή της αιρετής μοναρχίας ζουν τον ιστορικό τους έρωτα, τη δημοκρατία των αρχαίων προγόνων τους, θα έβγαιναν νικητές. Έτσι, η κοσμοπολιτειακή δημοκρατία απαξιώθηκε στο όνομα του δεσποτικού εξευρωπαϊσμού και η πολιτική ατομικότητα της θεσμισμένης πολιτειακά κοινωνικής συλλογικότητας κατεγράφη ως εχθρός της καθόλα «ανώτερης» εξατομικευμένης αγέλης/μάζας, της κοινωνίας ιδιώτη.

ΕΡ.: Υπάρχει τρόπος ο Ελληνισμός να εκφραστεί, πέραν του ελληνικού κράτους;

Γ.Κ.: Πρέπει να επισημάνω τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ του μείζονος ελληνισμού και της διασποράς. Ο μείζων ελληνισμός ζούσε στον εθνικό του χώρο με θεμέλια εστία την κοινωνία της πόλης/κοινού, τα θεσμικά του δίκτυα και τις προϋποθέσεις της ισχύος που του επέτρεπαν να φιλοδοξεί με όρους εθνικής ταυτότητας. Η διασπορά χρησιμοποιεί ως εστία της την εθνική πολιτισμική και πολιτική εστία της χώρας υποδοχής. Επομένως, εάν δεν αναπτύξει τις δικές της πολιτισμικές και πολιτειακές αντιστάσεις, αργά ή γρήγορα προώρισται να αφομοιωθεί. Πριν από τριάντα περίπου χρόνια είχα προτείνει να ληφθεί μέριμνα ώστε ο ελληνισμός της διασποράς να οικοδομήσει εστίες κοινών και δίκτυα πολιτειακής επικράτειας, χωρίς εξουσία εδάφους, προκειμένου να διαμορφώσει ηγεσίες πολιτικές και οργανική/θεσμική εκπροσώπηση στο ελλαδικό κράτος. Αντί αυτού, δημιούργησαν το αλήστου μνήμης ΣΑΕ με πρόθεση να χειραγωγήσουν κομματικά τη διασπορά.

Ε.Ρ.: Η σημερινή συρρίκνωση –όχι μόνο η γεωγραφική– του νέου Ελληνισμού είναι αναστρέψιμη κι, αν ναι, πώς;

Γ.Κ.: Όπως προείπα, θα ήταν αναστρέψιμη υπό τον όρον της μεταβολής πολιτείας, δηλαδή της μεθάρμοσης της αιρετής μοναρχίας σε κατ’ ελάχιστον αντιπροσωπευτική πολιτεία ή, με διαφορετική διατύπωση, υπό τον όρο του θεσμικού εξαναγκασμού της άρχουσας τάξης ούτως ώστε να πολιτεύεται εναρμονισμένη με το εθνικό και κυριολεκτικά με το κοινό συμφέρον. Η δυσκολία του πράγματος έγκειται στο ότι η εν λόγω μεταβολή προϋποθέτει μια εσωτερική επανάσταση της ελληνικής κοινωνίας, αρχής γενομένης από το πεδίο των εννοιών, την οποία δεν μπορώ να πω ότι διακρίνω στον ορίζοντα.

- Διατηρείται το δικαίωμα αναδημοσιεύσης του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε μέσο, με απαραίτητη προϋπόθεση να αναγράφεται η παρούσα ιστοσελίδα και ο συγγραφέας ως πηγή. -

Κοινοποίηση: